Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΈΝΕΙς ΤΟ ΤΡΈΝΟ 2

 

 


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...



Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά
  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.



Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.

Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι

Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:

"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*

Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.

Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.

Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*

Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.



* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.





**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

ΤΕΛΟς















 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Η ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΕΊΝΑΙ ΓΥΝΑΊΚΑ

 


 

 Γιατί η ελευθερία είναι γυναίκα; και μάλιστα γυμνόστηθη; Ο Ντελακρουά υμνητής των αγώνων της Ελλάδος κατά του Τούρκικου Βανδαλισμού ζωγράφισε και την ελευθερία που οδηγεί τον λαό. Αποσύρθηκε όμως από την κοινή θέα γιατί θεωρήθηκε από ορισμένους Γάλλους αξιωματούχους ως ανατρεπτικός πίνακας! Να πως η τέχνη μάχεται για την ελευθερία των ανθρώπων και να πως τα ιερατεία της σκοτεινιάς αποκρύβουν τα γεγονότα.
Οι επαναστάτες από μικρό παιδί με ενθουσίαζαν αργότερα μου προξενούσαν κάποιες άλλες αντιδράσεις, εξ αιτίας του αιμοχαρούς χαρακτήρα των. Αλλά πόλεμος γινόταν και ο Κολοκοτρώνης καβαλάρης στους δρόμους της Τριπολιτσάς δε πάτησε σε χώμα. Πατούσε πάνω στα κορμιά των σφαγμένων.
Η Ελευθερία είναι ύψιστο αγαθό και οι άνθρωποι έκαναν τα πάντα για να την αποκτήσουν. Η εποποιία του 1821- γιατί πρόκειται περί έπους- μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, προσπάθησε να αναδείξει κάποιες  από τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων.  Ενάντια σε κάθε μορφής σκλαβιάς, ενάντια πάντα σε οτιδήποτε υποδουλώνει, σε οτιδήποτε σε κάνει δούλο.

    ΣΟΛΩΜΟΣ.


Τόσα  πέφτουνε τα θέρι-
        σμένα αστάχια εις τους αγρούς
        Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
        Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

Οι στίχοι αυτοί του Σολωμού μιλούν για τους χιλιάδες νεκρούς της επανάστασης, για το αίμα που χύθηκε για να είμαστε εμείς ελεύθεροι
κατά το κοινώς λεγόμενο. Προσέξτε το θερι- πως κόβεται προς χάριν της ομοιοκαταληξίας! Στίχοι από τον ΥΜΝΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
που αμφιβάλλω αν κανείς Έλληνας έχει διαβάσει όλους- ίσως όλοι μόνο τα δυο πρώτα τετράστιχα του Εθνικού μας ύμνου γνωρίζουμε.
Αναφέρομαι σε δυο ανθρώπους της τέχνης έναν ποιητή και έναν ζωγράφο, μέγιστα ύψη και οι δυο, για έναν κόσμο που μοιάζει πολύ μακρινός μας αλλά δεν είναι. Ο Ντελακρουά και ο Σολωμός, άξια σκεφτόμενοι άνθρωποι
διαχρονικοί, μας άφησαν στίγματα αλληλένδετης τέχνης και επανάστασης.




Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

 


Ο Γιάννης δεν είχε φίλους, κάτι παλιοί συμμαθητές είχαν χαθεί σ ένα θα λεγε κανείς, μακρινό παρελθόν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ούτε συγγενείς, ούτε ξαδέρφια, μόνος του και δε μιλούσε ποτέ γι αυτά. Εξ άλλου σε ποιον να τα έλεγε; στον εαυτό του έλεγε άλλα πράγματα και σχεδόν πάντα χαμογελούσε. Ότι και να συνέβαινε λες κι ο κόσμος ήταν μόνο ένα χαρούμενο πράγμα.
Αφού ήπιε κάμποσο ακόμα στο μπαρ, σηκώθηκε τρεκλίζοντας να φύγει. Σιγά-σιγά ορθώθηκε, σταμάτησε να τρεκλίζει και κατευθύνθηκε προς ένα ρεστοράν. Πεινούσε. Μπήκε μέσα και έφαγε, ένα πλούσιο γεύμα πίνοντας κόκκινο κρασί. Ύστερα πλήρωσε, πήρε ένα άλλο μπουκάλι και ρουφώντας μια γουλιά βγήκε στο δρόμο. Χωρίς να το θέλει έφερε στο μυαλό του την εικόνα της ωραίας πόρνης, της Ντίνας και κάτι του λεγε πως θα την ξανάβλεπε. Και μ αυτή την σκέψη έφτασε στο δωμάτιο του. Έπεσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε μέχρι αργά το βράδυ. Τον ξύπνησαν τα χτυπήματα στην πόρτα. Πήγε και άνοιξε στο άνοιγμα της φάνηκε πάλι το ζεύγος των Κινέζων που του  χαμογελούσε.
-Μην ξεχάσεις να δώσει εμάς το κλειδί! είπαν μ ένα στόμα και εξαφανίστηκαν, ενώ αυτός είχε σκεφτεί για μια στιγμή να τους πληρώσει μερικά ενοίκια και να μείνει λίγο ακόμη εκεί, γιατί δεν ήξερε που αλλού θα μπορούσε να μετακομίσει.
Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του. Έντεκα το βράδυ. Μηχανικά πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα ντους φόρεσε το ίδιο κουστούμι και βγήκε. Πήρε τους δρόμους άσκοπα αν και ήξερε που ήθελε να πάει. Στα κορίτσια, σ ένα μπαρ με γυναίκες γι αυτό πήρε ένα ταξί που τον πήγε στη λεωφόρο με τα πολλά του είδους μαγαζιά. Κάθισε, παράγγειλε, βότκα, πήγαν ένα δυο κορίτσια να του κάνουν παρέα κι αρνήθηκε. Αργότερα, σκέφτηκε κι άναψε τσιγάρο. Μπορεί να ερχόταν και η Ντίνα. Τώρα πως το περίμενε αυτό, ήταν μια άλλου είδους φαντασία του αλλά το πίστευε. Είχε πάντα έμμονες ιδέες και σκέψεις σαν οράματα κι έτσι κι αυτή τη φορά φανταζόταν πως όπου να ναι θα κατέφτανε. Ωστόσο άλλες δυο ήρθαν και κάθισαν γύρω του, μια του τυλίχτηκε στο λαιμό. Της χαμογέλασε.
-Α, γελάει ρε! είπε στην άλλη. Γλύκα θα κεράσεις ποτό; γύρισε σ αυτόν.
-Εντάξει, πάρτε από ένα ποτό...αλλά κάνει ζέστη γι αυτό μην απλώνετε χέρια κι αγκαλιές...
-Το χεις ξανακούσει αυτό; ψιθύρισε η μια στο αυτί της άλλης.
-Τι με νοιάζει; έκανε η άλλη πάω να πάρω δυο ποτά μας.
Απ το βάθος ξαφνικά εισέβαλλε η Ντίνα και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Αργά με ωραίο χαμόγελο πήγε κοντά του.
-Θα συνεχίσουμε εδώ ή θα με πας κάπου αλλού; ρώτησε κι έφερε πολύ κοντά το πρόσωπο της στο δικό του έτσι που συναντήθηκαν οι ανάσες τους.
Οι άλλες δυο γυναίκες έφυγαν επιδεικτικά, ο Γιάννης δεν έδωσε σημασία. η Ντίνα κάθισε δίπλα του, παράγγειλε βότκα.
-Θα μου πεις ποιος είσαι;
-Δεν είμαι κανένας, δε με έστειλε κάποιος για να σώσω τον κόσμο. Δεν έχω κανέναν προορισμό. Είμαι ένας άγνωστος μέσα σ έναν κόσμο που όλοι προσπαθούν να γίνουν διάσημοι. Δεν έχω κανέναν προορισμό.
- Όπα ρε μάγκα! γέλασε η Ντίνα, για συνέχισε!
-Δεν έχει άλλο... αυτό, απάντησε σοβαρά.
-Δε θα ρωτήσεις κάτι για μένα;
-Όλοι οι άντρες όταν γνωρίσουν μια πουτάνα, προσπαθούν να την φέρουν στον ίσιο δρόμο! γέλασε.
-Εσύ όχι;
-Το προσπάθησα κάποτε και απέτυχα.
Ο Γιάννης παράγγειλε δυο σφηνάκια τα ήπιαν κι η Ντίνα πρότεινε να χορέψουν. Συμφώνησε και παρασύρθηκαν στην πίστα. Χόρεψαν αγκαλιαστά ήρθαν σ επαφή τα σώματα τους. Ύστερα εκείνη τον τράβηξε έξω απ την πίστα.
-Πάμε στη μπάρα έχει έρθει μια φίλη μου, είχαμε ραντεβού, είπε.
-Α, δε μου το είπες αυτό. Του επαγγέλματος κι αυτή; ρώτησε.
-Όχι, του απάντησε αλλά θα γίνει. Θα ρθει κι ο γιατρός.
-Ποιος είναι αυτός; έσμιξε τα φρύδια του
Ωστόσο είχαν φτάσει στη μπάρα και η Ντίνα έκανε τις συστάσεις.
-Η Μαρία είναι φίλη απ το πανεπιστήμιο είπε. Ο Γιάννης.
-Γεια σου Μαρία, είπε αυτός σφίγγοντας ένα χέρι βελούδινο.
-Γεια σου Γιάννη, απάντησε κελαρίζοντας, κι άφησε το πλούσιο στήθος της έτοιμο να πεταχτεί έξω απ το μεγάλο ντεκολτέ.
Τι είναι αυτό; μίλησε μέσα του. Σαν παρθένα από χωριό, του φάνηκε
-Όπως το σκέφτηκες, του κλεισε το μάτι η Ντίνα.
-Πως το κατάλαβες τι σκέφτηκα; απόρησε.
-Ε, καλά τώρα! έκανε και παράγγειλε ποτά.
Σε λίγο ήρθε κι ο γιατρός. Ένας άνθρωπος του λιμανιού, βαρύς κι ασήκωτος που με το τσιγκέλι του παιρνες κουβέντα. Ήταν πράγματι γιατρός; ναι, του ψιθύρισε στ αυτί η Ντίνα. Έχει ξεσκίσει όλα τα κορίτσια, λεφτά έχει και σκορπάει.

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΝΈΟ ΜΟΥ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 

 


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΦΩΣ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΧΆΔΙ;

 


 

Σουρούπωνε
ή έβρεχε
Όταν χαράζει
είναι η καλύτερη ώρα.
Έχετε δει πως μπλεδίζει το σκοτάδι;
Χάραζε-όταν νυχτώνει είναι η χειρότερη ώρα
Λένε
Οι άνθρωποι που ξημερώνουν
πως το φως είναι η ζωή
Δεν ξέρουν πως και το φως δεν είναι χάδι;
Νύχτωνε
Η βροχή σταμάτησε;

μικρά ποιήματα

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

ΌΛΟΙ ΟΙ ΜΠΆΤΣΟΙ ΕΊΝΑΙ ΚΑΚΟΊ

 


ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣ. Κατάχρηση εξουσίας

Τι είναι λοιπόν η Αστυνομία; Τι σημαίνει αστυνομεύω; Αστυνομοκρατούμαι;
Μήπως είναι κρατική υπηρεσία επιφορτισμένη με την ασφάλεια και την προστασία των πολιτών;Και αστυνομεύω, ίσον ασκώ αστυνομική εξουσία;Αστυνομοκρατούμαι, φυσικά-αστυνόμος+κρατούμαι-εξουσιάζομαι απο την αστυνομία.[παράδειγμα: η πλατεία εξαρχείων αστυνομοκρατείται]
ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟ ΔΙΚΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

ΤΟ θέμα είναι πολύ σοβαρό.Σε λίγο θα φτάσουμε οι μισοί Έλληνες να φρουρούν τους άλλους μισούς.
Το μακελειό κράτησε δεκατρία λεπτά..δυο αστυνομικοί σκοτώθηκαν. Άλλοι δυο τραυματίστηκαν. Κανείς απο τους δολοφόνους δεν έπαθε τίποτε. Εφτα αυτοκίνητα εκλάπησαν.Στα τέσσερα λεπτά εμφανίστηκαν 15 ζευγάρια της ομάδας ΔΙΑΣ.Στα δέκα ο στρατός, είκοσι περιπολικά κύκλωσαν το τετράγωνο κι ο Πάνος Σόμπολος απορεί πως δεν μπόρεσαν όλοι αυτοί να συλλάβουν μια χούφτα παράνομους.
Μύθος ότι η Ελλάδα είναι ασφαλής χώρα.Στις πεισσότερες Ευρωπαικές χώρες, η αστυνομία δεν φαίνεται αλλά νιώθεις ασφαλής. Στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα σε καθε βήμα μας παρακολουθούν φρουροί κι όμως δεν είμαστε ασφαλείς.
Στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρεί το δίκιο του ένας μπάτσος. Χαμός. Ληστείες, φόνοι, τρομοκρατία, καλάζνικοφ. ΠΟΥΛΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ.Φυτρώνουν σαν μανιτάρια οι σπείρες. Όλοι νέα παιδιά, με το καλάζνικοφ στο χέρι πυροβολούν αδιακρίτως. Το καλάζνικοφ που τρυπάει δέκα εκατοστά ατσάλι, κι οι Αστυνομικοί πυροβολάνε με πιστολάκια.
Οι αστυνομικοί είναι απροστάτευτοι.
Οι μπάτσοι είναι άνθρωποι που τρώνε και χέζουν.
Εικοσιπεντάρηδες οι περισσότεροι, νέα παιδιά που δεν τους δίνουν το δικαίωμα ν αμυνθούν. Περνάει δηλαδή ο καθένας και πυροβολεί εναν άνθρωπο που κάνει περιπολία, έτσι γιατι του κάπνισε. Βρίσκετε εσείς, καμιά λογική εξήγηση; Δεν τους έδωσαν το δικαίωμα να αμυνθούν. Τούς την έστησαν. Και η πολιτεία, κάθε φορά που θα σκοτώνονται δυο μπάτσοι, θα θυμάται για τα μέτρα που έπρεπε να είχε πάρει.
Μπάζουμε από παντού. Άπ όλες τις μπάντες κι έπειτα κάποιος φωνάζει ν αλλάξει ο νόμος περί οπλοφορίας, όταν στην Ομόνοια και αλλού, μοιράζουν καλάζνικοφ-στα δυο χαρίζουμε ένα μορφάζει ο Σόμπολος και γελώντας μεταδίδει η θυμάται πως είχαν σκοτώσει έναν περιπτερά την άλλη φορά.Αχταρμάς. Μια χώρα περιορισμένης ευθύνης. Μια χώρα μπουρδέλο. Μην τολμήσεις όμως να κλέψεις καμιά σοκολάτα.Ο αστυνομικός θα είναι δίπλα σου.
Ο μπάτσος στην Αμερική είναι υπερήρωας. Χιλιάδες ταινίες έχουμε δει, με τους ΒΡΩΜΙΚΟΥΣ ΧΑΡΙ τον Κλίντ Ιστγουντ, τον Τόμ Κρούζ, τον Μελ Γκίπσον, τον Μπρους Γουίλις και τόσους άλους αστέρες να υποδύονται τους αδέκαστους αστυνομικούς που παλεύουν αίμα το αίμα για το δίκιο των αδικημένων και παντα να κερδίζουν. Αυτός ο ονειρεμένος μπάτσος ηχεί στα αυτιά του έλληνα αστυνομικού; Ο μπάτσος που δεν σκοτώνεται ποτέ, ο μπάτσος που κερδίζει πάντα, ο μπάτσος που θα βρεί τελικά την λύση να σώσει την ανθρωπότητα, και να φύγει αγκαλιά με την υπέροχη γκόμενα;
Τελικα οι μπάτσοι στην Ελλάδα δεν έχουν ποτέ δίκιο.
 

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

...ΜΑΣ ΚΟΡΌΙΔΕΨΑΝ ΟΙ ΈΞΥΠΝΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟΥ

 

 


Τα κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά! σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΔΕΝ ΈΧΩ ΝΑ ΣΑΣ ΓΡΆΨΩ ΤΊΠΟΤΕ

 


 

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
"Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο μονότονη κι ελεεινή απ όσο πίστευα κι απ όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με Χαρίλαε..."
Τάδε έφη ο Κώστας Καρυωτάκης εν έτει 1923. Άτομο παράξενο, διεισδυτικό, έξυπνο, με ζωή που θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Αλλά δεν ήταν. Όπως και η δικιά μου. Και η δικιά σας. Αυτό το ελεεινή ζωή, όμως, μου χτυπάει άσχημα, είναι μια έκφραση αθλιότητας. Δηλαδή ήταν τόσο πολύ αξιολύπητος, τόσο οικτρός, τιποτένιος και άθλιος-όλα αυτά μαζί τα εκφράζει αυτή η λέξη!
Δε θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω έτσι τη ζωή μου. Ίσα-ίσα έχω μια μικρή περηφάνια πως κάτι κάνω και σίγουρα είμαι πάντα με το μέρος του δικαίου και του αδυνάτου. Πιστεύω, πως για να κατέχεσαι από υψηλά αισθήματα υπεροχής, ελευθερίας, δικαιοσύνης, γενναιότητας, είναι δύσκολο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λυγίζουν και μόνο λίγοι αντέχουν το πραγματικό βάρος της ζωής.
Μόνο οι πολύ άρρωστοι, πρώτα στο σώμα και μετά στην ψυχή, μπορεί να νιώθουν τόσο καταρρακωμένοι-σίγουρα η ζωή είναι ελεεινή όταν είσαι άρρωστος. Δεν ξέρω πόσο άρρωστος ήταν ο Καρυωτάκης, δεν το αποσαφηνίζουν τα βιβλία αλλά θα πρέπει να ήταν πολύ. Γι αυτό και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει και έδωσε το τέλος που όλοι γνωρίζουμε στην μουχλιασμένη Πρέβεζα.
Εκτιμώ βαθύτατα την ποίηση και τη σκέψη του Καρυωτάκη:
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
οι ονειροπόλοι στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουνε το μήνυμα, δεν είναι πια καιρός.
Όσα ενόχλησαν τον ποιητή, συνεχίζουν να ενοχλούν κι εμάς ακόμα σήμερα. Κυνηγήθηκε από ένα έξαλλο και κακοφτιαγμένο μισόκοσμο τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κοφτερός και οξύνους βρήκε τη δύναμη ή την αδυναμία να πιέσει τη σκανδάλη για να τελειώσει την ελεεινή και μονότονη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν τον συγχωρούν που αυτοκτόνησε, δεν δέχονται τις πεσιμιστικές τάσεις των ανθρώπων και θέλουν να βλέπουν τη ζωή μόνο ρόδινη, αισιόδοξη.
Όλοι μαζί κινούμε συφερτός
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά
                                          μας
δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Βαθειά ειρωνικός, γουστάρω αυτή τη σαρκαστική ειρωνεία του γι αυτόν τον τρισάθλιο κόσμο μας-ενίοτε. "Γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε, μα-παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία!" μας πληροφορεί ο Τέλος Άγρας που φυσικά τον είχε γνωρίσει από κοντά.
Η πικρία του Καρυωτάκη και η δική μας, πηγάζει από την αδικία της ζωής, από την μη αναγνώριση-του ίδιου δεν του την δικαίωσαν ποτέ ενόσω ζούσε- κάποιων αξιών, κάποιων δικαιωμάτων και τότε, εκεί, να βγαίνει όλο το πικρόχολο ρήμα εναντίον όλων, όσων μας αδίκησαν.
"Κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία... Σ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά..." Αυτά από το σημείωμα του. Το σημείωμα του ιδανικού αυτόχειρα.
Είναι απίστευτη η ευκολία που πετάει αυτό το, κάθε πραγματικότης, μου είναι αποκρουστική. Και τό δεν έβλεπε κανένα ιδανικό στη ζωή του.  Για να καταθλιβεί κάποιος σε αυτό το σημείο, ξαναλέω, πρέπει να είναι άρρωστος.  Αλλά, τόσα χρόνια τώρα, οι κριτικοί δε θέλουν να θάψουν τον Καρυωτάκη, όπως αρνήθηκε και η εκκλησία τους που χαραχτηρίζει τους αυτόχειρες άτυχους που δεν λαμβάνουν αυτή την τιμή.
Εννοείται πως, όσοι είχαν προβλέψει ότι η λογοτεχνική ιστορία θα επιφύλασσε μια σελίδα σε μια άκρη της για τον Καρυωτάκη, έπεσαν έξω αφού το ενδιαφέρον για τον ποιητή κρατείται αδιάπτωτο και αυξανόμενο, για να μας θυμίζει κι έναν άλλον ιππότη: Τον Δον Κιχώτη, τον ιππότη της ελεεινής μορφής. Μήπως όλων μας η ζωή είναι Ελεεινή;

 

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΆΡΧΕΙΣ..

 


Αν αγαπήσεις μια γυναίκα, θα τρέμεις για το που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή και τι κάνει ανά πάσα στιγμή… Τότε λοιπόν έρχεται μαζί, όλο το παραμύθι της ζωής. Η ανάγκη και η γοητεία του κυνηγιού. Για να υπάρχεις, είναι ανάγκη να κυνηγάς ή να σε κυνηγάνε. Αυτό δεν είπαν οι σοφοί; Πώς όλα κυλάνε και τίποτα δεν μένει ασταμάτητο.
Βασικά, ουίσκυ με κουνουπίδι δεν πάει. [ήπια ένα Τζίβας με κουνουπίδι.] Έπειτα το κουνουπίδι είναι αρρώστεια των φτωχών. Γίνονται κουνουπίδι κάθε βράδυ, ύστερα πηδάνε τη γυναίκα τους-αν έχουν- κι αύριο μέρα είναι, αυτή είναι η μοίρα των φτωχών. Μερικοί ξεφεύγουν, έχουν και καμιά γκομενίτσα, ξεγελάνε τον εαυτό τους. Κι αύριο μέρα είναι, που ξέρεις; μπορεί να κερδίσουν το λοττο. Αυτός είναι ένας ευτυχισμένος κόσμος!
Ο φτωχός που έγινε πλούσιος μπορεί να παινεύται πως κάποτε δεν είχε να φάει. Ο φτωχός που παραμένει φτωχός, ντρέπεται που δεν έγινε πλούσιος και προσποιείται πως δεν του λείπει τίποτα.
Δεν υπάρχει πάντως χειρότερη καταπίεση από το να μην μπορείς να πεις, να εκφράσεις τη γνώμη σου, χωρίς να φοβάσαι για τις επιπτώσεις από την κοινωνία, εξ αιτίας αυτού που θα πεις. Οπότε κάνεις την πάπια και λες δεν συμμετέχω, δε με ενδιαφέρει το πράγμα ενώ από μέσα σου ξέρεις πως είσαι φουκαράς.
Το ισχυρότερο πλήγμα που δέχτηκα από τον δυτικό πολιτισμό είναι οι τύψεις που μας φόρτωσαν, ότι δεν κάνουμε καλά τα πράγματα.
Με λίγα λόγια πως είμαι κι εγώ υπεύθυνος για τα εγκλήματα και τις πράξεις των πλουσίων-αυτών που διοικούν τον κόσμο.
Τελικά είναι καλύτερο το αστείο από το τραγικό. Καλύτερα να παίρνουμε τη ζωή μας στην πλάκα, αυτό που λέμε δηλαδή, ωχ ρε αδερφέ, άσε μας κι εσύ!
Μα τίποτε δεν είναι εύκολο. Αν πεις γράφεις για τον εαυτό σου, θα πουν εγωϊστής, δεν αξίζει , αν πεις ζωγραφίζεις για τον κόσμο, θα πουν και ποιος είσαι εσύ; ποιος σου είπε πως θέλουμε να ζωγραφίζεις για μας;
Εγινα κι εγω ξανά ένα ανθρωπάκι σαν εσας. Πίνω, καπνίζω, φτιάχνω καφέ. Σε λίγο θα πιστεύω και στο θεό σας. Με λυπάμαι αφόρητα που κατάντησα έτσι.
Δε συμφωνώ με τους πολλούς. Η θέση μου είναι με τους λίγους. Με τους ελάχιστους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχω δίκιο.
Λοιπόν... Λάδι στη φωτιά, λέμε. Σημαίνει να ξυπνήσουμε, ν ανάψουμε αλλά που...[ο καθένας τη φλογίτσα του, έτσι φαίνεται πως θα χαθούμε η γενιά μας.]

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

ΌΤΑΝ Ο ΜΆΙΝΑΣ ΕΊΧΕ ΜΑΛΛΙΆ

 

 

 

 ΄Όλη η ιστορία άρχισε όταν πήγα να να μου φτιάξει κότσο τα μαλλιά η Χρύσα στο Μαγικό καπέλο. Γεια σου, της είπα και με κάθισε στην καρέκλα, μ έλουσε, με περιποιήθηκε, μου φτιαξε τον κότσο, με κέρασε ένα τσίπουρο κι ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο και βγήκα στο δρόμο. Απόβραδο, σούρουπο κι κόσμος τίγκα στα πεζοδρόμια, εγώ που πήγαινα με τον γαλάζιο κότσο ν ανεμίζει στους ώμους μου; Έφτασα στην Ακαδημίας, δε μ ένοιαζε που θα πήγαινα, περπατούσα ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, όταν ακούστηκε μια κραυγή και είδα έναν άντρα να ορμάει πάνω στη μισόγυμνη γυναίκα του, εξαγριωμένος να φωνάζει, " μη φεύγεις καριόλα, σ αγαπάω!"
Αυτή ήταν μισότρελη, αποκαμωμένη. "Δε σε θέλω πια, φύγε!" φώναζε κι έκλαιγε σπαραχτικά σαν τη Δώρα Σιτζάνη στο Αμάρτησα για το παιδί μου κι εγώ σαν ιππότης που είμαι έπιασα τον άντρα από τους ώμους, τον γύρισα και του είπα, φύγε ρε, δε σε θέλει, ενώ το πλήθος είχε κάνει κύκλο. Αυτός προσπάθησε να μου ρίξει μια μπουνιά, κοιταχτήκαμε άγρια σαν δυο παλιοί κατσερ και ορμήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Όρμησαν κι άλλοι από το πλήθος η γυναίκα που ούρλιαζε βρήκε την ευκαιρία να την κάνει, οπότε εγώ κι ο άντρας της σταματήσαμε λαχανιασμένοι.
-Εντάξει φίλε, μου είπε. Έφυγε. Με λένε Στέλιο, συγνώμη αν σε χτύπησα αλλά την αγαπούσα. Έχεις αγαπήσει ποτέ φίλε;
Τον κοίταζα μέσα από τα μάτια ενός πενηντάρη.
-Ναι, απάντησα πολλές φορές φίλε.
Ωστόσο είχε καταφτάσει ο γνωστός μπάτσος των περιχώρων
-Τι γίνεται εδώ; όλοι μέσα. Εσύ γιατί φοράς ένα παπούτσι; μίλησε σε μένα απειλητικά.
Εγώ κοίταξα κάτω και είδα ανοίγοντας πελώρια τα μάτια μου πως όντως φορούσα ένα παπούτσι και το βαλα στα πόδια ενώ ο μπάτσος των περιχώρων μ έστρωσε στο κυνήγι, μέσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε. Μπήκα στη λεωφόρο για να του ξεφύγω, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, που φρέναραν, οι οδηγοί τραβούσαν τα μαλλιά τους, ένας κόσμος άνω κάτω κι ο μπάτσος να με τραβάει απ τον κότσο, με είχε προλάβει ο πούστης τι να έκανα; Με κάποιον τρόπο του ριξα μια αγκωνιά στη μούρη, γέμισε αίματα, έπεσε στο κέντρο της Ακαδημίας να σφουγγίζεται κι εγώ τότε είδα τη μοναδική μου ελπίδα να ξεφύγω, μια γκόμενα που διάβαινε με μικρή ταχύτητα πάνω σε μια Χάρλει, οπότε πετάχτηκα πίσω στη σέλα της και φώναξα φύγε!
Αυτή γύρισε και με κοίταξε
-Είσαι τρελός, μου είπε. Που πάμε;

Πίσω στο Μαγικό καπέλο, η Χρύσα κούρευε έναν φαλακρό και του λεγε, Γλυκέ μου, είσαι σαν τον Τέλι!
-Ποιος είναι αυτός; ψέλλισε εμένα με λένε Φαλακρό βουνό και είμαι από το Σιατλ. Και μπέρδευε τα πόδια του σε τρία παπούτσια. Μια έβγαζε το ένα και φορούσε το άλλο και τα λοιπά.
-Συμβαίνει κάτι με τα πόδια σου; τον ρώτησε γλυκά
-Όχι, όχι, τίποτε, μια χαρά, κάντε τη δουλειά σας και προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε τρία πόδια ή τρία παπούτσια
-Α, τι ωραία! είσαι κούκλος, ξαναείπε και τον διέταξε να σηκωθεί και μόλις αυτός το έκανε, πρόσεξε πως φορούσε διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα καφέ

Εννοείται πως εγώ είχα ξεχάσει το μαύρο παπούτσι μου. και κοίταζα την κάλτσα μου που είχε γίνει μαύρη απ την άσφαλτο που είχα φάει καθώς ταξιδεύαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
-Μην τρέχεις τόσο! της φώναξα
-Μας ακολουθεί ο μπάτσος! τον βλέπω στον καθρέφτη.
Γύρισα τον σβέρκο μου και τον είδα, σχεδόν δίπλα μας να μου σφίγγει τα δόντια.
-Τρέχα πιο πολύυυυ!σφύριξα στην ξανθιά. Ξανθιά ήταν
-Πως σε λένε; ρώτησε και μάρσαρε ξεφεύγοντας απ τον μπάτσο
-Μιχάλη, απάντησα όταν φτάσαμε στην παραλία και σταμάτησε τη μηχανή. Κατεβήκαμε σφύριζαν τ αφτιά μου.
-Έχασες το παπούτσι σου; γέλασε και κοιτούσε τα πόδια μου. Ωραία πόδια έχεις, συνέχισε κάνοντας μια βόλτα γύρα μου αγγίζοντας με.
-Εσένα πως σε λένε; ρώτησα αντί απάντησης
-Ας πούμε Μαρίνα, γυρόφερνε τις μακριές βλεφαρίδες της. Πάμε να σου αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια;
-Εσύ; άνοιξα τα μάτια μου και γέλασα ηλίθια.
-Ναι γιατί όχι; δεν μπορώ να σε κυκλοφορώ έτσι
-Που θα κυκλοφορήσουμε; συνέχισα πιο ηλίθια. Εγώ λέω να με πας πίσω στη Χρύσα, εκεί θ άφησα το παπούτσι και είναι πανάκριβο δεν το βλέπεις;
-Στο Μαγικό καπέλο;
-Ναι, που την ξέρεις;
-Εκεί κουρεύομαι
-Μα κουρεύει μόνον άντρες
-Για μένα κάνει εξαίρεση Μιχάλη! και με φίλησε στα χείλη
-Πάμε, είπα και τραβήχτηκα από την αγκαλιά της.
Ανεβήκαμε στη μηχανή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...