Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 29



Δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμεινε εκεί, ανάμεσα από τα δυο μισάνοιχτα παντζούρια, να τους βλέπει που πλεύριζαν το σπίτι της οδού Κέρενσκι με προφυλάξεις και τα όπλα προτεταμένα. Μέτρησε γύρω στους είκοσι, σταμάτησε να μετράει. Δεν έβλεπε το νόημα, μάλλον κάτι άλλο θα έψαχναν. Κρύφτηκε καλύτερα πίσω απ τα παντζούρια, κάνοντας μια σκέψη και κλείσει και να φύγει, γι αυτό, κοίταξε προς την πόρτα με υποψία. Σκέφτηκε να την ανοίξει μα μετάνιωσε άμεσα. Σαν κάτι να έκρυβε πίσω της. Τα πράγματα που κρύβονται, αν έχεις μάτια την κατάλληλη στιγμή τα βλέπεις. Πως μπορεί όμως να είχαν ανακαλύψει τη γιάφκα; μέχρι τότε η οργάνωση δεν είχε κάνει κανένα λάθος που θα τους οδηγούσε εκεί. Άρα; Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα κι απόρεσε με τον εαυτό του που σκέφτηκε πως κάποιος τους είχε στείλει εκεί, επίτηδες γι αυτόν.
Κοίταξε πάλι από τη χαραμάδα. Τους είδε που είχαν πιάσει επίκαιρες θέσεις στον ακάλυπτο και σίγουρα γύρω από το σπίτι, δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία. Έβγαλε το πιστόλι και πήγε προτείνοντας το προς την πόρτα. Στάθηκε ένα μέτρο μακριά της και κατάλαβε πως κάποιος ήταν απ έξω. Επίσης κατάλαβε πως δεν την γλίτωνε. Υπήρχε βέβαια και η παράδοση, να παραδιδόταν σ αυτούς.
Πικρογέλασε στη σκέψη, γύρισε και κάθισε στην καρέκλα, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Μπορεί να έκανε λάθος, δεν ήταν σίγουρος πως είχαν έρθει γι αυτόν. Ίσως κιόλας να μην ήταν κανείς έξω από την πόρτα του. Την ξανακοίταξε προσπαθώντας να την διαπεράσει με το βλέμμα, χωρίς να μπορέσει ν αρνηθεί την πρώτη του σκέψη. Θα ήταν τέσσερις ή πέντε δεξιά κι αριστερά της πόρτας και περίμεναν.
Θα περίμενε κι αυτός, προσπαθώντας να είναι τελείως ήσυχος, για να μην προδώσει την παρουσία του, μέχρι να έκαναν εκείνοι το πρώτο βήμα. Αυτός καθισμένος με το πιστόλι στα χέρια θα τους περίμενε. Ησυχία δευτερολέπτων. καμία κίνηση.
Σηκώθηκε αργά-αργά, πήγε και ξεκρέμασε ένα Καλάσνικοφ να το έχει δίπλα του. Ξανακάθισε στην καρέκλα που έτριξε λίγο. Με τεντωμένα νεύρα περίμενε ν ακούσει κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Κανείς.
Κοίταξε πάλι απ το παράθυρο, τους είδε στις ίδιες θέσεις. Μόνο ένας από δαύτους, ξεμύτισε γοργά, πλησίασε στο προαύλιο δυο-τρία μέτρα και ύστερα ταμπουρώθηκε πίσω απ τον κορμό του μεγάλου ευκαλύπτου. Ο Μπέρης έβλεπε τώρα μόνο την κάννη του όπλου που προεξείχε και ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του. Κοίταξε το ρολόι του. Τι ώρα να ήταν; το ρολόι ήταν σταματημένο στις εννέα. Κοίταξε στη συσκευή τηλεφώνου. Σκέφτηκε να σχηματίσει τους τρεις αριθμούς που έλεγαν την ώρα. Ένα-τέσσερα-ένα. Αν τον άκουγαν όμως; Πήρε τη συσκευή στα γόνατα του, έβαλε τον δείχτη στο ένα, το γύρισε μέχρι ν ακουμπήσει στο μικρό, καμπυλωτό ατσάλι. Το ξανάφερε πίσω, ήχος δεν ακούστηκε κανένας. Τώρα έπρεπε να γυρίσει το τέσσερα και ήρθαν στο νου ώρες πολλές που προσπαθούσε να πιάσει το ένα-τέσσερα-ένα. Το εκνευριστικό σήμα της κατειλημμένης γραμμής, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Όμως αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός. Έπρεπε με την πρώτη φορά να πιάσει το νούμερο και το πιασε. Σκέφτηκε προτού γυρίσει το τέσσερα, να κλείσει τη γραμμή και να προσπαθήσει να καλέσει τον σύνδεσμο της οργάνωσης που είχε σε περίπτωση άμεσου κινδύνου αλλά μετάνιωσε αμέσως. Θα τον άκουγαν απέξω και δε θα είχε κανένα νόημα, δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ότι έκανε έπρεπε να το κάνει μόνος του. Γι αυτό άφησε το τέσσερα να γυρίσει πίσω. Μετά το ένα. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και πενήντα εννιά και πενήντα δευτερόλεπτα...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα ακριβώς...στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι, δώδεκα και δέκα δευτερόλεπτα.."
Άφησε τη συσκευή κατάχαμα, ανοιχτή.
Θα παραδιδόταν. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, δεν μπορούσε να εξαφανίσει τα όπλα, αν αυτά έλειπαν από κει μέσα όλα θα διορθώνονταν. Θα έβγαινε σαν ένας φιλήσυχος πολίτης στο δρόμο. Πικρογέλασε στη σκέψη πως είχαν έρθει τυχαία και την απέρριψε άμεσα. Κάποιος είχε προδώσει, κάποιο τους είχαν στείλει να τον σκοτώσουν.
Πόση ώρα θα περίμεναν προτού κάνουν την πρώτη κίνηση; Άκουσε πάλι την ανοιχτή γραμμή να λέει η ώρα είναι δώδεκα και πέντε και τριάντα δευτερόλεπτα ακριβώς. Είχε περάσει ήδη περίπου μισή ώρα από τότε που ήρθαν. Τι περίμεναν; μήπως να κάνει την πρώτη κίνηση αυτός; ή μήπως να βγει αμέριμνος και τότε να τον συλλάβουν χωρίς να πέσει πιστολιά; ήθελαν φαίνεται να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους κι ακόμα διαφαίνονταν πως τον χρειαζόταν ζωντανό. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο. Κι αφού τον ήθελαν ζωντανό, θα τους πολεμούσε πιο εύκολα. Είχε, λοιπόν χρόνο στη διάθεση του.
Άφησε το Καλάζνικοφ στον καναπέ. Πήρε το τραπέζι και το πήγε πίσω από την πόρτα για να εμποδίζει το άμεσο άνοιγμα της. Προσπάθησε να το ακουμπήσει χωρίς θόρυβο. Δεν τα κατάφερε. Ακούστηκε το σούρσιμο και το ακούμπημα των δυο ξύλων. Μέσα του ένιωσε ένα κελάρυσμα διαπεραστικού φόβου. Τώρα θα εκδήλωναν την παρουσία τους.
Πράγματι, απ έξω χτύπησαν δυνατά με τους υποκόπανους.
-Αστυνομία! ανοίξτε! άκουσε μια φωνή.
Δεν απάντησε, τι να έλεγε; Έπιασε το Καλάσνικοφ, κοίταξε το παράθυρο, ήταν ανόητο να σκεφτεί τη φυγή από εκεί. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγει. Ο κύκλος των αστυνομικών είχε στενέψει σαν βεντάλια γύρω του.
-Ξέρουμε ότι είσαι μόνος μέσα, ακούστηκε η φωνή απ έξω. Βγες με τα χέρια σηκωμένα και δεν θα πάθεις τίποτε.
Ούτε αυτή τη φορά απάντησε. Τι να έλεγε; φαίνεται πως ήταν καλά ενημερωμένοι. Δεν ωφελούσε να κρύβεται γι αυτό πήρε θέση άμυνας, ταμπουρώθηκε πίσω από το γραφείο, ελέγχοντας πότε την πόρτα και πότε το παράθυρο. Δε θα τολμούσαν να εισβάλλουν έτσι, θα φοβούνταν για θύματα.
-Άνοιξε! ακούστηκε επιτακτικά η φωνή. Αν σε πέντε λεπτά δεν έχεις ανοίξει θα σπάσουμε την πόρτα και θα μπούμε μέσα. Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις από το παράθυρο. Θα έχεις δει πως είσαι περικυκλωμένος. Άνοιξε και δε θα πάθεις τίποτε!
Αλλά ο Μπέρης αυτό θα έκανε. Θα προσπαθούσε να ξεφύγει από το παράθυρο.
Πλησίασε προς τα εκεί. Κρύφτηκε στον τοίχο και με την κάννη έσπρωξε το παντζούρι ν ανοίξει. Μια σφαίρα πήγε και σφηνώθηκε στο ξύλο, μια άλλη θρυμμάτισε το τζάμι, πήγε και καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο.
Το ύψος του παραθύρου από το έδαφος ήταν χαμηλό, περίπου στο ένα μέτρο. Ο Μπέρης πετάχτηκε έξω πυροβολώντας δεξιά κι αριστερά. Οι ριπές συγκλόνισαν τον ακάλυπτο και όλο το τετράγωνο. Από τα γύρω μπαλκόνια φάνηκαν άνθρωποι να κοιτούν περίεργοι, φοβισμένοι, ακούστηκαν φωνές, οχλαγωγία.'Οι αστυνομικοί απάντησαν με συνδιασμένα πυρά καθώς ο Μπέρης πετάχτηκε έξω και κατάφερε με τούμπες να φτάσει πίσω από ένα μικρό τσιμεντένιο τοιχάκι και να ταμπουρωθεί εκεί. Μια σφαίρα τον είχε βρει δεξιά, στη λεκάνη, το αίμα έτρεχε κατηφορίζοντας ανάμεσα στις χαρακιές του τσιμέντινου δαπέδου. Άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες που του είχαν απομείνει στους αστυνομικούς κι έπειτα πέταξε το όπλο κι έκανε να σηκώσει τα χέρια.
Ωστόσο οι άλλοι είχαν σπάσει την πόρτα και είχαν φτάσει στο παράθυρο. Γύρισε κατα εκεί και τους κοίταξε με σηκωμένα χέρια. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έβλεπε. Μια ομοβροντία από σφαίρες τον γάζωσαν καθώς προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Έπεσε σφαδάζοντας, σπαρτάρισε λίγο ακόμα κι ύστερα ηρέμησε τελείως ευθυτενής, ανάσκελα στο τσιμέντο. Απ όλο το σώμα ανάβλυζε αίμα, το μενταγιόν της Παναγιάς κι αυτό γέμιζε αίματα ανάμεσα στις τρίχες του στέρνου του.
Οι αστυνομικοί στάθηκαν τριγύρω του. Ο χοντρός υπαστυνόμος που ήταν επικεφαλής, κοίταξε με σημασία αυτούς που βρίσκονταν ακόμα στο παράθυρο.
-Δεν έπρεπε να τον σκοτώσετε, είπε. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες.
Έπειτα γύρισε προς τους άλλους πουν μάζευαν τον σκοτωμένο συνάδελφο τους.
-Πέθανε; ρώτησε.
Οι άλλοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
-Ο άλλος;
-Είναι τραυματισμένος βαριά, χρειάζεται άμεσα γιατρό! του απάντησαν.
Μέσα στο σπίτι της οδού Κέρενσκι δεν πείραξαν τίποτε. Τα υπόλοιπα ήταν άλλων δουλειά. Μόνο ένας αστυνομικός βγαίνοντας σταμάτησε στο τηλέφωνο. "Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δώδεκα και είκοσι και τριάντα δευτερόλεπτα" ακούστηκε από την ανοιχτή γραμμή. Τοποθέτησε το ακουστικό στη συσκευή και ακολούθησε τους άλλους.

συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Κώστα, αγαπητέ φίλε. Δεν σε ξέχασα. Αυτό είναι κάτι που δεν κάνω ποτέ. Περνώ κάθε μέρα από το δικτυακό σου σπιτικό.
    Σε αυτή τη φάση έρχομαι να απολαύσω συλλεκτικά όλους τους θαυμάσιους πίνακες σου. Δεν έχω ξεκινήσει να το διαβάζω γιατί θέλω να έχω την κατάλληλη διάθεση.
    Δεν θα μου γλυτώσεις όμως, το ξέρεις. Το έργο σου βρίσκεται εδώ, με την συντροφιά σου.
    Καλό μήνα να ευχηθώ αγαπητέ φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Τζον. Φίλε είναι πολλών χρόνων αυτή η σχέσης μας και ειλικρινά, συλλογίστηκα μή σου συνέβη κάτι.[άνθρωποι είμαστε που λέμε.] Φυσικά και δε θέλω να σου... γλιτώσω! ειδικά γι αυτό εδώ που είναι μια "άλλη" ενέργεια.

      Διαγραφή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...