Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

το άσπρο πουκάμισο





ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Κάποιος μου είχε κλέψει το πουκάμισο, την ώρα που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι άφησα τη μπύρα μόνη της να καθιζάνει τον αφρό της, μπύρα χωρίς αφρό δεν πίνεται, που λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος άντρας δίπλα μου, αέρα! αέρα να φύγει η χολέρα, του απαντάει, μια άσχημη μύτη ο φίλος του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής αλλά το πουκάμισο μου είχε κάνει φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή ή θ αφήσουμε αυτόν εδώ τον κόσμο, το ίδιο ανόητο και κακό, όπως τον είχαμε βρει όταν ήρθαμε-αυτό το λέει ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν τον είχα και σε πολύ εκτίμηση πριν απ αυτό- και γιατί να ζήσουμε, αφού η ζωή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη βάσανα και πόνους κι εγώ συνέχιζα να είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά που δεν μου πήραν και το παντελόνι, ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου, ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα, οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους μου κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου και πιο ωραίος ο πούτσος μου, έτσι μου είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες, έχεις τον πιο ωραίο πούτσο που έχω δει ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν πως το λεγε η Φώφη που είχε δει τις ψωλές όλου του κόσμου και αγαλλίασα ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος φορούσε το λευκό μου πουκάμισο. Κανείς. Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό πουκάμισο που το είχα φορέσει επίτηδες για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία διαμαρτυρίας και όπως γύριζα το βλέμμα μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη κι αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να γουργουρίζει, χωρίς να τη νοιάζουν οι φωνές αγανάκτησης, οι φωνές των αγανακτισμένων πολιτών, δεν το πήρα εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την ώρα, όταν αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και δίπλα, τρώγανε νερωμένες φρυγανιές κάτι γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπεγχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει από πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος πούστης μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο, κανείς δεν ομολογεί, ενώ ο ντιτζέι παίζει το πουκάμισο το θαλασσί, με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας, καθώς ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι, η ζωή θέλει ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση, βράδυ μετά την εκδήλωση των αγανακτισμένων πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθιά απέναντι, καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει τον καραφλό εραστή της χωρίς να την νοιάζει που την βλέπουμε, ποιος την γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, χύσια, χύσια, χύσια, άμα την έχεις στο σπίτι την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο κόσμος, ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε ο αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι έτρεξα με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους την χαμένη ευτυχία του Σοπενχάουερ αλλά μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο, μια άλλη πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα, ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο υπεροχής, άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει στον αφρό της, ενώ ο ωραίος ξανθός, έλεγε στον διπλανό του με την μύτη, είσαι για τον, η επανάσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα.



Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΡΑΒΑΤΑ




Μόνο που τους βλέπεις σου  ρχεται να σκάσεις στα γέλια. Είναι μερικοί άνθρωποι, 
ανεκδιήγητοι, αστείοι. Όλα τα βλέπουν αστεία και νομίζω τώρα δεν υπάρχουν τέτοιοι. 
Το μούτρο τους, η κοψιά τους σε προδιαθέτει, λες τώρα θα την πει. Ένας τέτοιος 
ήταν ο φίλος μου ο Άιδονίδης. Κοντός, χοντρός, ασουλούπωτος, με στραβά πόδια, 
πονηρούτσικο μούτρο- οι ωραίοι δεν βγάζουν χιούμορ. Είναι σαν να έπαιζε κωμωδία
 ο Κούρκουλος. Τέλος πάντων ο Περικλέτος, έτσι τον φωνάζαμε τον Αιδονίδη, κανείς
 δεν θυμόταν το κανονικό του, έπαιζε με τη ζωή σαν τη γάτα με το ποντίκι. Είχα μείνει 
άνεργος εκείνο τον καιρό και γύριζα άσκοπα στην Καλλιθέα και αλλού. Σποραδικά τα Σαββατοκύριακα δούλευα γκαρσόν στου Μπάρμπα -Γιάννη, ερχόταν και ο Περικλέτος,
 πίναμε καφέδες στις πλατείες. Εμ, τι το πέρασες, εδώ Μαυρόπουλε, παράδεισο; 
δε γαμιέται, μη νοιάζεσαι, μου λεγε ξύνοντας το πονηρό του μούτρο γελώντας. Όλο 
γελούσε, που το βρισκε το κέφι; δεν τον είχα δει ποτέ σοβαρό, ακόμα και σε μια
 κηδεία που είχαμε πάει, γελούσε. Κινδυνέψαμε να γίνουμε νούμερα, σαράντα χρονών
 σοβαροί άνθρωποι με γραβάτα. Αλλά πως να γλίτωνα από τον Περικλέτο; 
και δεν το θελα κιόλας, γούσταρα τις πλάκες του. Μια μέρα, εκεί που περπατούσαμε
 στην πλατεία γύρω- γύρω μήπως βρούμε κανα δεκάρικο, κάνει έτσι και σκάει μια 
σφαλιάρα σε ένα μπροστινό μας που ήταν και γορίλας. Γυρνάει εκείνος ξαφνιασμένος 
πιάνοντας τον πονεμένο σβέρκο του έτοιμος να τον φάει. Α, ρε φίλε, του είπε ανοίγοντας 
τα μάτια, δεν ξέρεις πόσο μοιάζεις με έναν φίλο μου! Όποτε τον βρίσκω του ρίχνω 
σφαλιάρες΄! συγνώμη, τι να σου πω; Τι να κανε κι ο γορίλας; έφαγε τη σφαλιάρα του 
κι έφυγε απορημένος. Έχεις αλήθεια τέτοιον φίλο; τον περιέπαιξα. Ποιός εγώ; 
δε με πιστεύεις; να, σου ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. Τι να του λεγα; Η μάνα του
 είχε πεθάνει χρόνια. Μια άλλη μέρα, με πήρε τηλέφωνο. Πάμε να φάμε , μου λέει. 
Σου κάνω το τραπέζι Μαυρόπουλε, γιατί σε λίγο σε βλέπω να γίνεις μαυροπούλι από 
την πείνα. Ντύσου, βάλε κουστούμι, γραβάτα και τα λοιπά. Θα σε πάω στο Δελφοί, 
στο Σύνταγμα. Το Δελφοί ήταν ένα αριστοκρατικό εστιατόριο, άλφα κατηγορίας.. 
Ας πάω, είπα κι έβαλα τα καλά μου. Συναντηθήκαμε και ο Περικλέτος έμοιαζε με 
Αμερικανάκι, ντυμένος στα παρδαλά. Πουκάμισο σαν τραπεζομάντηλο με κίτρινα 
και μπλε τετραγωνάκια, γραβάτα κοκκινόμαυρη κι αυτή με τετραγωνάκια, ριγέ 
παντελόνι, αχνογάλαζο, γκρίζο σακάκι και ρεμπούμπλικο. Σαν σταυρόλεξο είσαι; 
του είπα και με κοίταζε λοξά κρατώντας ένα κουτί τυλιγμένο με χαρτί πολυτελείας, 
κορδέλες και λοιπά. Τι έχεις εκεί; τον ρώτησα όταν κατεβήκαμε από το ταξί στο 
Σύνταγμα. Α, τίποτα, είπε σοβαρά. Ένα δώρο για τη μάνα μου. Τι να του λεγα; 
πως ήταν πεθαμένη χρόνια; Δεν άλλαζε τίποτε. Έσκασα στα γέλια. Τι γελάς; και το
 στομάχι του τρανταζόταν από τα δικά του γέλια. Πω,πώ! μια συμφορά είμαστε, 
σαν τον Ούγκο Τονιάτσι και τον Βιτόριο Γκάσμαν στους Εντιμότατους Φίλους μου.
 Μπήκαμε στο εστιατόριο, κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία, του ψιθύρισα, έχεις λεφτά;
 Ποιος εγώ; και βέβαια έχω, τι με πέρασες εμένα κι έκανε να βγάλει ένα μάτσο από
 την τσέπη του. Αλλά δεν το βγαλε. Τον πίστεψα δεν τον πίστεψα, δεν έχει σημασία. 
Πεινούσα και μόλις καθήσαμε παράγγειλε, Αστακό, σαλάτες του σεφ, Γαλλικό κρασί 
ροζέ Σελάρ που ήξερε πως ήταν η αδυναμία μου. Αιντε γεια μας φίλε! μου είπε και έδιωξε 
με νεύμα το γκαρσόν που μας έβαλε κρασί στα  ποτήρια μας. Άλλο κακό και τούτο, 
ένας άνθρωπος να στέκεται από πάνω σου και να σου γεμίζει το ποτήρι μόλις δει ότι
 άδειαζε. Δεν το μπορούσαμε και τέλος πάντων, αφού φάγαμε κι ανάψαμε τσιγάρο, 
μου ψιθύρισε στο αφτί. Μαυρόπουλε, λεφτά δεν υπάρχουν! Μου πεσε το τσιγάρο
 από το χέρι, το γκαρσόνι έτρεξε να το πιάσει στον αέρα και μου το βαλε στο στόμα
 που έχασκε. Θα φάμε ξύλο, του είπα σοβαρά όταν συνήλθα. Μη σε νοιάζει, σε λίγο
 κάντην εσύ, συνέχισε, πες πως θέλεις να πάρεις λίγο αέρα, αν σε ρωτήσουν και 
περίμενέ με στη γωνία Όθωνος και Φιλελλήνων. Εντάξει; Τι να έκανα; Σηκώθηκα 
σιγανοπατώντας, κατόρθωσα να μην ιδρώσω και μόλις έφτασα στη γωνία των δρόμων
 που μου είπε, κοντοανάσανα και χτύπησα το κούτελό μου. Ρε, τι είχα πάθει! 
Όμως σε λίγο εμφανίστηκε σιγανοσφυρίζοντας ο Περικλέτος. Άνετος, μια χαρά. 
Μόλις έφτασε κοντά μου, κοίταξε πίσω κι ύστερα, τρέξε! μου είπε. Το βάλαμε στα 
πόδια και σταματήσαμε μόνο όταν φτάσαμε στο Ζάππειο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι,
 ο κίνδυνος είχε περάσει. Πως ξέφυγες ρε; τον ρώτησα σοβαρά. Α, εύκολο, έκανε 
γελώντας. Τους είπα πως θα πάω να πάρω τσιγάρα. Ρώτησα το γκαρσόνι αν έχουν 
τσιγάρα μάρκας Γκουανταλαχάρα και μου είπε όχι προθυμοποιούμενος να πάει στο 
περίπτερο να μου πάρει. Σιγά μην τον άφηνα. Άσε, ευχαριστώ, του λέω, πετάγομαι 
εγώ στο περίπτερο απέναντι, μόνο έχε το νού σου στο πακέτο, έχω μέσα ένα ακριβό
 δώρο για τη μάνα μου. Έμεινα να τον κοιτάζω εμβρόντητος, με τη σκέψη πως το
 γκαρσόνι ακόμα θα φυλάει το δώρο του Περικλέτου.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

ΣΤΗΝ ΑΚρΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΗΤΑΝ Της ΒΡΥΣΗς ΤΟ ΝΕΡΟ




Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος,
με ένα δισάκι στον ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία που με
περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε.
Σταμάτησα για λίγο, κάτω από το χωράφι που παλιά ήταν γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει
δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις
 ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω
και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί.
Οι ομάδες χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας.
Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο
τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν

μπουνιές και κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι,
πέρασα τα σιάδια το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε το φαΐ 
στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε
στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλικάρι, οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα είχαν
χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που έφτασα σε λίγο.
Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος
 πλάτανος που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του.
Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη
βαρέλα, ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες.
 Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα,
και είχε τα μαλλιά της κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
κι εγώ θα περιμένω μια ζωή
να ρθει από μακριά, να με πάρει
να με πάρει από εδώ
 Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό
κυλάει μου πνίγει τον καημό
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
που είναι ο νιος που αγαπώ;
Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγώ αποφάσισα να βγω
 πίσω απ τον πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα και δε με  βλεπε.
Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα. Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα!
το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη ξέρουμε πως να
ενώσουμε τα χείλη μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα
και πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαΐ.



Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Η ΤΥΧΕΡΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ




Κατέβαινα την Ιπποκράτους χτες το πρωί και κάτι, όταν στη διασταύρωση με την Σόλωνος
, διαβαίνοντας απέναντι, πήρε τον μάτι μου τον χοντρό ταξιτζή που παράτησε το ταξί με τα 
κλειδιά στο καντράν και βγήκε στο πεζοδρόμιο, σχεδόν έπεσε πάνω μου, που πας έτσι
 βιαστικός, του λέω, να φάω μια τυρόπιτα με έκοψε η πείνα, μου λέει, πάρε μια μπουγάτσα 
του κλείνω το μάτι, με την τυρόπιτα θα διψάς. Δίκιο έχεις, μου λέει και ορμάει στη μπουγάτσα,
 ενώ εγώ πηδάω σβέλτα μέσα στο ταξί, στη θέση του οδηγού, πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι
 στο κενό, ενώ ο ταρίφας έχει μείνει με τη μπουγάτσα στο ανοιχτό στόμα να κατρακυλάει 
και στη χοντρή κοιλιά του. Που πας; περίμενε! άκουσα τις φωνές του, πρωί και κάτι ήταν,
 τι μέ ένοιαζε, εγώ είχα ένα ταξί και διολισθούσα πέρα στην Πατησίων, τι ωραία, έβρεχε 
κίνηση πολύ δεν είχε, οπότε, μες τη βροχή, πρωί και κάτι μου σηκώνει το χέρι μια ξανθιά,
 ταξί! ταξί! φωνάζει κι εγώ σταματώ μπροστά της κι ανοίγω την μπροστινή πόρτα. Μπαίνει 
μέσα γελαστή, πανγέλαστη, όμορφη, εσύ δε μοιάζεις με ταρίφα, μου κάνει και με εξετάζει, 
ναι, όχι, δεν είμαι, τα ψιλομπερδεύω αλλα δεν πειράζει, είσαι ωραίος! την ακούω που ανοίγει
 τα πόδια της και τρέχω, τρέχω πρωί και κάτι προς την Εθνική οδό, που πάμε; ουρλιάζει η 
ξανθιά, αυτός δεν είναι ο δρόμος μου, ούτε ο δικός μου! ουρλιάζω κι εγώ και σταματώ 
σε μιαν άκρη γκρεμόδασους. Με κοιτάζει, είναι πρωί και κάτι, μου λέει αναψοκοκκινισμένη 
καθώς εγώ πέφτω πάνω της, αυτή ανοίγει τα πόδια, το ταξί τραντάζεται, τα τακούνια 
χτυπάνε στον ουρανό, τι μου κάνεις! προλαβαίνει να φωνάξει μια - δυο φορές αλλά 
μετά φωνάζει αλλιώτικα, κάποιοι μας ακούνε κι όταν τελειώνουμε βλέπουμε τις φάτσες 
γύρω από τα τζάμια που, αφού απήλαυσαν το μάτι εξαφανίζονται ως δια μαγείας, σήμερα
 είναι η τυχερή μου μέρα, λέω στην ξανθιά, πως σε λένε, με ρωτάει, χαρούμενη, ευτυχισμένη, 
κι εμένα, μου λέει, ναι γιατί σε βρήκα στο δρόμο μου, πως σε λένε; Νίκο, απαντώ, τι σημασία
 έχουν τα ονόματα πάμε να φύγουμε από εδώ τώρα θα μας κυνηγάει όλη η αστυνομία
 και βλέπω τα πρώτα περιπολικά κάπου πίσω μας, στο βάθος να ξεσκίζουν με τις σειρήνες
 τους τον κόσμο μας. Εμάς κυνηγάνε; απορεί η ξανθιά καθώς φοράει την κιλότα της κι εγώ
 ξεκινώ σαν σίφουνας, οι τροχοί στριγγλίζουν, η άσφαλτο σπιθίζει, είμαι πιο γρήγορος 
απ τους μπάτσους, χάνομαι πίσω και μακριά. Ηρεμώ. Οδηγώ σε έναν παράδρομο 
κάπου στην Ακράτα. Δεν έχω ξανάρθει εδώ! κάνει με τρόμο η ξανθιά. Πως σε λένε; 
την ρωτώ. Νίκη, μου λέει, τι σημασία έχουν τα ονόματα, ακόμα είναι πρωί και κάτι, 
δεν πάμε για κανέναν καφέ; Ναι, λέω, πάμε κι αράζουμε στην κεντρική καφετέρια,
οπότε μας πλησιάζει ο παραθαλάσσιος μπάτσος, μήπως είδατε κανένα ταξί; μας 
ρωτάει, όχι! απαντάμε ταυτόχρονα εμείς οι δυο, κάποιος έκλεψε ένα ταξί, μου είπαν 
τώρα στο ασύρματο αλλά ποιος νοιάζεται! λέει και εξαφανίζεται στην πολυθρόνα του, 
ενώ εμείς κυλάμε στην άβυσσο του πρωινού, παίρνουμε ένα φραπέ στο χέρι κι ορμάμε
στην παραλία των ονείρων.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ο ΜΟΝΟς ΤΟΥ





Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. 
Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα 
Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο
 μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε,
 ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα 
ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα 
έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. 
Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. 
Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα 
νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα
 ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο.
 Μπορεί να το έβρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα 
την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς
 τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα 
πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, 
όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα
 αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό
 και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά 
έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν
 όλοι να γιόρταζα κι εγώ. 
Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν
 τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. 
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με 
έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. 
Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές 
άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές 
το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται 
στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με
 περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που 
γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα 
στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. 
Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα
 μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε 
ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαμπό. Μόνος μου.


Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΚΑΝΕΙς ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ






Το βράδυ δεν ήταν δικό μας
Περιμέναμε κάποιους από μακριά να φτιάξουν την διαβίωση μας
Εμείς ήμασταν ξένοι εκεί, φερμένοι απ το βασίλειο της Ασίνης
Τι δουλειά είχαν αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ μας;
Μήπως και ήξεραν ποιος έκανε τη ζωή;
Κι έπειτα εμάς δεν μας ενδιέφεραν
αφού η θάλασσα ήταν τώρα μπροστά μας- κυρά κι ορφανεμένη.
Κανείς πειρατής
Δεν θα χαλούσε το ωραίο μας βράδυ
Για ποιο λόγο άλλωστε
Τα καράβια μας ήταν πιο δυνατά απ των Αχαιών
Τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει την εξέλιξη μας

Το βράδυ, ήταν σκοτεινό
Πιο σκοτεινό απ του Παλαμά το όνειρο
..στη θάλασσα εκεί, στην ρηχή και την ήμερη.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει
Που να πήγαινε, άλλωστε τα κλειδιά ήταν παρμένα
Στη θάλασσα εκεί, την πλατειά την μεγάλη

Βέβαια, εμείς είχαμε τα σχέδια μας
κανείς δεν μπορούσε να μας σταματήσει...


ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...