Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ




Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Έστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζεις, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαϊδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδέκατη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοκτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατρίδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μάι φάδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα από εδώ έψαξα από κει, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.
Ξαναγύρισα στον εσπρέσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την ύπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον άνθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλό ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό από το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγώ, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καημένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτόν τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγώ που είχα αποφασίσει μετά από ώριμη σκέψη να κάνω αυτή την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοκτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδινό φαγητό του.
Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον άνθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγώ μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μέσα στο σιέλ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά από πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου από το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επίτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπα! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας ανθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα από μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφθεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρον Κώστα! Με την γνωστή σου γραφή και θεματολογία. Η Διαδρομή σου με την Χάρλεϋ με γέμισε ομορφιά και αίσθηση ελευθερίας. Η Εικόνα της Φένιας στην άμμο επίσης.
    Να είσαι καλά, περιμένω φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Τζον. Αυτό είναι ίσως από τα πιο παράξενα και θεματολογικά διήγημα μου. Θα το καταλάβεις και στη συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...