Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΡΩΤΙΚΌΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΌΣ

 

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ

 

 


Στον οδοντίατρο δεν είχε πάει ποτέ, τα δόντια του ήταν γερά, γιατί άλλωστε; Ήταν μονάχα εικοσιπέντε χρονών, δεν ανησυχούσε. Αόριστα θυμόταν κάποιους πονόδοντους στην νηπιακή ηλικία. Γι αυτό, όταν τον έπιασε εκείνος ο τρομερός πονόδοντος, του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Ήταν νύχτα  αργά όταν ένιωσε στην αρχή κάποιο μικρό ενόχλημα στην δεξιά, επάνω οδοντοστοιχία.Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε αβάσταχτος.Με το ζόρι κρατιόταν και έψαξε να βρει ντεπόν, ασπιρίνες και τέτοια, αν υπήρχαν ξεχασμένα στο συρτάρι.Τα βρήκε ενώ θυμήθηκε πως κάποιοι του είχαν πει ότι και το ούζο κάνει καλό. Κι επειδή στα φάρμακα ήταν λίγο φοβητσιάρης, κοίταξε στο ράφι της κουζίνας που βρισκόταν ένα μπουκάλι με ούζο.Το κατέβασε, έβαλε σε ένα ποτήρι σκέτο ούζο κι έκανε γαργάρες.Το ούζο πράγματι, μούδιασε λίγο τον πόνο.Το κατάπιε και έβαλε κι άλλο..κι άλλο..ώσπου μέθυσε!Ο πόνος ωστόσο μια έφευγε, μια ερχόταν.Κάποιες στιγμές, νόμιζε  πως θα του έφευγε και το κεφάλι.
Με χίλια δυο βάσανα, ξημέρωσε κάποτε.Καθώς ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η φαρμακοποιός, αφού του έδωσε ένα παυσίπονο, του συνέστησε να πάει στον οδοντίατρο. «Δεν ξέρω κανέναν.» της είπε. «Α, έχει έρθει στην γειτονιά μας μια καινούρια οδοντίατρος, εκεί να πας, είναι πολύ καλή» του είπε και του έδωσε την διεύθυνση.
Με σπασμένα σχεδόν τα μηλίγγια έφτασε στο οδοντιατρείο.Μπήκε στο σαλόνι και περίμενε ίσως το πιο βασανιστικό τέταρτο της ζωής του. Στο σαλόνι δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Για να ξεχαστεί, φυλλορρόησε μερικά περιοδικά.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, άκουσε την πόρτα ν ανοίγει. Βγήκε πρώτα μια κυρία, μισοκοιτάχτηκαν κι ύστερα πρόβαλλε το κεφάλι της οδοντιάτρου. Ανάμεσα από τον πόνο του, αντίκρισε δυο κατάμαυρα, μεγάλα μάτια να του χαμογελούν και διέκρινε κάτι ερωτικό. «Αει στο διάολο» σκέφτηκε. «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.»
-Περάστε, του είπε με την διαπεραστική φωνή της.
Με αργά βήματα πέρασε δίπλα της στο άνοιγμα της πόρτας.
-Που πονάτε; Τον ρώτησε άμεσα.
-Εδώ. Και της έδειξε το δεξί σαγόνι του.
-Ωραία, κάθισε, μη φοβάσαι, του χαμογέλασε πάλι.
Την παρατήρησε καλύτερα καθώς τον έβαλε να καθίσει στην οδοντιατρική καρέκλα. Ήταν αδύνατη σαν τσίχλα και πολύ ψηλή. Η μύτη της μεγάλη, τα χείλια στενά, σχεδόν μια γραμμή. Βουνά δεν είχε καθόλου και γενικά ήταν μια άσχημη, τριαντάρα γυναίκα. Μόνο τα μεγάλα μάτια της φώτιζαν μια αδιόρατη θηλυκότητα.
-Πρέπει να το σφραγίσουμε, του είπε και τον άγγιξε με το σώμα της στο δεξί μπούτι.
Αυτός έγνεψε συγκαταβατικά, με μπουκωμένο το στόμα από βαμβάκια. Τι να έλεγε; Εξ άλλου ένιωθε κάπως άβολα, έτσι  με ανοιχτό το στόμα. Σαν βλάκας.
Η αμηχανία του ξεπεράστηκε από το τσίμπημα της βελόνας στο ούλο. Του έκανε νάρκωση.Σιγά-σιγά του φάνηκε πως το δεξιό χείλος του γινόταν πελώριο. Είχε την εντύπωση πως, αν κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα χείλια του θα ήταν τεράστια σαν κάποιου αράπη.
-Μούδιασε; Την άκουσε να ρωτάει και τον έπιανε εκεί. Ε; μούδιασε. Ωραία. Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, σε δέκα λεπτά θα τελειώσουμε την πρώτη φάση. Δεν πονάς τώρα ε;
Έγνεψα όχι, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Απλά ένιωθα λιγάκι ζαβλακωμένος.Η οδοντίατρος τελείωσε την δουλειά της με προσοχή. Ύστερα του είπε να σηκωθεί και πήγε στο γραφείο της. Σηκώθηκε κι αυτός, αφού ξέπλυνε κάμποσο το στόμα του από τα ξερά αίματα. Κάθισε απέναντι της.
-Έχεις προβλήματα με τα δόντια σου, δεν τα προσέχεις, άρχισε κάνοντας σημειώσεις στο μπλοκάκι.
-Δηλαδή;
-Δεν τα πλένεις; τι δουλειά κάνεις;
-Έχει σημασία; Γέλασε όπως μπορούσε .Ξυλουργός.
Του έκανε ολόκληρη ανάλυση περί της στοματικής κοιλότητας. Στο τέλος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή.
-Πρέπει να ξανάρθεις. Εκτός από το σφράγισμα, χρειάζεται να κάνουμε καθαρισμό. Η ουλίτιδα έχει προχωρήσει.

Κανόνισαν το επόμενο ραντεβού, την ευχαρίστησε δίνοντας το χέρι του.Του έδωσε το δικό της και του φάνηκε, φιλικό, οικείο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν με ένα βλέμμα, μάλλον ερωτικό.
-Εντάξει, της είπε. Την Τετάρτη το απόγευμα στις επτά, θα είμαι εδώ. Γεια.
-Γεια σου, είπε και η οδοντίατρος.
Ο πονόδοντος είχε περάσει, σχεδόν είχε ξεχάσει την τραγική νύχτα, εκείνο που δεν μπορούσε να ξεχάσει ήταν η οδοντίατρος και δεν ήξερε γιατί..Κάτι του έλεγε αυτή η άσχημη γυναίκα. Κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Θυμόταν πως εκεί, μεταξύ φαρμακίλας και πονόδοντου, είχε αναπτυχθεί κάποια έλξη μεταξύ τους και αδιόρατα την σκεφτόταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να την διώξει από το μυαλό δουλεύοντας σκληρά όλη την άλλη μέρα, όπως και το πρωινό της Τετάρτης. Το μεσημέρι βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Πήγε στο σπίτι, έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε, έφαγε και κοιμήθηκε για να είναι φρέσκος το απόγευμα που θα πήγαινε στο οδοντιατρείο.
Η Αγγέλα, έτσι την έλεγαν, του είπε, ήταν χαρούμενη, κεφάτη. Αφού του έκανε τον καθαρισμό και το σφράγισμα, ξανακάθισαν στο γραφείο. Του είπε τα σχετικά με τα δόντια του ενώ είχε αρχίσει πάλι το ζεστό κοίταγμα των ματιών τους.
-Θέλεις να βγούμε το βράδυ; Της πρότεινε ξαφνικά.
-Ε, ναι,γιατί όχι; Που θα πάμε; Τον ρώτησε χωρίς να ξαφνιαστεί.
-Κάπου θα βρούμε, της γέλασε.
-Εντάξει.Τι ώρα;
-Εσύ θα μου πεις.
-Στις δέκα είναι καλά;
-Ωραία, στις δέκα, της απάντησε και βγήκε.

Στις δέκα παρά τέταρτο, είχε παρκάρει στην είσοδο του οδοντιατρείου όπως είχαν συμφωνήσει.Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε μια αδημονία και μια περιέργεια.Ποτέ δεν είχε γνωρίσει μια παρόμοια γυναίκα. Τον σμπαράλιαζε η ασχήμια της.Τον εξουθένωνε που δεν την πείραζε, που δεν την ένιωθε κομπλεξική, και γενικά ότι δεν την ένοιαζε καθόλου.Είχε την εντύπωση πως νόμιζε ότι ήταν η μις υφήλιος.
Πήγανε σε ένα ταβερνάκι παραλιακό. Έφαγαν ,ήπιαν κόκκινο κρασί.Κρατήθηκαν λίγο από τα χέρια μα τίποτε άλλο.Κουβέντιασαν διάφορα και κάποτε αποφάσισαν να φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, κατάλαβαν πως το κρασί παραήταν δυνατό. Τρέκλισαν λίγο και σκάσανε στα γέλια.Αγκαλιασμένοι ύστερα έφτασαν στο σπίτι του. Η Αγγέλα δεν έφερε καμιά αντίρρηση όταν της είπε πως θα πήγαιναν εκεί, της φαινόταν όλα φυσιολογικό.Το ίδιο και γι αυτόν αφού ένιωθε πολύ ωραία μαζί της.

Την οδήγησε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς φιλιά, ούτε χάδια, την έγδυσε. Το σώμα της έμοιαζε με αγοριού, δεν είχε καμπύλες.Μόλις έμεινε τελείως γυμνή, προσπάθησε να κρύψει το γεμάτο τρίχες μαύρο της κι έτρεμε.
Γυμνώθηκε κι αυτός κι ο ξύλος του ήταν ήδη κάγκελο. Η Αγγέλα  κάθισε στην κρεβατοκάμαρα γονατιστή με τον βουνό τουρλωτό προς το μέρος του.Αυτός, πήγε από πίσω της και χώθηκε μέσα στο δάσος της. Χωρίς διαδικασίες γλίστρησε όμορφα στο βάθος του πάτου της, -δύσκολο να πιάσεις πάτο- ενώ αυτή βογκούσε δυνατά. Άφηνε αναστεναγμούς  και μικρά φωνάκια ηδονής, ενώ άρχισε να μπαινοβγαίνει ακέραιος  και νόμιζε πως ήταν γυάλινη, πως θα σπάσει.Παρ όλα αυτά εκείνη γύρισε ανάσκελα δαγκώνοντας  παντού. Πήρε στο στόμα της ένα πουρνάρι, το έγλειψε, το γυρόφερνε στα μάγουλα, στα μάτια στο πουθενά και πάλι στο στόμα .Το ρούφηξε όλον κάνοντας τον να ωραίο. Δεν ήθελε να βιαστεί έτσι την πρώτη φορά, γι αυτό, της άνοιξε τα πόδια ως το ταβάνι, έβαλε τις πατούσες της στους ώμους του, για να ανοίξει ο τρισδιάστατος κόσμος της γένεσης. Οι μακριές τρίχες είχαν μουσκέψει και ο τέτοιος του μπήκε ορμητικά. «Σιγά τέρας! Σιγά!» «Σε πόνεσα; Την κοίταξε στα μάτια.» «Όχι, λίγο, συνέχισε έτσι. Έλα μάστορα μου…συνέχισε, φτιάξε κι άλλο γεφύρι, τι λέει;  κι άλλο.. έλα, χτίσε έναν καινούριο κόσμο..»
Κι αυτός έχτιζε συνέχεια.
Η νύχτα φαινόταν για άγρια θηρία- άγρια.Θα είχε πάει ήδη τρεις χωρίς να το καταλάβει απ τα συνεχόμενα πατήματα του ενός πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή, σταμάτησε αποκαμωμένος, ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο για να μην τον τυφλώνει το φως των δέντρων. Η Αγγέλα σηκώθηκε.
-Τύφλωσες ; Αυτός είναι ο έρωτας για σένα; Χειρότερος από τον έρωτα του Πλάτωνα! την άκουσε να του λέει και δεν έδωσε καμιά απάντηση.
Τι ήθελε τώρα; Σκέφτηκε απορημένος. Είχαν πάει στη Σελήνη τέσσερις φορές.
-Ο έρωτας είναι η απελευθέρωση της φαντασίας, άρχισε η Αγγέλα και χάθηκε για λίγο στην κουζίνα των όπλων.
Γύρισε κρατώντας ένα αγγούρι, κάθισε απέναντι του στην πολυθρόνα με ανοιχτά τα πόδια κι άρχισε να παίζει με το πράσινο, το πράσινο μέσα μας είναι υγιές κι αυτός την κοίταζε ξαφνιασμένος, ενώ το πράσινο του έβγαζε την γλώσσα περιπαιχτικά, ρούφηξε το αγγούρι, το έγλειψε, δεν είναι και τόσο σοι λέξη το γλείφωκι άρχισε να το χώνει της με μια απορία πως χώρεσε όλο μέσα; Είναι τόσο μεγάλη η κόκκινη άβυσσο;  Ρώτησε κι αυτός που νόμιζε πως την ξέσχιζε με τον μεγάλο ομολογουμένως ξύλο του;
-Χωράει κι άλλο την άκουσε να του λέει και το έβγαζε αργά από μέσα της.
Θα ήταν τριάντα πόντους.Ίσως παραπάνω και χοντρό σαν τον καρπό του.Η Αγγέλα το απολάμβανε μ ένα μεγαλείο σαδομαζοχισμού.
-Έλα να μου το ανάψεις  λίγο από πίσω,, τον παρακάλεσε. Αυτή η φωτιά ανήκει στον Προμηθέα.  Έλα! Τον πρόσταξε κάπως βίαια.
Αμήχανος πλησίασε κοντά της, έπιασε το πράσινο και διστακτικά άρχισε να το βάζει στο βουνό της.
-Χώστο , δεν υπάρχει πιο ευάλωτη έννοια από αυτή,! Χώστο, μπορεί κάποτε να την απαλείψουμε από το λεξιλόγιο των σάπιενς, βάλε και την ξυλένια σου στο μαύρο μου. Έλα καυλιάρη, δεν μπορείς;
Χωρίς να το καταλάβει είχε διεγερθεί. Ο ξύλινος του είχε σηκωθεί ξανά,έβγαλε το αγγούρι από το βουνό, το βαλε στο μαύρο κι έχωσε το ξύλο τουστην ανοιγμένη τρυπίδα.«Ααααα! Έτσι πούστη μου- αυτή κι αν είναι μια λέξη! ούρλιαζε η Αγγέλα ενώ αυτός προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις του, μέσα-έξω, έξω –μέσα, μια το πράσινο στον βουνό, μια ο ξύλος στο μαύρο και εναλλάξ, ένιωθε μια άγρια, πρωτόφαντη περίπατο κι έσκισαν και οι δυο μαζί, ουρλιάζοντας σαν ζώα τον τελευταίο νόμο της ύπαρξης, έτσι που τελειώνοντας, την καταπλάκωσε με το βαρύ σώμα στην πολυθρόνα με το πράσινο ακόμα στο βουνό  της, ντράπηκε  με τα γενόμενα, σηκώθηκε, πήγε να κατουρήσει και γύρισε.
Την βρήκε ανασηκωμένη να κάνει τσιγάρο.
-Έχεις τσιγάρο; ον ρώτησε.
Έγνεψε ναι  κι έβαλε ποτά.Κάθισε απέναντι της, άναψε τσιγάρο.Ρούφηξαν μια γουλιά, το ουίσκι τους έκαψε τον λαιμό.
-Δεν σου άρεσε; τον κοίταξε με νόημα ήρεμη.
-Δεν ξέρω.Με μπέρδεψες.
-Γιατί αγόρι μου; Το σεξ έχει πολλές αποχρώσεις.Σοφτ εντ χάρτ. Μαλακό και σκληρό.Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πράξεις, κρυβόταν.Ο σαδομαζοχιστικός ερωτισμός, ήταν απομονωμένος σε ένα μικρό γκέτο. Σήμερα, η σεξουαλική απελευθέρωση, επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα. Εκτός από την σωματική, την σαρκική διάσταση, υπάρχει και η φαντασιακή διάσταση…
Αυτός την άκουγε με ανοιχτό το στόμα αλλά εν μέρει συμφωνούσε μαζί της. Είχε δει και κάτι ανάλογες σκληρές τσόντες αλλά, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το ζεις.Ύστερα, αναρωτήθηκε τι άλλο θα του ζητούσε.
-…σκεφτόμαστε πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες των πράξεων μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο που μας ευχαριστεί. Θέλω τώρα να με δείρεις: Έλα, ξεκίνα! συνέχισε την διάλεξή της κι άφησε το ποτό.
Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά καθώς τον διέταζε ξανά, πήγε κοντά της.
-Χτύπα ρε! του είπε και η ίδια προσπάθησε να τον χτυπήσει στα στρόγγυλα, εκεί που ο ανήρ πονάει αδιόρθωτα.
Τραβήχτηκε, αλλά τον βρήκε λίγο και πόνεσε.Την κοίταξε στα μάτια νευριασμένος που γελούσε και της έσκασε ένα σκαμπίλι.
-Χτύπα ρε καριόλη! Χτύπα ρε παλιόπουστα. Αφού δεν μπορείς να αγαπήσεις, χτύπα. Ούτε να γαμηθείς μπορείς.
Λες και τον οδηγούσε να κάνει ότι ήθελε-σαν ρομπότ-την χτύπησε στην μούρη αυτή την φορά. Έβγαλε αίμα, ούρλιαξε, κουλουριάστηκε στο δάπεδο. Σηκώθηκε και του επιτέθηκε σαν τίγρη. Τον γρατσούνισε στο στήθος, μάτωσε, μπλέχτηκαν σε έναν άγριο καυγά, αδίστακτο. Ήταν δυνατή, πάλευε με όλες τις δυνάμεις της.Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει στο δάπεδο.Της έσφιξε τα χέρια στην έκταση από τους καρπούς, καθισμένος στην κοιλιά της και την ένιωσε να παραλύει, να παραδίδεται.
-Παραδίνομαι, του είπε βάζοντας τα κλάματα.Πούστη, παραδίνομαι, κάνε με ότι θέλεις. Κι άνοιξε τα πόδια της σε τέλεια παραδοχή.
Αυτός, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια  και αργά-αργά ξαναμπήκε μέσα της. Μέσα στα άδυτα του αίματος της.
Το αίμα είχε ξεραθεί στα σώματα τους, ο ιδρώτας της φαντασίας τους αναμίχθηκε σε μια παράξενη κίνηση. Σπάσανε τα όργανα τους, τσακίστηκαν στην αχαλίνωτη ηδονή.Οι μασχάλες τους, γεμάτες άσπρο ιδρώτα, τα στόματα κολλημένα σε ένα απεγνωσμένο φιλί. Τα μάτια συναντιόταν στο υπερπέραν, βούλιαζε η θύμησή τους σε ένα πράσινο λιβάδι, γεμάτο παπαρούνες. Ένα απέραντο λιβάδι ευτυχίας, στο μέτωπο του άντρα, που συνέχιζε ακούραστα να δουλεύει το κουρασμένο όργανο του στο μουλιασμένο αιδοίο, που είχε γίνει πια, μια άμορφη μάζα, διψασμένη για νερό, για χώμα, για ότι υπήρχε και δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας
 

ΤΕΛΟΣ

                                               

 

 

 

 

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΘΑΛΑΤΤΑ

 


 

Άδειασε ο κόσμος, άδειασε
πέρασε μια σκιά και χάλασε
Ο κόσμος που αγαπήσαμε
κι ότι μαζί μισήσαμε

Η νύχτα άργησε μια μέρα
πήγε η θάλαττα πιο πέρα
το δρόμο, τον κατήφορο περπάτησα
νύχτα χωρίς φεγγάρι, γλίτωσα

Μια νύχτα σαν αυτή σ αγάπησα
και κόντρα στο σκοτάδι σ άφησα.

 

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΕΝΉΝΤΑ ΤΡΕΙς ΦΟΥΣΚΆΛΕΣ

 


 

ΚΑΦΕΔΆΚΙ ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΗ Σ ΠΑΤΗΣΙΏΝ Ή ΠΑΛΙΆ ΜΕ ΛΈΓΑΝ ΤΆΣΟ.

 

Είχα αποφασίσει να το πάρω εκείνο το δώρο για τον εαυτό μου. Τόσα χρόνια έκανα δώρα στους άλλους, καιρός ήταν να κάνω ένα και σε μένα τώρα που έβγαινα στη σύνταξη. Τόσα χρόνια καφετζής, είχα δικό μου καφενείο κι έτσι είχα αποκτήσει πολλούς φίλους, καλούς ,κακούς και άσχημους-άσχημος ήμουν κι εγω αλλά όχι τόσο. Τα μαλλιά μου ήταν ακόμα μαύρα και τα χτένιζα χωρίστρα δεξιά, έβαζα και ζελέ. Καμιά φορά, άφηνα κι ένα περιποιημένο μουσάκι και γενικά ήμουν ένας μοντέρνος καφετζής παρά τα εξήντα μου χρόνια. Χρόνια που δεν κατάφερα να παντρευτώ, γιατί, γυναίκες γνώρισα πολλές, αλλά μια μου ξίνιζε και μια δεν ήθελε να πάρει καφετζή, ήθελε να πάρει ταξιδιώτη, νιο, ταξιδευτή, κι έτσι έμεινα στο ράφι. Μια χαρά περνούσα κι αφού το είχα αποφασίσει για εκείνο το δώρο, πήγα μια μέρα, μια Δευτέρα μια Τρίτη στο κατάστημα. Ήταν ένα ιδιόμορφο κατάστημα, με είδη δώρων για παράξενους πελάτες με ιδιαίτερα γούστα, κάπου στο Κολωνάκι, αν και πάντα αναρωτιόμουν γιατί δεν γράφεται με ωμέγα το πρώτο. Μπήκα μέσα ευγενικός και κύριος. Ζήτησα το βαλιτσάκι που είχα διαλέξει. Η κυρία μου το έβγαλε απ τη βιτρίνα, λέγοντας πως τα προϊόντα τους ήταν μοναδικά. Δεν υπήρχε δεύτερο για κανένα είδος τους. Πλήρωσα χίλια ευρώ αλλά τι με ένοιαζε, λεφτά είχα να φάνε και οι αρκούδες. Πήρα το βαλιτσάκι μου, χαρούμενος, με ένα στριφούτσικο γέλιο, πάντα μου άρεσε να γελάω έτσι. Βγήκα στην Σκουφά, κατηφόρισα στα Εξάρχεια και σκεφτόμουν τι καλά που είχα κάνει. Έφτασα στο σπίτι μου, τοποθέτησα το βαλιτσάκι σε περίοπτη θέση. Είπα να φτιάξω κάτι να φάω, μπήκα στην κουζίνα, που την είχα πάντα καθαρή, παρ΄ότι τόσα χρόνια εργένης. Α, ήμουν ένας περιποιημένος άνθρωπος με τάξη στη ζωή του. Δε μου άρεσαν οι τσαπατσουλιές. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο σπίτι μου, όπως και στη ζωή μου κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Το σήκωσα, ήταν η τελευταία γυναίκα μου η όμορφη Σούλα. Γύρισα στο σαλόνι, άναψα με τον πανάκριβο αναπτήρα μου ένα πούρο Αβάνας και βάλε. Κάθισα στον καναπέ να μιλήσω μαζί της, να την απολαύσω που είχε μια βελούδινη φωνή, όταν ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Ευτυχώς αυτή τη φορά ήθελε μόνο να πάμε για φαγητό έξω. Κάπου στη Γλυφάδα θα προτιμούσε, συνέχισε κρυστάλλινα, στο διάφανο τύμπανο του αφτιού μου. Μεσημεράκι πλησίαζε, ωραία της είπα, πάμε εκεί για ψαράκι. Συμφωνήσαμε και σε λίγο, οδηγώντας την σπορ Μερσεντές, έπιασα την Συγγρού, ύστερα παραλιακή, με τον ήλιο να τσουρουφλίζει τις χρυσές ανταύγειες στα μαλλιά της Σούλας που άστραφτε κι αυτή μέσα σε μια μεγάλη ευτυχία, που ήταν μαζί μου κι εγώ μαζί της. Αράξαμε στη Λωξάνδρα, πάντα μας άρεσε αυτη η ταβέρνα. Παραγγείλαμε αστακό, ένα Γαλλικό, ροζέ κρασί κι όλα ήταν τόσο ωραία στην παράξενη ζωή μας.

 Από εκείνη τη μέρα, πέρασαν άλλες τόσες, ώσπου να θελήσω να χρησιμοποιήσω το δώρο μου. Θυμάμαι ήταν Σάββατο πρωί, όχι πολύ νωρίς, γύρω στις δέκα και περιποιόμουν το μούσι μου. Ήταν μια δουλειά που την βαριόμουν και συνήθως πήγαινα στον μπαρμπέρη μου αλλά εκείνο το πρωί δεν πήγα. Σκεφτόμουν να πήγαινα κανένα ταξιδάκι αναψυχής ή όχι, γιατί τα ταξίδια αναψυχής που έμοιαζαν αγύριστα αλλά κι αυτό ήταν μια ιδέα. Τέλειωσα με το ξύρισμα, ντύθηκα το καλύτερο κουστούμι μου, πήρα το βαλιτσάκι, βγήκα. Περπάτησα, δεν ήθελα να πάρω τη μερσεντές, εξάλλου κοντά θα πήγαινα. Έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, κατηφόρισα προς την Πατησίων. Εκεί στην συνδρομή, πέρασα τα φανάρια και παρατήρησα το τοπίο να διαλέξω το μέρος που ήθελα. Εκεί στη μέση, ανάμεσα στις λουρίδες ήταν καλά, ομολόγησα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα εκεί κι άνοιξα το βαλιτσάκι. Το είχα βέβαια ξαναανοίξει και ήξερα τη χρήση του. Εξάλλου γι αυτό τον σκοπό το είχα πληρώσει ένα χιλιάρικο. Έβγαλα με προσοχή, πρώτα το μικρό βελούδινο με επίχρυσα ποδαράκια, καθισματάκι, το άνοιξα και το στησα στην άσφαλτο. Κάθισα πάνω του με το βαλιτσάκι στα γόνατα κι άρχισα να βγάζω τα υπόλοιπα σύνεργα. Ένα τραπεζάκι με επίσης επίχρυσα πόδια που τοποθέτησα μπρος μου. Ύστερα, ξετύλιξα τον πιο ακριβό τζιβέ που είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου, είπαμε σαράντα χρόνια καφετζής ήμουν. Ένα γκαζάκι με αυτόματο άναμμα, ,ένα χρυσό κουταλάκι, καφέ Μεξικάνικο, από τα βάθη της Γκουανταλαχάρας, ζάχαρη Μαδαγασκάρης, τα βαλα με προσοχή στο τραπέζι, ενώ ο κόσμος, και τα αυτοκίνητα άρχισαν ήδη να με περιεργάζονται. Αδιάφορος, εγώ, συνέχιζα τη δουλειά μου. Άναψα το αυτόματο γκαζάκι, έριξα το νερό,τον καφέ, τη ζάχαρη. Ανακάτευα ευχαριστημένος κι ώσπου να γίνει ο καφές, ξετύλιξα του πούρο Αβάνας που λέγαμε, να το ανάψω μόλις πιω την πρώτη γουλιά. Πράγμα που έγινε σε τρία λεπτά. Άδειασα τον αχνιστό καφέ στο χρυσό φλιτζάνι από ψηλά, για να κάνει πενήντα τρεις φουσκάλες,πάντα έτσι μου άρεσε  κι άναψα επιτέλους το πούρο Αβάνας, βάζοντας το πόδι μου απανωτό. Περίμενα να κρυώσει λίγο ο καφες, τράβηξα μια προσεγμένη γουλιά να μην καώ, ρούφηξα και μια γερή τζούρα από το πούρο Αβάνας και κοίταξα πέρα στον ουρανό σαν ευτυχισμένος μπέμπης. Γύρω μου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί κι έλεγαν διάφορα. Μπράβο ρε μεγάλε,έλεγε κάποιος, φτιάξε μου κι έναν βαρύ γλυκό ρε Τάσο-παλιά με λέγαν Τάσο- έλεγε ο άλλος. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν, γυναίκες τσίριζαν, τα παιδιά γέλαγαν, τα ζώα έκλαιγαν, γινόταν γενικά πανικός και στην παραζάλη, ένας φώναξε φύγε Τάσο, έρχονται οι μπάτσοι αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Σταυροπόδι, με τη χρυσή αλυσίδα να λάμπει στο πλάι του παντελονιού μου, απολάμβανα τον πιο ωραίο καφέ της ζωής μου. Τι ωραία ζωή! Σας έχω γραμμένους στ΄αρχίδια μου, σκέφτηκα μια στιγμή και δεν μετάνιωσα. Ώσπου σε λίγο ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού, να χαλάει το ωραίο σκηνικό, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, πάντα οι σειρήνες, ηχούν δαιμονισμένα όταν πρόκειται να συλλάβουν έναν παράνομο σαν εμένα, που παλιά με λέγαν Τάσο και που η εξουσία φτάνοντας, εισαγγελέας, μπάτσος, παππάς και τα λοιπά, με ήθελε ζωντανό για να απολογηθώ γι αυτήν μου την κακούργα πράξη και όχι μόνο αλλά και για όλα όσα είχα κάνει πριν, όσα θα έκανα αργότερα, όσα είχαν κάνει άλλοι, να τα φορτώσουν σε μένα τον αθώο καφετζή της πάνω γειτονιάς, που με πήραν παραμάσχαλα, με πέταξαν με όλα τα συμπράγκαλα μου στο πίσω κάθισμα, μου έβαλαν χειροπέδες, κατάσχεσαν το μοναδικό δώρο που είχα κάνει στον εαυτό μου, με τύλιξαν σε μια μαύρη κόλλα ,άσπρο χαρτί, μαύρισαν και το λευκό ποινικό μου μητρώο και από τότε τυραννιέμαι στα σκοτάδια της ανθρώπινης εξουσίας.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΙΚΡΆΓΓΟΥΡΟ

 


ΓΙΑΤΙ Ο ΕΡΩΤΑς ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΟς ΣΤΗ ΔΥΣΗ;..

Να ρίχνεις πριονίδι στη μπανιέρα για να μην βλέπεις το αιδοίο σου όταν κάνεις μπάνιο.
Και συ να μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη να βλέπεις τ αχαμνά σου γυμνός.
Χριστιανικές παραινέσεις.

Τι είναι λοιπόν, φυσικό και αξιοπρεπές στον έρωτα και τι αφύσικο και ανώμαλο;

Ένας φίλος που γύρισε από σαφάρι στην Αφρική, μεγάλος, σοβαρός άνθρωπος,
όταν τον ρώτησα τι του έκανε την μεγαλύτερη
  εντύπωση, μου απάντησε:
Η ελευθερία στο σεξ. Εκεί οι άνθρωποι συνουσιάζονται όπως τα ζώα.
Κι έτσι γίνονται πιο απλοί, σου μιλάω
 για τα βάθη, εκεί που δεν έχει εισχωρήσει
ο "πολιτισμός μας".

 Η καταπίεση της σεξουαλικότητας, αυξάνει ασύνειδα το μίσος, την πολεμική και
την επιθετική μανία. Σε κοινωνίες με λιγότερη καταπίεση, οι ψυχικές αρρώστιες,
είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός, γίνεται κακός και ο γάμος
σαν σεξουαλική κοινότητα γίνεται για χάρη της ηδονής του άντρα. Η γυναίκα ήταν
[είναι;] σκέτο σεξουαλικό αντικείμενο. Ο χριστιανισμός απ όλες τις μεγάλες θρησκείες
ήταν και είναι ο χειρότερος εχθρός της ελευθερίας του έρωτα. Αντίθετα ο
Κομφουκιανισμός εκθειάζει περίτεχνα την συνουσία με αγάπη σε όλες τις στάσεις
με λεπτομέρειες.

Οι άνθρωποι κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια του Χριστιανισμού, ζούσαν όλοι μαζί,
σε μια μεγάλη αίθουσα. Κοιμόνταν γυμνοί, κυκλοφορούσαν γυμνοί και κανένας
δεν ενοχλούνταν, αν κάποιοι συνουσιάζονταν. Τα παιδιά μεγάλωναν σε ένα τέτοιο
περιβάλλον. Οι πόρνες δεν ήταν "κοινωνικά περιφρονημένες" και οι Δήμαρχοι,
οι Επίσκοποι, άνοιγαν πορνεία. Στα λουτρά συναντιόταν άντρες, γυναίκες, παιδιά,
ολόγυμνοι. Η σεξουαλική αποχή θεωρούνταν επιβλαβής για την υγεία. Πως έγινε και
όλα αυτά άλλαξαν; Κάτω από την πίεση της Χριστιανικής θρησκείας, εμφανίστηκαν
όλες οι μαζικές μανίες, οι δεισιδαιμονίες, οι θρησκευτικές υστερίες, και οι μανίες
καταστροφής. Κάποιοι "βάρβαροι λαοί" απαγόρευαν το σεξ πριν τις επιδρομές.
[κάτι ανάλογο πράττουν κάποιοι σημερινοί προπονητές ποδοσφαίρου]. Ο άνθρωπος
κάτω από την καταπίεση, οποιασδήποτε μορφής αγριεύει. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι
μνήμες μου ήρθαν στο μυαλό από την φράση του ηλικιωμένου φίλου μου. Και την πήγα
παρακάτω: ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος είναι απελπιστικά καταπιεσμένος-ιδιαίτερα
ο Δυτικός άνθρωπος- είναι σεξουαλικά πεινασμένος. Ακόμα και σήμερα οι περισσότερες
γυναίκες είναι σκλάβες. Ακόμα και σήμερα τα περισσότερα αντρόγυνα κάνουν έρωτα
στο σκοτάδι, κρυφά κάτω από τα ρούχα για να μην βλέπουν τα όργανα του καθενός.
Νιώθουν ντροπή, γιατί έτσι τους δίδαξε ο Χριστιανισμός.

 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΒΡΑΣΕ ΧΟΡΤΑ.

 


ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ

-Ξέσπασε, σου λέω και κοιτάς πέρα.
-Καταιγίδα; γυρνάς το κεφάλι
-Όχι, ρε μαλάκα, δεν είναι καταιγίδα, είναι μπόρα

-Και γιατί με βρίζεις; Έχει διαφορά;

-Ε, ναι ρε, άλλο καταιγίδα άλλο μπόρα

-Για να το λες εσύ..

-Να σου πω κάτι ρε μάγκα; Να πουμε...

-Τι να μου πεις; όλο κάτι θέλεις να μου πεις και δεν το λες! Εξ άλλου δεν έχουμε

να πούμε τίποτα εμείς οι δυό..

-Βρε ήθελα να σου πω πως ξέσπασε φωτιά..

-Ξεσπάει η φωτιά; Η φωτιά, πιάνει, ανάβει καίει..

-Εντάξει, είναι σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά...

-Χου, χου! ξεσπάει σε γέλια. Σε πλήρη εξέλιξη η πυρκαγιά! Τι είναι ρε και
εξελίσσεται η πυρκαγιά. Στις ειδήσεις το άκουσες και το εξελίσσεις ρε μάπα;
Ξέρεις τι σημαίνει εξελίσσω;

-Ναι, αναπτύσσω, μεταμορφώνω, ξετυλίγω.

-Μπράβο ρε... και σε τι μεταμορφώνεται η φωτιά;

-Σε καρούλι, λέω σιγανά

-Άσε ρε και με νευριάζεις πρωί- πρωί και με πιάνει κε..κε..κε..

-..δισμός, συμπληρώνω και τον χτυπάω στην πλάτη. Να μη νευριάζεις
-Δε.. δε... δε..
-..μπορείς; συμπληρώνω

-Ννννν... αί.. Άσε γιατί… βρα.. βρα.. βρα..

-Βρακί; του λέω

-Ό.. χι.

-Βράχος;

-Ό... χι

-Βραβείο! θριαμβεύω και μου ρίχνεις φάπα

-Ό.. χι... ρεεεε βου.... ρλο

--Βρα... δεν ξεκίνησες;

-Νννν... αι

-Βράζεις;

-Αυ... αυ... τό! Βραζω.

-Από τα νεύρα σου;

-Ό.. .χι

-Από πυρετό;

-Ό... χι...

-Τι βράζεις μωρέ πούστη! και τρέχω κατά πέρα..

-Βρά.. βρα... βρα.. ζω... χό... χό... ρτα! Τι ήθελες να βράσω, ρε αρχι.. μα.... μα.. .μα...

-Άστο, του λέω το βράζεις αύριο και το βάζω στα πόδια μην κολλήσω το

μι... μι.. μι... κρόβιο.

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...