Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΩΡΑΙΟΜΕΤΡΊΑ

 


Ένας συγγραφέας αποτυγχάνει όταν οι απόψεις του δεν ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο.
Στο σχολείο, λοιπόν, μας δίδαξαν και πολλά άχρηστα έως επικίνδυνα πράγματα. Ένα από αυτά είναι τα θρησκευτικά μαθήματα που μας έχωσαν σφήνα στον εγκέφαλο μας, την Εβραϊκή μυθολογία, και όλες τις δαιμονοληψίες και δεισιδαιμονίες αυτού του λαού. Τι αποκομίζει ένας μαθητής να διδάσκεται δώδεκα χρόνια την Ιουδαϊκή μυθολογία; Την ηθική εξάρτηση από λιβάνια και καντήλια.
Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τους άλλους, όταν δεν μπορούν ν ακολουθήσουν τη σκέψη τους.
Αν ένας άνθρωπος βρεθεί κατώτερος από το ύψος του, νομίζω πως δεν επανέρχεται. [Είναι αυτό που λέμε, ξέπεσες στα μάτια μου.]
Μερικά πράγματα γίνονται αλλά δε λέγονται. Άρα, πρέπει κάτι να μένει κρυφό. Ας πούμε, ο θεός.
Tόσα πράγματα που έφτιαξα μου φαίνονται πως πήγαν στα χαμένα. Πέτρες, βιβλία, στίχοι, ξανά βιβλία, τετράδια θεάτρου, πίνακες, σκέψεις. Μολυβιές στο χαρτί, τόσα χρόνια, όλα στο χιόνι. Μυθιστορήματα, χιλιάδες σελίδες, πεντακόσια προσχέδια ζωής, νιώθω πως τα παραδίνω όλα στο χάος. Δεν υπάρχει κάποιος που θα τα προσέξει. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον.
Καμιά κρίση ειλικρίνειας δε γλιτώνει τον δημιουργό από τις ανασφάλειες για την τύχη του έργου του. Κι ακόμα, η ζωή αυτή, δεν συγχωρεί τους υπερβολικά ευαίσθητους. Ή δε συγχωρεί κανέναν.
Μια ζωή ζούσα με κόκκους άμμου να κυλάνε γοργά
τώρα φαντάζουν όλα τόσο στατικά, τρομακτικά ακίνητα
ανακάθομαι στο κρεβάτι και ψηλαφίζω στο κομοδίνο
κάπου εδώ ξέχασα μία κλεψύδρα, πρέπει να τη βρω
και να τη γυρίσω...
Ο καιρός πηγαίνω-έρχεται, εμείς έχουμε πάθει ψιμυθίωση σαν κοινωνία ψεύτικη, οι γυναίκες κυκλοφορούν με προκλητικά κολάν-πιο προκλητικό από το γυμνό, σαρκικό ντύσιμο, προτείνω και οι άντρες να κυκλοφορούν με μαύρα κολάν, Κυριακή πρωί στην Αθήνα, γιατί να γκρινιάζεις ο κόσμος μας είναι βελούδινος, απαλός σαν χνούδι νεογέννητου κάκτου, κάποιοι ετοιμάζονται να λουστούν στην πράσινη θάλασσα κι εγώ δοκιμάζω το ελικόπτερο για καινούριες πτήσεις.
Το μόνο που δε μας δίδαξαν, είναι πως να κάνουμε έρωτα. Αυτοδίδακτοι κι εκεί
Κοιτάξτε τώρα: ο Ελύτης απαιτούσε από τους κριτικούς να γράψουν πως ήταν μεγαλύτερος ποιητής από τον Όμηρο. Εγώ να μη απαιτήσω πως είμαι καλύτερος όλων!
Η ταπεινότητα είναι κατώτερο συναίσθημα του ανθρώπου. Ίσως μια παραδοχή της ευφυίας να είναι πιο σωστό. Η ταπείνωση εμπεριέχει εξευτελισμό, ψεύτικον, χριστιανίστικον.
Είσαι σοκαριστικός, μου είπε ένας φίλος και... διαγράφηκε. Μόνος του.
Ηώιππος ξύλινην τε γλώτταν εποίει, πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις, Έλλησι τοις Τρώοις συν Αθηνά χαριστήριον, Δουρείω ίππω τη συμβουλή κελεύων, ίνα ή τα δε εσαεί υπό Έλλησι ή εκείνα πάντα υπό Γερμανίοις γέννηται, ότι τοίσι μάγισσοι περί των πάντων πρηγμάτων, ούτε γαρ ηδύ ούτε αγαθόν εστί, το δε πλήθος φέρει γνώμη αλλά τις ρητορεύει;
Έφτιαξα μια λέξη: ωραιομετρία. Έψαξα στα λεξικά δεν την βρήκα.
Στην ουσία βαριόμαστε να είμαστε πάντα μαζί, κολιτσίδα. Όχι μόνο στο ερωτικό, πόσο δε μάλλον στις μακρινές συναντήσεις, όπως είναι αυτές εδώ μέσα- εξ ου και οι γνωστοί δεν θα υπάρχουν για πάντα. Οι άγνωστοι περνάνε και φεύγουν σαν σύννεφα του Καλοκαιριού, σαν νοσταλγικές μνήμες, τάχα, αγάπης. Περίεργο πράγμα οι άνθρωποι- αν κι αυτό δεν έπρεπε να το γράψω.
Τι είναι το ταλέντο, είπα αργά. Είναι το κουστούμι ενός αιχμαλώτου, απάντησα. Είναι μια πανοπλία ανώτερου ενστίκτου.
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να τρίζει μια πόρτα. Γι΄αυτό ο τελευταίος να την κλείσει οπωσδήποτε. Ή να την ανοίξει τελείως.
Καλό. να σπάζουν τα τζάμια από το γέλιο-ενδιαφέρουσα κωμική εικόνα!
Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα απ ότι πιστεύαμε.
Οι πραγματικά ωραίοι άντρες, οι γόητες, είναι και ωραίοι μέσα τους. Έχω γνωρίσει μερικούς κακούς, ελάχιστους. Μιλάμε γι αυτούς που γνωρίζουν πως είναι ωραίοι! Οι περισσότεροι έχουν ένα σπάνιο χαμόγελο.
Βαριέμαι το μέτριο, λυπάμαι για τους ανέραστους, κι αυτούς που δε θα μάθουν να λεν ούτε αντίο.
Πόσες λέξεις υπάρχουν με τρία γράμματα που ν αρχίζουν από ωμέγα; μόνον έξι. Μου αρέσει το Ω-μέγα περισσότερο από το όμικρον, τόσο που σκέφτομαι να το ζωγραφίσω ή να το τοποθετώ ανάποδα στις γραφές. Περιστρέφοντας το, αριστερά θα έχω ένα έψιλον, ανάλογα τη γραφή, μπολτ, ταιμς, ελβέτικα κλπ. ή ένα τρία. Ολοκληρώνοντας τις περιστροφές προς τα δεξιά, έχουμε πρώτα ένα ανάποδο Ωμέγα και τέλος ένα ανάποδο τρία.
Θα υπάρχει κι άλλη εξήγηση για την αγάπη μου προς το Ωμέγα. Ίσως επειδή είναι τελευταίο, η γοητεία του τέλους, ίσως γιατί θυμίζει καλλίπυγη γυναίκα.
Καλύτερα θα ήταν να ορίζω εγώ τις τύχες σας γιατί είμαι πιο δίκαιος. Στο δρόμο όμως με τύφλωσαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες και ως Οιδίπους εκλιπαρώ την επιείκεια σας.
Πολύ ησυχία.. κυκλοφορεί. Ας ρίξουμε μια μολότοφ. Έχω μια απορία: Γιατί οι άντρες επιβεβαιώνουν συνέχεια [αενάως] πως, οι γυναίκες τους είναι τρελές;
Πραγματικά, όλοι οι άντρες, ιδιαίτερα οι παντρεμένοι συνέχεια αυτό πιπιλίζουν: Ας την αυτή είναι τρελή, μην την ακούς.
Γραμμένες σκέψεις.

 

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΤΊΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ

 

 

Ένα μικρό παράπονο
μέρας της ειλικρίνειας του καλύτερου
Όλοι μιλούσαν για λεφτεριά ούτε ένας θεός
για τη σκλαβιά που φύτρωσε στις μασχάλες μας
Βέβαια αρνηθήκαμε πολλές φορές να πνιγούμε
στον Γουαδαλκιβίρ όλοι μαζί.
Προτιμήσαμε τον δικό μας θάνατο πιο ατιμωτικό
θελήσαμε να γδάρουμε την εικόνα
να σβήσουμε το χείμαρρο.
Διψάσαμε το Καλοκαίρι και τις Άνοιξες
οι λέξεις ίδρωναν, δεν έπεφταν στο κενό
-αξία είχε να επιζήσουμε πάση θυσία
τρώγοντας ότι τρώγοντας
μόνον εμείς μπορούσαμε ν αντισταθούμε στους θεούς
κανείς άλλος.
Ούτε ένα δέντρο, ούτε μια σκιά ζωγράφου
γιατί οι λέξεις ξαναίδρωναν και τα ζώα κοιμούνταν ήσυχα.
[Στο κενό, στο κενό η ζωή
χείμαρρος, ξερό ποτάμι
του χρόνου δε θάχει νερό
-χαχα, δε θάχει νερό-
όλοι μιλάνε για το νερό
όλοι ξέρουν για το νερό
Κανείς δεν ξέρει για το αίμα!]
 
Ένα μικρό πουλί έφευγε μόνο του στη θάλασσα
Ταξίδευε ξέχωρα απ το κοπάδι.
 
Απόσπασμα. Ποιήματα, ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

ΖΩΉ ΑΣΉΜΑΝΤΗ, ΈΩς ΤΙΠΟΤΈΝΙΑ

 

Η ζωή είναι από ασήμαντη έως τιποτένια.
Κάποτε, για λίγο, καταντάει σημαντική. Ο Τζωρτζ Όργουελ επεσήμανε το γεγονός στην Επανάσταση των ζώων. Περισσότερο στο Dawn and out Paris and London. Είναι ένα βιβλίο σπάνιας αξίας, ένα προσωπικό ημερολόγιο, όπου περιγράφει τη ζωή των ανέργων και περιπλανώμενων αλητών στο Παρίσι και το Λονδίνο. Έζησε μαζί τους, άνεργος χωρίς δεκάρα, δούλεψε λαντζέρης σε εστιατόριο. Έτσι γνώρισε την παντελή ένδεια, την απόγνωση, την εξαθλίωση και τις άθλιες συνθήκες τις ανθρώπινης κατάστασης. Έφτασε στα όρια της απελπισίας, χωρίς ελπίδα, χωρίς σκοπό.
Είναι απόλυτα κατανοητό πως οι άνθρωποι αυτού του είδους και με αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να κάνουν τον παραμικρότερο αγώνα για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους- είναι ζωντανοί νεκροί. Ο Όργουελ βλέπει παντού γύρω του πως να είσαι τίμιος δεν συμβιβάζεται με την επιβίωση. Το μόνο που μετράει, είναι η υποκρισία και η δουλοπρέπεια. Η ζωή μοιάζει σαν ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα, χωρίς νόημα χωρίς σκοπό και κυλάει σε μια ατέλειωτη αγωνία και εγκατάλειψη, όπως λέει ο ίδιος.
Ο Όργουελ, αγανακτεί με την πολιτική και τα κόμματα, διαπιστώνοντας ότι διέπονται από ευτελή κίνητρα. Δυσπιστεί στις επαναστάσεις και στα διάφορα συνθήματα, που ρίχνονται με σκοπό να παραπλανήσουν τις μάζες και να επιφέρουν την σύγχιση και συσκότιση του νου και του πνεύματος, και που τελικά φαίνεται, ότι ωφελούν μόνο τους καιροσκόπους. Βέβαια, εδώ, δεν πρόκειται να κάνω κάποιο αφιέρωμα στον Όργουελ, αυτό θα χρειαζόταν τόμους, αλλά να υπενθυμίσω μερικά πράγματα που έκανε αυτός ο τόσο σημαντικός άνθρωπος και συγγραφέας του περασμένου αιώνα.
Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ, είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα βιβλία που επηρέασαν σημαντικά τη ζωή μου από παιδί. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, μελέτησα τον Όργουελ από παιδί έως μεγάλος. Η ζωή του είναι συνταρακτική, το πέρασμα του από εδώ άφησε ανεξίτηλα βήματα. Πήγε επαναστάτης στην Ισπανία-πόσοι θα το έκαναν αυτό;- τραυματίστηκε, σκότωσε τις πραγματικές αιτίες αυτού του άδικου κόσμου. Επέστρεψε στην Αγγλία και συνέχισε τον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας και ολοκληρωτισμού. Είδε πολύ γρήγορα, ενορατικά, την καθίζηση του Σοβιετικού καθεστώτος-πόσοι το προέβλεπαν αυτό;- διέβλεψε με το 1984 την παγκοσμιοποίηση και τον Μεγάλο αδερφό, την σημερινή μας κατάσταση. Έγινε υπέρμαχος του Σοσιαλισμού, περισσότερο από αηδία για τον τρόπο που καταπιέζονταν η φτωχότερη τάξη της βιομηχανικής εργατιάς, έκλεψε, ζητιάνεψε στο δρόμο. Έσκισε τα πρώτα του γραπτά, κανείς εκδότης δεν δεχόταν να σπαταλήσει τα χρήματα του, επάνω του. Θα τελειώσω τούτη τη μικρή παρουσίαση με λόγια δικά του για την ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ: Δεν θέλω να κάνω σχόλια για το έργο. Αν δεν μιλάει από μόνο του, τότε έχει αποτύχει.
Πόσοι συγγραφείς έχουν τέτοια άποψη και τέτοια ιδέα για το έργο τους;

 

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

ΗΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ

 

Εκεί που οι βράχοι κόβονται με το μαχαίρι η θάλασσα δε νικιέται.

Ο απαλός ήχος εκείνου του πρωινού που έκανε το ταξίδι προς το Βορά, ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν από τα καλύτερα που του είχαν συμβεί. Αυτή η φράση με τους βράχους και τη θάλασσα που δε νικιέται, ήταν σφηνωμένη όλη τη νύχτα στο μυαλό του. Γιατί δε νικιέται η θάλασσα; Αναρωτήθηκε δυνατά καθώς είχε καθίσει στη θέση του, μέσα στο τρένο που ταξίδευε από το κέντρο για το Μαρούσι.
Δεν ήταν μακριά. Συνήθως σ αυτά τα ταξίδια δεν καθόταν, δεν ήθελε να στερήσει τη θέση από κάποιους αδύνατους αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισε ν απολαύσει τη μικρή διαδρομή καθιστός.
Ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν ένας αγγειοπλάστης το επάγγελμα- άνθρωπος βαρεμένος κατά τους άλλους, τους πολλούς, που δεν ήξεραν και πολλά πράγματα για τη ζωή του. Όμως αυτός πίστευε πως είχε να προσφέρει πολλά στη ζωή. Μεγαλωμένος μέσα σε μια αστική οικογένεια, μοναχογιός, γύρω στα σαράντα, άνθρωπος της κουλτούρας, ασκούσε μια γοητεία στον περίγυρο του. Όλοι έλεγαν πως ήταν σπουδαίο μυαλό, μα αυτός δε ζήλευε τίποτε παραπέρα από τη γνώση του, την ευστροφία του για την ανθρώπινη ύλη. Χρησιμοποιούσε αυτό το «ανθρώπινη ύλη» για να υποδείξει τη μάζα του υπερπληθυσμού του πλανήτη, από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και δήλωνε αμέτοχος στη συμφορά που βάραινε τον κόσμο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά.
Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο του Χιούστον σπουδάζοντας εκεί σημειολογία, πριν από πολλά χρόνια. Τα φοιτητικά χρόνια που έλεγε ή καυχιόταν πως ήταν τα καλύτερα στη ζωή του ανθρώπου κι αργότερα, όταν είχε παντρευτεί τη Μαριλένα μια εξίσου βαρεμένη μ αυτόν Κερκυραία, λογίστρια των ηθικών αρχών του ανθρώπου, πίστευε ακράδαντα πως ούτε τα βράχια κόβονταν στα δυο, ούτε πως η θάλασσα νικιέται.
Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε  χρόνια. Η εξέλιξη των ειδών του Ντάρβιν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιρρήσεων αλλά θα ξεκινούσε  έτσι: Όχι, δεν καταγόμαστε από τους πιθήκους. Η πρώτη, σθεναρή αντίρρηση είναι πως κανένα από τα γνωστά είδη πιθήκων δε μετεξελίσσεται σε άνθρωπο. Ο χιμπατζής παραμένει χιμπατζής, ο
  ουρακοτάγκος, ουρακοτάγκος και ούτω καθεξής. Είναι πολύ απλό να σκεφτούμε εδώ πως μόνο ένα είδος πίθηκου, αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο εξελίχτηκε σε άνθρωπο, άρα αυτό αναιρεί άμεσα την καταγωγή μας από το συγκεκριμένο είδος. Ούτε ξαδέρφια μας είναι οι πίθηκοι, ούτε καθόλου τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια, μιλάμε για αριθμό που και συμπαντικά είναι ικανός, και τίποτα δε μεταμορφώνει πια την εικόνα του: ήθελε να πει, πως με την εμφάνιση του ανθρώπου τελείωσε ο νόμος της εξέλιξης των ειδών; Και εφόσον όλα τα είδη δε μετεξελίσσονται σε άλλο, το λιοντάρι σε αλεπού, το ψάρι σε πουλί, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι το τελειότερο των ειδών; Και από απόψεως λογικής και μορφής και ότι άλλο συνεπάγεται με αυτό;
Είχε μια σκέψη διαφορετική αν και υπήρχε φυσικά σαν άθεος, που θα πηγαίνει κάπως προς τους ιδεολόγους: ο άνθρωπος υπήρχε πάντα και δεν είναι προϊόν καμιάς εξέλιξης. Οι κλιματικές συνθήκες οι φυσικές καταστροφές, τον έκαναν άλλοτε πρωτόγονο κι άλλοτε πολιτισμένο. Αν εξετάσουμε τη δική μας ιστορία δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είναι μηδαμινή μπροστά στα τέσσερα δισεκατομμύρια που υπάρχουμε εδώ πάνω. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να προδικάσουμε ακριβώς ποιος ήταν ο πολιτισμός πριν εκατό χιλιάδες χρόνια πριν; Όχι.
Και επανερχόταν στο βασικό ερώτημα. Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Η απάντηση είναι όχι. Ούτε όμως μας έσπειρε κάποιος θεός. Πως όμως θα εξηγήσουμε τη στασιμότητα της τελειοποίησης του είδους των ανθρώπων; Και μη του έλεγε κανένας πως δεν είμαστε ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια θα το απέρριπτε. Έχουμε πάντα δυο μάτια, δυο πόδια, πέντε αισθήσεις και μια μορφή που την αλλάζουμε μόνο εμείς, επεμβαίνοντας στη φύση μας. Η ίδια από μόνη της δεν αλλάζει τη μορφή και τον εγκέφαλο μας, ούτε μας πάει στο καλύτερο ή στο χειρότερο, αυτό αναγκαία δεν υπάρχει στη φύση, δηλαδή το καλό και το κακό [ Καλό για το λιοντάρι είναι
 να φάει την αντιλόπη, κακό είναι για την αντιλόπη να φαγωθεί]  Ο πίθηκος που είναι όντως ένα άσχημο ζώο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο, όπως φυσικά και κανένα άλλο ζώο. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις σ αυτό, καταντούν έξω από τη λογική του ανθρώπου. Βεβαίως τα ζώα έχουν μόνο ένστικτο,  το καθένα λίγο περισσότερο και το άλλο λίγο χειρότερο, η σύγκριση όμως με τον άνθρωπο είναι ανεπανόρθωτα συντριπτική : Ο άνθρωπος είναι το τέλειο ον που γνωρίζουμε σ αυτόν τον γήινο πολιτισμό. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο και θα διαφωνούσε  εδώ με τον Μίλαν Κούντερα που λέει: Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας [η πιο ουσιαστική κρυμμένη ώστε να μη τη βλέπουμε] έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με όσους είναι στο έλεος του: τα ζώα.
Και γιατί να μην είναι στο έλεος του τα ζώα; Με την έννοια να τα λυπάται που και που και να τα αφήνει να ζήσουν λίγο παραπάνω;
Ο Ντίνος Βελεμέντης δε λυπόταν τα ζώα, μόνο τους ανθρώπους και από αυτούς όχι όλους. Τα ζώα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο υπηρετικό προσωπικό του ανθρώπου από καταβολής λογικής; Κανένα ζώο δε μοιάζει στον άνθρωπο είτε το θέλετε, είτε όχι. Αυτός όσο έζησε δήλωνε αυτή τη διαφορά. Με την άποψη πως ο κόσμος μας, είναι κόσμος ικανοτήτων, έβγαζε το συμπέρασμα για την τεράστια διαφορετικότητα του από τον πίθηκο.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου 

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

ΠΑΛΆΜΕΣ ΣΦΙΧΤΆ ΔΕΜΈΝΕΣ

 

[Γράφτηκε υπό το μηδέν, για κάποιο Σάββατο στην Αθήνα τον Ιανουάριο το 2012, για έναν άντρα- εμένα και μια γυναίκα-εσένα.]

Το βράδυ κρύο, το χάδι, έφεγγε στο σκοτάδι.
Λυπόσουν ή δεν ήξερες, τι να περιμένεις,
ένας ο κόσμος ο μικρός, μέσα σε μεγάλα μάτια.
Μου θυμίζουν τη λίγη μας ευτυχία.

Ο ύπνος δύσκολος μετά τα φιλιά
οι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούν ν αγαπηθούν.

Ένα βράδυ είναι η ζωή μας;

Κάπνιζες συνέχεια με κάποια χαρά κυλούσε ο καπνός ανάμεσα μας
Ανάμεσα σε παλάμες σφιχτά δεμένες, έτρεχε το κρασί μιας αγάπης που
την είχαμε ορίσει από πριν.
Είπες έπρεπε να γνωριστούμε πριν
δέκα, είκοσι χρόνια, γιατί τότε θα μας περίσσευε η όψη του φεγγαριού
οι μέρες και οι νύχτες των φιλιών, η προσμονή να φτιάξουμε μαζί καλύτερο το σπίτι μας.
Η δύναμη πως θα τα κάναμε όλα μαζί, η δυστυχία να παραδεχτούμε πως υπάρχουν κι αυτά.

Η αρχή ορίζει το τέλος σου είπα, δεν ήθελα να σε λιγοστέψω.
Και μπορεί να έκλαιγα στο σταθμό του τρένου, ανήξερος επειδή δεν θέλω να παραδεχτώ τέτοιες ήττες.

Σκόρπια λεπτή άμμος, ο πόνος σίγουρος, λίγος πράσινος χρυσός
φαντάζει αόριστο τι θα γίνουμε.
Οι μεγάλες αγάπες τελειώνουν γρήγορα
ηχούν σαν τα βήματα κάποιου που μας ακολουθεί.

Ο ύπνος δύσκολος μετά από τα φιλιά
ένα βράδυ ήταν η ζωή μας;
Τα χέρια, τα χέρια, η αγωνία
πως μπορεί να μην ξαναβρεθούμε, εμείς που ξέραμε από αγάπη.


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

ΕΝΩ

 

Πολλές φορές τ απογεύματα
ανέβαινα την ανηφόρα πίσω από την πλατεία.
Με χαιρετούσαν πολλοί άνθρωποι
ακόμα κι αυτοί που δεν ήξεραν τ΄όνομα μου
Τι σημασία έχουν τα ονόματα
ένας άνθρωπος που διαβαίνει κάπου πηγαίνει
Περνούσαν τότε και ζευγάρια πιασμένα από το χέρι
και ήταν σα να έφεγγε μια αχτίδα ανάμεσα από τα φύλλα της ακακίας
Εγώ χαμογελούσα με τις άκρες των ματιών και των χειλιών
Καθώς αυτοί έφευγαν στη στροφή αφήνοντας μια χούφτα σκόνη
στα μάτια, πηγαίνοντας πιο πέρα τη ζωή
που κυλούσε ανάμεσα από πράσινα
έως πορτοκαλιά χρώματα της μοναξιάς
Εγώ έμενα ακόμα εκεί παρέα με την μνήμη των σφιχτοδεμένων χεριών τους ενώ η ακακία θρόιζε στο γκρίζο που σουρούπωνε αποδείλι.
 
ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΟΙΧΤΉ ΠΌΡΤΑ

 

Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ήλιος θα ήταν υπέροχος.

Όλοι οι τρελοί γυρνάνε τη νύχτα, δεν έχουν αλλού να πάνε

ακουμπάνε στις τύχες τ ουρανού

Σα να είναι η τελευταία φορά που αγαπάνε

καμιά πόρτα δεν είναι ανοιχτή θεού.

Για να αρέσεις στους άλλους πρέπει ν αρέσεις στον εαυτό σου. Πόσο μάλλον για την αγάπη. Αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου μπορείς ν΄αγαπήσεις τους άλλους; Υπάρχουν όμως άνθρωποι που δεν τους αρέσει ο εαυτός τους; Άνθρωποι που δεν αγαπάνε την ύπαρξή τους; Και για ποιους λόγους άραγε; Όλο ερωτήματα είμαι. Καλό βράδυ.

Τώρα, ετούτο μόνο κακόγουστο αστείο μπορεί να είναι:Η Ελλάδα είναι μια από τις πλουσιώτερες χώρες της Νότιας Ευρώπης και επίσης στην 25η θέση των πλουσιωτέρων χωρών του κόσμου! Αν πάρουμε σαν παράδειγμα τη φτώχεια που κυριαρχεί εδω-φανταστείτε τι συμβαίνει στη Ζιμπάμπουε. Δεν ξέρω πως υπολογίζουν τον πλούτο μιας χώρας οι στατιστικές. Ο Καπιταλισμός βέβαια ξέρω: πως θα κάνει φτωχότερους τους πολλούς ανθρώπους.

Δεν ήθελα να πάω πουθενά, σκόρπιος σαν πεταμένο βιβλίο, πήρα πάλι τους δρόμους.

Φίλες και φίλοι ξέρω πόσο σας αρέσει η ποίηση. Οι Έλληνες είμαστε λαός ποιητικός, όλοι γράφουμε. Μερικές φορές όμως καταντάει βαρετό. Νομίζουμε πως θα γίνουμε όλοι Όμηροι και είμαστε όμηροι με μικρό βέβαια, φυλακισμένοι κατα κάποιον τρόπο μεγαλόπνοων ιδεών, επειδή γράψαμε μιας πεντάρας λόγια. Φαίνεται πως θεωρούμε την ποίηση εύκολο λόγο.

Δεν ξέρω αλλά θα πω κάτι εδώ που με εκφράζει όταν γράφω ποίηση:[επειδή χρησιμοποιώ σχεδόν όλα τα είδη του λόγου] Νιώθω την ποίηση σαν μια άλλη απέραντη δύναμη, κάτι που με ωθεί να το πω μόνον έτσι. Οι λέξεις, τα συναισθήματα, οι εικόνες, στην αρχή τρέχουν αλόγιστα, θαρρείς πως θα φτιάξεις μ΄αυτές μια Πυραμίδα, και έχει αυτό μια άλλη ευχαρίστηση. Κι έπειτα έρχεται κάτι άλλο: πόσοι μπορούν να γράψουν ποίηση κατα παραγγελία; Ο Ρίτσος ήταν ένας επαγγελματίας ποιητής; Ο Παλαμάς; Ο Έλιοτ ίσως και ο Ελύτης απέκτησαν αυτό το δικαίωμα. Ο Καρυωτάκης ήταν αμεσότατος ποιητής δεν υποκρινόταν.

Αργά. Μεσάνυχτα και κάτι.

Αν δεν κουνήσουμε το βρακί μας δε γίνεται τίποτα.

Και πως να το κουνήσεις; Σημαία είναι;

Αχά! τελειώσαμε σε μια σπείρα ύπαρξης

Ανόητο μου φαίνεται να υπάρχεις έτσι.

Το τσιγάρο μου αρέσει όταν το στρίβω και μόλις ανάβω την πρώτη ρουφηξιά.. μούρχεται να το πετάξω αλλά δεν το κάνω. Το ποτό στην τελευταία γουλιά-άδειο ποτήρι είν΄η ζωή και η γυναίκα είναι ωραία, πριν από το πρώτο χάδι. Όταν την περιμένεις...

Απο τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροιδέψω, επειδή εγω ήμουν και κανένας άλλος. Απο τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται απο το τίποτε. Εκεί που ξεκινας ταξίδι κι αντι να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό.

Μάγκες και μαγκίτισσες τα πράγματα είναι σοβαρά. Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδω μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν εχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λεω εγω γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει ποτε μαζί τους.

Σκέφτομαι πραγματικα, σε τι ποσοστό να ενδιαφέρει η τέχνη τους ανθρώπους. Αν την τέχνη γέννησε πρώτα η πείνα κι αν θεωρήσουμε την ζωγραφική την πρώτη έννοια της-για τον άνθρωπο των σπηλαίων- και την μουσική, την έναρθρη κραυγή του, να δώσει άλλο νόημα στη ζωή του, την δεύτερη. Μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι "τεχνίζοναι", ενω θα μπορούσαν απλά να τέρπονται με το φαγητό και την ιατρική τους περίθαλψη.

 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΚΆΠΟΤΕ ΣΤΟ ΝΌΤΟ

 

Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
όλα φαίνονταν καλά.
Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
-να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
Εν ολίγοις
κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
Ο κόσμος δεν είναι κακός;
Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
Εσύ κι εγώ.
 
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...