Σάββατο 27 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 4




Έφτασα το απομεσήμερο στο κρησφύγετο μου στην Εκάλη, λίγο άκεφος, χωρίς λόγο. Δεν ήμουν εκνευρισμένος με την κατάσταση και την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, τα περίμενα αυτά. Άραξα τη μηχανή στο γκαράζ, ανέβηκα στο γραφείο, πήρα την κουκούλα, το όπλο. Κατέβηκα στο στρογγυλό δωμάτιο, φόρεσα την κουκούλα και μπαίνω, βλοσυρός. Κάτι έπρεπε να κάνω τώρα που δεν ήταν στο αρχικό σχέδιο. Έπρεπε να πιέσω τον πολίτη Νικολάου, να τους δείξω πως ήμουν αποφασισμένος για όλα. Έτσι το ύφος μου έγινε σκληρό, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια σμιχτά, ανθρώπου που έχει πάρει δύσκολη απόφαση. Ο πολίτης Νικολάου καθισμένος στον βελούδινο καναπέ, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πάω κοντά του, χωρίς περιστροφές, του βάζω το πιστόλι στη μούρη. Άκουσες τι είπαν; δεν σε υπολογίζουν για άνθρωπο λοιπόν. Άρα θα σε σκοτώσω, αφού δεν αξίζεις δεκάρα, δεν αξίζει και να ζεις. Και τον σπρώχνω κα κυλιστεί στο δάπεδο. Μή! μου φωνάζει απελπισμένα. Μην το κάνεις! έχει κιτρινίσει, το φως έχει χαθεί από μπροστά του. Σε παρακαλώ μη με σκοτώσεις, τι φταίω εγώ; Άκου, του λέω. Φταις γιατί αποτελείς έναν συνδετικό κρίκο ενός ληστρικού καθεστώτος, ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που το ονομάζουν Δημοκρατία. Φταις γιατί υπακούς τυφλά στις ορέξεις καθεμιάς ξεφτιλισμένης πολυεθνικής και δεν ξέρεις ότι πληρώνεις με το αίμα σου κάθε μέρα την καλοπέραση χοντρόπετσων κοιλαράδων που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Φταις γιατί είσαι ένα ανθρωπάκι, ένας νομοταγής πολίτης, ενώ αυτοί που σε κυβερνούν δεν πιστεύουν σε κανέναν νόμο. Για όλα αυτά φταις και για άλλα πολλά! Αυτός δεν έβγαζε άχνα, δεν μιλάς, δεν λες τίποτα γι αυτά που σε κατηγορώ; Τώρα θα τους ανακοινώσω πως αν δεν δώσουν απάντηση, πως αν δεν φέρουν τα πέντε εκατομμύρια, εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου, θα βρούν το κεφάλι σου κρεμασμένο σε έναν στύλο στην πλατεία Συντάγματος. Δεν φταίω εγώ! στο ορκίζομαι! έπεσε στα γόνατα μου. Κι ύστερα σαν είδε το βλέμμα μου σκούρο, δεν πιστεύω πως μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, είπε και με κοίταζε λοξά. Σαν να είχε βρει κάποιο θάρρος που αποφάσισα να του το σπάσω. Πήγα γρήγορα κοντά του και του χώνω μια μπουνιά στο στομάχι. Ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι να φτύσει αίμα. Έπεσε κάτω, σύρθηκε ικετεύοντας ικετεύοντας. Σηκώνει το χέρι σαν πληγωμένο ζώο, το αίμα κυλούσε στα πλακάκια.  Εγώ έχω πάρει ωστόσο την κάμερα και βιντεοσκοπώ το πρόσωπο του. Μόνον αυτό και τις κραυγές του. Τον αφήνω εκεί, κατάχαμα και φεύγω, βγαίνω λουσμένος στον ιδρώτα. Ανεβαίνω στο γραφείο, πετάω τη μάσκα και το πιστόλι στο κρεβάτι και ίσα που προλαβαίνω να τρέξω στην τουαλέτα. Γεμίζω τον κόσμο ξερατά, κλαίω κάμποσο. Αυτό μου έκανε καλό. Σιγά-σιγά συνέρχομαι, σφουγγίζω τα δάκρυα και το ξερατό. Σφουγγίζω τον κόσμο μας. Πηγαίνω στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή. Στέλνω το βίντεο και την απόφαση μου προς όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν πάρετε την απόφαση να φέρετε τα λύτρα στο σημείο Δ ο πολίτης Νικολάου θα εκτελεσθεί και θα βρείτε το κεφάλι του κρεμασμένο σε κολώνα στην πλατεία Συντάγματος.
Ξύπνησα με ένα χαλίκι να κατρακυλάει ανάμεσα στο λάρυγγά μου. Άσπρο, κάτασπρο, όπως εκείνα στους παραπόταμους του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; Δεν ξέρω και δεν έλεγα να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, ύστερα μάλιστα απο μια τόσο μεγάλη επιτυχία στη ζωή μου. Τεντώθηκα κι ένιωσα όλα τα μέλη μου, ν ακολουθούν αυτή την γλυκιά αγαλλίαση, της πιο μικρής -μεγάλης ευτυχίας. Μισοξυπνημένος, άνοιξα το ξεξί μου μάτι και είδα έναν κατακόκκινο πρωινό ήλιο στο μεγάλο μπαλκόνι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Αργά και με τον νου σε έναν διπλό καφέ, σηκώθηκα ολόγυμνος, έσμιξα τα χέρια μου να κάνουνε κράκ. Δυο-τρείς σουηδικές ανατάσεις, πέντε εν δυο κάτω, κανείς δεν με έβλεπε, γι αυτό μου άρεσε να μένω πάντα μόνος. Δεν ήθελα ούτε υπηρέτες και πόσο μάλλον γυναίκα που να κοιμάμαι κάθε μέρα μαζί στο ίδιο κρεβάτι, να ξυπνάμε χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι. Μου αρκούσε να κάνουμε έρωτα όσες ώρες θέλαμε κι ύστερα ο καθένας στο σπίτι του. Γι αυτό την αγαπούσα και με αγαπούσε η Φένια. Επειδή δεν μείναμε ποτέ κάτω απο την ίδια στέγη. Σκέφτηκα να κάνω ενα ντούς αλλά στην θέα της πισίνας χαμογέλασα. Πετάχτηκα έξω, βούτηξα μέσα της, και κείνο το χαλίκι έγινε μπλέ, έγινε ένα με το νόημα της απόλαυσης και της χαράς. Βγήκα με την σκέψη της μεγάλης επιτυχίας στο νου και το ύφος του νικητή στα γελαστά μου μάτια. Πήγα έφτιαξα καφέ, κάθισα στην ανοιχτή σαλοτραπεζαρία, ρούφηξα, ανάβω το πούρο. Μπαίνω σε κανονικούς ρυθμούς της μέρας. Ανοίγω την τηλεόραση. Επαναλαμβάνει συνεχώς την είδηση της ημέρας. Έληξε επιτυχώς  το θέμα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου που αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς μετά την παράδοση των λύτρων Τα πάντα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχα σχεδιάσει. Είχα τα δυόμισι εκατομμύρια στην δεξιά μου τσέπη, τα υπόλοιπα τα έδωσα στον πολίτη Νικολάου, όπως του είχα υποσχεθεί. Και πρέπει να ομολογήσω πως στάθηκε παλικάρι. Όταν του έζωσα τα εκρηκτικά, του εξήγησα και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω. Θα σταθείς σ΄αυτό το σημείο, του έδειξα στον υπολογιστή, θα έρθει ο απεσταλμένος του κράτους. Παίρνεις την τσάντα και ακολουθείς το μονοπάτι. Θα περπατήσεις περίπου δύο χιλιόμετρα μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν σε ακολουθεί κανείς. Θα συναντηθούμε στο σημείο Ε, θα σου αφαιρέσω τα εκρηκτικά, μην σκεφτείς να κάνεις τίποτε άλλο. Θα σου δώσω τα μισά χρήματα και θα εξαφανιστείς. Προσπάθησε να φανείς παλικάρι, μην σε πάρουν μυρωδιά ότι έχεις λεφτά την έβαψες, εμένα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα με πιάσουν. Α, και φυλάξου από τους δημοσιογράφους. Είναι πιο επικίνδυνοι από τους Αστυνομικούς.
Ξύπνησα, την άλλη μέρα με ένα χαλίκι στο λάρυγγα μου να κατρακυλάει άσπρο, κάτασπρο σαν ένα χαλίκι ενός παραποτάμου του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; αναρωτήθηκα αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ήταν ένα απο τα πιο ωραία πρωινά της ζωή μου και δεν μου έκανε κανένα κέφι να σηκωθώ. Γι αυτό και ήθελα να μένω πάντα μόνος μου, χωρίς γυναίκα που να κοιμάται και να ξυπνάει μαζί μου στο ίδιο μαξιλάρι, αυτή είναι ελευθερία, ομολόγησα. Τέντωσα όλα τα μέλη μου, μισάνοιξα το δεξί μάτι κι είδα στο μπαλκόνι τον κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στην πισίνα μου. Ξανακοιμήθηκα λίγο κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου γυμνόν να κολυμπάει μέσα της.Πράγμα που δεν άργησα να κάνω. Σηκώθηκα, έκανα δυο-τρεις σουδικές μερικά εν δυο κάτω, θυμήθηκα την Φένια, βγήκα κι έπεσα στο καταγάλανο νερό. Όχι δεν θα την παντρευόμουν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου κι ευχαριστήθηκα. Ύστερα μπαίνω μέσα φτιάχνω τον διπλό μου καφέ, και κάθομαι στο σαλόνι να τον απολαύσω. Ανάβω το πούρο, ανάβω και την τηλεόραση. Είναι το κεντρικό δελτίο των δώδεκα. Φυσικά, πρώτη είδηση η απελευθέρωση του πολίτη Νικολάου. Έπειτα από τις συντονισμένες ενέργειες κράτους και Αστυνομίας επιτέλους αφέθηκε ελεύθερος ο δυστυχισμένος πολίτης, αναφωνεί με χαμόγελο η παρουσιάστρια. Τα λύτρα αποδόθηκαν στους στυγνούς απαγωγείς. Η Αστυνομία σαρώνει στην κυριολεξία παντού αλλά δυστυχώς βρίσκεται σε μαύρα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα έχουμε την χαρά να είναι κοντά μας ο πολίτης Νικολάου. Θα μιλήσει στον δημοσιογράφο Μαχόπουλο Άνρι. Χαμογέλασα. Μέσα σε όλα ο Ινδιάνος. Ο παιδικός μου φίλος. Κάθισα πιο αναπαυτικά και περίμενα να τελειώσουν οι διαφημίσεις. Στο νου μου ξαναήρθε η Φένια. Την έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου. Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε καταφέρει τέτοιο πλήγμα. Σε λίγο στην οθόνη εμφανίστηκε ο Ινδιάνος με τον πολίτη Νικολάου. Αγαπητέ μου δεν θα σας κουράσω καθόλου, ξέρω πόσο ταλαιπωρημένος είστε από αυτήν την θλιβερή περιπέτεια σας, ο Νικολάου έγνεφε ναι, ναι, αλλά τέλος καλό όλα καλά αγαπητοί τηλεθεατές μετά από αστραπιαίες ενέργειες του κράτους ένας συμπολίτης μας αναπνέει και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Πως νιώθετε κύριε Νικολάου, τώρα που είσαστε ήρωας, όχι δεν είμαι ήρωας, ψέλλιζε αυτός, πως δεν είστε, εδώ όλα τα κανάλια της υφηλίου μετέδωσαν την είδηση της απελευθέρωσης σας και εξαιρούν το Ελληνικό κράτος, που δεν άφησε ένα μέλος του να πεθάνει στα χέρια των στυγνών απαγωγέων. Σας ευχαριστούμε που είσαστε κοντά μας και μας δώσατε τόσο σημαντικές πληροφορίες. Να πάτε στο καλό. Αγαπητοί τηλεθεατές αυτά μας είπε ο πολίτης Νικολάου. Έκλεισα την συσκευή και πήγα να φτύσω αλλά δεν είχα που. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα.
Έφτασα στα γραφεία του πατέρα μου, πάνω από κτήρια και ανθρώπους, πάνω απο δέντρα και μικρούς ουρανοξύστες. Μέσα στις αστραφτερές ακτίνες του Καλοκαιριού, σταμάτησα στην είσοδο. Ανέβηκα. Κάθισα απέναντί του στο δικό μου γυαλιστερό γραφείο. Κοιταχτήκαμε. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ω, δεν υπήρχε αμφιβολία είχα τον καλύτερο πατέρα του κόσμου. Μας σερβίρισαν δυο ποτήρια ψηλά, μπύρα. Μπύρα μαύρη που είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου. Η άλλη του αδυναμία ήταν η ποίηση. Ανασκάλευε μερικά χαρτιά. Ο άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του/ κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και/ αντάξια της αθανάτου καταγωγής του* τον άκουσα να απαγγέλλει με την μεγάλη φωνή του. Κι εγώ σκεφτόμουν πως είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου ότι θα μοίραζα τα λεφτά από τα λύτρα στους φτωχούς. Οι περισσότεροι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη από τα χρήματα, μίλησε ο πατέρας μου. Τα χρήματα τα έχουν ανάγκη όσοι παράγουν έργο. Τώρα λοιπόν είσαι στην ηλικία να αποκτήσεις απογόνους. Και η Φένια είναι ότι καλύτερο σου έτυχε στη ζωή σου. Στην υγειά σας.
Ξανακαβάλησα την Χάρλει Νταβινσον και οδήγησα ανάποδα στην Πατησίων. Δεν με σταμάτησε κανείς. Κι ύστερα; θα έλεγα πως κάποιος κινδύνευε, πως ένας συνάνθρωπος μας ζητούσε αίμα Α κατηγορίας, κι ανέβηκα πάνω στο Γαλάτσι. Εστησα τη μηχανή, για λίγο. Παρατήρησα το χάος που λέγεται Αθήνα. Πάλι ο ήλιος στραφτάλιζε στο καμίνι των σαράντα τόσων βαθμών. Με πανοραμικό, έψαξα εκεί γύρω στην Φωκίωνος Νέγρη. Σε ένα τραπέζι, καθόταν κι έτρωγαν τα ψαράκια τους ο Μαχόπουλος Άνρι και ο πολίτης Νικολάου. Με ζουμ έφτασα κοντά τους.
ΤΕΛΟΣ
* Οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου από την ΑΜΟΡΓΟ.



Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 3


Σχεδιάζοντας τον κόσμο


Όταν  θέλεις να περάσει η ώρα, δεν περνάει με τίποτε. Άιντε μια φορά να ξημερώσει στην ώρα του ρε! Πότε πεντέμισι, πότε εφτά, πότε οκτώμισι.. Άστατος ο θεός σας, άστατοι και οι άνθρωποι που έφτιαξε. Ταξίδευα τότε με ένα καράβι μεγάλο, σε μια θάλασσα που δεν τελείωνε πουθενά. Έτσι ένιωθα, έτσι τα ζούσα. Δίπλα μου, η γυναίκα των ονείρων μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ούτε που φανταζόταν τι μπορούσε να κάνει ο μελλοντικός της άντρας. Την κοίταξα που ροχάλιζε ελαφρώς, δεν δυσανασχέτησα, έτσι είναι οι άνθρωποι, ροχαλίζουν, σκέφτηκα. Της χάιδεψα τα μαλλιά, ανασάλεψε. Την άφησα να συνεχίζει τον ύπνο και ντύθηκα  βιαστικά. Πρωί της Κυριακής και είχα αργήσει λίγο. Ο Μαχόπουλος Άνρι θα γκρίνιαζε πάλι, κάθε Κυριακή, χρόνια τώρα, πίναμε τον καφέ μας στο Κολωνάκι. Εκεί καταστρώναμε τα σχέδια μας για το μέλλον από παιδιά με τον Ινδιάνο. Καβάλησα την Χάρλει για πολλοστή φορά και με ταχύτητες φωτός, έπιασα την Κηφισίας. Προσπερνούσα ανθρώπους αυτοκίνητα, κτήρια, δέντρα σαν να μην υπήρχαν. Στους καθρέφτες μου φαίνονταν ακίνητα όλα αυτά. Στην πραγματικότητα μόνον εγώ κινούμουν. Ούτε η γη, είχε σταματήσει και ο ήλιος γελούσε σαν καλοκαιρινός μπέμπης που μόλις είχε γεννηθεί, πάνω στον Λυκαβηττό, όταν εγώ, ο Περικλής, πάρκαρα στην Λυκόβρυση. Στην βρύση των Λύκων, κάποτε. Και τώρα. Έστησα τη μηχανή και σταμάτησα στο περίπτερο να διαβάσω τους τίτλους των εφημερίδων. Στυγνή απαγωγή αθώου πολίτη. Είμαστε δέσμιοι του καθενός. Φόβος και τρόμος για τους Έλληνες πολίτες. Κανείς δεν νιώθει ασφαλής σ αυτή την χώρα. Οι απαγωγείς ζητούν πέντε εκατομμύρια. Το κράτος διχάζεται κι άλλα τέτοια πολλά. Με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση τον Μαχόπουλο Άνρι, να μου γνέφει, λίγο αγαναχτησμένος, έλα, τι κάνεις στο περίπτερο τόσην ώρα, πήρα εγώ εφημερίδες, ο καφές θα κρυώσει, εγώ κρύο τον έπινα. Δρασκέλισα πέντε λουλούδια κι έφτασα. Έλα, μου είπε, μια ζωή εγώ φτάνω πρώτος και χαμογέλασε ινδιάνικα. Πως χαμογελούν οι Ινδιάνοι; Έξυσα το πηγούνι μου, κάθισα. Γιατί χαμογελάς; ρωτάω. Πίνω καφέ, δεν παίρνω απάντηση. Ανοίγω εφημερίδα, ανάβω το πούρο, ο Ινδιάνος τσιγάρο. Δίπλα μας γίνεται οχλοβοή. Μπροστά μα και πίσω μας συζητούσαν όλοι το γεγονός. Οι περισσότεροι συμπονούσαν τον πολίτη Νικολάου. Αλλά ήταν κι αρκετοί με τους απαγωγείς. Τι λες εσύ τον άκουσα να με ρωτάει με κάποιο νόημα. Ένας δημοσιογράφος οφείλει να είναι πιο επικίνδυνος από έναν απαγωγέα, του απάντησα. Ωραία ιδέα, αναφώνησε. Για το γεγονός όμως δεν λες τίποτε. Να σου πω εγώ  που ξέρω τα πράγματα από μέσα κι απ έξω. Θα τους τα δώσουν, δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Δεν μπορούν να εκτεθούν, θα είναι σαν να δολοφονούν τον πολίτη Νικολάου. Και γιατί να τους νοιάζει; μήπως είναι αδερφός τους; ρωτάω και τον κοιτώ ξυστά, ξανά στα μάτια. Έπειτα δεν είναι σίγουρο πως θα τον εκτελέσουν. Ο Μαχόπουλος Άνρι ξαναχαμογέλασε. Είσαι αφελής, μου είπε. Δεν τους ξέρεις εσυ αυτούς τους τύπους. Αυτοί οι τύποι είναι αδυσώπητοι. Εσύ είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης. Γιατί με κάνεις παρέα; ρωτάω εντελώς ξαφνικά. Γιατί είσαι πλούσιος και δεν έχεις ανάγκη να κλέβεις,είπε με μυστηριώδες μισοχαμόγελο. Εγώ γέλασα δυνατά. Πρώτη φορά μου το λεγε αυτό, τόσα χρόνια που κάναμε παρέα. Αλλά το μυαλό μου τώρα έτρεχε αλλού Στον τρόπο που θα έπαιρνα τα χρήματα. Θα έδενα κατάσαρκα στον πολίτη Νικολάου, μια βόμβα ικανή να καταστρέψει την Αθήνα, το ξέραν αυτοί. Στο στρατό είχα κάνει πυροτεχνουργός που το συνέχισα στο κρησφύγετο μου και μετά. Την βόμβα θα μπορούσα να την πυροδοτήσω από όπου ήθελα ανά πάν δευτερόλεπτο. Κι αυτό το ήξεραν. Στην ανάγκη θα τους έκανα μια επίδειξη. Θα έστελνα στο ερημικό σημείο Δ τον πολίτη Νικολάου, όπου μόνο ένα παλιό χάλασμα υπήρχε. Είχα χαρτογραφήσει την περιοχή χρόνια, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από μένα. Θα τον πλησίαζε μόνο ένας άνθρωπος με το βαλιτσάκι των χρημάτων. Των πέντε εκατομμυρίων. Θα έδινε τα χρήματα και θα έφευγε. Μετά; με ρωτάει ο Ινδιάνος από δίπλα μου. Τι μετά; έκανα απλά. Δεν ξαφνιαζόμουν εύκολα. Δεν θα πάμε για φαγητό μετά; συνέχισε. Όχι, φίλε μου. Με περιμένει η Φένια. Θα φάμε παρέα στον Διόνυσο. Για δώσε μου να δω, τι έγραψες εσύ και τι υποστηρίζει η φυλλάδα σου για το θέμα της απαγωγής. Εσύ δεν φτιάχνεις το πρωτοσέλιδο και επηρεάζεις πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις; Ναι, εγώ! κορδώθηκε. Πάρε, κοίταξε. ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΝΑ ΔΩΣΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ και υπότιτλος να σωθεί ο πολίτης πάση θυσία. Γύρισα και κοίταξα τον Μαχόπουλο Άνρι στα μάτια. Με κοίταξε κι αυτός ζεστά. Ήμασταν χρόνια φίλοι με τον ινδιάνο.
Πήγαμε πράγματι να φάμε με την Φένια. Ταξιδέψαμε με την χάρλει που της άρεσε πολύ κι έλεγε πως γίνεται ένα με τον αέρα, ένιωθε ελεύθερη και δεν φοβόταν τίποτε όσο ήταν μαζί μου. Και όταν δεν θα είμαστε μαζί; τη ρώτησα αφού είχαμε ήδη καθίσει. Τρεμόπαιξε τα μάτια της φευγαλέα, έτσι δεν λένε οι καθώς πρέπει μυθιστοριογράφοι; κι ύστερα με περίσσια χάρη μου είπε πως αυτό θα το αποφάσιζε μόνο εκείνη επειδή πίστευε πως εγώ την αγαπούσα τόσο πολύ, πιο πολύ κι απο την ζωή μου, οπότε δεν θα εύρισκα ποτέ την δύναμη να ζήσω χωρίς εκείνη. Δεν, ξέρω γιατί αλλά ότι και να έλεγε ή να έκανε μου άρεσε, ήταν καλοβαλμένη, γνώριζε καλά τα όρια της, το παιχνίδι μας ήταν πολύ σημαντικό. Θα παντρευτούμε κάποτε; έγειρε το κεφάλι έτσι που να πέφτουν τα μαλλιά της στον ώμο μου και κοίταζε το γαλάζιο, το άπειρο. Με ξάφνιασε η ερώτηση της. Ποτέ δεν μιλούσαμε για γάμους και μικροαστικά τερτίπια της κάθε κοινωνίας. Όχι, της απάντησα γλυκά, δεν θα παντρευτούμε ποτέ. Πότε θα κάνουμε παιδιά; Όταν πεθάνουμε κι οι δύό, ύστερα σιωπή. Σωπάσαμε, σαν να μην είχαμε τι να πούμε, εμείς οι δυο που πάντα είχαμε κάτι να πούμε και δεν ψάχναμε να γεμίσουμε καμία σιωπή. Ύστερα η Φένια γύρισε το πρόσωπο μου απέναντί της. Πολύ κοντά στο δικό της πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάς έναν έξυπνο άνθρωπο στα μάτια, κάτι θα καταλάβει κι αν δεν είναι δικός σου, δεν έχει τόση σημασία. Έχεις καμία σχέση με τους εκβιαστές; με ρώτησε, όπως με ρώτησε. Η Φένια ήταν πάντα ενημερωμένη για ότι συνέβαινε γύρω της και μακριά της. Θέλω να έχω τα λογικά μου όταν οι γύρω μου τα έχουν χαμένα, χρησιμοποιούσε έναν στίχο του Κίπλινγκ, για να μην πάω τσάμπα στον άλλον κόσμο. Επειδή ξέρεις πόσο σ΄αγαπώ, δεν μπορώ να σου πω ψέματα- ήμουν έτοιμος να ομολογήσω, λέγε, μ΄έσπρωχνε η Φένια-  δεν θέλω τίποτα να σκιάζει τη σχέση μας φυσικά θα σου πω όχι. Αλλά πως σου ήρθε; Νομίζω πως κάτι τύποι σαν εσένα θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τέτοια φοβερή ιδέα. Εγώ δεν την βρίσκω φοβερή, είπα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Ξέρεις τι είναι να απαγάγεις έναν οποιοδήποτε πολίτη, τον τελευταίο τροχό μιας άμαξας και ν απειλείς μια ολόκληρη κοινωνία; Και βέβαια ν αναγγείλεις πως τα χρήματα θα τα δώσεις στους φτωχούς; Πολύ αλτρουιστικό, γενναιόδωρο. Εγώ θα πέθαινα για έναν τέτοιο τύπο,δεν βρίσκεις στη εποχή μας πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Πάντως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε πως δεν θα ενδώσουν. Δεν θα υποκύψουν σε κανέναν τέτοιου είδους εκβιασμό. Το είχα ακούσει αλλά δεν καιγόμουν, ήμουν σίγουρος πως μόλις τους ανακοίνωνα τα σχέδιά μου θ άλλαζαν αμέσως γνώμη. Εσύ τι λες; έλα σου μιλάω! με σκούντηξε στο παρόν. Τι να πω, άνοιξα τα μάτια μου, πιστεύω πως πρέπει να δώσουν τα λύτρα για να σώσουν αυτόν τον κακομοίρη. Έχεις δίκιο, μου απάντησε, η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει πάνω  από όλα τα λεφτά του κόσμου. Αυτός είναι ένας από τους πιο θεμελιώδης νόμους της Δημοκρατίας.
συνεχίζεται


Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 2




Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.
Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.
συνεχιζεται.


Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ




Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Έστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζεις, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαϊδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδέκατη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοκτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατρίδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μάι φάδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα από εδώ έψαξα από κει, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.
Ξαναγύρισα στον εσπρέσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την ύπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον άνθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλό ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό από το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγώ, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καημένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτόν τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγώ που είχα αποφασίσει μετά από ώριμη σκέψη να κάνω αυτή την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοκτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδινό φαγητό του.
Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον άνθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγώ μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μέσα στο σιέλ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά από πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου από το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επίτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπα! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας ανθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα από μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφθεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ



Ωραίο είναι να έχεις σχέδια, να κάνεις όνειρα, ακόμα κι αν φαίνονται απραγματοποίητα, σημαίνουν ζωντάνια, όρεξη, ζωή. Εγώ ακόμα γελώ μερικές φορές όταν αναθυμάμαι κάποια από αυτά τα σχέδια και λέω..."μα είναι δυνατόν να έκανες τέτοια σχέδια;" Μέχρι να φτιάξουμε μια φάρμα με...γαϊδουράκια είχα σχεδόν αποφασίσει με κάποιους φίλους, οικολόγους!. [Εντάξει κι ο Καζαντζάκης αποπειράθηκε να κάνει [έκανε;] νταμάρι με τον Ζορμπά, δικαιολογώ τον ταπεινότατο εαυτό μου,]
Ευγένιος Ντελακρουά, φιλέλλην. 'Έχει ειπωθεί κατά κόρον αλλά μια ακόμη δε βλάφτει: ο φιλελληνισμός υπήρξε ισχυρό ευρωπαϊκό κίνημα. Χωρίς αυτό θα ήτο αδύνατη η ελευθερία της Ελλάδος. Τους χρωστάμε αλλά πρώτα απ όλα, μας χρωστάνε, δε μας κάνουν καμία χάρη απλά πάντοτε μας είχαν ανάγκη.
Ε, τώρααα...είδα έναν άντρα να φορεί κόκκινο παντελόνι! Σαχλέ δεν είναι; και μάλιστα προς το ροζέ, σακατεμένο; Νομίζω πως έχουν κάποια σημασία τα χρώματα που διαλέγει κανείς να φορεί ή είναι ταμπού; Ας πούμε, εγώ, δε θα φορούσα κόκκινο παντελόνι κι ας κυκλοφορούσα... γυμνός! Βέβαια, συντηρητικός δεν ήμουνα ποτέ αλλά, να, κάποια πράγματα δε μου στέργουν. [Άλλο ταμπού;] Θα μου πεις κι ανοιχτό πράσινο που φορούσε ο άλλος τι ήταν;
τόσο απλά.
Το παράπονο μιας στιγμής έφτανε στο γαλάζιο φέγγισμα
ότι δεν αγαπήσαμε μόνο τον εαυτό μας δεν ερωτευθήκαμε για να κάνουμε παιδιά
ήρθαμε εδώ ακέραιοι γεμάτοι απρέπεια.
Είμαστε μια καταβροχθιτική κοινωνία, μια μισερή κοινωνία, που δε σέβεται κανένα νόμο και όσο για την περιβόητη εξυπνάδα του Έλληνα, την καπατσοσύνη, όλα είναι κολακείες. Σε τι συνίσταται η εξυπνάδα του μέσου Έλληνα; ποια είναι η προοδευτικότητα του; ποια είναι η μόρφωση του όταν τα 80% των νοικοκυριών δεν έχουν βιβλιοθήκη σπίτι τους; Τους περισσότερους που ρωτώ δεν έχουν ανοίξει βιβλίο από τα γυμνασιακά τους χρόνια. Αυτή είναι μια άθλια διαπίστωση αλλά διαπίστωση: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι ανιστόρητοι, αγεωγράφητοι, ημιμαθείς στο έπακρον μπουρδολογούν και ψεύδονται ασύστολα, συνεχίζουν να πιστεύουν πως η καλύτερη γνώση τη ζωής, είναι του πεζοδρομίου. Στη δε πολιτική κατάρτιση είναι φωστήρες. Μπορούν να σου αναλύσουν με κομπασμό την όποια πολιτική κατάσταση, ξέρουν τα πάντα- να σου πω εγώ, εσύ δεν ξέρεις, είναι η συνηθέστερη φρασεολογία τους- και τους πάντες, χτες ένας μου λεγε πως μένει κοντά στο σπίτι του Σαμαρά και άρα, ξέρει περισσότερα για την πολιτική κατάσταση της χώρας!
Θεωρείτε τον εαυτό σας έξυπνο; Ευφυή; Είσαστε ικανοποιημένη που είστε αυτή που γεννηθήκατε ή θέλατε να είστε κάποια άλλη; Δύσκολες ερωτήσεις. Εξ ιδίων, κρίνοντας αλλότρια, θα απαντήσω πως δεν ήθελα να γεννηθώ άλλος αλλά... μπορεί να λέω και ψέμματα. Δε μιλάω για τα υλικά αγαθά, πχ χρήματα, τύχη κλπ αλλά για την ίδια την ταυτότητα σας: ωραιότητα, εξυπνάδα, υπερηφάνεια, αφοβία, εργατικότητα, μεγαλοσύνη. Μήπως θέλατε τελικά να γεννηθείτε κάποιος άλλος;
Η ευγένεια είναι προτέρημα. Είναι αρετή. Είμαστε όμως πραγματικά ευγενικοί ή προσποιούμαστε; Και είναι κάτι σαν γενετήσια ιδιότητα ή πρόσθετη στον άνθρωπο; Μου αρέσουν οι ευγενικοί άνθρωποι ακόμα κι αν πολλές φορές τηρούν κάποιους τυπικούς κανόνες αναγκασμένοι από τον χώρο. Η ευγένεια τελικά για μένα είναι δείγμα υψηλού πολιτισμού. Δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι ευγενείς. Ούτε γίνονται.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως είναι αδικημένοι στη ζωή. Άλλοι από τη φύση, άλλοι από την τύχη, που δεν γεννήθηκαν πλούσιοι-αυτή θεωρούν την μεγαλύτερη αδικία- κι άλλοι από τον ίδιο τον εαυτό τους. Είναι όμως έτσι; και πόσοι μπορούν ν αλλάξουν αυτή την "άδικη" μοίρα; Μα βάση την Ιστορία, πολύ λίγοι τα καταφέρνουν, άρα οι πολλοί δεν είναι αδικημένοι από τη φύση, τουλάχιστον.
Υπάρχουν κάποιες ωραίες γυναίκες, κάποιοι ωραίοι άντρες με μια γλυκύτητα, ένα φως, μια καλότητα, λες και είναι φερμένοι από άλλον κόσμο. Μπορεί να είναι και παιδιά. Φαντάζομαι όλοι τους έχουμε συναντήσει. Δεν μιλάω για την ομορφιά, μόνο την εξωτερική. Κι όμως αυτούς τους ανθρώπους οι περισσότεροι τους έχουμε χάσει. Βέβαια, μπορεί να μη τους έχεις γνωρίσει πολύ, μπορεί ένα κοίταγμα, ένα χαμόγελο, μια άλλη παρουσία. Δεν ξέρω αν περιέγραψα καλά αυτό που θέλω να πω.
Η υπόσχεση είναι σκληρό πράγμα όταν έρθει ο χρόνος της τήρησης. Προς τον εαυτό μας νομίζω έχουν κάποια αξία, γιατί
εκεί πονεί ως [το κόκκαλο]

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΗΔΟΝΗ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΛΙΘΙΟΙ


Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ. [Η Μάριον Μίντση]

πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
Πεντάρα δε δίνω για όσους με διαβάζουν! Έτσι έλεγε ο κύριος Μένης Κουμανταρέας. Ο άνθρωπος πέθανε, βέβαια αλλά μόνο αυτός ο λόγος φτάνει για να μην τον διαβάζει κανείς. Μου φαίνεται τρομερά αμοραλιστικό=ανήθικο και συνάμα ανόητο. Εγώ ποτέ δεν τον διάβασα. Μερικές κλεφτές ματιές έχω ρίξει σε κάποια βιβλία του που έπεσαν στα χέρια μου. Ελαφρύς. Καιροσκοπικός. Μπον βιδέρ σαν τον Χατζηφωτίου. Τα προσωπικά του καθενός δε με ενδιαφέρουν, τα ερωτικά του κλπ. Όμως...
Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι Κομμουνιστές. Ή καλύτερα δεν ταιριάζει στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης, μου είπε ένας φίλος, που κατάγεται από αριστερή οικογένεια. Εν μέρει συμφώνησα μαζί του, σκεφτόμενος πως οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι που γέννησε ο τόπος, Αριστοτέλης και Πλάτωνας μας άφησαν κληρονομιά, το Δημοκρατικό πολίτευμα. Ταιριάζει περισσότερο στον Έλληνα ο συναγωνισμός, ο μόχθος για να κερδίσει την αμοιβή του. Όντας αριστερός, με την έννοια του Μαρξιστή και όχι με όσα κομμουνιστικά πειράματα έχουν διαπράξει και εφαρμόσει μέχρι τούδε οι άνθρωποι, θεωρώ πως έχει μεγάλο μερίδιο δίκιου το σκεφτικό του φίλου μου.
Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό. Στην Αθήνα μουρμουρίζει μια βροχή, εδω και καμιά ώρα. Το νερό, ίσα που κάνει τους δρόμους να γλιστράνε.Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό, η υγρασία περιλούζει τα κορμιά, ο έρωτας δεν παίζει τα παλιά παιχνίδια στις νεροποντές. Θα έρθει όμως κάποτε στις καρδιές των ανθρώπων, το παλιό Φθινόπωρο που το χώμα ανάδευε μια καφέ μυρουδιά και τα δέντρα χρυσοκοκκίνιζαν στες αυλές και τις πλατείες.
Ο ΚΥΡΙΟς ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ
δηλαδή μια εποχή όπου η σάρκα βουλιάζει στο χώμα, το αίμα γίνεται ένα με τη λάσπη, η οργή, το μίσος και ο φόβος των ανθρώπων, όλα μαζί αποτυπώνονται με πάθος και όσο πιο καθαρά γίνεται σε όλο το έργο του. Γόνος αριστοκρατίας, λένε πως ήταν νόθος γιος του Ταλευράνδου, αγωνίστηκε υπέρ της ελευθερίας των λαών.
Εν ολίγοις δε σέβομαι την Ελληνική δημοσιογραφία. Απουσιάζουν οι συγγραφεις-δημοσιογράφοι που είχαμε παλαιότερα, που είχαν κάποιο σθένος και όσοι υπάρχουν θάβονται απο αυτή τη αθλιότητα του τύπου. Δειλοί και ανθρωπάκια κυκλοφορούν με αμφίεση πνιγμένοι σε ένα σύστημα μισαλλοδοξίας. Αφαιρούν τον λόγο από ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι κρατώντας το μικρόφωνο που τους..
Ωραία μέρα στο Σούνιο, απλά συννεφιασμένη. Αραιά και που, λίγος ήλιος ανάμεσα απ τις αρχαίες κολώνες, ανάμεσα από εμάς και το χτες. Κοίταξα κάτω το γκρεμό από εκεί που έπεσε ο Αιγέας. Συχνά με ποτίζει αυτός ο μύθος ή η πραγματικότητα της πέτρας των Ελλήνων. Συχνά με άγει.
Στέκομαι ακόμα λίγο, αγέρωχος, να δω το φως της νυχτιάς που πλησιάζει.
Ρε, σεις, δεν μπορεί ο χρόνος να είναι κύκλος

Ο χρόνος είναι γραμμή- ο Χάιντεγκερ λέγοντας αέναη επιστροφή τι εννοούσε;
Παιδιά δεν μπορούμε να γυρνάμε πίσω, αυτή πόσο μεγάλη φιλοσοφία ήταν; Ο χρόνος δεν υπάρχει. Αν θα δεχτούμε πως υπάρχει, χάνουμε όλη την εξέλιξη μας. Αφού ο χρόνος είναι γραμμή, πρέπει να το δεχτούμε, μπορεί όμως η μεταφυσική ζωή των ζώων που δεν υπάρχει αλλά εμείς θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα "έγχρονα". Τα ζώα δεν υπάρχουν μέσα στο χρόνο- η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ έχει πεθάνει.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος είναι πιο αληθινός. Πολλοί από εσάς θα διαφωνήσουν μαζί μου, εγώ εκφράζω σχεδόν απόλυτα τη γνώμη μου, επειδή ζω σαν καινούργιος άνθρωπος. Ξεπέρασα το φόβο του χρόνου.
Χάσαμε από έναν άδικο θεό.
Ας πούμε πως γεννιέσαι μ αυτά τα χαρίσματα. Ας πούμε δηλαδή πως η φύση δίνει στους ανθρώπους ξεχωριστές δυνάμεις, τις μοιράζει απλόχερα για όλο το μικρό ή μεγάλο διάστημα που ζει η ύπαρξη. Αυτό είναι καλό: να μην έχουμε όλοι τα ίδια ελαττώματα. Φαντάσου να ήμασταν όλοι ζωγράφοι!
Ότι κάνω είναι καλώς καμωμένο.
Δεν έχω χρέος
ούτε σε θεούς
μηδέ σε ανθρώπους.
Μπορείς να φτάσεις πολύ εύκολα στην απάντηση πως ο κόσμος μας δεν είναι καλός.
Ο κόσμος κύλισε ανάποδα. Δε μας ενδιαφέρει, πια, τι θα γίνει. Μας ενδιαφέρει τι έγινε. Το παρελθόν μπορεί να είναι σημαντικότερο του μέλλοντος. Ίσως γιατί εκεί μπορεί να βρούμε μια άκρη. Μια άκρη φιλοσοφική αλλά στέρεη για τον εαυτό μας και τον κόσμο μας. Το δε μας ενδιαφέρει πια τι θα γίνει, φαίνεται απλοϊκό μα, ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται πιο πολύ το παρόν, το σήμερα. Το μέλλον μοιάζει και παρομοιάζεται δυσίωνο σφοδρά, αν παρακολουθήσεις οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ επ αυτού, το παρόν χείριστο αλλά το παρελθόν καλύτερο όλων. Μπορούμε να βασιστούμε στο παρελθόν.
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωιστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κρίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακκούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρήσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΙΟΥΛΙΑ





ΙΟΥΛΙΑ
Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθως πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνοθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτσυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξεφτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταΐζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες  να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς όμως δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Λάδι σε καμβά
Μερικά έργα σε οδηγούν όπου θέλουν. Άλλα γίνονται από μια παράξενη σύμπτωση και χρειάζονται τύχη για να υπάρξουν, να βγουν στην επιφάνεια, να τ ανακαλύψουν οι άνθρωποι και να μεγαλώσουν μαζί τους. Με τη Τζοκόντα και της Κοπέλες της Αβινιόν δεν έχουμε μεγαλώσει τόσες γενιές;
Παράξενη σύμπτωση είναι και το ΚΟΡΙΤΣΙ της εικόνας που άλλο ήταν και άλλο έγινε αφού το ξαναδούλεψα. Άρα; κανείς δε θα θυμάται το πριν [του] εκτός από μένα!
Οι πραγματικά σπουδαίοι δεν αρνούνται να παραδεχτουν την ανωτερότητα κάποιων άλλων.
Το να πεις ποιητικά λόγια για ένα τοπίο δε λέει. Καλύτερα να είσαι εκεί και να το βλέπεις.
Η ζωή διαφέρει από την τέχνη όπως και να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να προηγείται και να μην αντιγράφει τη ζωή, μόνον έτσι, ρεαλιστικά μπορεί να προσφέρει στη ζωή.
Είναι ένα στενό αδιέξοδο κάπου στα Εξάρχεια με ομπρέλες. Έχουν ενδιαφέρον τα αδιέξοδα, ξέρεις πάντα που τελειώνουν.
Η τέχνη είναι μοναξιά. Όμως ποτέ δεν ξέχασα τον εαυτό μου σε ένα λιμάνι.
Ο καπιταλισμός αποσκοπεί στην ισοπέδωση και την τελική καταστροφή του αδύναμου που, ως παράγοντας, μειώνει το κέρδος! Καταλαβαίνετε αγαπητοί μου σε τι λούμπα έχουμε πέσει; Το κυνήγι του πλουτισμού τείνει να εξαφανίσει κάθε είδος ανθρωπισμού. Το καπιταλ κοντρόλ εξουθενώνει τον κόσμο και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να συνέλθουμε χωρίς την αναίρεση του. Ελεύθερη οικονομία ναι, αλλά όχι με τους νόμους που γουστάρουν αυτά τα αρχίδια! γιατί, τότε η δημοκρατία τους γίνεται χειρότερη από την δικτατορία.

Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχισμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή.
Λέει μεταξύ άλλων ο Τ.Σ. Ελιοτ στα ΕΠΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εντύπωση μου κάνει που ξεχωρίζει τον ποιητή όχι μόνο από τους λοιπούς ανθρώπους αλλά και από τους άλλους ποιητές!
Ωστόσο αυτή τη σύγκριση μεταξύ συγγραφέα και ποιητή τη θεωρώ άκυρη και άτοπη. Και ο συγγραφέας έχει ανάλογες συνειδητές εμπειρίες.
Όλοι οι άνθρωποι ευχαριστιούνται να ακούνε καλά λόγια για τη δουλειά τους, για την ομορφιά τους και για το χαραχτήρα τους. Γενικά τα επαινετικά λόγια, επιδρούν στον ψυχικό κόσμο μας σαν βάλσαμο και κατά κάποιο τρόπο αναζωογονούν την φιλαρέσκεια μας. Όμως να πεις φερ ειπείν κι ένα "κακό" λόγο στην κριτική σου δε χάλασε ο κόσμος! Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια πάνω μας! στην εργασία μας! Ίσα-ίσα! Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι στραβομουτσουνιάζουν και είναι έτοιμοι να σε διαγράψουν αν πεις πως δε σου αρέσει η ποίηση τους ρε αδερφέ! Προσωπικά μια κακή κριτική για το έργο μου με εξιτάρει περισσότερο και φυσικά κουβεντιάζω για τα λάθη που βλέπει ο συνομιλητής μου.
Υπάρχει μια ακινησία εδώ, ενώ έξω φυσά τουμποφόρ. Πως λέμε τουμποφλόκ; Λέω να πάω για ένα ποτό δίπλα, στο Φαεινόν αλλά δεν έχω παρέα, αλλά πάλι δεν πειράζει, θα έχω παρέα τον άνεμο. Τι ωραία! έχετε πιει ποτό παρέα με τον άνεμο;
Κακά τα ψέματα. Το οικονομικό για τον σύγχρονο άνθρωπο έχει καταντήσει μάστιγα-τα πάντα γίνονται με το χρήμα και δυστυχώς αυτό επηρεάζει όλες μας τις κινήσεις. Εξ αιτίας της ανέχειας χάνουμε τις παρέες, τους φίλους, την ξεγνοιασιά και την αλήθεια πως άλλοτε όλα ήταν καλύτερα.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι απλά, χαρούμενος στη σημερινή κατάσταση, όταν βλέπει γύρω του τη φτώχεια, την απελπισία, τη μοναξιά και τη φρίκη που αποφέρει ο οικονομικός πόλεμος. [Εκτός απ τα γουρούνια.] Η δε απελπισία, είναι ο χειρότερος σύμβουλος για να πάρεις αποφάσεις σημαντικές για τη ζωή σου και για τη ζωή των άλλων. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα κάνεις λάθος. Αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνώντες και γι αυτό οδηγούν τις μάζες στην εξαθλίωση με μαθηματική ακρίβεια.

[ΠΑΛΙΕς ΣΚΟΡΠΙΕς ΣΚΈΨΕΙς ΜΟΥ.]

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...