Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο.. ΜΠΆΜΠΗΣ

 


 

ΠΟΙΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ Η ΤΈΧΝΗ; Στην πραγματικότητα μόνο τους δημιουργούς κι αυτούς που ασχολούνται γύρω απ αυτήν για να οικονομήσουν. Από τους άλλους, τον πολύ κόσμο, ουσιαστικά ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα. Και η ζωγραφική ιδιαίτερα αυτή και η λογοτεχνία βρίσκονται σε τρομακτικά χαμηλό επίπεδο όσον αφορά τη στατιστική κι ας μιλήσω για τα Εξάρχεια όπου ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια. Διατηρώ το εργαστήρι ανοιχτό, ο κόσμος που περνά έχει άμεση αντίληψη τι γίνεται, βλέπει τα έργα και τον ζωγράφο να εργάζεται ζωντανά, για να μην πω live και χάσω τον ειρμό της σκέψης μου, κι έτσι η επαφή μπορεί να είναι απόλυτα άμεση. Απ ότι έχω υπολογίσει περίπου 2% δείχνουν ενδιαφέρον! κι αυτοί ποικίλλουν όσον αφορά την κοινωνική τους τάξη. Και τα επαγγέλματα τους. Για ποια τέχνη να ενδιαφέρεται ο Μπάμπης ο ταξιτζής; ο Μανώλης ο χασάπης, ο ψιλικατζής, ο δικηγόρος, αυτοί οι δικηγόροι και οι γιατροί είναι οι πιο α-κουλτουρωτοι άνθρωποι! ο Γιάννης ο σεκιουριτάς, και η μανικιουρίστα, ο καφετζής που μου είπε πως έχει ν ανοίξει βιβλίο πενήντα! χρόνια, οπότε καταλαβαίνετε για ποιο ανώτερο βιοτικό μιλάμε, για ποιο μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων σε μια, υποτίθεται από τις πιο κουλτουριάρικες συνοικίες της Αθήνας. Οι άνθρωποι, βέβαια, δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν, και πως να τους ενδιαφέρει κάτι για το οποίο έχουν πλήρη άγνοια; στις λογοτεχνικές βραδιές, συνήθως παρίστανται κάποιοι φίλοι του παρουσιαζόμενου και στις εκθέσεις ζωγραφικές το ίδιο και το ίδιο κοινό, που χρόνια τώρα συναντάς σ αυτούς τους χώρους και ιδιαίτερα στις ομαδικές όπου οι παρουσιαζόμενοι ζωγράφοι και ζωγράφες, αλληλολιβανίζονται μεταξύ τους! μιλάω τώρα για το πλήθος των εκδηλώσεων και όχι για κάποιες λίγες που έχουν την τύχη και το χρήμα να διαφημίζονται μέσω του τύπου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου κι ακόμα ένα ατού το όνομα του γκλαμουρίστα καλλιτέχνη, του ευνοούμενου από το κοινό. Χειρότεροι ακόμη είναι οι πολιτικοί που έχω συναντήσει εδώ γύρω. Αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι, άμουσοι, υπερφίαλοι, ξερόλες. Έτσι, λοιπόν, απομένουν μόνο οι φοιτητές, η νεολαία γενικότερα, που όμως και αυτοί μη νομίζετε πως έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Στα ίδια επίπεδα κινούνται άιντε ν ανέβουν δυο-τρεις ποσοστιαίες μονάδες, τα δε νεότερα παιδιά του Γυμνασίου-Λυκείου, άστα να πάνε! δε γνωρίζουν τίποτε για τις τέχνες και μιλάω για τις κάπως πιο προβεβλημένες, ζωγραφική και Λογοτεχνία και ίσως, μόνο η μουσική έχεις ένα μεγάλο κοινό-μιλώντας βέβαια για την λαϊκή μουσική. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να συζητήσεις τίποτε περί τέχνης, περί ιδιαίτερης ιστορίας και πολιτικής, όχι πολιτικολογίας σ αυτή ο Έλληνας είναι εξπέρ, όπως και για τον σινεμά, καθόλου το θέατρο και αν τους πεις κάτι για Λυρική σκηνή μόνο έμετο δεν κάνουν!

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

ΜΑΣ ΔΙΑΛΕΞΕ

 

 


Αιχμαλώτισα τη φευγαλέα εντύπωση
του φωτός
φτωχοσυντηρητής περιστέρων
τι κι αν περνούν οι ώρες πάνω απ τα σύννεφα;
Αιχμαλώτισα το όνειρο, την ωραία εικόνα ενός κόσμου
στηριγμένου στην άγνοια
επειδή έτσι μας άρεσε
Εσύ με αγαπούσες και χτες και σήμερα;
Όμως αυτή η φευγαλέα ακτίνα
λαμαρίνες τρένων, τσακισμένες φωνές, δικές σου και δικές μου
ψυχοσυντηρητής περιστεριών, ω! ποτέ δεν μπόρεσα
να ξεχάσω τον Άμλετ.
Διάβαιναν τα μάτια σου μέσα στα μάτια μου
μας διάλεξε η τύχη, καλύτερα έτσι, ναι! καλύτερα!
ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί με αγαπούσες και χτες και σήμερα.
Αιχμαλώτισα τον ήχο της φωνής σου
ώρες πάνω απ τα σύννεφα, ω! ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω
 
[Μέρος από το ποίημα μου με τίτλο ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ.]
Εγράφη σήμερα!

 

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

ΔΙΧΩΣ ΈΛΕΟΣ

 

 


Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.
Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Τελος


















 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

ΑΤΙΤΛΟ [Τι να πουν και οι τίτλοι; μόνο οι ευγενείας αξίζουν]

 


Όλοι είμαστε ωραίοι κάποτε
κι εγώ και συ και ο Τραβόλτα
σήκωσε τώρα το κουπί
πήρες την κάτω βόλτα.[χαχα, για όλους τους όμορφους του κόσμου. Οι ωραίες δεν εξαιρούνται!]

 

Χαμένος χρόνος. Πόσες φορές έχω σκεφτεί αν πραγματικά έχω χάσει χρόνο, παλεύοντας με άσχετα πράγματα, με άσχετους ανθρώπους, σε λάθος τόπους, σε λάθος αγάπες. Έχασα το χρόνο μου μαζί σου, λέμε. Γιατί όμως λέμε πως είναι χαμένος χρόνος; και ποιος είναι αυτός; Υπάρχει πραγματικά ο χαμένος χρόνος;

Ο καθένας μας γνωρίζει πότε χάνει το χρόνο του άσχετο πάλι αν δε θέλει να το παραδεχτεί. Εγώ το έχω παραδεχτεί. Ακόμα όμως δεν μπορώ να του ξεφύγω και νευριάζω όταν αντιλαμβάνομαι πως χάλασα λίγη ώρα ανόητα.

Συνελήφθη πλούσιος που παριστάνει τον φτωχό, στη νεώτερη κατοχική Ελλάδα. Εκτέλεση. Επί τόπου.

Μου προξενούν θλίψη τα έργα μου.

Ότι ζωγράφισα, ζωγράφισα. Δεν θα ξαναπιάσω πινέλο.

Καταλαβαίνω τον άλλον όταν έχει νευριάσει και μου κρατάει μούτρα και ας μην πει λέξη. Εγώ φταίω για όλα, όσα γινήκαν πάνω στη γη.

Δε βγαίνει τίποτε με το να γίνεις σοφός. Χάνεις την αξιοπρέπεια σου.

Μ αρέσει το ύφος μου, η ειρωνεία για την κοινωνία που δε θα γινόταν τίποτε, δε θα άλλαζε τίποτε.

Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Ο ΑΘΛΙΌΤΕΡΟΣ 2

 


 

ο ΑΘΛΙΟΤΕΡΟΣ
-Δε μου λες ρε;
-Ρε, είπες εμένα;
-Γιατί βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; Ξέρεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ τέχνης και αντιτέχνης;
-Δηλαδή αν ο Θεόφιλος έκανε τέχνη και ο Μαξ Έρνστ αντιτέχνη; με ξαφνιάζει ο άλητήριος.
-Ο Θεόφιλος δεν ήξερε να ζωγραφίζει! τον αντικρούω. Ο Μαξ ήταν ένας σκύλος του Νταντά.
-Λέγοντας τέχνη μιλάς μόνο για τη ζωγραφική;
-Όχι ρε, αλλά εδώ λέω να μιλήσουμε μόνο γι αυτή. Έχεις πιάσει ποτέ πινέλο στα χέρια σου; Ξέρεις τι είναι το κάρβουνο; το παστέλ, η σπάτουλα;
-Σπάτουλα έχει και ο ελαιοχρωματιστής, όχι δεν έχω πιάσει πινέλο αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε βλέπω. Κάτι ξέρω κι εγώ και συμφωνώ ο Θεόφιλος δεν ήξερε τη θεωρία του χρώματος και αυτός ο Γουστάβ Κλιφτ ζωγράζφιζε μόνο γυναίκες κι αυτός που δεν ξέρω τ όνομα του ...αυτόν που παραδίδει μαθήματα στην ΕΡΤ 3..Ξέρεις ποιον λέω ...
-Ναι, ρε δεν το ξέρω τ όνομα του ...σιγά που διδάσκει ζωγραφική αυτός! μια τεχνική φυσιογραφίας κάνει. Η φίλη μου η Μάριαν Νάκου ζωγραφίζει καλύτερα απ αυτόν.
-Ποια είναι αυτή ρε νούμερο;
-Νούμερο λες εμένα; και δεν ξέρεις τη Μάριαν; και του σκάω ένα σκαμπίλι. [ Αυτός κατρακυλάει στην άβυσσο. Στην άβυσσο του Δάντη.] Κλαίει και οδύρεται.
-Έλα ρε, μην κάνεις έτσι, προσπαθώ να τον παρηγορήσω.
-Τι μην κάνω έτσι; επειδή δεν παραδέχομαι τον Φασιανό ή τον Τσόκλη για μεγάλους ζωγράφους με στέλνεις στο πυρ το εξώτερον; Ένα δέντρο ο Τσόκλης το πούλησε χίλιες φορές το ξέρεις αυτό;
- Το ξέρω μωρέ αλλά ας βγάλουν λεφτά και κάποιοι ζωγράφοι, τι λες εσύ γι αυτό;
-Σύμφωνοι, να φάνε και οι πεινασμένοι.
-Πεινασμένη είναι η τέχνη ρε νούμερο;
-Δεν πρόκειται να συνέλθεις ποτέ! μου λέει και εξαφανίζεται στο υπερπέραν. Τέτοιος ήταν, τέτοιος παρέμεινε ο άθλιος. Ο τρισάθλιος. Ο αθλιότερος των αθλίων του Βίκτωρος Ουγκό. Με ωμέγα είναι καλύτερο αλλά δεν πειράζει, ο Βίκτωρος έγραψε και για το θεό.

 

Από 56painter @ Παρασκευή, 7 Ιουνίου 2013 12:01 πμ Permalink | Σχόλια (1) | Επεξεργασία Το θέμα είναι να μπορεί ο άνθρωπος να ζει αισιόδοξος. Ο άνθρωπος δηλαδή που ελπίζει πάντα στο καλύτερο. Πόσο όμως είναι εφικτό αυτό; Για ποιους λόγους ο διαχρονικός άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει την καλή πλευρά των πραγμάτων όταν γύρω του συμβαίνουν τα τραγικότερα; Είναι από τη φύση του αισιόδοξο ον ο άνθρωπος; Μάλλον όχι. Η ερώτηση είναι σοβαρή. Έχω σκεφτεί πολλές φορές πως μας ταιριάζει το δράμα, η απαισιοδοξία κι αυτό με κάνει δύσπιστο στην πολλή χαρά, στη μεγάλη αισιοδοξία αν και ποτέ δε θέλω να τα βλέπω μαύρα. Λέω χωρίς να το πιστεύω πως όλα θα πάνε καλά.

Από 56painter στις Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 @ Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 10:02 πμ

4 ΣΧΌΛΙΑ marelene Όμορφη εγγραφή Φιλάκια ...Από Μαρία Έλενα | Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 3:04 μμ

56painter Γεια σου Μαρία. Ωραία η σκέψη σου σαν το μωρό παιδί που μεγαλώνει. Από ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ | Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 4:23 μμ

spiritmaster Θα το λες δέκα φορές τη μέρα για να το πιστέψεις. χα χα χα. Γεια χαρά Κώστα Smile Από Nτίνα Χαϊδεμένου | Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 10:24 μμ

ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΣΚΥΛΩΝ

Τέτοιες διαπιστώσεις είναι πραγματικά λυπηρές. Τα Εξάρχεια μια από τις ωραιότερες συνοικίες του Αττικού άστεως βρίσκονται στο έλεος της εγκατάλειψης. Πεζοδρόμια γεμάτα λακούβες, δέντρα που οι ρίζες τους έχουν διαβρώσει τις πλάκες τους-κίνδυνος, θάνατος ειδικά για τους ηλικιωμένους- κτίρια ετοιμόρροπα, μικρά παρκάκια ακλάδευτα, χορταριασμένα, όπου μόνο σκύλοι, γάτες και ενίοτε άνθρωποι αφοδεύουν και ουρούν δημιουργώντας έτσι εστίες μόλυνσης. Ασυνείδητοι νεαροί με ένα σπρέι στο χέρι μουντζουρώνουν αδιάκριτα και αδιάκοπα, τοίχους, τζαμαρίες, βιτρίνες καταστημάτων και καμιά πολιτεία δεν ενδιαφέρεται για τη φθορά της περιουσίας των πολιτών της, για τον κίνδυνο της δημόσιας υγείας. [Γιατί δεν γίνονται αυτά και στο Κολωνάκι; στην όμορη συνοικία; φαίνεται εκεί ζουν άλλα ζώα!]

Κάτι πρέπει να γίνει. Εκτός κι αν υπάρχει σχέδιο οργανωμένο για τον μαρασμό και την εξαθλίωση των Εξαρχείων.


 

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

ΑΡΕΟΠΛΆΝΟ

 


 

ΕΠΙ ΠΩΛΟΥ
[Και επί Πωλωνώ.]
Βεβαίως ο πώλος είναι ηδύστερος δια τούτον τινές χρειάζονται κατεπειγόντως πωλονοσκόπηση.
Φταίει και ο πωλόκαιρος αλλά αυτοί τα έκαναν πώλος και βρακί και γλίτωσαν. Όλα αυτά τα πωλόπανα έχουν πολλά πωλοσφούγγια. Έτσι δεν θα πάθει κρυοπαγήματα ο πώλος τους. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο τέτοια παλιόσκυλα να τινάξουν τα πώλα τους. [φυλάγουν τα πώλα τους κι έχουν τα μισά πωλομέρια.]
Γενικά οι πόρτες πάντως, είναι ολάνοιχτες όταν κυκλοφορείς με τον πώλο.
Καλησπέρα πωλητές και πωλήτριες της Ελληνουσίας. Καλησπέρα δεινόσαυροι του Κατακώλου Κυνουρίας.
2013
Θρηνώ θανάσιμα τον ήλιο και τη γνώση.
Αρεοπλάνο. Ωραιοπλάνο. Θα χάσουμε το αεροπλάνο. Αεροπλάνο ή αρεοπλάνο;
Εγώ πιστεύω πως δεν κάναμε τίποτε σπουδαίο στη ζωή μας, κι ας λέτε εσείς και ούτε θα κάνουμε. Δεν είμαστε άχρηστοι ούτε ανόητοι. Απλά ανίκανοι, να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει.
Δεν ξέρω αλλά νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις το χαραχτήρα σου στη ζωή. Οι περισσότεροι ξεγελιούνται από τον μικρό τους εαυτό και τότε όλα πάνε περίπατο. Ο αυθεντικός, ο ενάρετος, ο γενναίος ανήρ είναι πολύ εύκολο να βρεθεί χαμηλά και εκτός ιδανικών. Τι άσχημη πλευρά! για έναν ωραίο κόσμο που αγαπήσαμε κάποτε με πάθος!
Πες έναν καλό λόγο κι ας είναι ψεύτικος. Τελικά πόσο μπορεί κάποιος να κοροιδέψει τον κόσμο;[ Μάλλον τα ψέμματα είναι πιο γλυκά...]
 



Σάββατο 15 Απριλίου 2023

ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ

 


Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Εκείνη τη μέρα που το γαλάζιο γινόταν πιο ενθαρρυντικό για όσα σκόπευε να κάνει, περπατούσε στις κορυφές των μεγαλύτερων βουνών του πλανήτη αλλά και ταυτόχρονα, είχε στο μυαλό του πως θα μπορούσε να της μιλήσει για μια τόσο μεγάλη απόφαση του. Ή μήπως δεν έπρεπε να το κάνει τώρα; Το σκοτεινό υπόβαθρο της διπλής σκέψης, τον βασάνιζε χρόνια. Είναι ή δεν είναι έτσι; Χρειάζεται δηλαδή να κουράζει τόσο πολύ το μυαλό του για θέματα που μάλλον έπρεπε να θεωρεί υποδεέστερα;
Στην ουσία πίστευε πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ειλικρινά ούτε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον στους άλλους…
Αν αυτό που ομολογούσε στον εαυτό του απερίφραστα, ήταν πως δεν την αγαπούσε ή δεν την αγάπησε ποτέ θα μπορούσε να της το πει κατάμουτρα; Κατά βάθος ήθελε να πιστεύει πως αυτό θα ήταν το καλύτερο αλλά δεν ήθελε να τη λυπήσει. Τα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί, οι έρωτες τους, τα κρεβάτια, τα ποτά και τα ξενύχτια τους, οι φίλοι που είχαν γνωρίσει, τα χείλη τους που είχαν ενωθεί τόσες φορές, τα Καλοκαίρια που έρχονταν και έφευγαν τόσο γρήγορα. Τα κλάματα, γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα, ενώ μπορούσαν να ήταν αλλιώς.

Πήγαινε σ αυτό το δρόμο τόσες φορές που είχε κουραστεί. Σχημάτισε την τελική απόφαση, θα της έλεγε πως δεν την αγαπούσε πια και έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Καθώς έπαιρνε μια επικίνδυνη στροφή στην άκρη του βουνού, χαμογέλασε που πήρε τελικά την καλύτερη απόφαση. Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού, κοίταξε κάτω, κανείς δεν ερχόταν από εκεί σε κανέναν δεν άρεσε ο γκρεμός αλλά ούτε και η σημερινή μέρα του πίστευε πως θα μπορούσε να ήταν η τελευταία. Εδώ λοιπόν, έπαιρνε τέλος ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του.
Έφτασε στο σπίτι, πάρκαρε το παλιό αυτοκίνητο, βγήκε. Άναψε τσιγάρο κάθισε στα σκαλοπάτια, δε φοβόταν, δεν ένιωθε φόβο γι αυτό που θα έκανε. Έσβησε το τσιγάρο, έστριψε το κλειδί, η πόρτα υποχώρησε όπως λένε οι διανοούμενοι, μπήκε στο σπίτι που τόσο πολύ είχε αγαπήσει. Τα βαριά έπιπλά, οι κουρτίνες θρόισαν, ήταν βράδυ ή πρωί δεν ήξερε αλλά δεν είχε πια και πολλή σημασία. Η κυρία επί των τιμών εμφανίστηκε ανάμεσα από κουρτίνες και αέρηδες και του δήλωσε απερίφραστα πως δεν τον αγαπούσε πια και δεν προτιμούσε να ζήσει μαζί του ούτε λεπτό.

Το Καλοκαίρι θυμάσαι που περπατούσαμε στην αμμουδιά; Βρέχαμε τα πόδια μας στην άκρη της θάλασσας, τι ωραίο άσπρο νερό! Κι ο ουρανός καταγάλανος, να μπαίνεις μέσα του και να μη θέλεις να βγεις αλλά και τα μάτια σου! Ω! αυτά τα μάτια σου! Ίδια με το νερό του Καλοκαιριού, στέλεχος της ηδονής, απέραντη αίσθηση της ένωσης.
Α, ήταν ωραίο να λες έρχεται από πέρα το Καλοκαίρι. Με τα στάχυα κιτρινισμένα να θροΐζουν στη φοβερή ζέστη αλλά να μη σε νοιάζει. Το κορίτσι σου στην άκρη της θάλασσας να βουλιάζει γυμνό το ωραίο της αιδοίο, μια ευτυχία που δεν την είχες προδιαγράψει κι ύστερα καθισμένος στην πλάτη των αρμυρικιών, μισοκλείνοντας το μάτι στην ευτυχία, ω! ήταν υπέροχα τα Καλοκαίρια μας. Αυτή η αναμονή της αγάπης η άμμος που έπλεκε στα μαλλιά των κοριτσιών, ανάσκελα στη θάλασσα με μάτι κλειστό, κι ύστερα τα αγαπημένα βράχια, ακούνητα θαρρείς αλλά κάτι έλεγαν, όπως οι πέτρες που μάζευες στην ποδιά σου, πίσω από το γυμνό σου σώμα, α! ήταν ωραία τα Καλοκαίρια.
Ταξίδευες πάντα Δυτικά, με τον ήλιο στην πλάτη, το άσπρο νερό να κυλάει στα μάτια του κοριτσιού, να μια ωραία εικόνα, η σάρκα και η γάμπα μαυρισμένη από αυτόν τον ήλιο, τίποτε να μη σκιάζει αυτή την ομορφιά. Ω! αυτά τα Καλοκαίρια, που μυρίζουν άσπρο νερό, γάργαρο νερό να κυλάει στο πρόσωπο του άντρα, στο πρόσωπο που αγάπησες στο πρόσωπο του νερού.
Θυμάσαι που περπατούσαμε στην αμμουδιά; Ήσουν τόσο ευτυχισμένη δεν είχα ξαναδεί πιο ευτυχισμένο πρόσωπο, πιο ευτυχισμένο γέλιο πιο ευτυχισμένο κορμί κι αυτό ήταν ότι καλύτερο μπορούσα να σου δώσω, ότι καλύτερο μπορούσες να μου δώσεις. Τα χαλίκια κυλούσαν στην άκρη της θάλασσας, ο ήλιος να σου καίει το πρόσωπο αλλά να μη σε νοιάζει. Στην άκρη των χειλιών η αδημονία του έρωτα, το ωραίο χαμόγελο, ο αέρας χαμηλός, ίσα που να σφυρίζει, ίσα που να λέει σ αγαπώ. Μόνο νερό και Καλοκαίρι. Άσπρο, γάργαρο να κυλάει ανάμεσα από τα πόδια μας. Ω, μόνο την ομορφιά αγάπησα. Μόνο γι αυτή έζησα στην άκρη της θάλασσας, μόνο γι αυτό αγάπησα τις μέρες που ο ήλιος γινόταν ένα μαζί σου, ένα με τον κόρφο σου. Γι αυτό αγάπησα τη θάλασσα. Επειδή αγάπησα κι εσένα. Χωρίς εσένα η θάλασσα θα ήταν άδεια. Το Καλοκαίρι θα τελείωνε εύκολα, το νερό θα γινόταν μαύρο και τότε.. ω! τότε δε θα ήθελα να ζήσω! Τι νόημα θα είχε μια ζωή χωρίς εσένα; Μια ζωή χωρίς Καλοκαίρια; Μια ζωή χωρίς τα υπέροχα Καλοκαίρια;

 

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

ΤΊΠΟΤΕ ΆΛΛΟ

 


 

 Έκοψε πρώτα το πάνω, στρόγγυλο, το απίθωσε δίπλα. Ύστερα το κάτω και έκανε πάλι το ίδιο. Μετά χαράκωσε κάθετα το πορτοκάλι, άφησε δίπλα το πρόστυχο μαχαίρι. Το χιόνι άρχισε να πέφτει απαλό. Τα ροζιασμένα δάχτυλα του τράβηξαν απαλά τις σάρκες του φλοιού της γης, έτσι ένιωθε-όλα γίνονταν απαλά. Αφού έβγαλε όλα τα κομμάτια, έβαλε το γυμνό πορτοκάλι μέσα σε κατακάθαρο γυαλί και σφούγγισε τα χέρια στο πρόσωπο, στα μούτρα του. Το λιγοστό κιτρινί που είχε απομείνει, έγραψε μερικές αχνές γραμμές πάνω στα κουρασμένα μάγουλα, ράγισε στις σχισμές που είχαν κοκκινίσει περισσότερο, πρασίνισαν στα σημεία που υπήρχαν οι μπλε φλέβες. Κοίταξε τον ουρανό θα χιόνιζε αίμα, σκέφτηκε κι έτριψε τα χέρια, να ζεσταθεί, να φύγει η ασπρίλα που αφήνει η φλούδα του πορτοκαλιού όταν το καθαρίζουμε, θα χιόνιζε αίμα σκέφτηκε ξανά, οι πρώτες νιφάδες άρχισαν ήδη να πέφτουν. Δεν έκανε καμιά σύσπαση του προσώπου, δεν ανασήκωσε τ αφτιά, ούτε έσμιξε τα μάτια. Ήταν νύχτα βαθιά, το κρύο βελόνιαζε συρραφές αέρηδων. Πήρε χωρίς να βλέπει, το πορτοκάλι από το γυαλί, τό άνοιξε με προσοχή ακριβώς στη μέση, ακούμπησε το μισό στο γυαλί. Άνοιξε με προσοχή το πρώτο φιλί, το φερε στο στόμα και το φαγε κοιτάζοντας πέρα με ακούνητο κεφάλι. Μόνο το στόμα κινιόταν. Και το κόκκινο χιόνι που έπεφτε τώρα μεγάλες τούφες και γέμιζε τον τόπο, το παγκάκι που καθόταν, το γυαλί με το μισό πορτοκάλι, το καπέλο του, τα ωραία ρούχα που φορούσε, την ωραία ζωή που είχε ζήσει. Τίποτε άλλο. Συνέχισε να τρώει τα φιλιά του πορτοκαλιού, τέλειωσε το μισό. Το άλλο μισό στο γυαλί είχε γεμίσει αίμα. Άνοιξε τα κουμπιά του σακακιού, ανασήκωσε τη φανέλα πάνω από την κοιλιά να φανεί το άσπρο κρέας του. Κοίταξε το πρόστυχο μαχαίρι δίπλα, ήταν μεγάλο. Το πήρε χωρίς να το βλέπει και το χωσε βαθιά στην κοιλιά του. Το αίμα πετάχτηκε στο γυαλί, στο παγκάκι. Αργά, σταθερά, το ακούνητο πρόσωπο του έγειρε στο πλάι, πάνω στο μισό του πορτοκαλιού που έμεινε αφάγωτο. Το γυαλί είχε σπάσει, το αιμάτινο χιόνι μπλέχτηκε με το πραγματικό. Έγιναν ένα και τα δυο.



Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

ΑΥΤΉ Η ΧΏΡΑ ΜΈΝΕΙ 3

  


 

Ωραία μέρα, σκέφτηκα. Πραγματικά Ανοιξιάτικη και ανηφόρισα την Σκουφά, να πάω στο Κολωνάκι να πιω τον καφέ μου. Τι να κάνω; έχω και μερικά ακριβά γούστα, κατάλοιπα της παλιάς εποχής που υπήρχε χρήμα. Αγόρατα Κάπο παρήγγειλα καφέ και κρουασάν, άνοιξα την εφημερίδα ήρθε, ωστόσο ο εσπρέσο. Τι ωραία! ήλιος, κόσμος χαρούμενος, ωραίες γυναίκες και αγόρια. άντρες δεν υπήρχαν καθόλου.
Ο πληθωρισμός στα ύψη, μεγάλα κέρδη από έμμεσους φόρους στο κράτος και η Ρένη Πιττακή να λέει πως, έχει αδυναμία στην ανεξαρτησία! τι ωραία! μ αρέσουν οι ανεξάρτητοι άνθρωποι και, διαβάζω στην άλλη σελίδα για τον εσωτερικό κόσμο της Μπερτ Μορισό της ιμπρεσιονίστρια Γαλλίδας ζωγράφου που πέθανε στα πενήντα τέσσερα, δυστυχώς. Κι έτσι περνούσε η ώρα ρουφώντας εσπρέσο και τρώγωντας το εξαίσιο κρουσαάν μου ώσπου βαρέθηκα και βάζοντας στη μασχάλη την εφημερίδα αποφάσισα να φύγω και σηκώθηκα. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα και με σταμάτησε το γκαρσόν.
-Που πάτε κύριε; είπε με ύφος βλοσυρό'
-Τι σε νοιάζει εσένα; απάντησα επίσης αγενώς
-Ξεχάσατε να πληρώσετε κύριες! ανασήκωσε τα φρύδια του.
-Δεν έχω χρήματα κύριε! του απάντησα κι έκανα να φύγω.
-Δε θα πάτε πουθενά! ελάτε μαζί μου θα σας πάω στο αφεντικό.
Και πήγαμε, σε έναν στρουμπουλό που καθόταν αναπαυτικά στο πολυτελές γραφείο του και μας εξέτασε ερευνητικά.
-Τι τρέχει; ρώτησε φυσώντας τον καπνό από το ακριβό πούρο του.
Το γκαρσόν του εξήγησε την κατάσταση. Αυτός σηκώθηκε κι ήρθε δίπλα μου.
-Ώστε αρνήσε να πληρώσεις ε;σα και μια εφημερίδα να διαβάσω τα νεα.
Κάθισα στο Ν
-Δεν έχω χρήματα κύριε...
-Κι όποιος δεν έχει χρήματα έρχεται σε μας; τι είμαστε εμείς φιλανθρωπικό ίδρυμα; να πας στην εκκλησία να πιεις καφέ..τι δουλειά κάνεις;
-Είμαι ζωγράφος κύριε...
-Α, καλλιτέχνης.. και φοράς κι ακριβό πέτσινο.. βγάλτο! κράτησε του το μπουφάν, απευθύνθηκε στο γκαρσόν ή να πας μαζί του να του πάρεις έναν πίνακα!
-Μα, έκανα για δέκα ευρώ θα μου πάρετε έναν πίνακα;
-Δεν είναι για τα δέκα ευρώ κύριε! είναι για την απόδοση δικαιοσύνης! και τάξης! τι θα γίνει αν όλοι αυτοί-κι έδειξε το πλήθος των θαμώνων- αν όλοι αυτοί, λέγω, αρνιόταν να μας πληρώσουν; θα σου πω εγώ τι θα γινόταν: κατάλυση του κράτους! και με ότι συνεπάγεται από αυτό. Κατάλαβες; γι αυτό ή δώσε το μπουφάν ή φέρτε έναν πίνακα!
Το σκέφτηκα και αποφάνθηκα πως είχε δίκιο.
Και προτίμησα να του δώσω το μπουφαν από το να έχουν έναν πίνακα μου και να παινεύονται πως τον απέκτησαν για έναν καφέ κι ένα κρουασάν βουτύρου.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΈΓΡΑΦΕ.

 


ΓΛΥΦΑΔΑ 1987
Ο Άνθρωπος που έγραφε
Στεκόταν δίπλα στη φωτιά
Με τις παλάμες και τα ξυρισμένα μουστάκια
να ξεπλένει την βρωμιά
Αφού όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σημάδια
όπως οι δρόμοι που αγάπησε
τι, χρειάζονταν τα ερωτηματικά στην ποίηση;
Έμενε ακόμα το Καλοκαιρινό χώμα, κόκκινο
Στου μυαλού τις σχισμένες φόδρες
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;
Και τα ξανθιά λησμονημένα χρόνια
καίγονταν σαν φρύγανα στον βρώμικο καφενέ
Οι σύντροφοι κάπνιζαν και γελούσαν
σε έναν ρυθμό γλιστρώντας απ’ τον ήλιο
[Ποιοι σύντροφοι γλίστρησαν απ’ τον ήλιο;
Ποιοι δέθηκαν με σχοινιά από τον ήλιο;]
Αυτός ο άνθρωπος που έγραφε
κάπνιζε δίπλα στην κολόνα
Οι φωνές έφευγαν
στου δειλινού την λύπη
Βολεύονταν με τον μικρό θεό
με τα πουλιά στα δέντρα, με τα νερά στα ποτάμια.
Δεν είχε τίποτε άλλο να γράψει;
Να έγραφε για ανθρώπους χαρούμενους
Μήπως θα ήταν πιο όμορφο να περπατάει χωρίς αυτούς
στους δρόμους που αγάπησε;
Αυτός που τώρα στέκεται δίπλα στην φωτιά
να ρίξει θέλει το μολύβι στη φωτιά
Μα οι άλλοι δεν τον αφήνουν
του βγάζουν πρώτα το σακάκι
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;-
Και αργά, με κάποιο σεβασμό
τον ρίχνουν στην φωτιά.
[παλιά ποιήματα μου]

 

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

ΑΠ ΤΟ ΈΝΑ ΞΥΛΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ

 


ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΊΑ και κεραμική ανήλικου γλύπτη.
Τελείωνα τότε το δημοτικό και ήταν ένας πολύ βαρύς Χειμώνας. Στο Παλαιοκκλήσι σπάνια χιόνιζε αλλά φυσούσε κι έβρεχε ταυτόχρονα επί βδομάδες.Το ξεροβόρι πάγωνε τις μύτες και τα μέτωπα όλων των παιδιών που έτρεχαν πρωί-πρωί να πάνε στο σχολείο κρατώντας στο ένα χέρι τη σάκα και στο άλλο από ένα ξύλο για ν ανάβουν τη σόμπα αλλά και για να έχει κι ο δάσκαλος μια μικρή θημωνιά για να τη βγάζει κι αυτός με την οικογένεια του που έμεναν πίσω από την αίθουσα διδασκαλίας σ ένα μικρό δωμάτιο. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν για όλες τις τάξεις μαζί κι έτσι όλη τη μέρα ξαναάκουγες και ξαναθυμόσουν όσα έκανες στις προηγούμενες τάξεις κι αυτό ήταν κάτι φοβερό, όσον αφορά τη μάθηση.
Τότε μας είπε ο δάσκαλος πως έπρεπε να φτιάξουμε κάτι σαν χειροτεχνία, ή καλλιτεχνία που θα στέλνονταν στην επιθεώρηση στα Γιάννενα να παρουσιαστούν σε εκθέσεις. Μας το λεγε και με κοίταζε επίμονα και καταλάβαινα πως είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από μένα για να έδειχνε πως στο σχολείο του γινόταν σπουδαία πράγματα και ίσως να έπαιρνε κάποιον έπαινο από τον επιθεωρητή.
Εγώ έσμιξα τα χείλη μου απορημένος λέγοντας πως δεν είχα κατά νου κάτι αλλά στο τέλος της μέρας με κράτησε πίσω, κάθισε δίπλα στο θρανίο και μου είπε πως θα περίμενε να φτιαξω κάτι σπουδαίο και μου πρότεινε να φτιάξω έναν πελαργό με ξύλα, έτσι όπως στεκόταν στο ένα του πόδι-φαίνεται πως κάπου το είχε ξανακάνει ή κάτι τέτοιο. Πράγματι τις επόμενες μέρες ασχολήθηκα με την κατασκευή του πελαργού αλλά δε με ικανοποιούσε και του το είπα όταν του δειξα την κατασκευή. Αυτός μου είπε, καλό είναι και το κράτησε αλλά εμένα δε με ενθουσίαζε.
Δίπλα ακριβώς από το σχολείο υπάρχει ένα κτήμα μας με υποστατικό, για τα ζώα, κότες και άλογα. Στο κάτω μέρος του κτήματος υπήρχε και υπάρχει ένα πηγάδι. Κάπου εκεί στον όχθο παρατήρησα κοκκινόχωμα, σαν πηλός που χωρίς να ξέρω γιατί, μάζεψα με τις φούχτες μου κάμποσο που τον μετέφερα στο δωμάτιο μου και με πυρετώδες κινήσεις άρχισα να διαμορφώνω μια ανδρική προτομή, περίπου είκοσι εκατοστών ύψος. Επειδή δεν είχα μοντέλο άνοιξα το αναγνωστικό και αν θυμάμαι καλά, διάλεξα τον Αντρέα Συγγρό γιατί μου άρεσε φυσιογνωμικά αλλά κι επειδή είχε και φαλάκρα κι αυτό μου άρεσε επειδή ήθελα να φτιάξω ένα μεγάλο άνδρα. Στον δάσκαλο δεν είπα τίποτε αλλά την άλλη μέρα, ενώ είχα φτιάξει μια τέλεια προτομή, κρανίο, μέτωπο μαλλιά, μύτη, στόμα. σαγόνι, τα σμίλευα μ ένα μαχαιράκι και κλωνιά από σπίρτα που τα έξυνα μυτερά ανάλογα τι ήθελα να φτιάξω, κόλλησα στα μάτια που ήθελα να τα κάνω απλανή, κενά δηλαδή, όπως παρατηρούσα σε αρχαία αγάλματα και μου φάνηκε πολύ δύσκολο. Έτσι, την άλλη μέρα το παρουσίασα στον δάσκαλο που ενθουσιάστηκε αλλά εγώ του είπα να με βοηθήσει στα μάτια κι εκεί που προσπάθησε, το κανε χειρότερο κι εγώ το παράτησα εκεί κι έφυγα να παίξω μπάλα. Την άλλη μέρα μου είπε πως το έδωσε στον Γιώργο Μποροδήμο που ήταν τότε φοιτητής, μήπως και κατάφερνε να το επιμεληθεί στα μάτια αλλά εγώ μόλις το είδα νευρίασα γιατί το είχαν κάνει ακόμα χειρότερο! Θα το φτιάξεις μόνος σου! με διέταξε ο δάσκαλος κι εγώ πήρα τον Συγγρό αγκαλιά και κλείστηκα στο δωμάτιο μου και σιγά-σιγά έφτιαξα και τα μάτια του.
Παρουσιάστηκε μαζί με άλλα και πήραμε έπαινο από την επιθεώρηση. Αλλά από τότε που πέρασαν τόσα χρόνια μου κάνει εντύπωση πως χωρίς να είχα σπουδάσει καθόλου γλυπτική-κεραμική, κατάφερα φτιάξω την προτομή που παρέμενε στα εκθετήρια του σχολείου μέχρι που έκλεισε για πάντα και ερήμωσε ο τόπος από ανθρώπους και παιδιά, όπως τα περισσότερα σχολεία στα χωριά.


 

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

ΚΑΝΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ

 


κανένας άλλος μηδέ από την τέχνη δε με αγάπησε όσο εσύ
αλλά αυτή ποτέ δε με ξέχασε
είναι λυπηρό να σε ξεχνούν οι άνθρωποι, πέφτεις στο δάπεδο,
πίνεις αλκοόλ να ξεχάσεις κι εσύ, μα δεν μπορείς
το σάπιο σανίδι φαίνεται
ο κόσμος υφαίνεται
η μαύρη τρύπα του χάμω μου θυμίζει πως κανείς άλλος
δε μ ε αγάπησε
δεν έκλαψε για χαμένο κορμί
Κανείς άλλος μέσα στον θυμό σου για την προδοσία
ω η τέχνη! γιατί μπλέχτηκα στα δίχτυα της;
δεν φταίω εγώ, λέει ο κάθε φονιάς
η γυναίκα έφυγε
κανείς δεν με αγάπησε
εκτός από την τέχνη

Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

ΣΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ

 


ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα. Έφευγα για όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα. Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους, το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι, έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος, νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου ένας τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια κιθάρα στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε. Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε. Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρίστριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο, στην προβλήτα, ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο σκοτάδι. Τι υποννούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα. Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει ούζο στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.








 

 

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗς ΈΒΕΛΙΝ 2

 


 

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΕΒΕΛΙΝ.



Το διήγημα είναι τρομερό γιατί μπορείς να πεις λίγα με πολλές λέξεις. Και πολλά με ελάχιστες. 

 

Ο γάμος της Έβελιν Μονρόε έγινε μια Κυριακή πριν τον βιασμό της αιωνιότητας από τρεις άντρες, το ίδιο βράδυ που ο άντρας της μετακόμιζε στον πόλεμο. Ο Νικ Σάμαρης, γνωστός γόνος Ελληνοαμερικάνικης οικογένειας έπρεπε να φύγει τάχιστα για το μέτωπο. Για κάποιο μέτωπο. Του σαράντα, της Κορέας, της Σερβίας. Κρακ. Κρακακακ. Είναι καλύτερα να μην προχωράει πιο πέρα κανείς. Πιο πέρα απ το σκοτάδι.

Πριν φύγει της υπενθύμισε να τον περιμένει. Νταν. Νταν. Οκέι.

Όταν έμεινε μόνη και άφωνη στο νυφικό κρεβάτι δεν ήθελε ούτε να κλάψει ούτε να γελάσει. Μπορούσε άλλωστε να κάνει και τα δυο. Στιγμιαία πέρασε από το νου της πως ο Νικ θα γύριζε σκοτωμένος. Καλύτερα θα ήταν; ανασηκώθηκε στ αραχνοΰφαντα σεντόνια κι ανατρίχιασε. Πως ανατριχιάζουν οι γάτες όταν τσιτώνονται; Όταν νιώθουν την αίσθηση του κινδύνου πως κάποιος παραμονεύει πίσω απ τις κουρτίνες; Έπειτα γιατί να φύγει; Να την αφήσει μόνη της με το νυφικό την ημέρα του γάμου της;  Ας πήγαιναν άλλοι στο μέτωπο, ας πολεμούσαν άλλοι για την πατρίδα, όπως έκανε και ο Τεξανός μπάρμαν και παρέμενε να ποτίζει νερό που καίει τα μοσχάρια. Μπαρμαν, δηλαδή άνθρωπος του μπαρ, όπως ο Τεό Τσούνης, ντοντ σουτ τδε μπαρμαν στη Νότια Καλιφόρνια ή στην αριστερή πλευρά του λιμένος Ηγουμενίτσας. Ωραίος ήταν ο Τεό. Έξω από τη μπάρα σέρνονταν πολλάκις η Έβελιν, η ωραία Έβελιν με την παρέα της. Μεθούσε. Πραγματική αποθέωση, όπως όλες αυτές οι ηρωίδες του Τέννεσι ή του Πίντερ. Σέρνοντας αλλά είναι καλύτερα να μην προχωρήσει κανείς παραπέρα στο σκοτάδι του πριν. Το σκοτάδι του μετά είναι αλλιώτικο. Μύθος. Μύθος η παιδική κούνια, μύθος ο εφηβικός έρωτας, μύθος όλα. Κλουκ. Κλούκ-κλουκ.

Η Έβελιν κοίταξε πίσω απ τις κουρτίνες με σημασία. Έσμιξε τα μάτια της, τα μισάνοιξε, κάποιος ήταν εκεί! Κάποιος ή κάποιοι. Ένας, δυο τρεις, πέρασαν στο διάφανο του κόσμου. Μπήκαν μέσα στρατιώτες οπλισμένοι πέρασαν τα σύνορα είδαν ένα φως στο σκοτάδι, εκεί θα πήγαιναν.


Ο σμηνίτης Νικ Σάμαρης πέθανε ακαριαία με μια σφαίρα καρφωμένη στο αριστερό φρύδι. Μπαμ και κάτω μια δυο τρεις μέρες αφ ότου πήγε στο μέτωπο. Της Αλβανίας. Της Κορέας. Της Νότιας Γιουγκοσλαβίας. Πραγματική αποθέωση η πολιτεία που ενδιαφέρθηκε να μεταφέρει το πτώμα του να ταφεί στην πατρίδα με τιμές ήρωα πολέμου. Τι λες; λες τίποτα; Όχι, δε λέω, γιατί να πω; Όλες οι πατρίδες αφ ότου ανακαλύφτηκε η δημοκρατία τιμούν του νεκρούς των. Αφιον. Αφιονικ. Καραχισαρ, πόλεμος πάντων πατήρ. Πάρε παράδειγμα τους πολεμοχαρείς, ο Νικ κάτι τέτοιο θα ήταν για να πάει εθελοντής. Ο πατέρας της Έβελιν τον είχε χαρακτηρίσει ηλίθιο και ο επιχειρηματίας Ζορζ Παπαδάκης με τα τέκνα του, είπαν πως ήταν μια βλακώδη ενέργεια, μια τυφλή ενέργεια. Κι έπειτα την Έβελιν που ήταν παρθένα δεν την σκέφτηκε; Παρθένα; Αίμα παιδικό, αχ αν υπήρχε εκείνο το φάρμακο που να γεννιόταν ξεπάρθενες οι γυναίκες .... Καραμπαμπλουμ. Κανείς βέβαια δε θα μάθαινε γιατί ο στρατιώτης Νικ Σάμαρης προτίμησε ν παρατήσει την παρθένα γυναίκα του την πρώτη νύχτα του γάμου τους και να πάει στον πόλεμο.
-Πρέπει να ήταν ηλίθιος! Έγνεψε με σαφήνεια ο διευθυντής του στην εταιρεία πετρελαιοειδών.
 
-Ο Νίκ ήταν σπουδαίος πατριώτης! Αντέκοψε η σκούρα παρένθεση.
-Ένας βλάκας ήταν! αποφάνθηκε η πόρνη που έζεχνε απ τη βρώμα στην πλατεία Αγάμων.
 
Ο δημοσιογράφος έκλεισε το στόμα της πόρνης που είχε πρωτοπάει ο Νικ αλλά δεν την πρόλαβε. Η συζήτηση ήταν ζωντανή.
Η νύχτα εκείνη ήταν σκοτεινή. Σκοτεινή απ όλες τις απόψεις, γι αυτό κάποιος είπε να μην προχωράς στο σκοτάδι, μπορεί κάποιος να σε αντιληφτεί αλλά τι ήταν όλο αυτό; Η Έβελιν υπέθεσε πως ο Νικ θα πέθαινε στον πόλεμο; Ήξερε πως θα πεθάνει; Όταν κάποιος πάει στον πόλεμο οι πιθανότητες να γυρίσει είναι ελάχιστες.
 
Ο ένας από τους τρεις στρατιώτες λεγόταν Ίκαρος. Ή Ικάριους. Όταν τελείωνε είδε την ευχαρίστηση στα μάτια της. Την έδειξε στους άλλους με χαμόγελο. Στον Αντόνιο και την Κλεοπάτρα. Τι λέω; Α, ναι ο τρίτος ήταν Κλεοπάτρα. Ή Δηιάνειρα. Ξέρετε ... εκείνη η δηλητηριάδα του Ηρακλή με το ιοβολισμένο πουκάμισο.
-Γουστάρει! αποφάνθηκε ο Ικάριους. Η νύφη γουστάρει. [Η Έβελιν δεν είχε βγάλει ακόμα το νυφικό της για τους αδαείς της υπόθεσης.]
 
-Αυτό είναι έγκλημα πολέμου! Φώναξε ο Αντόνιο αλλά ποιος τον άκουσε;
Οι άλλοι δεν πείστηκαν, κυλίστηκαν στο σκοτάδι του γέλιου, της χαράς, του οργίου, του θανάτου. Ο θάνατος είναι πάντα κοντά κι έφυγαν όπως ήρθαν: στο σκοτάδι.

Με μια τσατσάρα κι ένα χαρτόνι απ το πακέτο των τσιγάρων σου μπορείς να φτιάξεις μελωδία. Η Έβελιν κρατούσε και τα δυο μέσα στην λευκή παλάμη της κι έκλαιγε. Κουκουλωμένη από κάτω μέχρι επάνω, είχε ανάψει το κηροπήγιο- τα κηροπήγια δεν ανάβουν, το κερί του κηροπηγίου θες να πεις κι έκλαιγε. Η μελωδία γινόταν μπλε, ατόφια μύγα, που μύριζε ξινίλα. Πόσο να έκανε τώρα η ζωή της; Κράαα! Μη με κοιτάζεις έτσι! Δεν μπορούσε να ομολογήσει πως της άρεσε η μελωδία! Αλλά της άρεσε κι αν  τύχαινε θα το ξαναέκανε, επειδή η ανθρώπινη μύγα πετάει ολούθε. Γυροφέρνει στο σκοτάδι ίδια η επιθυμία της απενοχής. Τι είπα;

ΤΕΛΟΣ





















 

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

ΠΆΜΕ ΓΙ ΑΛΛΟΥ 2

 

 




ΠΑΜΕ ΓΙ ΑΛΛΟΥ
Δε μιλούσαμε. Οι καρέκλες μας έτριζαν και για λίγο; Για πολύ; Τα κεφάλια μας ήταν γυρισμένα αλλού. Έκανε θόρυβο ο κόσμος και το σημείο που συναντηθήκαμε το είχαμε επιλέξει τυχαία. «Πάμε αλλού;» γύρισα το κεφάλι να την κοιτάξω. Ήταν ωχρή αδύναμη, δε μου απάντησε, άναψε τσιγάρο. Κάτι άλλο ήθελε να πει, δεν το λεγε αλλά φαινόταν η αντίρρηση κι όλο έτριβε το πηγούνι της. Εγώ της χαμογελούσα που και που, όχι αμήχανα, ήξερα τι θα συμβεί απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί να γίνει τώρα; Έλεγα. Άστο γι αργότερα αν και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της αναμονής και της αναβολής. Ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, σταθερός στο να ξέρω που πηγαίνω. Πίναμε αυτό τον καφέ εκείνο το πρωινό και ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Ζευγάρι. Την αγαπούσα και μ αγαπούσε, η Αλεξάνδρα. «Καλά είναι κι εδώ,,,» μίλησε μετά από ώρα. Γύρισε και σταμάτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου. Πως κοιτιούνται δυο άνθρωποι; Μέσα, βαθιά, να ψάχνουν, τα μύχια;. Το βλέμμα της ήταν απελπισμένο. Τι θα κάνουμε; Λυπημένο, δε θα είμαστε πια μαζί ε; σερνόταν η βεβαιότητα, κρίμα δεν είναι, σκέφτηκα κι εγώ και φάνηκε η υποψία πως μπορεί να μην ήθελα να χαθούμε. Ναι αλλά δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί πια, να χτίσουμε κι άλλα όνειρα. Ο καφές τέλειωσε, η σιωπή μας μεγάλωνε. Σηκώθηκα, σηκώθηκε και κείνη. Δώσαμε τα χέρια χωρίς αγκαλιά, μόνο κοιταζόμαστε πιο πολύ να κρατήσουμε την εικόνα επειδή ήταν σίγουρα η τελευταία.
-Γεια σου Αλεξάνδρα, είπα.
-Αντίο Μίλτον, είπε κι έφυγε.
Την παρακολούθησα να περπατάει σαν όνειρο στο βάθος της λεωφόρου, χαμένη στο λιγοστό κόσμο. Ύστερα έφυγα κι εγώ με έναν κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό.

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...