Τρίτη 27 Απριλίου 2021

ΓΙΑΤΊ ΟΙ ΩΡΑΊΟΙ ΕΊΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΕΊΣ

 

 

Καμιά κρίση ειλικρίνειας δε γλιτώνει τον δημιουργό από τις ανασφάλειες για την τύχη του έργου του. Κι ακόμα, η ζωή αυτή, δεν συγχωρεί τους υπερβολικά ευαίσθητους. Ή δε συγχωρεί κανέναν. Ίσως έχει μεγάλη σημασία να θέλεις ν αποδείξεις κάτι στη ζωή. Το κίνητρο, η διάθεση, η ανάκαρα. Διαφορετικά, έρχεται η νωχέλεια, η αεργία, η κατάθλιψη και πως όλα είναι τα ίδια και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα αλλάξουμε. Φαντάσου μια μέρα να μην κάνεις τίποτα, φαντάσου εκατό μέρες να μην κάνεις τίποτα, θα χεις πεθάνει.
Πάλι θα πίπτει βρόχα...[[πως είναι ο μέλλων του πίπτω;] και ο αγέρας θα διαβαίνει στους δρόμους, ανάμεσα στα σπίτια των ανθρώπων κι εγώ ένας αγέρας ανάμεσα στα χείλη σου που θα κυλάει και το νερό, άσπρο νερό, ως τα λευκά σου χέρια. Ποια είσαι συ που περνάς και δε μας χαιρετάς; άγνωστη με την ομπρέλα του Ιούνη;
Πάλι έπεφτε μικρή βροχή. Στους δρόμους περπατούσε η σκια μας, αδύνατη σκιά σαν η σκέψη μας μιας και ο ουρανός πάντα συννεφιασμένος μας κοιτάζει τούτες τις μέρες. Υπάρχει μικρή σκιά όταν υπάρχουν τα σύννεφα;
Πάλι θα πίπτει βρόχα...
Υπάρχει ειλικρινής τέχνη; "Το σχέδιο είναι η πιο ειλικρινής πλευρά της τέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση εξαπάτησης. Ή είναι καλό ή είναι κακό." Έλεγε ο Σαλβαντόρ Νταλί. Μεγάλο δίκιο. Αλλά σήμερα υπάρχει και ο υπολογιστής που σε ξεγελάει. Κάνει ζωγράφους κι αυτούς που δεν είναι.
Ειλικρινής τέχνη δεν υπάρχει. Ίσως επειδή μεταξύ ανθρώπων και τέχνης μεσολαβεί μια απόσταση που λέγεται αμηχανία! Η αμηχανία που είναι μια κατάσταση συνεχούς αβεβαιότητας.Τι άραγε παριστάνουν αυτά τα έργα; αναρωτιούνται οι περισσότεροι. Τι σημασία έχουν τα ρεύματα στη ζωγραφική; αφηρημένος εξπρεσιονισμός μεταμοντέρνος ιμπρεσιονισμός, νεορεαλισμός; Λένε τίποτα για τον απλό άνθρωπο;
Καλό! δεν το είχα ξανακούσει: το τραπέζι λέει, έχει τέσσερα πόδια, τέσσερα έχει και το γαιδούρι. Άρα το γαιδούρι είναι...τραπέζι! Φοβερή συλλογιστική. [όπως και οι άλλοι που τσακώνονται αν οι άγγελοι είναι αρσενικοί ή θηλυκοί ενώ γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν άγγελοι!] Αυτά τα ολίγα με συνάρπασαν σήμερα.
Δε σημείωσα τίποτε καινούριο σήμερα- είχα άλλες δουλειές. Έπρεπε να προσθέσω ένα ράφι, να τοποθετήσω σωλήνες για τις κουρτίνες, ο ήλιος μπαίνει από παντού ο άτιμος! Και δε με βοηθάει αυτή αντηλιά στο ζωγράφισμα. Τέλειωσα με τις δυο δουλειές κι όταν τελειώνω, νιώθω μια ευχαρίστηση πως κάτι έκανα και δεν πήγε η μέρα μου χαμένη. Ύστερα προς το απόγευμα αργά, πρόσθεσα μερικές πινελιές σ΄ένα μισοτελειωμένο έργο
Δύσκολο πράγμα να λες με λίγα λόγια πολλά. Δε νομίζω πως οι σημερινοί άνθρωποι το καταφέρνουν αυτό που είπε ο Πυθαγόρας: Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε αλλ εν ολίγοις πολλά. Τι να κάνομε; δεν είμαστε αρχαίοι Έλληνες! [Και είμαστε μάλλον μπλαμπλάδες.]
Ο Τιβέριος κατάστρεψε την Καρχηδόναν εν μια νυχτί , είπε πως δε θα μείνει το άλας επί της γης. Ύβρις.
Καλύτερα να μην βρω κανέναν εκεί γιατί θα σας γαμίσω όλους, Νταβέλης και σια σπίκεν. Όχι δεν επιθυμώ ν ακούσω κλασσική αλλά είναι πρωίας το απαύγασμα, επωνύμως ωμιλών, θα γκρεμίσω την Καρχιδόναν.
Υπάρχει ένα μοιρολατρικό: δεν μπορούμε να κάνουμε μεγαλύτερα πράγματα απ όσα μας έταξε η μοίρα. Μοίρα ίσον χρωματοσωμάτια, ίσον χημική ουσία την ώρα που γεννηθήκαμε και δεν φταίγαμε ή μετείχαμε εμείς σ αυτή τη συνουσία. Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, η μοίρα είναι υλιστική, καθένας μπορεί να τη αναποδογυρίσει γι αυτό πολλοί άνθρωποι είναι ανώτεροι της φύσης.
 

Και να δεις που θάρθουν να μας πουν
πως ξοδέψαμε νερό δικό τους
ότι κλέψαμε το φως του ήλιου
εμείς που ζήσαμε μόνο με αλάτι!
Να δεις που θάρθουν να μας πουν
πως φταίμε-αυτοί που έζησαν μες το χρυσάφι
ότι εμείς είμαστε υπόλογοι
γιατί κλέψαμε της γης τους το αλάτι.
Ωστόσο, συνεχίζουμε να είμαστε καθίκια. [ανθρωπάκια]. Όταν βλέπουμε τη συμφορά του άλλου, φοβόμαστε για τη δικιά μας.
Δεν υπάρχει πιο ωραίο θέαμα από ένα όμορφο πρόσωπο κι έχω κουραστεί να ψάχνω γιατί οι ωραίοι είναι δυστυχείς. Το ωραίος το καταλαβαίνουμε εμείς ή το επιβεβαιώνουν οι άλλοι; Και μιλάμε πάντα, μόνο για την ωραιότητα της ανατομίας ενός προσώπου κι ενός σώματος, ποτέ για την ακαμψία του μυαλού.
Δεν μπορώ ν αντιμετωπίσω τους επαίνους και τους μεθυσμένους. Στις επιθέσεις μπορείς ν αμυνθείς στους επαίνους είσαι ανυπεράσπιστος, είπε ο Φρόιντ. Στους μεθυσμένους δεν ξέρεις πως να συμπεριφερθείς γιατί ποτέ δεν γνωρίζεις την αντίδραση τους. Οι κόλακες είναι εχθροί, ο αγνός έπαινος του κόσμου μάλλον είναι αρεστότερος.
Όσοι πάνε ακόμα στις εκκλησίες το πασχαλιάτικο καμάκι είναι από τα καλύτερα. Προσέξτε το γκόμενο με τη μεγάλη λαμπάδα
Είμαστε Άθλιοι. Όχι του Βίκτωρος αλλά των Αθηνών και Θεσσαλονικαίων.
Ένας που δεν είχε να φάει, έριχνε τω ψωμί του στα περιστέρια.
Λοιπόν, να τώρα ένα ωραίο που σκέφτηκα: Μια γυναίκα πρέπει να χαίρεται όταν ο άντρας της [ο σύντροφος της] κοιτάζει άλλες γυναίκες.
Σκέφτομαι πραγματικά, σε τι ποσοστό να ενδιαφέρει η τέχνη τους ανθρώπους. Αν την τέχνη γέννησε πρώτα η πείνα κι αν θεωρήσουμε την ζωγραφική την πρώτη έννοια της-για τον άνθρωπο των σπηλαίων- και την μουσική, την έναρθρη κραυγή του, να δώσει άλλο νόημα στη ζωή του, την δεύτερη. Μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι "τεχνίζοναι", ενω θα μπορούσαν απλά να τέρπονται με το φαγητό και την ιατρική τους περίθαλψη.
Μεσημέρι Κυριακής. Μην τρώγεσαι, μου είπε. Η καλύτερη μέρα είναι η Δευτέρα. Σύξυλος. Τώρα, ποιος θα μου απαντήσει; κανένας βαρεμένος από ξύλο θα είναι. Απουσιάζουν και κείνοι οι ωραίοι τρελοί-Γώγου, Άσιμος και τα λοιπά.
Μια χαρά. Στις αρχές κάθε αιώνα θα γίνεται μια Ρώσικη επανάσταση. Τώρα κάνουν την επανάσταση των πλουσίων. Τον περασμένο αιώνα απέτυχε η επανάσταση των φτωχών.
Περπατώ στην παραλία των Εξαρχείων και νομίζω πως δεν έχουμε πάθει κρίση αλλά παράκρουση. Είμαστε όλοι ένοχοι, λέει ένας μεσήλικας, ενώ οι γκόμενες λιάζουν τους αφαλούς σφαδάζοντας από την ανυπαρξία του πούτσου. Δίπλα ο μαυράκος κουβαλάει σίδερα, σίδερα, σίδερα.
Στη Μαυρομιχάλη κατάχαμα ένας μηχανόβιος τρώει την άσφαλτο. Μαύρο κατράμι, πετρέλαιο και αίμα. Κανείς δεν τον σηκώνει. Η γριά ρίχνοντας ένα απρόσμενο βλέμμα, με την ξεβαμμένη ανηψιά δίπλα της, μιλάει για την εκατοντάχρονη μάνα της που πέθανε χτες το βράδυ. Εικόνα δηλαδή ενός ξεχαρβαλωμένου τοπίου. Οι Αλβανοί ασυνάρτητοι παίζουν ντόμινο-πέρα βρέχει και ποιος νιάζεται; Στον κόσμο τους.
Και στην Μεθώνης τον πεζόδρομο, χέζουν και κατουράνε όλα τα σκυλιά. Σε πειράζει, μου λέει η άλλη, να μπω στο εργαστήρι σου με τον σκύλο μου; Δεν πειράζει, της απαντάω. Αφήστε τον εδώ γύρω να γαβγίζει, να μου δείχνει τα δόντια του, να χέζει-έτσι κι αλλιώς μας έχουν χεσμένους όλοι. Για ένα σκύλο θα κάνουμε έτσι.
Στο περίπτερο όλοι οι σκεφτικοί διαβάζουν με προσήλωση τον τύπο. Το πρες. Το πιεστήριο. Εγώ δε λέω τίποτα. Τι να πω; Ο χοντρός αποφασίζει ν αγοράσει την Συντακτών, ο Αιγύπτιος επιμένει πως πρέπει να κάνουμε κάτι για το βασίλειο της Κλεοπάτρας. Ωστόσο, μπαίνει ένας άλλος στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στο εργαστήρι της τέχνης σέρνοντας ένα ντόπερμαν έτοιμο να μου φάει τα σωθικά, το μυαλό. Πειράζει που έχω τον Μπούμπι μαζί; Μου λέει. Να δούμε τους πίνακες;
Με τον Μπούμπι; Αμηχανεύομαι.
Βγάλτον έξω, στην παραλία.
Μα, επιμένει, δεν είσαι φιλόζωος;
Άμα είναι να μας χέσει ο Μπούμπις, όχι δεν είμαι φιλόζωος.
Αναγκαστικά φτιάξαμε έναν κόσμο παράλογο. Παλιά δεν ήμασταν έτσι, υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός στην ύπαρξη, στο θαυμασμό, στην αξία. Ενώ τώρα υπάρχουμε σε έναν κόσμο γερασμένο, αξιολύπητο, παραδομένο στην ανεπάρκεια.
Ας πούμε πως φταίω εγώ που τα βλέπω έτσι. Οι νέοι παραπονιούνται για τις γκόμενες που είναι ανοργασμικές. Οι γκόμενες λένε πως δεν υπάρχουν πια άντρες αλλά, δε θέλω να το ρίξω εκεί- ωραίο το ρίχνω-να χύσω στο ωραίο πρόσωπο των άλλων ήθελα.
Μάλλιασε η γλώσσα μου στην κυριολεξία, όχι από καθέδρας. Επί της ουσίας.
Πολλές φορές φαίνονται απλά, μα δεν είναι.

 

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΣΙΓΑ ΜΗ ΒΡΈΞΕΙ!

 

 


Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.

 Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]

Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.

Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!

Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σούρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.

Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.

Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.

Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;

Ξέχωρη ερώτηση: Πόσο πρόστυχο είναι να ζει κανείς ευτυχισμένα, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο δυστυχία;

Έχετε πετάξει ποτέ κάτι στα σκουπίδια και μετά να το ψάχνετε; εγώ είχα πετάξει το μυαλό μου.

Άμα ήταν να μιλάμε μόνο όταν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό, μάλλον μουγγοί θα έπρεπε να έχουμε γεννηθεί.

Μ αρέσει και το άσπρο και το μαύρο, είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις, μπορώ να υπερασπιστώ και το ένα και το άλλο. Μπορώ να σε πείσω πως ο γάιδαρος πετάει, αλλά και δεν πετάει. Πολλές φορές θα ισχυριστώ κάτι λάθος και την άλλη μέρα το ίδιο λάθος να είναι σωστό. Δεν παραδέχομαι εύκολα τίποτε. [Τώρα ποιος μου ζήτησε να τα πω αυτά; κανένας; μμ, μπορεί να υπάρχει και κάποιος ή κάποια που νομίζει πως πρέπει να είμαι ένας καθώς πρέπει άνθρωπος.]

Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.

Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.

Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.

Μη ρωτάς ποτέ άσχετους ανθρώπους γι αυτό που θέλεις να κάνεις.

Τρία μόνο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή: Να γεννηθείς ο Σαλαβαντόρ Νταλί, να μην έχεις γυναίκα, και να πεθάνεις διά-άσημος σαν τον Κώστα Πλιάτσικα.

Το παράξενο της ύπαρξης είναι πως κανένας δεν μπορεί ν αλλάξει το χαρακτήρα του. Φοβερό.

Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το εννενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.

Μερικοί νομίζουν πως κλαίγοντας την αλήθεια τους, θα τους συμπαθήσουν οι άλλοι. Στην κυρολεξία πέφτουν έξω. [Οίκτος υπάρχει αλλά τι να τον κάνουν;] Βαρύ το αυναίσθημα της λύπησης.

Αν αλλάξεις άσχημες, ακραίες κουβέντες με κάποιους ανθρώπους, ξέχασε τους -ποτέ δε θα επανέλθετε στην πρότερη σχέση. Γι αυτό, σκέψου πολύ πριν το κάνεις.

Δεν έχει σημασία τι λες. Αλλά ποιος το λέει. Είναι μια αλήθεια αυτό;

Καλύτερον να ξέρεις κάτι, από το να μη το ξέρεις καθόλου.

Το χειρότερο γι αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, είναι η τιμωρία να μη μαθαίνει τίποτε πια. [Σάββατο μεσημέρι με φοβερή κουφόβραση, θα μου πεις τι μας λες τώρα ρε Πλιάτσικα!]

Απίστευτο πόσο πουλάει η δυστυχία! [Το ανθρώπινο γένος είναι αλληλέγγυο μόνο όταν γκρεμιστείς.]

Άμα ταίζεις γάτες θα γεμίσουμε ποντίκια.

Απορώ που ένας βλάκας μπορεί να κάνει λεφτά αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει πως δεν υπάρχει θεός.

Με μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς ποτέ. [Μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών κατέχουν υψηλά αξιώματα αλλά προέρχονται απ όλες τις κοινωνικές τάξεις: αστική, μεσαία, κατωτέρα.]

Τα αρχαία ρητά, είναι πομπώδη και δυσνόητα- δεν ευνοούν τους φτωχούς να καταλάβουν περισσότερα, επειδή πάντα, έτσι κι αλλιώς, μένουν αδιάβαστοι.

Σκέφτομαι να γίνω κατασκευαστής συνθημάτων. Τι το σκέφτομαι, που έγινα κιόλας. Να, το πρώτο: Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτά τα βλήματα! κι ακολουθεί ένα πιο ελαστικής μορφής: Σιγά μη βρέξει!

 

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ

 


Η ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ. 
Η μνήμη μας φαινομενικά είναι αθώα. Η επιστήμη μας πληροφορεί πως βασική αιτία της μνήμης είναι η συλλογή πληροφοριών από τον έξω κόσμο μέσω των αισθητηρίων οργάνων και η κωδικοποίηση τους στον εγκέφαλο-επίσης μας πληροφορεί η επιστήμη, πως η μνήμη δεν έχει νόημα χωρίς την ανθρώπινη συνείδηση. Στη συνέχεια της διαδικασίας γίνεται αποθήκευση, ώστε όταν χρειαστεί να επανέλθουμε σ αυτές, τις μνήμες. [Επίσης ισχυρές λέξεις για την μνήμη είναι η ανάκτηση, η μόνιμη καταγραφή, και η ανάμνηση.]
Λέγοντας ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ θέλω να υπενθυμίσω την τραγικότητα να θυμόμαστε μόνο ότι θέλουμε, ακόμη και Ιστορικά, επειδή, φυσικά η Ιστορία καταλαμβάνει το ισχυρότερο πεδίο στη μνήμη. Κρατάμε τα καλύτερα σημεία της ζωής μας για να τα επαναφέρουμε συχνά, ώστε να αποφεύγουμε τις οδυνηρές καταστάσεις; πχ, θανάτους, κακές στιγμές, λάθη, φταιξίματα. Τι θα ήταν ο άνθρωπος δίχως μνήμη; ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν αντέχει σε τέτοια σύγκρουση καταστάσεων, όμως, αντέχει να μην συνετίζεται παρά τα παθήματα, π.χ ξανακάνει τα ίδια λάθη σε συνεχή συχνότητα, επαναλαμβάνει πολέμους, φρικαλεότητες, και λοιπά! άρα ποια είναι η συσχέτιση μνήμης και συνείδησης; εκτός αν θεωρήσουμε πως υπάρχει καλή και κακή συνείδηση.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΣΤΟ ΜΠΛΕ

 


ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

 

 Για σκέψου, πόσα πράγματα δεν ξεχάσαμε από το όνειρο;

Μα εγώ, πήρα ένα καράβι πρωινό και ψάχνω να σε βρω

Δεν άκουγα τους άλλους που έλεγαν πως για πάντα σε χάσαμε.

 

Σε βρήκα ένα σούρουπο πνιγμένη στην αλμύρα

Μιας θάλασσας που τόσο πολύ αγαπήσαμε

Κι άκουσα την ίδια να σου λέει το σ΄αγαπώ

Και ζήλεψα που δεν μ’ άφησε πρώτος να σου το πω

 

Ήσουν το παράθυρο που άνοιξε

Μια βραδιά Καλοκαιριού

Όνειρο που αχνά με τύλιξε

Στο κόκκινο που αγαπώ

 

Ρόδο του θεού που κύλησε

Στην πόρτα του μικρού σπιτιού

 

 

ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

 Εγώ μετράω της αυγής τα χρώματα

Κι ας λέτε πως το εγώ δεν σας αρέσει

Καθένας έχει όμως ένα από αυτό

Και πίσω απ’ την ουρά του σιγοτρέχει

  

Παράτησε λοιπόν και συ τα ψέματα

Πάρε μια πέτρα ρίχτη στο φεγγάρι

Άλλαξε της ζωή μας τα κυκλώματα

Κι ας μένει ίδιο το παλιό τροπάρι

 

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο τα χρώματα

Και δεν λυπάμαι που είναι όλοι φευγάτοι

Χτίζω άλλον κόσμο σε ψηλά πατώματα

Προτού με πιάσουν οι δικοί σας γάτοι

 

Κοιτάζω την αλήθεια για να βρω

Και σεις το χώμα ρίχνετε στη μούρη

Δεν ξέρω άλλα λόγια να μιλώ

Δεν παίζω εγώ στην πλάτη του καμπούρη

 

Αν δεν σας αρέσει αυτός ο δρόμος

Πάρτε άλλον για να δούμε που θα βγάλει

Εγώ θα συνεχίσω στον παλιό

Αυτόν που εσείς έχετε ξαναχάσει

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ Ο ΧΡΌΝΟΣ ΚΟΙΤΆΖΕΙ

 

 


Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο
περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία
που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που
πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα
λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν γήπεδο-λέγανε
πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι
είπα ν ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις ασφάκες,
τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να
σκαρφαλώσω και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος
απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες
χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο
σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα,
έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο
τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας,
η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και κλωτσιές, τα
πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και
κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το
πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε
το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα
και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε
χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα είχαν
χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση
που έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά
στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον
πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την
Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν
μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της
κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα
τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς
ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα
και δε με  βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη
ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα
μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει
έτοιμο το φαί.

 

 

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...