Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 28






Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.
Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

συνεχίζεται


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...