Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 18






Κιτρίνισα. Δεν πρόλαβα να του πω τίποτα. Δε μου άρεσαν αυτές οι ιστορίες. Αστυνομίες, δικαστήρια, μπλεξίματα. Κι ύστερα, τι να υποστήριζα εγώ;. Το μάρτυρας δε μου πήγαινε καθόλου, εκεί έπρεπε να πεις ψέματα χοντρά, όχι γλυκά, τα πρέποντα.
Εν πάση περιπτώσει ήρθε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε. Το άφησε αναμμένο με την πόρτα ανοιχτή. Όρμησε μέσα αναμαλλιασμένος.
-Πάμε, μη στέκεσαι, μου είπε. Θα δεις τι θα της κάνω εγώ της πουτάνας. Έχω κανονίσει να έρθει και ένας φίλος μου αστυνομικός. Πάμε σου λέω, τι με κοιτάς;
Σχεδόν τραβηχτόν από το μπουφάν με έσυρε έξω-ίσα που πρόλαβα να κλειδώσω. Σε όλη τη διαδρομή, δε σταμάτησε καθόλου. Έλεγε-έλεγε, φώναζε, έβριζε. Την πουτάνα, την έτσι, την αλλιώς, να με κερατώνει εμένα μ αυτόν τον βρωμιάρη τον Τσάβαλο. Θα τον κανονίσω εγώ, σε μένα δε χωράνε πουστιές, πάμε και θα δεις!
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω αλλά δε γινόταν, είχε πάρει ανάποδες. Λίγο παραπάνω στο αστυνομικό τμήμα, άφησε το αυτοκίνητο του και μπήκαμε στο περιπολικό μαζί με δυο αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων ήταν φίλος του. Ο Σωτήρης, ένα μούτρο κωλοπετσωμένο. Αυτό δε μου άρεσε, σκευωρία μυριζόμουν στη μέση.
-Ηρέμησε Δούκα, του είπε ο Σωτήρης. Αυτές οι δουλειές θέλουν ηρεμία, τι διάολο, ολόκληρος επιχειρηματίας είσαι, μην κάνεις έτσι. Η δουλειά θα γίνει μουλωχτά.
Όταν μπήκαμε στο σπίτι επικρατούσε ησυχία, σα να μην υπήρχε ψυχή.
-Εδώ! Φώναξε ο Δούκας κι έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα.
Τον ακολουθήσαμε αλλά δεν τον προλάβαμε.
Από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας είδα όλη τη σκηνή. Είδα τον Τσάβαλο πράγματι αγκαλιασμένο με την Βασιλική. Ντυμένος ήταν αυτός κι εκείνη με αραχνοΰφαντο νυχτικό. Δεν έμοιαζε για ερωτικό σφίξιμο. Έτσι αντιλήφθηκα, έτσι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.
-Παλιοτόμαρο! Ούρλιαξε ο Δούκας και άρπαξε μια καρέκλα.
Του την έφερε στα πόδια, πίσω από τα γόνατα και ο Τσάβαλος έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας από τον πόνο. Η Βασιλική είχε προλάβει να τραβηχτεί ή μάλλον την έσπρωξε ο Τσάβαλος για να την προφυλάξει.
Έτσι έγιναν. Τα επακόλουθα είναι γνωστά. Αυτόφωρα, αστυνομίες, νοσοκομεία, δικηγόροι. Τρεις δικηγόροι, ένας για τον καθέναν. Και τρεις μάρτυρες προς το παρόν. Εγώ και οι δυο αστυνομικοί. Αργότερα μπορεί να προστίθενται κι άλλοι.
Μήνυση για μοιχεία ο Δούκας, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες ο Τσάβαλος. Είχε σμπαραλιαστεί το δεξί του πόδι και οι γιατροί έλεγαν πως θα μείνει ανάπηρος, κουτσός.

Είχε ψιλογκριζάρει. Στους κροτάφους, στα γένια και λίγο μπροστά στο μέτωπο. Άσπρος, κάτασπρος, σχεδόν πελιδνός, φαινόταν από μακριά πως ήταν άνθρωπος του εξωτερικού, χωμένος μέσα στο ριγέ κουστούμι και τη μεγάλη καμπαρτίνα. Καλοκαιριάτικα βέβαια και καμπαρτίνα δεν πήγαινε αλλά για τους ανθρώπους που έρχονταν από τα κρύα, όλα πήγαιναν. Πιο αδύνατος ακόμα από ότι ήταν, σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος με τα ζυγωματικά να εξέχουν και τον κόμπο στο λαιμό να πηγαινοέρχεται καθώς ρουφούσε αρειμάνια τον καπνό. Κάπνιζε συνέχεια, το ένα πάνω στο άλλο τα άφιλτρα τσιγάρα του, φυσώντας στον ουρανό τούφες και κυκλάκια. Συνήθως ήταν σκεφτικός. Έτσι έδειχνε μέχρι να πιει το πρώτο ποτήρι μπύρας κι αμέσως καπάκι το ουίσκι. Παρατηρούσα τα χέρια του ροζιασμένα, σκληρά σα να είχαν αρχίσει να σιγοτρέμουν. Όχι εμφανές, έπρεπε να το ξέρεις, να το προσέξεις ιδιαίτερα.
Στους κροτάφους ένα νεύρο σα φίδι, φούσκωνε προς το μπλε, ανάλογα με τους χτύπους του αίματος.
Δεν πήγε πουθενά αλλού, ήρθε σε μένα κατευθείαν- στη μάνα του πήγε μετά από κανένα μήνα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον σα να μη το πιστεύαμε. Στο αεροδρόμιο, στο δρόμο, μες το ταξί, στο μαγαζάκι μου μετά για να δει τα κατορθώματα μου. Δεν κουβαλούσε πολλές αποσκευές, μόνο μια βαλίτσα. «Τα πλέον απαραίτητα» μου είπε. «Τα άλλα θα έρθουν αργότερα, που να τα κουβαλάω τόσα πράγματα στο αεροπλάνο!» και με κοίταζε με λοξό βλέμμα.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Είχα να τον δω πάνω από δέκα χρόνια και λιποψύχησα με τα όνειρα του όταν μου τα λεγε. Δεν είχε πολύ πειθώ έτσι νόμιζα και φανταζόμουν μια κουρασμένη πορεία από εδώ και πέρα γι αυτόν. Έπειτα ήταν και το ποτό. Όπου κι αν στεκόμασταν ζητούσε κι ένα ποτήρι ουίσκι. Κάπου, λίγο πιο κάτω από τα μάτια, το δέρμα είχε αρχίσει να κοκκινίζει- σημάδια των μπεκρήδων.
Αόριστα περνούσε από το μυαλό μου η συνέχεια του αλλά την ξεχνούσα, την άφηνα στο υποσυνείδητο μου σαν μελλοντικό ταξίδι.
Τον πήγα σε ένα ξενοδοχείο, πρώτης τάξεως όπως μου ζήτησε, έχω λεφτά, μη νομίζεις. Έμεινε εκεί καμιά-δυο εβδομάδες και κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Βγαίναμε, διασκεδάζαμε, σκορπούσε τα λεφτά του. Συζήτηση για τα άλλα δεν ήθελε. Άστα, μου είπε θα τα συζητήσουμε όταν έρθει ο καιρός τους. Προς το παρόν ήθελε να απολαύσει την πατρίδα, ξένοιαστος από σκοτούρες και έγνοιες. Ποτό, γυναίκες, κραιπάλη μέχρι τις πρωινές ώρες. Ώσπου ένα από αυτά τα βράδια μου ζήτησε να του φέρω τον Τίτο. Για τη Μαγδαληνή ούτε κουβέντα.
-Αμβράζη, θέλω να μου φέρεις το γιο μου. Ναι, μη κουνάς το κεφάλι, ξέρεις, εγώ δεν πάω σ αυτούς και εννοούσε τους Σταυρέους.
Προσπάθησα να τον πείσω πως ήταν δύσκολο και για μένα. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία με την Καίτη και όσο μιλούσα γι αυτήν με κοίταζε υποτιμητικά.
-Καλά που γλίτωσες, μου είπε. Μπράβο ρε Αλμύρα, ευτυχώς δεν την ολοκλήρωσες την κουτουράδα όπως εγώ. Αμβράζη, να σου πω την αλήθεια- μια με έλεγε Αμβράζη, μια Αλμύρα- αν έκανες τέτοιο πράγμα και παντρευόσουνα δηλαδή την Καίτη θα σε σκότωνα Τι δουλειά είχες εσύ μες τα σκατά;
- Δεν ήταν ακριβώς έτσι… προσπάθησα να δικαιολογηθώ
-Δε με νοιάζει ότι και να μου πεις για αυτή την ιστορία. Τέλος πάντων αφού κατάφερες να ξεγλιστρήσεις, εντάξει. Τώρα, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις με τον Τίτο. Θέλω να δω το παιδί μου, κατάλαβες;
Μηχανεύτηκα διάφορους τρόπους. Όπως να πάω να τον πάρω απ το σχολείο ή από τη γειτονιά, την ώρα που θα έπαιζε στην αλάνα. Αλλά για πόση ώρα; Η Μαγδαληνή θ ανησυχούσε και τότε θα μπερδευόταν το πράγμα. Θα με θυμόταν άραγε ο Τίτος. Θα με αναγνώριζε αφού με είχε δει μόνο πέντε έξι φορές και μάλιστα όταν ήταν πολύ μικρός.
Τελικά, πήρα τη γενναία απόφαση να πάω στη Μαγδαληνή, στο σπίτι της. Θα της εξηγούσα, δεν μπορεί, θα με καταλάβαινε. Του Ντάφλου βέβαια, δεν του είπα τίποτε γι αυτό, εξ άλλου δεν τον ένοιαζε, αυτός ήθελε μόνο να δει το γιο του. Την παρακολούθησα λοιπόν απ το σχολείο που είχε πάει να πάρει το παιδί, μέχρι το σπίτι της. Στην είσοδο της πολυκατοικίας την πρόλαβα και της μίλησα. Μου είπε ν ανέβουμε πάνω. Έτσι και έγινε.
Δε με καλοδέχτηκε βέβαια αλλά ούτε και μου φέρθηκε ψυχρά. Δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο είχε χοντρύνει κάπως, η μέση της δεν ξεχώριζε κι έμοιαζε μεσόκοπη γυναίκα ενώ ήταν μόλις τριάντα πέντε –τριάντα έξι χρονών. Έφτιασε καφέ και το φέρσιμο της ήταν επίπεδο. Για την Καίτη δεν ανοίξαμε κουβέντα και η Μαγδαληνή που όπως έδειχνε δεν ήταν από τους ανθρώπους που κρατάνε κακία, χαμογελούσε που και που για να δείχνει άνετη.
-Δεν έχω ανάγκες, μου είπε. Δόξα τω θεώ τα καταφέρνω αν και η ζωή είναι δύσκολη, περνάνε τα χρόνια. Έχω αγοράσει το μισό ψιλικατζίδικο και έτσι τα φέρνω βόλτα.
Για το Ντάφλο ούτε μιλιά. Το ίδιο κι εγώ, τσιμουδιά. Στην αρχή, δεν ήξερα πως ν αρχίσω αλλά κάποια στιγμή που ξαναείπε πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, πιάστηκα από την κουβέντα της. Κάτι καταλάβαινε κι ας ήταν πράα, αγαθή με όλη τη σημασία της λέξης.
-Είναι εδώ; Με ρώτησε χαμηλόφωνα.
Έβαλα τα δυνατά μου και με όσο πιο ωραία λόγια της εξήγησα το σκοπό της επίσκεψης μου και πράγμα παράξενο δεν αντέδρασε άσχημα όπως λογικά περίμενα.
-Ώστε έτσι! Έκανε μονάχα. Ε, να τον πάρεις, να τον πάρεις να γνωρίσει και τον πατερούλη του. Έτσι πρέπει, κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Έλα το απόγευμα που θα σχολάσει από το φροντιστήριο να τον πάρεις αλλά το βράδυ θα μου τον φέρεις, να μείνω ήσυχη, μη μου κάνεις καμιά λαδιά… δεν ξέρεις πως τον μεγάλωσα εγώ…
Τόσο εύκολα δεν το περίμενα. Μάλιστα, έφτασα στο σημείο κρυφογελώντας μέσα μου, να πιστέψω πως με συμπάθησε κιόλας η Μαγδαληνή. Κι εδώ που τα λέμε, εμείς οι δυο δεν γνωριζόμασταν παρ όλες τις σχέσεις που προϋπάρχανε. Λίγες φορές έτυχε να μιλήσουμε κι αυτό για τα τυπικά. Τι κάνετε, πως είστε, χρόνια πολλά. Γιατί λοιπόν να μη με συμπαθεί; Εγώ δεν είχα λόγους να συμπεριφέρομαι διαφορετικά απέναντι της κι όσο για το δεσμό μου με την αδερφή της την Καίτη, είπε πως κι αυτό ήταν δικός μας λογαριασμός αλλά καλά θα κάναμε να τα βρίσκαμε γιατί και συ φαίνεσαι καλό παιδί.
Παιδί, είπα κι εγώ μέσα μου και το σκεφτόμουν το απόγευμα που πήγαινα να πάρω τον Τίτο. Παιδί γύρω στα τριάντα τόσα μου χρόνια. Μπορεί. Μπορεί να έμενα για πάντα έτσι, μακάρι δε λέγανε οι περισσότεροι να είσαι πάντα παιδί; Να κάνεις τη ζωή παιχνίδι και να νομίζεις πως είσαι αθάνατος; Γιατί τα παιδιά μοιάζουν και νομίζουν πως είναι αθάνατα.
Η συνάντηση πατέρα και γιου ήταν πολύ συγκινητική. Αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν κανένα μισάωρο.. Δεν ξεκολλούσαν και φυσικά πιο πολύ ο Ντάφλος. Ύστερα έβαλαν τα γέλια ενώ εγώ έκανα να φύγω σαν τους είδα έτσι ευτυχισμένους.
-Δε θα πας πουθενά! Μου είπε ο Ντάφλος σα διαταγή. Θα βγούμε έξω σήμερα, εγώ κερνάω! Θα το γλεντήσουμε, τι διάολο, ολόκληρο γιο αντάμωσα, δεν τον βλέπεις; είναι παλικάρι!
Ο Τίτος ήταν ένα συμμαζεμένο παιδί- φαινόταν μια θλίψη στα μάτια του. Δωδεκάχρονος τότε τελείωνε το Δημοτικό, ψηλός για την ηλικία του αλλά αδύνατος, λιγνός. Όχι βέβαια καχεχτικός σαν τον Ντάφλο τον πατέρα του αλλά αδύνατος. Έδειχνε όμως πως θα ψήλωνε πιο πολύ ακόμα και ίσως αργότερα να γέμιζε, να έβαζε λίγο κρέας, έτσι που θα γινόταν κανονικός άντρας όπως είπε και ήθελε ο Ντάφλος. Γενικά ήταν ένα όμορφο παιδί ο Τίτος. Μελαχρινός προς το σκούρο- σ αυτό έμοιαζε στη μάνα του- ζυγωματικά εξογκωμένα, μύτη, στόμα και μάτια του πατέρα του. Μάτια προς το πράσινο, μελιά. Κάπως έτσι ήταν και του Ντάφλου, ίσως λίγο πιο καστανά.
Πανέξυπνος φαινόταν και ήταν ο Τίτος. Στο σχολείο, πρώτος στα γράμματα, πρώτος στον αθλητισμό. Πρώτος απ όλους θα καμάρωνε αργότερα ο Ντάφλος όπως όλοι οι πατεράδες του κόσμου. Πρώτος από τους πρώτους, έλεγε, θα τον κάμω εγώ γιατρό. Έτσι του είχε καρφωθεί στο μυαλό κι ο Τίτος χαμογελούσε για τα όνειρα που είχε αρχίσει να πλάθει ο πατέρας του γι αυτόν.
Έπαιζε λοιπόν εκείνο τον καιρό με το γιο του ο Ντάφλος. Τον σήκωνε ψηλά στα χέρια, τον πετούσε ψηλά, τον φιλούσε, του έδινε χρήματα.
-Να, πάρε, θέλεις κι άλλα; Έχει ο πατέρας σου μη νομίζεις…
Από εκείνο το βράδυ που βγήκαμε έξω κι ο Ντάφλος έγινε πάλι στουπί ως συνήθως, μια φορά τη βδομάδα πήγαινα κι έπαιρνα τον Τίτο. Τον άφηνα στον πατέρα του κι έφευγα. Αρκετές φορές πήγαινα μαζί τους και πάντα το ίδιο τροπάρι. Ο Ντάφλος φέσι.
-Που θα πάει αυτό; Τον ρώτησα μια μέρα.
-Να μη σε νοιάζει, μου απάντησε. Κοίτα το δικό σου δρόμο, εγώ τον δικό μου τον έχω χαράξει.
Δεν ήθελε να μιλάει γι αυτό- δηλαδή για το ποτό, γιατί έπινε, γιατί μεθούσε και λοιπά. Απ την άλλη είχε δίκιο να μου βάζει χέρι και να μιλάει για το δικό μου δρόμο. Έβλεπε την κατάντια μου, τις αναποδιές, την αφραγκία μου. Στην αρχή μου είχε πει πως θα με βοηθούσε να κάνουμε τη φυλλάδα πραγματική εφημερίδα. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που μας έπιανε κι ονειρευόμαστε μεγαλεία. Την άλλη μέρα το είχαμε ξεχάσει κιόλας.
Που και που μου έδινε κανένα χιλιάρικο αλλά τώρα τελευταία είχε γίνει τσιγκούνης. Όχι ακριβώς τσιγκούνης- για τον εαυτό του ήταν σπάταλος- στους άλλους γύρω του σφιγγόταν κι όλο δεν έχω, δεν κάνω, δε ράνω έλεγε. Αυτό μου φαινόταν μεγάλη αλλαγή γιατί ο Ντάφλος ήταν ανέκαθεν γαλαντόμος, ανοιχτοχέρης.
Ο Τίτος στεναχωριόταν με όλα αυτά, το έδειχνε κι ας ήταν μικρός, το καταλάβαινε και δεν του άρεσε αυτό που έκανε ο πατέρας του. Αισθανόταν απέχθεια για το ποτό και σιγά-σιγά μούτρωνε. Είχε πάρει πάνω σ αυτό από τον θείο του τον Σταυρέα και το σόι της μάνας του. Κανένας δεν έπινε. Ή τουλάχιστον όσους γνωρίζαμε.  Έτσι, αργότερα θα έπαιρνε τελείως αρνητική θέση στο θέμα του πατέρα του. Σχεδόν θα τον απαρνιόταν κι εξόν από κάποιες αναλαμπές, ποτέ δε θα του συμπαραστεκόταν ούτε θα τον έβλεπε σαν πατέρα.
. Ο Ντάφλος από την πλευρά του μια έλεγε έτσι μια αλλιώς. Δε με νοιάζει ας κάνει ότι θέλει ή κάνε παιδιά να δεις καλό και συνέχιζε να μπεκροπίνει στις γειτονιές.
Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκαν με τον Δούκα. Χρονικά δε θυμάμαι πότε ακριβώς είχαν πρωτοσυναντηθεί. Πιθανώς από τότε στα παιδικά χρόνια στον Άγιο Αρτέμιο αλλά στην ουσία τώρα άρχιζε η γνωριμία τους.
Βρεθήκαμε μια μέρα στο γραφειάκι μου κι αυτή τους η επαφή δεν ήταν καλή. Θέλω να πω, πως απ την αρχή ξεκίνησε μια αντιπάθεια που θα συνεχιζόταν στο μέλλον. Έτσι στα καλά καθούμενα.
-Δεν είναι σόι αυτός! Μου είπε ο Ντάφλος. Που τον βρήκες; Δεν κάνει για μας, το παίζει πολύ μάγκας, τον θυμάμαι από μικρόν. Το παίζει πολύ μάγκας και θα το φάει το κεφάλι του. Όλο κορδώνεται, ποιος νομίζει πως είναι;
Απ την άλλη πλευρά ο Δούκας πράγματι του συμπεριφερόταν με ξιπασιά και ειρωνεία. Συνήθως δεν κουβέντιαζαν, αρπάζονταν σαν τα κοκόρια.
-Εσύ ο μεθύστακας θα μας δείξεις το δρόμο για τη ζωή; Τον πρόσβαλλε μια μέρα εντελώς εχθρικά ο Δούκας. Τι έχεις να μας πεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ, ένα ποτό στο χέρι είναι η ζωή; Αι χάσου από δω! Παράτα μας!
-Δεν πας στο διάολο! Του ανταπάντησε αυτός και με κοίταζε με νόημα.
Δεν ξέρω πόσα είχαν μιλήσει μεταξύ τους, πόσα ήξερε ο ένας για τον άλλον, πάντως οι διαφορές τους ήταν τεράστιες. Περισσότερο οι πολιτικές και σε συνάρτηση οι κοινωνικές. Ο ένας ήταν Αριστερός από τα γεννοφάσκια του όπως υποστήριζε κι ο άλλος Δεξιός και πιθανότατα έξω από την πολιτική χροιά, σχεδόν αδιάφορος γι αυτά.
Ο πρώτος, φυσικά ο Ντάφλος, αρνιόταν πεισματικά να υποστηρίξει πολιτικά οτιδήποτε διέφερε από τον Κομμουνισμό. Ανέπτυσσε τις θεωρίες του, είχε διαβάσει Μάρξ και Λένιν στη Γερμανία, πιο πολύ άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Βέβαια η ημιμάθεια του ήταν μεγάλη και τα μπέρδευε κι έτσι επέμενε να στηρίζει τις θέσεις του έστω και λαθεμένες. Σπάνια παραδεχόταν κάτι ακόμα κι αν του το απόδειχνες ουσιαστικά.
-Δε με νοιάζει, εγώ έτσι το ξέρω, ολοκλήρωνε.
Ο Δούκας ούτε που ήθελε να ακούει γι αυτά- έβγαζε σπυράκια. Καταγόταν από σόι Δεξιών αλλά ουδέποτε τον θυμάμαι, τουλάχιστον μαζί μου, ν ανοίξει πολιτική κουβέντα. Τώρα με τον Ντάφλο, κάτι λέγανε.
-Ποιόν Μάρξ και κουραφέξαλα, του απαντούσε. Αυτοί σκότωσαν τον παππού μου με κονσερβοκούτι, σε μας τα λες τώρα; Εδώ κυβερνάει το χρήμα οι Αμερικάνοι, ο καπιταλισμός τι μου λες τώρα εμένα! Κρίμα που πήγες και στη Γερμανία.
ΚΙ άναβε η κόντρα μεταξύ τους. Μέχρι και στα χέρια ήρθαν μια μέρα. Αρπάχτηκαν και παρ ότι ο Δούκας ήταν σχεδόν διπλάσιος, ο Ντάφλος δεν το βαλε κάτω. Ήταν σκληρό καρύδι.
Μπήκα στη μέση και τους χώρισα βέβαια αλλά ο Δούκας έφυγε χολωμένος. Το μάτι του γυάλιζε καθώς ίσιωνε τα ρούχα του κι αγριοκοίταζε τον Ντάφλο που βαριανάσαινε στο γραφείο βάζοντας ένα ποτό.
Όταν έφυγε και μείναμε μόνοι με το Ντάφλο του είπα πως ήμουν μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο που είχε και βγήκε από τα ρούχα του.
-Να υποστηρίξεις αυτό το καθίκι! Με αποσβόλωσε. Αυτός είναι παλιάνθρωπος κύριε Αμβράζη. Είναι ηλίθιος, ένα απόβρασμα της κοινωνίας είναι, τι νομίζεις πως είναι; Επειδή έκανε χρήματα έχει την εντύπωση πως είναι κάποιος; Αλλά βλέπω πως έχεις αντίθετη άποψη Τι να σου πω; Φίλος σου είναι κι αυτός, εσύ δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Εγώ όμως δε θέλω να τον ξαναδώ στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όποτε θα είναι κι αυτός μαζί σου εγώ θα φεύγω.
Η αντιπάθεια τους μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ λίγες μέρες μετά που ο Ντάφλος γνώρισε την Έλεν Νασοπούλου. Βέβαια, εκείνο τον καιρό, φαντάζομαι πως δε θα ήξερε για το δεσμό της και τον παρ ολίγο γάμο της με τον άσπονδο φίλο του. Αργότερα θα του το φανέρωνε ο ίδιος με κάθε λεπτομέρεια αλλά τότε δε θα είχε πια καμιά σημασία.
Ήταν κάποιο Σαββατοκύριακο προς τα τέλη του Φθινοπώρου που είπαμε να πάμε βόλτα στο μουσείο της στην Κηφισιά. Για την αλήθεια με είχε πάρει τηλέφωνο η ίδια και το χάρηκα που με θυμόταν. «Πάρε» μου είπε και κανέναν φίλο, « θα έχω κρασί και μεζέ να το γλεντήσουμε"
Πήρα το Ντάφλο και τη Βαριεντίνα που στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά ύστερα συμφώνησε παρ ότι δεν την χώνευε, πως άξιζε τον κόπο να δει το μουσείο. Φτάσαμε απογευματάκι θυμάμαι και μας καλοδέχτηκε στην αυλή. Ύστερα θαυμάσαμε το χώρο. Ήταν ένα τεράστιο χτήμα, με δέντρα, με βράχους και λοιπά. Σε μερικές μεριές περιποιημένο, αλλού άβατο, απερπάτητο με βάτσουνα και πουρνάρια. Στα βράχια- ορισμένα τοποθετημένα επίτηδες- χαμήλωνε το τοπίο και δημιουργούσε την πλατεία ενός υπαίθριου θεάτρου. Ένα ημικύκλιο με καθαρή ηχητική. Το υπερυψωμένο χώμα, οι βράχοι γύρω-γύρω έδιναν την αίσθηση από πραγματικές κερκίδες. Στο κέντρο της πλατείας ένα τραπέζι, δυο-τρεις καρέκλες παρατημένα εκεί. Σε μια από αυτές κρεμασμένο στην πλάτη ένα παλιό καπέλο, έδινε μια κάποια σκηνική παρουσία εγκατάλειψης. Ερημικό και παρατημένο στη μοίρα του φαινόταν όλο το περίγυρο. Όπως και μερικά αγάλματα, άλλα από ξύλο, άλλα από χαλκό και πέτρες, ξεθωριασμένα στον άνεμο, στη μοναξιά. Τα πέτρινα παρέμεναν πιο αγέρωχα και λογικό ήταν αφού βρισκόταν στο φυσικό τους χώρο. Φαντασμαγορικός χώρος! Μαγικός.
-Μη τον κοιτάτε έτσι, κάποτε έσφυζε από ζωή. Πέρασαν από εδώ, όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες του καιρού μας και όχι μόνο. Και πολιτικοί και φιλότεχνοι, όλος ο κόσμος περνούσε από εδώ κάποτε, μας είπε η Έλεν Νασιοπούλου. Κι εγώ που τους ήξερα αυτούς τους χώρους, σκεφτόμουν πως εδώ θα αναβίωναν ορισμένα από τα απωθημένα μου: Η τέχνη, το θέατρο, οι βραδιές ποίησης, λογοτεχνίας, μουσικής. Σα να έβλεπα κιόλας την πλατεία γεμάτη από αόρατα βιολιά, γεμάτη από κλόουν και παντομίμες. Αυτά ήταν οι ανημπόριες μου, οι αθέατες πλευρές του εαυτού μου που συνέχεια με ξεγελούσαν και με πήγαιναν σε άλλους κόσμους. 

συνεχίζεται

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 17



Το πικρό συναίσθημα και η λύπη για όσα έγιναν και δεν έπρεπε, είναι πολλές φορές που μας ταιριάζει. Πολλά χρόνια αργότερα θα θυμόμουν αυτή την εικόνα στη λεωφόρο με την Καίτη να κλαίει και να μου τραβάει το πόδι. Όπως θυμάμαι και τις φωνές της μάνας μου μόλις έμαθε τα καθέκαστα.
-Να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις, μου είπε. Τέτοιος που είσαι τι να σε κάμω;
Είχα πάει στο σπίτι για να μείνω. Αντ αυτού, πήρα πάλι τα μπογαλάκια μου και τράβηξα για το μικρό γραφείο των Εξαρχείων.. Εκεί θα έμενα προς το παρόν που να πήγαινα;
Συγυρίστηκα, βολεύτηκα, ήρθε η Βαριεντίνα με δυο τυρόπιτες στο χέρι.
-Φάε, μου είπε, να στυλωθείς. Μη στεναχωριέσαι, όλα για τους ανθρώπους είναι, έχεις καιρό εσύ για τέτοια πράγματα.
Της τα είχα διηγηθεί όλα, μέσες άκρες. Όταν της είπα για το κυνηγητό στη λεωφόρο, ταράχτηκε.
-Θα πρέπει να σε αγαπούσε πολύ, είπε. Δεν την αγαπούσες όμως εσύ κι έτσι καλύτερα που έφυγες. Ξέχασε το, μου έδωσε κουράγιο. Εδώ μαζί, ξεκίνα μην κάθεσαι να βγάλουμε το επόμενο τεύχος της φυλλάδας. Τι θέματα θα βάλουμε αυτή τη φορά;  Εγώ λέω να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στην παλιά Αθήνα. Τι λες κι εσύ;
Με έχωσε πάλι στην ιστορία, άρχισα να εργάζομαι πυρετωδώς. Έπρεπε αυτό το τεύχος να βγει καλύτερο από τα άλλα, να έχει περισσότερη ύλη, ίσως να γινόταν έξι σελίδες μεγαλύτερο και το χαρτί να ήταν καλύτερης ποιότητας.
Ένα βράδυ, εκεί που σκάλιζα διάφορα περιοδικά ανάμεσα τος ανακάλυψα ένα παλιό ημερολόγιο μου. Το φυλλογύριζα κοιτάζοντας διάφορες σημειώσεις, ήταν από τότε που είχα ακόμη τη γκαλερί στου Γκύζη και σε κάποια σελίδα, βρήκα προσεκτικά διπλωμένο ένα γράμμα της Καίτης. Το ξεδίπλωσα, το διάβασα με μια δόση μελαγχολίας αλλά και απορίας. Ήθελα να δω τι ακριβώς σκεφτόταν για μένα και στα γραφτά έδινα περισσότερη σημασία γιατί πιστεύω πως εκεί οι άνθρωποι είναι πιο ειλικρινείς. «Αγαπημένε μου,» άρχιζε. «Σ αγαπώ αλλά αυτό φαίνεται πως δεν είναι το παν για σένα. Ίσως δεν σου αρκεί αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είμαι μόνη μέσα στη νύχτα. Εσύ πάλι λείπεις. Συμμαζεύω τις σκέψεις μου για σένα και τώρα καταλαβαίνω λίγα πράγματα περισσότερα. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ! Το επιβεβαίωσα κι απόψε νιώθω καλύτερα. Ξέρω πως θα φύγεις. Το ξέρω και γι αυτό μου φαίνεσαι ξένος. Τόσο ξένος θεέ μου! Απελπίστηκα μαζί σου Αμβράζη. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ. Ποτέ δεν ήσουν κάτι και ούτε πρόκειται να γίνεις. Λυπάμαι τόσο πολύ αλλά πρέπει να το δεχτώ. Φύγε λοιπόν, αυτό έκανες μια ζωή. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τώρα κατάλαβα ποιος ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσα. Αλλά τι θα κάνεις μόνος μέσα στις νύχτες και ποιος θα σου ζεσταίνει τα πόδια; Σαν την Καίτη δε θα βρεις να το θυμάσαι. Δεν το άντεχα το καθημερινό φευγιό σου, αυτή την αγωνία ορκίζομαι να μην την ξαναπεράσω για κανέναν. Γιατί κάθε φορά που έφευγες, έχανα χρόνια από τη ζωή μου κι ένιωθα την καρδιά μου σχισμένη στα δυο. Φύγε λοιπόν αγόρι και μην ξανάρθεις ποτέ».
Με συνέθλιψε αυτό το γράμμα. Αυτή η σκληράδα και ο κακός χαρακτηρισμός του εαυτού μου από έναν άνθρωπο που είχα ζήσει μαζί του τέσσερα και πλέον χρόνια. Όλο γιατί; Αναρωτιόμουν και εκείνο το δεν είσαι άνθρωπος εσύ μου κόστιζε πιο πολύ απ όλα. Με πονούσε η Καίτη, με πικάριζε με αυτόν τον τρόπο. Ήξερε πως θα το έβρισκα κάποτε αυτό το γράμμα, ήξερε που σκάλιζα πάντα τα παλιά μου πράγματα και ήταν σα να την έβλεπα να με κοιτάζει από κάποια μεριά να διαβάζω λυπημένος τις κακές σκέψεις που έκανε για μένα.
Κατά βάθος δε νομίζω πως τα πίστευε όλα αυτά που έγραφε. Ήταν ένα γράμμα πάνω στο θυμό της και προσπαθούσε να με θίξει, να κεντρίσει τον εσωτερικό μου κόσμο και εν μέρει κατάφερε να μου δημιουργήσει ένα μικρό σύνδρομο ενοχής που θα το κουβαλούσα για πολλά χρόνια στη ζωή μου. Κάποια φορά που συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα μπαράκι, της είπα μέσα σε όλα τα άλλα που θυμηθήκαμε και την πίκρα μου για κείνο το γράμμα.
-Δε βαριέσαι, μου χαμογέλασε. Πάνε αυτά τα πράγματα τώρα και δάκρυσε.
Δεν ήθελε να της τα θυμίζω κι από τότε δεν την ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου. Πάντα όμως σκεφτόμουν που να είναι, τι να κάνει- δεν ξέρω γιατί αλλά έμεναν μέσα μου οι άνθρωποι που γνώρισα και έζησα μαζί τους. Τους κουβαλούσα μέσα μου στη μνήμη μου και δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόμουν με τις ώρες και αναπολούσα τις καλές και τις κακές στιγμές.
Όπως εκείνο το βράδυ που βρήκα το γράμμα της, έχασα κάθε όρεξη για δουλειά, έβαλα ένα ποτό και στήθηκα με τα χέρια ακουμπισμένα στα μάγουλα και τους αγκώνες στο γραφείο, να κοιτάζω απέναντι στο ντουβάρι, σαν σε οθόνη, να ξετυλίγονται όλα όσα είχαμε ζήσει με την Καίτη. Κι αν δεν ερχόταν ο Κεδρινός, ο μουγγός φίλος μου να με σκουντήσει, ακόμα εκεί θα ήμουν. Τραβηχτό με πήρε και πήγαμε στου Λινάτσα.
Από το γραφείο μου περνούσε πολύς κόσμος εκείνες τις μέρες.. Δημοσιογράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, εκκολαπτόμενοι της έβδομης τέχνης, μάνατζερ, συμβουλάτορες και λοιποί. Κουβεντιάζαμε, γινόταν συζητήσεις, βγαίναμε τα βράδια όλοι μαζί, κάναμε μπούγιο στα μπαρ. Εγώ πάντα στον άσσο αλλά δεν ξέρω πως τα κατάφερνα. Όλο κάτι γινόταν και τα έβγαζα πέρα.
Ένα μεσημεράκι ήρθε και ο Δούκας. Ζούσε και βασίλευε, μου είπε. Οι γούνες πήγαιναν πολύ καλά, είχε κάνει και υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κρήτη και αλλού.
-Ξέρεις, σκέφτομαι να επεκταθώ και στο εξωτερικό, μου εκμυστηρεύτηκε. Το καλοκαίρι ήμουν στην Ταϋλάνδη. Άστα, έπρεπε να σε είχα μαζί μου αλλά τι να σου κάνω; Είσαι αγύριστο κεφάλι.
Να που τώρα με συμβούλευε και ο Πίθηκας!
-Τι να ακούσω; Τον ρώτησα
-Να βάλεις μυαλό. Να κάνεις μια δουλειά της προκοπής. Δεν είναι πράγματα αυτά που κάνεις, τι περιμένεις... όταν γεράσεις; Δε γίνονται αυτά τότε φίλε, σου είπα, έλα να γίνεις σχεδιαστής μόδας, να βγάλεις χρήματα, οι άλλοι παρακαλάνε για τέτοιες θέσεις, εσένα θα σε πείραζε δηλαδή;
-Δεν την ξέρω αυτή τη δουλειά, επέμενα.
-Θα τη μάθεις, θα σε κάνω εγώ μεγάλο και τρανό, συνέχισε το όνειρο.
Πάντα του άρεσαν τα όνειρα και βάλθηκε τότε να με βάλει σ αυτό που έβλεπε και μιλούσε ασταμάτητα. Μου έλεγε, μου έλεγε και δεν είχε τελειωμό. Έτσι θα κάμεις, θα είσαι κοντά μου, θα τα καταφέρεις, χέστην αυτήν μου είπε για την Καίτη, πάει, τελείωσε, θα βρεις άλλη καλύτερη. Υπάρχουν αστέρια για σένα, εκεί θα μείνεις; Σε έναν αποτυχημένο δεσμό;
Σιγά-σιγά έφτασε και στα δικά του, στα κατάβαθα δηλαδή, γιατί τα εξωτερικά ήταν αυτά που έλεγε και παινευόταν. Οι επιχειρήσεις, οι επιδείξεις, το να ποιος είμαι εγώ.
Τον παρατηρούσα έτσι που μιλούσε και πρόσεξα πως δεν είχε αλλάξει πολύ. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω- ίδιοι παραμέναμε, σα να ήταν τώρα που φεύγαμε για τη Ρόδο κι ας είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Φορτωμένοι πάντα με τις αναμνήσεις, πάντα με τη γλυκιά συμπάθεια ο ένας για τον άλλον.
Στην τύχη δεν πίστευε ο Δούκας. Το τυχαίο το θεωρούσε ασήμαντο, για τον εαυτό του, τις συμπτώσεις μπορεί να τις παραδεχόταν περισσότερο.
-Και οι συμπτώσεις τύχη είναι, μου είπε αλλά διαφορετική.
-Από μερικές συμπτώσεις πήγε η ζωή μου χαμένη, του απάντησα. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό;
-Δε με ενδιαφέρουν τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλοι σοφοί. Δεν τους ξέρω και ούτε με νοιάζει γι αυτούς αλλά λέγε, μια και εσένα σου αρέσουν τα μεγάλα λόγια.
-Μου το χαλάς; Πείσμωσα εγώ. Ο Καζαντζάκης το είπε. Σκέψου ποιος είπε ότι πήγε η ζωή του χαμένη.
-Δεν τον ξέρω, ομολόγησε.
Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή στην προσωπική του ζωή. Οι σχέσεις του με τη Βασιλική δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Του είχε γίνει βραχνάς η υποψία ότι τον απατούσε και σιγά-σιγά τον έτρωγε αυτό το σαράκι. Άρχισε μάλιστα να γίνεται ζηλιάρης.
-Εγώ να ζηλεύω! Μου είπε. Εγώ που δεν είχα καταλάβει ποτέ τι θα πει ζήλεια, να ζηλεύω τώρα τη Βασιλική και να την παρακολουθώ.
Από καιρό είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το γαμπρό του και τη γυναίκα του τη Βασιλική. Μάλιστα, με το γαμπρό του! Τον έλεγαν Τσάβαλο και τον είχε πάρει επιστάτη, στις δουλειές του.
Ο Τσάβαλος ήταν ένας παράξενος τύπος. Ψηλός, γεροδεμένος, κόντευε τώρα τα πενήντα πέντε. Γοητευτικός με μια αιώνια τραγιάσκα στο κεφάλι του. Παντρεμένος με την αδερφή του Δούκα, είχανε κάνει δυο παιδιά, μεγάλα τώρα πια.
Κυκλοφορούσε πάντα με μηχανή, ντυμένος λαϊκά, σύχναζε σε μαγαζάκια της γειτονιάς, ποτέ στη μπουρζουαζία. Συνήθως κουβαλούσε κάτι αλλόκοτες γυναίκες μαζί του. Γερασμένες, πολυκαιρισμένες, ξεδοντιάρες. Και τις παίνευε. Έλεγε πως είναι οι καλύτερες γυναίκες του κόσμου.
Τον είχα γνωρίσει κι εγώ. Μάλιστα με πήγε αρκετές φορές σε κάποια καταγώγια, κάτι τρύπες χωμένες στη γη που μύριζαν χωματίλα και μούχλα. Οι θαμώνες, όλοι τύποι περασμένης εποχής, ρεμπέτες, μπεκρήδες, ηλίθιοι και μερικοί από τους πιο γνωστούς τρελούς της κάθε συνοικίας. Στου Γκύζη, στα Πατήσια, στην Καλλιθέα, ιδιαίτερα εκεί στο ποτάμι σε κάτι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, πήγαμε πολλές φορές, πολλά βράδια με τη μηχανή και φοβόμουν μη βουλώσουμε καμιά λακκούβα, έτσι μεθυσμένος που οδηγούσε.
Εμένα με θαύμαζε, έτσι έλεγε. Με θαύμαζε που ήμουν ζωγράφος και έλεγε συχνά πως άρχισε να συμπαθεί τους ζωγράφους, από μια φορά στον Πόρο, όταν εκεί που καθόταν στον καφενέ κι έπινε τον καφέ του, του έφτιαξε το σκίτσο του ένας πλανόδιος ζωγράφος, πάνω στο πακέτο από τα τσιγάρα. Το πήρε και το έκανε κορνίζα. «Θα σου το δείξω μια μέρα, να δεις, εσύ που ξέρεις» και μου έλεγε συνέχεια αυτή την ιστορία.
Αγράμματος ήταν, παιδεμένος, Τον είχε κάψει ο ήλιος, τόσα χρόνια στο μεροκάματα. Η τραγιάσκα που φορούσε, τον είχε φαλακρύνει περισσότερο, μπροστά στο μέτωπο. Τα μαλλιά τα άφηνε σχετικά μακριά, ατημέλητα, αχτένιστα σχεδόν πάντα. Έβγαζε καμιά φορά την τραγιάσκα, όταν ήταν να μπούμε σε κανένα καταγώγιο και με ένα σπασμένο χτενάκι προσπαθούσε να χτενιστεί.
Μου φαινόταν κάπως αδιανόητο αυτό που μου είπε ο Δούκας. Δεν έμοιαζε για τέτοιος τύπος, ίσα-ίσα το αντίθετο: Ντόμπρος, σταράτος, φιλικός. «Εγώ δεν κυνηγάω τις γυναίκες των φίλων» έλεγε. Τώρα πως είχε χωθεί στο μυαλό του Δούκα τέτοιο πράγμα, ο θεός και η ψυχή του.
-Ναι ρε φίλε, μου. Δεν τον ξέρεις καλά εσύ. Έτσι είναι και θα σου το αποδείξω.
Έτσι βρέθηκα μάρτυρας σε όλες τις σκηνές που επακολούθησαν.
Ήταν απογευματάκι όταν χτύπησε το τηλέφωνο μου.
-Έρχομαι μου είπε. Μη φεύγεις, έρχομαι να πάμε να τους πιάσουμε.


συνεχίζεται

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 16






Μέσα σ αυτό το γενικό συνονθύλευμα, πήραμε την απόφαση με την Καίτη να παντρευτούμε. Δηλαδή, περισσότερο εκείνη, το σκέφτηκε.
-Ε, ας παντρευτούμε μου είπε, να μη φωνάζουνε και οι δικοί μου.
Οι δικοί της. Η μάνα της, ο πατέρας της είχε πεθάνει. Ο Σταυρέας, η Μαγδαληνή και η Αννούλα. Η Αννούλα που είχε μεγαλώσει τώρα και είχε γίνει μια πανέμορφη γυναίκα. Σαν αυτές που νομίζεις πως δεν υπάρχουν παρά μονάχα στα παραμύθια. Σαν νεράιδα αλλά μυαλό κουκούτσι. Μου θύμιζε το μύθο- ή δεν είναι μύθος;- της στρουθοκαμήλου, που έκρυβε το κεφάλι της στην άμμο, νομίζοντας πως δεν την βλέπουν.
Εργαζόταν σε μια βιοτεχνία και κάπου-κάπου περνούσε από το σπίτι μας. Καθόταν στο σαλόνι, σταύρωνε τα πόδια κι έπινε τον καφέ της αμίλητη. Πολλές φορές δεν έλεγε ούτε γεια. Αγαθότητα και του θεού το χέρι κι όταν μιλούσε τι έλεγε; Κουβέντες του αέρα, όλα επιφανειακά. Τι κάνετε; Είστε καλά; Άδειες κουβέντες, απλά για να ειπωθούν, στερημένες από κάθε συναίσθημα.
Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι; Αναρωτιόμουν σιγανά από μέσα μου και συχνά. Και η απάντηση ήταν ναι. Ναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Να ζεις στην ευθεία, επίπεδα σα να μη σκέφτεσαι, μόνο να δρας.
Άιντε καμιά φορά να πέταγε η Αννούλα και κανένα, αυτός είναι ο τάδε τραγουδιστής ή ηθοποιός κι εκεί το μάτι της το αλάργο σα να ξυπνούσε, σα να ζούσε. Την παρατηρούσα τις λίγες στιγμές που την έβλεπα και η απορία μου ήταν μεγάλη. Τι διάολο, σκεφτόμουν, δε λέει τίποτε άλλο; Δεν μπορούσες να συζητήσεις τίποτε άλλο μαζί της. Θα μου πεις τώρα, έτσι δεν ήταν και η αδερφή της η Μαγδαληνή; Μόνο για τις αγκινάρες και τα μαρούλια της λαϊκής δε μιλούσε;
Αυτές καλά έκαναν, εγώ τι δουλειά είχα εκεί; Τι πήγαινα να κάνω; Να παντρευτώ την Καίτη! Βέβαια ήταν διαφορετική αλλά ποιος μου έλεγε ότι σε λίγο δε θα έμοιαζε της Αννούλας και της Μαγδαληνής; Κι όσο το σκεφτόμουν αυτό, μ έπιανε ανατριχίλα καθώς έβλεπα ότι δεν έστεργε. Δεν έπρεπε δηλαδή να κάνω αυτό το γάμο.
Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές εκείνου του Καλοκαιριού, Ιούνιος ήταν θυμάμαι, το αποφασίσαμε. Άιντε να τελειώνουμε, σκέφτηκα. Να νοικοκυρευτείς κιόλας, συμπλήρωνε κι η μάνα μου. [Το βιολί της αυτή, που είχε ζωηρέψει εκείνες τις μέρες με την υποψία του γάμου μου.]
-Είναι καλή κοπέλα η νύφη- είχε αρχίσει να τη λέει νύφη. Θα στρώσεις κι εσύ, θα βρεις μια καλή δουλειά- η νύφη δουλεύει- να φτιάξετε το σπιτικό σας. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου, ο προορισμός του. Να κάνει γάμο, παιδιά, οικογένεια. Γιατί, τι άλλο θα κάμεις εσύ;
Μου έβαζε δύσκολα ερωτήματα, σαν αυτό και είχε δίκιο. Τι άλλο θα κάμεις εσύ…. Κατά βάθος σκεφτόμουν δύσκολα πράγματα για τον εαυτό μου και μάλλον αιθεροβατούσα. Πάντως, δεν ξέρω γιατί αλλά όλες οι μανάδες του κόσμου μου φαινόταν ίδιες. Κι όλες ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: Πώς να παντρέψουν τα παιδιά τους, να τα νοικοκυρέψουν, να γίνουν καλοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Είχε ζεστάνει το θέμα του γάμου μας κι εγώ στριβόμουν, όλο προσπαθούσα να ξεγλιστράω και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν πίστευα κατά βάθος πως θα γινόταν κάποτε. Το Ντάφλο ούτε σκεφτόμουν να τον πάρω τηλέφωνο να του το πω. Φοβόμουν πως θα το παιρνε πολύ ανάποδα.
-Μαχαραγιά, θα σου φυτέψω σφαίρες στο κεφάλι, στα φρύδια, θα μου έλεγε. Άιντε χάσου από κει πέρα.
Με τη Βαριεντίνα που το κουβέντιασα, σήκωσε τους ώμους. Σαν να την πείραξε κάτι όμως, σα να τσιμπήθηκε, έδειξε πως δεν ήθελε, πως δε μου έπρεπε. «Δεν κάνεις εσύ γι αυτά» σα να μου ψιθύριζε απ έξω απ έξω.
-Και γιατί κάνω; Μονολογούσα εγώ. Γιατί κάνω εγώ;
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Εντέλει όμως, αφού το είχαμε αποφασίσει με την Καίτη, κανονίσαμε να μιλήσει στον Σταυρέα τον αδερφό της - αυτός ήταν το κουμάντο της οικογένειας. Είπαμε να συναντηθούμε.
Δεν ξέρω τι είχε τρέξει αλλά σα να είχε αλλάξει μυαλά εκείνη την εποχή ο Σταυρέας. Σα να είχε βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Είχε ξεχάσει τις αγριάδες, αν κι εδώ που τα λέμε δεν ήταν ποτέ και κανένας άγριος της προκοπής. Ίσως φωνακλάς ναι, αλλά άγριος με όλη τη σημασία της λέξης δεν ήταν ποτέ. ‘Όταν συναντηθήκαμε μάλιστα, μου είπε  πως αν ήθελε ο φίλος μου ο Ντάφλος, τώρα που θα γινόμαστε μπατζανάκηδες, να ξαναγυρνούσε. Η Μαγδαληνή τον ήθελε κι ο γιος του ο Τίτος, ακόμα πιο πολύ. [Για τη Μαγδαληνή δεν τον πίστεψα, αυτή τον μισούσε το είχα καταλάβει προ πολλού.]
Είχε έρθει στο σπίτι που μέναμε με την Καίτη, εκεί στις παρυφές του Λυκαβηττού.
-Δεν είσαστε και άσχημα εδώ, κοίταξε γύρω το χώρο. Φαίνεστε νοικοκυρεμένοι. Εσύ άλλαξες καθόλου μυαλά; Γύρισε στην Καίτη Ακόμα με τα κομούνια τρέχεις; Δεν πιστεύω να είσαι και συ ίδιος; Έσμιξε τα φρύδια του προς εμένα.
-Άστα αυτά αδερφέ, του απάντησε η Καίτη. Ο καθένας έχει την ιδεολογία του, τα πιστεύω του Δε σου κάναμε ποτέ  προσηλυτισμό, ούτε και σύ θέλουμε να κάνεις σε μας. Δεν έχει νόημα, τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Τώρα γι άλλα πράγματα σε φωνάξαμε.
-Ναι, σύμφωνοι… δε λέω, ο καθένας έχει τις ιδέες του, έκανε μουδιασμένος. Εντάξει, αφού τα βρήκατε εσείς, να γίνουν τότε οι αρραβώνες και σύντομα ο γάμος. Τι λες και συ γαμπρέ;
Παράξενα ηχούσε στ αφτιά μου αυτή η λέξη. Γαμπρέ!
-Τι να πω… εντάξει… αλλά τους αρραβώνες τι τους θέλουμε; Μια και καλή γάμος και αρραβώνες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
-Όπως τα κανονίσετε εσείς. Μεγάλοι είστε, ξέρετε τι κάνετε, είπε μισοαδιάφορα και σηκώθηκε να φύγει. Για προίκες, έξοδα και κουμάντο, ούτε λέξη. Κάπου στα ενδιάμεσα, μου έλεγε η Καίτη πως της είχαν γράψει ένα οικόπεδο στο Χολαργό, που της αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Πάντως ο Σταυρέας δε μου έμοιασε να νοιάζεται και πολύ για την τύχη της αδερφής του αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δε σκεφτόμουν ούτε το οικόπεδο που μου έλεγε η Καίτη, ούτε περί νοικοκυρέματος που μου έλεγαν οι άλλοι. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δε θα γίνει αυτός ο γάμος. Τώρα γιατί προχωρούσα, βρείτε το εσείς. Παράλογο, ξεπαράλογο, έτσι γινόταν.
Είχε αρχίσει λοιπόν να με τρώει πολύ αυτή η ιστορία του γάμου και δεν ήξερα πώς να ξεφύγω. Δε μου πήγαινε να πω ένα ξερό όχι και να πάρω των ομματίων μου, δίσταζα, δεν ήθελα να τη λυπήσω. Παρ όλες αυτές τις σκοτούρες, κανονίσαμε να πάμε διακοπές, όλοι μαζί στη Μονεμβασιά. Από εκεί ήταν η καταγωγή των Σταυρέων.
-Πάμε γαμπρέ, μου είπε ο Σταυρέας. Έλα, θα δεις θα περάσουμε ωραία.
Ο Σταυρέας που είχε αποκτήσει ένα άλλο πάθος τελευταία που δεν το ήξερα. Το είχε ρίξει στο χαρτί, στο τζόγο, αυτός που δεν είχε αγγίξει τράπουλα στη ζωή του, τώρα στρωνόταν στο πράσινο τραπέζι μερόνυχτα. Εκεί στη Μονεμβασιά το είδα με τα μάτια μου. Όλη μέρα στο καφενείο ήταν και έπαιζε μεγάλα ποσά. « Θα καταστραφεί μια μέρα, να μου το θυμηθείς» μου είπε η Καίτη.
Καθόμουν μερικές φορές κοντά του, έλα να σε κεράσω καφέ μου έλεγε και παρακολουθούσα. Τι πάθος ήταν αυτό; Συνήθως έχανε και τότε νευρίαζε, φώναζε σα μεθυσμένος. Αυτός που δεν έβαζε ποτό στα χείλη του.
-Εγώ δεν έχω μεθύσει ποτέ! Καυχιόταν. Τέτοια φάρα ήταν, ανάποδος, στριμμένος άνθρωπος, αγύριστο κεφάλι κι εγώ απορούσα τότε πως πήγαιναν μπροστά τέτοιοι άνθρωποι.
Τέλος πάντων. Εκείνος ο Ιούνιος στη Μονεμβασιά μου έμεινε αξέχαστος, μου άρεσε πολύ το μέρος. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα που όταν είδα ένα πωλητήριο σε ένα μαγαζί με αντίκες και πίνακες, ζωγραφικής, είπα στην Καίτη να το πάρουμε.
-Εδώ να μείνουμε, συνέχισα. Είναι χώρος που μου ταιριάζει. Να πείσουμε τον αδερφό σου να μας βοηθήσει
Η Καίτη στραβομουτσούνιασε. Τι μου λέει; Θα σκέφτηκε. Και με το δίκιο της γιατί αυτά που της έλεγα ήταν όνειρα θερινής νυχτός αλλά είπαμε, πάντα νυχτωμένος εγώ. Έτσι και τότε, παρέπαια. Έψαχνα τον εαυτό μου, ανέβαινα λαχανιασμένος στο βράχο της Μονεμβασιάς και προσπαθούσα να ξεφύγω. Από πού; Απ τον εαυτό μου; Από τους άλλους; Απ τις αγάπες μας;
Από τις αγάπες μας δεν ξεφύγαμε ποτέ, έλεγα. Είναι οι Ερινύες μας, το ίδιο βασανιστικό κουβάλημα της αιώνιας πέτρας του Σίσυφου. Κι εμένα αυτή η πέτρα ήταν η περιπέτεια, η εξήγηση, η γνώση και η μοναξιά. Ψαχούλευα λοιπόν, τα βράχια της Μονεμβασιάς, μέσα στην παλιά πόλη, πάνω στο ύψωμα, να καίει ο ήλιος κατακαλόκαιρα, να σφύζουν οι τζίτζικες τη ζωή.
Το κυανούν της θάλασσας, το Βενετσιάνικο στυλ, οι πειρατές, οι άλλες εποχές έρχονταν μπρος μου κι εγώ συνέχιζα να ψαχουλεύω τον παλιό κόσμο. Σα να έβλεπα τώρα όλα τα κανόνια να χτυπούν και τις άγριες φάτσες των πειρατών με τα σπαθιά στα χέρια να ορμάνε στο βράχο. Τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι απ αυτόν τον βράχο καταμεσής στη θάλασσα σ αυτή την άκρη της γης; Πολύ θα ήθελα να ζούσα σε μια τέτοια εποχή.
Την Καίτη όλα αυτά την ενοχλούσαν. Όχι ακριβώς αυτά, επειδή τελευταία είχε αρχίσει να μπαίνει στο πετσί της ιδιαίτερης κουλτούρας μου αλλά πιότερο ενοχλούνταν επειδή, ίσως είχε καταλάβει πως αυτά που ποθούσε μαζί μου, δε θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα έτσι ανέστρεφε τα αισθήματα της. Εκεί που ήταν απλή, αγαπημένη μαζί μου, ξαφνικά γινόταν επιθετική, ιδίως όταν άρχιζα να ψάχνομαι στον αέρα, όπως τότε με το μαγαζί. Εγώ, απαθής κι αδιάφορος.
-Τι θέλεις; Της έλεγα. Όταν γυρίσουμε πίσω θα γίνουν όλα, θα φτιάξουν τα πράγματα.
Αυτή η αοριστία μου ήταν που την νευρίαζε περισσότερο
-Μου τσακίζεις τα νεύρα, μου έλεγε Τα κάνεις σμπαράλια, δεν είσαι άνθρωπος εσύ.
Αλλά με αγαπούσε, το καταλάβαινα. Και με πονούσε, έβλεπα στα μάτια της την αγωνία και το αιώνιο ερώτημα στα χείλη:
-Μ αγαπάς; Με ρωτούσε ακόμα και σε άσχετες στιγμές.
Εν ευθέτω χρόνο.
Δεν της απαντούσα, τι να της έλεγα; Καμιά φορά, σπάνια, απαντούσα με ένα σιγανό ναι, χωρίς ποτέ να τολμήσω να προφέρω την τεράστια λέξη σ αγαπώ κι έβλεπα τότε τα μάτια της να μαραζώνουν και λυπόμουν κι εγώ κατάβαθα. Της γύριζε η ψυχή ανάποδα, της φαινόταν ο κόσμος βουνό αλλά είχε μεγάλο πείσμα και γρήγορα συνερχόταν. ‘Θα τα καταφέρω και μόνη μου αλλά αν δε θέλεις, αν δε μ αγαπάς να μου το πεις. Δε θέλω τη λύπηση σου Αμβράζη!» άλλαζε την όψη της και το είναι της.
Επιστρέψαμε κάποτε, γυρίσαμε φορτωμένοι αναμνήσεις. Εγώ κουβάλησα και μερικές πέτρες. Μια απ αυτές που την είχα διαλέξει ειδικά γι αυτό, τη σκάλισα με σφυρί και καλέμι, δίνοντας τη μορφή ενός πειρατή. Την έχω ακόμα εκεί στο ραφι της βιβλιοθήκης και γύρω της κάμποσες άλλες. «Τι τις θέλεις τις πέτρες;» απορούσε η Καίτη κι εγώ γελούσα. «Ωραίες δεν είναι;» και τις κοίταζα με μισόκλειστα μάτια, τις χάιδευα με τα χέρια. «Ωραίες είναι» μουρμούριζε περισσότερο απορημένη.
Όλα όσα επακολούθησαν έγιναν γρήγορα. Τάχιστα. Στο μικρό διαμέρισμα των παρυφών του Λυκαβηττού, ένα πρωινό της ανάγγειλα, πως τελείωσε, φεύγω δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Κι εκείνη έκλαιγε. Κλάμα πικρό και μαύρο.
Το προηγούμενο βράδυ είχε έρθει ο Σταυρέας. Καθίσαμε στο μικρό σαλόνι, μιλήσαμε για το γάμο. Εξ επίτηδες άφησε πάνω στο τραπεζάκι ένα πιστόλι. Είπε πως τον βάραινε στην τσέπη αλλά εγώ δε φοβόμουν, είχα τον τρόπο μου και ξεγλιστρούσα σα χέλι. Θα δούμε, έλεγα, έχουμε καιρό, δεν υπάρχει θέμα βιασύνης, κορόιδευα τον εαυτό μου και κείνους. Δεν το καταλάβαινα ότι ήταν έτσι για κείνους, για μένα το σωστό και το καλύτερο ήταν να φύγω, να μη γίνει αυτός ο γάμος και απλώς προσπαθούσα να κρυώσω το σίδερο, νη μην είμαι μες τη φωτιά ακριβώς.
Δεν θυμάμαι να έγινε κάτι άλλο σπουδαίο. Λίγο αργότερα, ο Σταυρέας έφυγε. Είπε πως ήταν κουρασμένος και θα πήγαινε για ύπνο αλλά μάλλον για χαρτί θα πήγαινε. Συμφωνήσαμε σε όλα. Να συντομεύσουμε το γάμο., να βρω μια δουλεία της προκοπής, ν’ αγοράσουμε τα έπιπλα και τα κουζινικά-λεφτά θα μας έδινε ο Σταυρέας- και να ησυχάσουμε και εμείς και αυτός από αυτές τις σκοτούρες. Μόνο που όλα αυτά το πρωί, έγιναν σκόνη, αέρας κοπανιστός και το μόνο πραγματικό ήταν το κλάμα-το μαύρο και πικρό της Καίτης που σας έλεγα-και το δικό μου φευγιό.
Μάζευα τα πράγματα μου, όσα μπορούσα, τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνα μια άλλη μέρα, σύντομα της είπα. «Μια μέρα που να μην είμαι εδώ!» μου απάντησε μέσα στο κλάμα της γεμάτη οργή. Εγώ συνέχιζα να γεμίζω τη βαλίτσα και προσπάθησα να της εξηγήσω για άλλη μια φορά, πως δεν έκανα για κείνη, ήθελα να την πείσω, πως άξιζε καλύτερη τύχη κι έριχνα όλα τα λάθη στον εαυτό μου. Κάποια στιγμή, νόμισα ότι τα κατάφερα αλλά τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα πως ποτέ δεν την έπεισα. Πάντως, λίγο μετά που προσπαθούσα ν αποφύγω τους μελοδραματισμούς, τα αντίο και τα τέτοια, δεν το γλίτωσα. Κύλισε και μένα ένα δάκρυ στην πόρτα.
Τι το ήθελα;
Μέχρι τη λεωφόρο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πλήθους με κυνηγούσε η Καίτη, κλαίγοντας. Έφτασε στο σημείο να μου τραβάει το πόδι κι εγώ με τη μικρή βαλίτσα στο χέρι να προχωράω και να τα έχω χαμένα. «Τι κάνει;» σκεφτόμουν… « είναι λογικά πράγματα αυτά;»


συνεχίζεται

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 15






Θα είχε περάσει καιρός και ετοιμάζαμε το δεύτερο τεύχος, ανυποχώρητοι, δίχως να μας τρομάζει η αποτυχία του πρώτου. Κάπου, στο μεταξύ, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Ντάφλος. Θα καθυστερούσε, είπε να έρθει. Του είχαν έρθει λίγο ανάποδα τα πράγματα και γι αυτό να τον περίμενα προς το Καλοκαίρι. Δεν είπαμε και πολλά, ήμουν κι εγώ ανακατωμένος με τα προβλήματα μου. Σαν να μου φάνηκε πως είχε ατονήσει κάπως το ενδιαφέρον της φιλίας μας. Είναι που όταν δυο άτομα τα χωρίζει μεγάλη απόσταση, αρχίζει ένα είδος λησμονιάς, που είχα κατά νου για τις σχέσεις των ανθρώπων εκείνο το διάστημα, που τις περισσότερες φορές κοιμόμουν εκεί στο γραφείο. Έτσι και κείνο το βράδυ αποφάσισα να μείνω εκεί. Πίσω από το παραβάν, στον μικρό υπερυψωμένο διάδρομο είχα τοποθετήσει το σαραβαλιασμένο ράντσο για όλες τις τυχόν ανάγκες που ήθελαν προκύψει. Από νωρίς είχα ξαπλώσει με ένα βιβλίο αγκαλιά και σύντομα με είχε πάρει ο ύπνος. Θα ήταν μεσάνυχτα όταν με ξύπνησε κάποιος θόρυβος. Σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ο Τασούλης, σκέφτηκα αλλά δεν κουνήθηκα. Έμεινα στο σκοτάδι να περιμένω. Άκουσα ομιλίες κι αναγνώρισα τη φωνή της «αδερφής». Θα ήταν λίγο πιωμένοι και τότε, για πρώτη φορά, άκουσα και τον Τασούλη να μιλάει έτσι: Αδερφίστικα.
Σηκώθηκα αθόρυβα, στάθηκα κρυφά στο τζάμι της πόρτας. Δεν έβλεπα, δεν υπήρχε φως, δεν τους ενδιέφερε να το ανάψουν, μα εμένα η περιέργεια μου φούντωνε, έπρεπε να δω. Άκουγα φιλιά, συρσίματα, χαϊδέματα κι έσκυψα στην κλειδαρότρυπα. Α!
Αποσβολώθηκα.
Ήταν και οι δυο καθισμένοι στην καρέκλα του γραφείου, αγκαλιασμένοι, ημίγυμνοι. Φιλιόντουσαν στα χείλη. Όπως ένας άντρας με μια γυναίκα. Μόνο που στην περίπτωση ήταν και οι δυο άντρες. Ευτυχώς η κουρτίνα της βιτρίνας ήταν κλειστή αλλά τόσο αραχνοΰφαντη έτσι που άφηνε να περνάει το φως της αντικρινής λάμπας του δρόμου.. Κι έτσι έβλεπα τα πάντα μπροστά στα μάτια μου, ήταν πολύ κοντά η κλειδαρότρυπα, σκεφτόμουν. Όπως ακριβώς σκεφτόμουν πως ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανακάνει τέτοιο πράγμα κι ένιωθα ηλίθια. Αυτοί όμως, είχαν τον δικό τους ρυθμό καθώς τους είχε πιάσει ένα ερωτικό ντελίριο. Είδα να σηκώνονται, να γυμνώνονται τελείως κι ύστερα η «αδερφή» να έχει βάλει κάτω τον Τασούλη, μπρούμυτα, κατάχαμα στο μικρό χαλί. Και μετά το αντίθετο, δεν έβλεπα και καλά, είχαν συρθεί λίγο έξω από την ακτίνα θέασης που μου επέτρεπε η κλειδαρότρυπα. «Πάλι καλά που δεν πηδιέται μονάχα» σκέφτηκα πιο ηλίθια. Αυτό τάχα μετρούσε; Και με έζωσαν τα φίδια. Τώρα που θα τελείωναν θα έρχονταν στην τουαλέτα.
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τι να κανα; Που να κρυβόμουν; Μέρος άλλο δεν υπήρχε κι έψαχνα γύρω μου με αγωνία αλλά δεν πρόλαβα. Πρώτος ήρθε ο Τασούλης. Έπιασε το πόμολο και μισάνοιξε. Μισάνοιξε επειδή τον εμπόδισα με το πόδι μου.
-Τι διάολο.. πήγε να πει
Στο άνοιγμα της πόρτας συναντήθηκαν τα βλέμματα μας στο σκοτάδι. Τα δικά του έκπληκτα, απορημένα. Τα δικά μου σκληρά, νευρωτικά.
Ύστερα, έκλεισε την πόρτα ή μάλλον την κλείσαμε  απαλά μαζί. Πανικοβλημένοι, μισοντυμένοι, το έβαλαν σχεδόν στα πόδια. Βγήκα κι εγώ από την κρυψώνα, από την κλειδαρότρυπα. Άναψα τσιγάρο, άναψα το φως ή αντίθετα, πρώτα το φως, μετά το τσιγάρο ή πρώτα κάθισα και μετά άναψα το φως, άναψα τσιγάρο και κάθισα; Κάθισα εκεί στην καρέκλα του γραφείου, μέχρι τα ξημερώματα που με πήρε ο ύπνος αποκαμωμένο, με το κεφάλι μπρούμυτα, στο κρύο και τσίγκινο έπιπλο. Έτσι με βρήκε το πρωί η Βαριεντίνα.
Της τα είπα μέσες-άκρες.
-Δεν τα ήξερες; Με ρώτησε απλά.

Τις πιο πολλές μέρες τις περνούσα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Στον άσσο γενικά και αόριστα. Από το πατρικό μου σπίτι, σπάνια διάβαινα, η μάνα μου φαντάζομαι τα ίδια και τα ίδια θα έκανε. Θυμιατά, λιβάνια και τα λοιπά αλλά κι εγώ τα ίδια . Η οικονομική μου κρίση συνεχιζόταν αμείωτη μα , δε φαινόταν να με ένοιαζε και πολύ.
-Θα φτιάξουν τα πράγματα, έλεγα.
Αργότερα θα την άλλαζα αυτή μου τη ρήση: «Θα φτιάξουμε καινούργιους ανθρώπους θα έλεγα.» Προς το παρόν βολόδερνα, πισωγυρνούσα μεταξύ ανέχειας και εγωισμού. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, έχω προσόντα, κάποτε θα πάω μπροστά, δεν μπορεί να είναι συνέχεια έτσι, έχω προσόντα. Αυτά έλεγα κι έδινα αυτοπεποίθηση, ελπίδες στον εαυτό μου-κούφιες πορδές προς το κοινώς λεγόμενο.
Που και που, πήγαινα στου Κεδρινού. Είχε ένα μικρό ατελιέ γραφικών τεχνών, λίγο πιο κάτω, σε μια υγρή, παλιά μονοκατοικία. Τον βοηθούσα στις σελιδοποιήσεις, στο μοντάζ, καθάριζα κανένα φιλμάκι, έβαζα μάσκα. Μου έδινε μερικές φορές μεροκάματο ο Κεδρινός που ξέχασα να σας πω ότι ήταν μουγγός. Ωραία ήταν να δουλεύεις με κάποιον μουγγό, δε σε ενοχλεί καθόλου. Από ώρα σε ώρα, μπορεί και ολόκληρη μέρα να έκανες ν ακούσεις φωνή ανθρώπου, αν τύχαινε να μη μπει πελάτης. Πολλές φορές που δυσκολευόμουν σε κάτι, λες και το καταλάβαινε από μόνος του, ερχόταν κοντά μου και μου έδειχνε πάντα χαμογελαστός. Είχε και την κοπέλα του, μουγκή κι αυτή. Ερχόταν αρκετές φορές, συνήθως απογεύματα κι έπινε καφέ μαζί μας. Τους παρατηρούσα πόσο ωραία συνεννοούνταν μεταξύ τους και πάθαινα πλάκα. Τότε, βάλθηκα να μάθω λίγα από τη γλώσσα τους και με συμπάθησαν πιο πολύ. Μάλιστα βγαίναμε κάποια βράδια σε κανένα ταβερνάκι για κρασί κι ένιωθα άνετα μαζί τους, ήταν έξυπνοι, βολικοί άνθρωποι. Σιγά-σιγά, έμαθα να συνεννοούμαι αρκετά καλά μαζί τους. Όλη η εργασία για τη φυλλάδα γινόταν εκεί. Λεφτά για τα έξοδα, τα φιλμ και τα λοιπά δε μου είχε ζητήσει ποτέ ο Κεδρινός.
-Είμαι κι εγώ σκατοφιλότεχνος, συμπονάω τους άγνωστους ποιητές που γράφουν, τους άσημους ζωγράφους που ζωγραφίζουν. Γενικά, τους περί την τέχνην, μου έγραψε μια μέρα στο χαρτί, γιατί αυτό, όσο κι αν προσπάθησε να μου το πει με νοήματα, χαμπάρι δεν έπαιρνα.
Δεν έβγαινε όμως πουθενά έτσι. Πλησίαζε το Καλοκαίρι και η πόλη σιγά-σιγά, αραίωνε.
Τον Τασούλη από εκείνη τη μέρα που ήρθε και μάζεψε τα πράγματα του, τον έβλεπα αραιά και που, τυχαία. Θυμάμαι πως ήταν το πρωινό που τα μάζευε. Φοβισμένος. Σχεδόν τρομαγμένος- για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα δει τόσο φοβισμένο άνθρωπο. Στην αρχή είχε σταθεί στην πόρτα και με κοίταζε με βλέμμα λαγού, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Έτσι και του έλεγα: «άει χάσου από δω!», πράγμα που το μισοσκέφτηκα, θα έβγαζε φτερά!
Αλλά δεν του το είπα. Φέρθηκα σα να μη συνέβαινε τίποτε.
-Θα πάρω τα πράγματα μου και θα φύγω, θα τα καταφέρεις εσύ, είσαι δυνατός, μου είπε.
Όλοι, έτσι έλεγαν ή σχεδόν οι πιο πολλοί. Εγώ δεν έβλεπα πουθενά αυτή τη δύναμη μου.
Ήρθε και η Βαριεντίνα πάνω στην ώρα.
-Τι κάνεις Τασούλη; Του χαμογέλασε και τον φίλησε.
Όλο χαμογελούσε, σπάνια να κατεβάσει τα μούτρα. Δεν την ένοιαζε και πολύ. Για την ακρίβεια, καρφάκι δεν της καιγόταν. Τι να με νοιάξει; Έλεγε. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα, δεν έχω πια άλλα τέτοια όνειρα. Να φτιάξω σπίτια, οικόπεδα, χρήματα. Εμένα μου αρέσει η δημιουργία, και η ποίηση και ο σύλλογος. Έχω κάτι να γεμίζω το χρόνο μου, δε θέλω άλλα ψεύτικα όνειρα.
Πρέπει να της άρεσε και ο έρωτας. Αναπάντητο έμεινε το ερώτημα μου, αν είχε πάει έστω και μερικές φορές ή έστω μία με τον Τασούλη. Αγκαλιαζόντουσαν πολλές φορές σε χρόνο ανύποπτο με τρόπο που να δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Είχε μια παράξενη ηδυπάθεια η Βαριεντίνα, το έβλεπες στα μάτια της πως λαχταρούσε τον έρωτα, κι όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περισσότερο λαχταρούσε. Δεν προλαβαίνω, φαινόταν να λέει και φλέρταρε δεξιά κι αριστερά. Πάντα όμως με νέους, τους ηλικιωμένους τους απέφευγε. «Ρε, τον παλιόγερο!» μου έλεγε κι έδειχνε έναν κοντά στα πενήντα. «Τι θέλει αυτός από μένα; Δε βλέπει που είμαι όμορφη;»
Κουβεντιάζαμε πολλές φορές για τον Τασούλη, τον αγαπούσαμε και οι δυο. Για μένα δεν ήταν τόσο σίγουρο, τελευταία είχαν μπερδευτεί τα συναισθήματα μου αλλά οπωσδήποτε δεν έπαψα ποτέ να τον συμπαθώ. «Τουλάχιστον να ξέρουμε που είναι, τι κάνει, που βρίσκεται…» έλεγε η Βαριεντίνα, όταν πηγαίναμε για καφέ και πιάναμε κουβέντα το θέμα του.
-Ε, ο Τασούλης έχει το πρόβλημα του, συνέχιζε. Είναι μεγάλο κουσούρι αυτό, δεν το ξέρεις; Τον είδα τις προάλλες με κάποιον άλλον. Τα χάλασε μου είπε με τον προηγούμενο… χα, χα, χα.. βρήκε καινούργιο γκόμενο.. τι να πω, ξέρω κι εγώ;
Στα ενδιάμεσα με έπαιρνε κάπου-κάπου τηλέφωνο η μητέρα του. «Τι κάνεις παιδί μου; Είσαι καλά; Πως πάει το έντυπο; Αχ, τον βλέπεις καμιά φορά τον δικό μου;» μου έλεγε κε κείνη τη βραχνή φωνή που μου θύμιζε έγκατα.
-Μερικές φορές, ναι τον βλέπω της απαντούσα. Δεν μένει πια σπίτι σας ε;
-Όχι παιδί μου, δε μένει εδώ, έφυγε. Νοίκιασε, λέει, μια γκαρσονιέρα, δε μας θέλει πια εμάς. Έχεις δει εσύ κανένα παιδί να μη θέλει τους γονιούς του;; τι να πω… Ούτε ξέρω τι κάνει. Μόνο για λεφτά έρχεται και τσακωνόμαστε.
-Μην τον αποπαίρνεις κι εσύ; Της έλεγα εγώ.
Τόσες ήταν οι κουβέντες μας περίπου, τίποτα παραπάνω. Δε γνώριζα εκείνη την εποχή, αν ήξερε για τις ερωτικές περιπέτειες του γιου της. Κάποτε μου είχε πει, όταν είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, πως προσπάθησε να τον παντρέψει με μια χοντρή.
-Τι να σου πω μωρέ, χοντρή, τεράστια, αλλόκοτη, μου είπε γελώντας ο Τασούλης. Βγήκα έξω μαζί της, σε ένα ταβερνείο με πήγε κι έφαγε, να, μα την Παναγία, ένα κατσικάκι ολόκληρο μόνη της.. Ήπιε και δυο κιλά κρασί κι ύστερα πήγαμε στο ξενοδοχείο. Είδα κι εγώ, σαν είχαμε ξαπλώσει στο κρεβάτι, το μουνζιό της και τρελάθηκα. Τι ήταν αυτό; Σαν πηγάδι, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα τι να κάνω μαζί της και να σου πω την αλήθεια, γέλασα. Γέλασα και το βαλα στα πόδια. Ακόμα τρέχω!
Αυτή θα ήταν  η συνταρακτική γνωριμία του Τασούλη με το μουνζιό, που ακόμα τότε δεν είχε πάει φαντάρος. Αλλά κι αυτό δεν το έμαθα ποτέ- τους τέτοιους λένε δεν τους παίρνουν φαντάρους, δεν τους θέλουν, τους διώχνουν μη χαλάσουν και τους άλλους.
συνεχίζεται

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 14



Ήταν άσχημος, κακοφτιαγμένος. Πρόσωπο όλο στρουμπουλές γωνίες, λίγα γένια, όχι ακριβώς σπανός, είχε αραιά γένια,αν και ποτέ δεν τον είχα δει αξύριστο. Αυτό το πρόσεχε. Τα μάτια του ήταν λιάρα, μικρά σαν κουμπότρυπες δέρμα του ασπριδερό  και ο κόμπος στο λαιμό εξογκωμένος. Σε αντίθεση με το πρόσωπο του που ήταν στεγνό, το σώμα του ήταν πλαδαρό και σχετικά παχύ. Ιδιαίτερα τα μπούτια και ο πισινός. Αυτό μου δημιουργούσε μια μικρή υποψία, μια αμυδρή αχτίδα, ύπουλης σκέψης που όμως την απέρριπτα κατευθείαν.
Μια μέρα που είχε έρθει στο γραφείο, όταν το είχαμε ανοίξει πια, με μια «αδερφή», παραξενεύτηκα. Μου ξαναμπήκανε ψύλλοι στ αφτιά. Λες; είπα και το αναίρεσα πάλι αμέσως. Δεν πολυέμοιαζε για τέτοιος ή τουλάχιστον δεν το έδειχνε. Έκανε παρέα με γυναίκες αλλά στο πολύ φιλικό, δε μιλούσε όπως όλοι οι άντρες γι αυτές. Αν είναι όμορφες, αν έχουν ωραία μάτια ή πως κάνει έρωτα η τάδε και πόσο ψηλό και τουρλωτό πισινό έχει η Κατερίνα.
Δεν μπορούσες να μιλάς με σιγουριά για τον Τασούλη, σα να έκρυβε κάτι. Τα ανακάλυπτα όλα αυτά σιγά-σιγά, όπως και την οικονομική του κατάσταση. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος δικηγόρος, ένας ξερακιανός ψηλολέλεκας του παλιού καιρού.. Φαίνεται πως εξ επαγγέλματος θα είχε μιλήσει πολύ στη ζωή του, και για αυτό, τώρα δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Μόνο τα τυπικά κι αυτά με το ζόρι. Εξ άλλου το κουμάντο στο σπίτι δεν το έκανε αυτός. Κουμάντο έκανε η μάνα του Τασούλη. Αυτή κι αν ήταν ιδιάζουσα περίπτωση. Κοντή, χοντρή, ανοικονόμητη, ασχημογυναίκα. Πόσο μετράει άραγε μια ωραία μητέρα; Φαντάζομαι πολύ, πάρα πολύ. Η δική μου η μητέρα, μπορεί να είχε τους αγίους της τώρα πια, αλλά στα νιάτα της είχε υπάρξει όμορφη γυναίκα. Ακόμα και τώρα στα εξήντα της φαινόταν αυτό. Πόσο ρόλο λοιπόν παίζει στη ζωή μας η ομορφιά; Αυτό που λέμε εξωτερική εμφάνιση;
Πάλι εγώ, δεν ήθελα να τα πιστεύω αυτά. Έλεγα πως δεν έχουν σημασία, πως όλοι είμαστε φτιαγμένοι από τον ίδιο πηλό, καλοί και κακοί, άσχημοι ή ωραιοφτιαγμένοι. Έπεφτα όμως έξω, έξω απ το πεζούλι κι έπρεπε να καταφέρνω να πιάνομαι από το γκρεμό, απ τις άκρες των χειλιών των ανθρώπων.
Έλεγα λοιπόν, για τη μάνα του Τασούλη. Φωνή βραχνή, σα να έβγαινε από τα έγκατα της γης, όλο μαράζι, κακία και παράπονο, όλο κλάμα και παρωδία. Πως συμμαζεύονταν όλα αυτά δεν ξέρω αλλά φαινόταν και πρέπει να ήταν μια σκληρή γυναίκα. Όχι ακριβώς κακή, κάτι ανάμικτο, ποτέ δεν την είδα ευχαριστημένη και ιδιαίτερα όταν μιλούσε για τον Τασούλη.. Ένα βράδυ-ίσως να ήταν εκείνο που είχαμε πάει στου Λινάτσα ή μάλλον πολύ αργότερα, δε θυμάμαι και καλά- ο Τασούλης ήταν τύφλα στο μεθύσι και τον είχα κουβαλήσει μέχρι το σαλόνι τους.. Έκανε εμετό εκεί, λέρωσε το ακριβό χαλί τους. Η μάνα του τον κοίταζε με σιχασιά, ναι αυτή είναι η λέξη, όσο κι αν τρομάζει. Κι έπειτα κοίταξε και μένα με ζήλεια
-Εσένα ήθελα να είχα γιο μου, μου είπε όλη παράπονο, κι εγώ τα χασα.
-Γιατί; Της λέω, μια χαρά είναι ο Τασούλης.
-Δεν ξέρεις εσύ παιδάκι μου, έκανε κι έβαλε τα κλάμματα.
Ύστερα σφουγγίζοντας τα μάτια, μπήκε στην κουζίνα να μας ψήσει καφέ, ενώ εμένα πολύ ψεύτικα μου φάνηκαν τα δάκρυα της. Πολύ εύκολα τα είχε.
Γνώρισα εκείνο το βράδυ και το τέταρτο μέλος της ευτυχισμένης οικογένειας του Τασούλη, την αδερφή του Έλλη, που ήταν η λίγο μεγαλύτερη του και είχε σπουδάσει αρχιτέκτων. Διατηρούσε δικό της γραφείο στην Ομόνοια, με υπαλλήλους και λοιπά. Με τον Τασούλη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, λες και δεν ήταν αδέρφια οι δυο τους. Ο ένας αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί το βίο του άλλου. «Ο αδερφός μου ο Τασούλης!» γελούσε ειρωνικά και τον έδειχνε. «Ποια  είναι αυτή; Χέστην μωρέ, παράτα μας! Μόνο τον εαυτό της κοιτάζει.»
Η αλήθεια ήταν πως και η Έλλη φαινόταν να είχε περίεργα ερωτικά μπλεξίματα. Στην παρέα της ακούγονταν κάτι για λεσβιακούς έρωτες. Εγώ, στην αρχή, φανταζόμουν πως η οικονομική του κατάσταση θα ήταν τουλάχιστον καλύτερη από τη δικιά μου, μα γελάστηκα. Πράγματι τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σχετικά εύρωστα, του Τασούλη είχαν το μαύρο τους το χάλι. Δεν τον βοηθούσαν καθόλου, ότι του έδιναν ήταν σαν φιλανθρωπία.
-Έτσι ήταν πάντα; Τον είχα ρωτήσει κάποτε.
-Όχι, μου απάντησε. Τώρα τελευταία γίνεται αυτό. Από τότε που παράτησα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Φιλολογία και πιο συγκεκριμένα σημειολογία. Δε μου το συγχωρήσανε ποτέ. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μάνα, αυτή η σκρόφα, έτσι μιλούσε για τη μάνα του κι ακόμα περισσότερο η άλλη, η έξυπνη αδερφή μου. Όταν ήμουν μικρός με είχαν χαϊδεμένο, όλο ο Τασούλης και ο Τασούλης έλεγαν, ο άντρας της οικογένειας. Μεγάλωσα μέσα σ αυτή μικρομεγαλοαστική σιχασιά. Θέατρα, παραθέατρα, Ηρώδεια, Λυρική, Επίδαυρο, με ένα βιβλίο στο χέρι. Αρνήθηκα όλες τις πολιτικές θεωρίες- ο πατέρας μου είχε κάποτε πολιτευθεί χωρίς επιτυχία με το κέντρο- σ αυτό στηρίζονταν οι πολιτικές αρχές της οικογένειας. Εγώ στάθηκα για λίγο στον υπαρχτό σοσιαλισμό κι ύστερα προχώρησα σ αυτό που είμαι: Μισοαναρχικός, μισοδιανοούμενος.
Τελικά, τυπώθηκε κάποτε το πρώτο τεύχος της φυλλάδας με χίλια ζόρια. Και πως αλλιώς μπορούσε να γίνει, αφού η οικονομική μας ανέχεια φαινόταν από μίλια μακριά. Πως τα καταφέραμε, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Σύγκρυο με έπιανε αργότερα, όταν σκεφτόμουν αυτή μας την απκοτιά.. Ψιλοβοήθειες από εδώ, βερεσέδες από εκεί, χρέη, σκοτούρες για δύσκολα μυαλά, σαν τα δικά μας. Και η γκρίνια δεν άργησε να φανεί για να δείξει με τον πιο περίτρανο τρόπο τις μεγάλες διαφορές που είχαμε με τον Τασούλη. Εγώ, είχα παρατήσει βέβαια την γκαλερί, θυμάμαι πόσο είχε χαρεί ο νοικοκύρης μου, ο κυρ-Αλέκος.
-Αφού δεν μπορείς παιδί μου, είπε. Δεν μπορείς να το κρατήσεις το μαγαζί. Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά, να δουλέψεις, να κάνεις προκοπή. Άιντε στο καλό!
Προκοπή, γέλασα εγώ. Που να την εύρισκα την προκοπή έτσι αχαΐρευτος που ήμουν; Λες και είχα κατουρήσει στο πηγάδι. Τι έκφραση κι αυτή! Να κατουρήσεις στο πηγάδι… γιατί, δηλαδή  σε ποτάμι θα ήταν καλύτερα; Ή στη θάλασσα, εκεί που κατουρούσαν όλοι… Δεν ξέρω.
Τα συμπράγκαλα τα συμμάζεψα τα περισσότερα στης Καίτης. Τα υπόλοιπα- βιβλία, μερικούς πίνακες, το γραφειάκι και το τζου-μποξ, τα πήγα στο καινούργιο μαγαζί, λίγα μέτρα παρακάτω, στα Εξάρχεια. Κάναμε και εγκαίνια, ήρθαν όλοι οι φίλοι, ακόμα και ο Δούκας με την Βασιλική, που δεν τα πήγαιναν τα κουλτουριάρικα. Τους γνώρισα με τον Τασούλη, την Καίτη και την Βαριεντίνα.
Απρόσκλητη ήταν η Έλεν Νασοπούλου αλλά όχι ακριβώς. Την είχε προσκαλέσει η Βαριεντίνα, που είπε πως γνωρίζονταν από παλιά, από τότε στα κολλέγια. Μετά είχαν χαθεί. Και μου φάνηκε φυσικό, μια και διέκρινα μια υποψία ζήλειας ή έχθρας μεταξύ τους. Πιο πολύ η Βαριεντίνα που έδειξε μια αδιαφορία, πράγμα που το έκανε απέναντι σε όλες τις γυναίκες της παρέας. Ήθελε αν ήταν δυνατόν, να είναι η μοναδική, να έχει την εύνοια και τον θαυμασμό όλων των αρσενικών.
Ο Δούκας-δεν είναι παράξενο;- έκανε σα να μη γνώριζε καθόλου την Έλεν Νασοπούλου. Μάλιστα τις συστάσεις τις έκανε η Βαριεντίνα και ο Δούκας βρήκε την ευκαιρία να δαγκώσει προς εμένα τα κάτω χείλη του. «Τσιμουδιά!» μου έγνεψε.
-΄Ελεν Νασοπούλου, ο κύριος Δούκας, είπε η Βαριεντίνα.
Και δώσανε τα χέρια. Στα μάτια του Δούκα είδα την αδιαφορία και το ψεύτικο, εγκάρδιο χαμόγελο. Σε κείνης την πικρία. Έμοιαζε γερασμένη πρόωρα. Ρυτίδες, άσπρα μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, που κατέληγαν σε έναν μεγάλο κότσο-ουρά- στην πλάτη. Θα είχε πολύ καιρό να πάει στο κομμωτήριο και το ντύσιμο της ήταν ατημέλητο, παλιό. Έδειχνε μια ιστορία, μια εποχή, αυτή η γυναίκα.
Εμένα με συμπάθησε. Όποτε συναντιόταν τα μάτια μας. Μου χαμογελούσε και σήκωνε το ποτήρι της που το είχε συνέχεια στο χέρι. Το χαμόγελο της ήταν σπάνιο, γλυκό. Στις άκρες των χειλιών, δημιουργούσε δυο μικρές βούλες και στα μάτια της μια λεπτοκόκκινη υγρασία. Θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη κάποτε, σκέφτηκα.
-Μια από τις ωραιότερες γυναίκες των Αθηνών, μου είπε η Βαριεντίνα, παρ όλο που δεν την χώνευε, σαν έπιασε το βλέμμα και τις σκέψεις μου. Και σαν βέρα Αθηναία, πράγμα που το καυχιόταν, δεν έχανε την ευκαιρία κάθε λίγο και λιγάκι ν αναφέρεται στην Αθήνα και ειδικότερα την παλιά. Αργότερα αυτό της έγινε πάθος κι έγραφε παντού άρθρα για τη σωτηρία της- ακόμα και στην παλιοφυλλάδα μας ήθελε ειδική στήλη.
Ο Δούκας δεν έμεινε πολύ ή σχεδόν καθόλου. Καμώθηκε πως είχαν κάποια επείγουσα δουλειά και φύγανε.
-Θα τα πούμε, μου είπε.
Σε αντίθεση με την Έλεν Νασοπούλου που έφυγε με τους τελευταίους τρεκλίζοντας.
-Τώρα που ξέρω που είσαστε, θα σας επισκέπτομαι συχνά, αν φυσικά είμαι ευπρόσδεκτη, μας είπε φιλικά σε μένα και την Βαριεντίνα.
Ο Τασούλης είχε φέρει πάλι εκείνη την «αδερφή». Παράξενη αδερφή, με σκληρά γένια και μουστάκι- το δειχνε όμως, ήταν ξεφωνημένη. Εμένα δε με πολυενδιέφερε, μάλλον δεν τους χώνευα αυτούς τους ανθρώπους και μπορεί να μου βγαινε και καμιά κακία. Έτσι έλεγε ο Τασούλης. Δεν ξέρω, μπορεί να είχε δικό του καπέλο. Το δικό μου καπέλο μου έλεγε πως η φυλλάδα δεν πήγαινε καλά. Και πώς να πήγαινε; Πούλησε δεν πούλησε καμιά τρακοσαριά αντίτυπα και τα έξοδα ήταν μεγάλα. Απλήρωτα ενοίκια, φωτοσυνθέσεις, χαρτί, έμποροι, όλα συνωμοτούσαν εναντίον μας.
συνεχίζεται

Η ΑΞΊΑ ΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ



Η ΑΞΊΑ ΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ

Μένω στο σκοτάδι.
Εν δικαίω δεν περιμένω τίποτε.
-το σκοτάδι είναι τρύπιο
Τέθριππο.
Η λύπη δεν τρώγεται
εν ριπή οφθαλμού διαγράφω το δίκαιον
ουκ έστιν ώδε
[Παρακείμενος εν τη γενέσει]
Τέθλιμαι των ορίων, μένω στη σιωπή
Το σκοτάδι πυροβολεί τον χρόνο-πενήντα νεκροί
Ως τα εν αφθονία είδη έχασε και ο θάνατος την αξία του.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 13



Ποιος ήταν ο Τασούλης; Ο κατοπινός ήρωας; Δεν ήξερα ούτε εγώ. Ίσως να ήταν κάτι απροσδιόριστο στη ζωή μου, ίσως κάτι σημαντικό. Όλο κάτι τέτοια «ίσως» ήταν ο Τασούλης.
Ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι, πλησιάζαμε κι δυο τα τριάντα. Τον είχα γνωρίσει μια Κυριακή στο Ρουαγιάλ, ένα ξενοδοχείο, που γινόντουσαν συχνά συμπόσια, ομιλίες, εκθέσεις και γενικότερα πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μέλος μιας νεανικής ομάδα συγγραφέων, όπου μετείχε και στο συμβούλιο, ήταν ειδικός γραμματέας. Όταν συναντηθήκαμε, υπήρξε μια ζεστή χειραψία κι ένα λεπτό, φιλικό αντάλλαγμα οικείας ματιάς. Σα να γνωριζόμαστε από χρόνια, έτσι δε λένε για τις μεγάλες συναντήσεις;
Ο Τασούλης ήταν κεφάτος, επιθετικός. Γνώστης φοβερός, ασυναγώνιστος στην παιδεία, στο λόγο. Όταν άρχιζε να μιλάει, σε πήγαινε όπου ήθελε αυτός.
Ήταν μαζί του και η Βαριεντίνα, κόρη στρατηγού, παντρεμένη με τον Ίκαρο, εν διαστάσει πια. Ο Ίκαρος, παλιός βιβλιοδέτης ολκής και εκεί ήταν παραδομένος. Είχε εντρυφήσει στη μοναξιά και στη σιωπή. Βιβλιοδετείο, σπίτι- σπίτι βιβλιοδετείο. Είχε ένα αυτοκίνητο, σακαράκα που πλησίαζε κι αυτό την ηλικία του. Ένα Όστιν παλιό που το έβαζε μπροστά ακόμα με τη μανιβέλα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μας πήρε από το Ρουαγιάλ, μετά τη διάλεξη του Τασούλη για την Έντιθ Πιαφ. Γέμισε ο τόπος καπνούς μόλις πήγε να βάλει μπροστά. «Μπούκωσε» είπε και βγήκε με τη μανιβέλα να το ξεμπουκώσει!
Η Βαριεντίνα πλησίαζε τα σαράνταπέντε αλλά κρατιόταν ακόμα καλά. Κάποτε πρέπει να είχε υπάρξει πολύ όμορφη γυναίκα. Όμορφη και πλούσια, κόρη στρατηγού ήταν, τι διάολο. Όχι τόσο για την ομορφιά, βέβαια αλλά για το πλούσια. Τελευταία το είχε ρίξει στην ποίηση. Είχε εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, την οποία και μου χάρισε. Πιο πολύ όμως, μετρούσε η παρουσία της, η ζεστασιά, η καλοσύνη. Μπορούσε να πηδηχτεί με κάποιον, έτσι γιατί καταλάβαινε πως αυτός ο κάποιος, δεν είχε απολαύσει ποτέ καμιά γυναίκα ή ήταν χαρμάνης από καιρό. Ήταν θηλυκό η Βαριεντίνα, αυτό το είχε, όπως κι αυτό το παράξενο που σκοτείνιαζε γύρω της. Δεν ήξερα τι.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το δέσιμο που είχαν με τον Τασούσλη. Σαν αδέρφια ή κάτι παραπάνω, αν υπάρχει. Κατά βάθος όμως, παρέμεναν φοβισμένοι και οι δυο, με μια συμπάθεια που έδειχνε αμοιβαία. Ίσως να ήταν τα ίδια προβλήματα, ίσως το ίδιο αιώνιο ψάξιμο της ζωής.
Όταν ήρθε ο Τασούλης, είχε ξαναπιάσει η βροχή και μπήκε μέσα σχεδόν μούσκεμα. «Μούσκεψα» είπε και τίναξε τα νερά από πάνω του. Ξανθούλης προς το καστανό με μέτριο ανάστημα και περπάτημα με τα πόδια προς τα μέσα οι μύτες. Απρόσεχρος, κακοντυμένος, αδιάφορος σ αυτόν τον τομέα. Τι σκατά, ποτέ δεν τον θυμάμαι σικ αλλά θα μου πεις εγώ ήμουν καλύτερος; Ε, μάλλον, χμ… σκέψου πόσο κακοντυμένος ήταν. Βέβαια, δεν ήταν βρωμιάρης, είπαμε, απρόσεχτος, αφηρημένος ή κακόγουστος. Μάλιστα: αυτό το κακόγουστος του ταίριαζε καλύτερα. Μπορεί να φορούσε ένα πολύχρωμο πουκάμισο καθαρό, καινούριο κι ένα παντελόνι χωρίς ζώνη. Έτσι δεν ξεχώριζε η μέση του και γενικά έδειχνε ατσούμπαλος σαν Αμερικανάκι. Η φωνή του βραχνή, κάπνιζε πολύ τσιγάρο, πάρα πολύ για να λέμε τα πράγματα ρεαλιστικά, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο αλλά είχε διάφορους χρωματισμούς στη ομιλία του σα να είχε κάνει φωνητική. Τον ρώτησα αν αληθεύει και μου απάντησε γελώντας, όχι, απλώς προσπαθούσε να διορθώσει τους τόνους της φωνής του. Το περίεργο είναι πως δεν τραγουδούσε ποτέ ή μάλλον πολύ σπάνια , εκτός αν είχε πιει πολύ και τότε ήταν φάλτσος. Σε αντίθεση με τη Βαριεντίνα που το έπαιζε πριμαντόνα με τη βαθιά μελωδικότατη φωνή της και τις λικνιστικές φιγούρες στο χορό. Ταίριαζαν και στο χορό. Μπορούσαν να χορεύουν με τις ώρες ατέλειωτα κουνιστά, κολλητά, ροκ εντ ρολ, ταγκό και απίθανα βάλς. Χόρευαν με πολύ αισθησιακό τρόπο, τέτοιον που εγώ δεν έπιανα μιας και ποτέ δεν είχα αντιληφτεί την τέχνη του χορού κι ας λέγαν οι άλλοι πως χόρευα καλά. Εμένα μου άρεσε πιο πολύ να βλέπω τους χορευτές παρά ν αρκουδίζω εγώ. Κι ας μιλούσαν οι άλλοι πως αρκουδίζω όμορφα, ωραία. Μπορεί να χόρευα επιδειχτικά θα συμπλήρωνα και μάλλον έτσι θα ήταν, αφού σπάνια ένιωθα την ανάγκη να εξωτερικεύσω τα συναισθήματα μου με το χορό.
Αφού ήπιαμε από ένα κονιάκ, συμφωνήσαμε να πάμε στου Λινάτσα. Ο Τασούλης δεν τον ήξερε.
-Ποιος είναι αυτός; Με ρώτησε.
-Θα τον γνωρίσεις, του απάντησα.
Πήγαμε λοιπόν στου Λινάτσα. Περπατώντας, φτάσαμε μουσκεμένοι αν και προσπαθούσαμε να προφυλαγόμαστε κάτω απ τις μαρκίζες στα στενά και ανηφορικά πεζοδρόμια. Σε όλο το δρόμο, δεν ήταν και πολύ μακριά, βέβαια, ο Τασούλης μιλούσε κι εγώ τον άκουγα. Μιλούσε για τη φυλλάδα που ήθελε να εκδώσουμε. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει πως στήνεται μια καλλιτεχνική εφημερίδα. Δεν του έλειπε το χιούμορ και πολλές στιγμές, γελούσαμε σαν παιδιά. Όπως τη στιγμή που μίλησε για τα λεφτά που θα χρειαζόμασταν. Εγώ έχω κάτι λίγα, δεν μπορεί, κάτι θα έχεις κι εσύ είπε και σαν είδε το έκπληκτο ύφος μου, έσκασε στα γέλια. Όχι τρανταχτά, σαν τον Δούκα, είχε έναν δικό του τρόπο να γελάει, πιο συμμαζεμένο και πολλές φορές, έβαζε το χέρι του να κρύψει το ανοιχτό του στόμα.
Όταν άρχιζε να μιλάει συνήθως ξεκινούσε έτσι: «Αγόρι μου, κοίταξε, είναι απλά τα πράγματα.» Και σιγά-σιγά, χαμήλωνε τους τόνους. Άμα έφερνες αντίρρηση για τις θέσεις που ο ίδιος υπεράσπιζε, κόμπιαζε, μούτρωνε. Σα να μη τις δεχόταν εύκολα, σα να του κόστιζε που δεν τον πίστευες, σα να μην του άρεσαν καθόλου τα εμπόδια. Γι αυτό τον άφηνα να ολοκληρώνει τις απόψεις του κι όταν στο τέλος δεν είχε τι άλλο να πει, εξέφραζα τις δικές μου.
-Θα πιάσουμε ένα γραφείο αγόρι μου, συνέχισε, κάπου εκεί στα Εξάρχεια, εκεί γίνονται αυτές οι δουλειές, μη φοβάσαι θα οργανωθούμε. Εγώ- αυτό μου το είπε εμπιστευτικά αφού με σκούντησε στον ώμο- μην είσαι κορόιδο, ξέρω όλα τα μέλη της εταιρείας νέων συγγραφέων και όχι μόνο. Θα τους κάνουμε όλους συνδρομητές προτού ακόμα εκδώσουμε το πρώτο τεύχος για να μαζέψουμε το χρήμα, μη σε νοιάζει, θα δεις. Θα τρέξω και για χορηγούς έχω εγώ άκρες. Λέω στην αρχή να την ξεκινήσουμε τετρασέλιδη, δυο φύλλα δηλαδή. Θα βρούμε φτηνό χαρτί, ξέρω εγώ κάτι εμπόρους που θα μας πιστώσουνε. Όσο για τη φωτοσύνθεση, έχουμε τη Ντούνια, ξέρεις τη χοντρή φίλη της Βαριεντίνας, καλά που τη θυμήθηκα, δεν την βλέπεις; Αυτή που τη βάζεις; Δεν τη βλέπεις που καίγεται για τέτοιες ιστορίες; Το ξέρεις πως είναι γραμματέας στον σύλλογο νοικοκυρών Ελλάδος; Όλες οι νοικοκυρές που δεν έχουν τι να κάνουν θα μας διαβάζουν!
-Υπάρχει και σύλλογος νοικοκυρών Ελλάδος; Απόρεσα εγώ.
Είχαμε ήδη καθίσει και τρώγαμε και πίναμε. Ο Λινάτσας με στραβοκοίταζε από το βάθος της κουζίνας μουτρωμένος. Του κακοφαίνονταν όταν τον έλεγα εγώ Λινάτσα. «Δεν ξέρω ρε, να μη με φωνάζεις έτσι, δε μ αρέσει, Νίκο με λένε, έχω όνομα. Εσένα σ αρέσει να σε λένε Αλμύρα; Ε, Παλιοαλμύρα!» μου είπε στο αυτί σφυριχτά μόλις μπήκαμε και τον προσφώνησα.
-Και βέβαια υπάρχει σύλλογος νοικοκυρών γέλασε ο Τασούλης. Στην Ελλάδα, σύλλογο έχουν ακόμα και οι πέτρες, γι αυτό σου λέω: υπάρχει πρόσφορο έδαφος, μην κολλάς!


συνεχίζεται

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 12






Έμεινα κεραυνόπληκτος όταν τέλειωσα την πρώτη  βιαστική ανάγνωση. Το ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Και γιατί με έλεγε μαχαραγιά; Θα του είχε κολλήσει η λέξη από τα τουρκομπλεξίματα του. Αλλιώς δεν εξηγιέται η επιμονή του, όλο μαχαραγιά και κοπρόσκυλο με έλεγε αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Τα άλλα οι φυλακές, τα ανθρακωρυχεία, η Εμινέ, ο Αλής μου φαινόταν πρόσωπα και πράγματα μυθικά. Με παραμύθιαζε ο Ντάφλος σκέφτηκα, με γέμισε μύγες. Αλλά αυτός δεν ήταν ποτέ ψεύτης, τώρα γένηκε; Κοίτα ρε, ζωή ο φίλος μου Ντάφλος. Και επιστρέφει στην πατρίδα- αυτό το πατρίδα το είχε υπογραμμίσει- αυτός ποτέ δε μιλούσε για πατρίδες- με λεφτά πολλά, καζαντισμένος. Αυτό τι σου έλεγε; Τι θα έκανε εδώ; Θα ξαναγύριζε στη Μαγδαληνή; Αλλά για αυτήν δεν έκανε κουβέντα, μόνο για το γιο του τον Τίτο έγραψε δυο αράδες.
Το κουβέντιασα με την Καίτη, δεν της διάβασα το γράμμα, κι έδειξε αδιαφορία. Δεν τον χώνεψε ποτέ της. Ούτε καν ήθελε να ξέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Παραξενευόμουν μ αυτή της την αντιπάθεια. Σπάνια τη θυμάμαι να έπαιρνε ακραίες θέσεις απέναντι στους ανθρώπους. Την θεωρούσα περισσότερο ουμανίστρια. Και, ίσα-ίσα με τον συνδικαλισμό που είχε μπλέξει εκείνο τον καιρό, έκανε και κάποιες τσιριμόνιες στους επαΐοντες. Έτσι, μου φαινόταν πως είχε αποκτήσεις τις διπλωματικές σχέσεις της. «Γεια σας κύριε Αργυρόπουλε, τι κάνετε; Είστε καλά; Πως πάει η εφημερίδα; Η σύζυγος; Μπράβο, χαίρομαι!». Ευγενική, ευπροσήγορη, καλοσυνάτη. Σε κάτι άλλους, μπεμπέδες και τέτοιους δεν έδινε σημασία. Τους αγνοούσε, σα να φυλαγόταν από τις κακοτοπιές και δίκιο είχε. Εγώ δεν είχα δίκιο και έπεφτα συνέχεια από τα σύννεφα. Όπως τώρα, που νόμιζα πως η Καίτη συμπαθούσε το Ντάφλο. Για τι να τον συμπαθεί; Σκέφτηκα πιο ρεαλιστικά. Επειδή της παράτησε την αδερφή; Μερικά πράγματα, μου φαίνεται πως τα έπαιρνα πολύ επιπόλαια. Δε σεβόμουν τον πόνο κάποιων ανθρώπων από αυτή την άποψη. Κατά βάθος δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, έτσι έδειχναν τα πράγματα. Το λογικό θα ήταν να σκεφτώ πως η Καίτη και γενικά όλο το Σταυρέικο δε συμπαθούσε το Ντάφλο. Εδώ στην αρχή ο Σταυρέας έψαχνε να τον βρει να τον σκοτώσει και εγώ τώρα της μιλούσα γι αυτόν! Ένα καθίκι είναι μου τελείωσε την κουβέντα και εγώ μούτρωσα. Δεν είναι καθίκι ο Ντάφλος, φώναξα. Έκανε ένα λάθος που παντρεύτηκε την αδερφή σου, αυτό είναι όλο!
-Ένα λάθος το λες εσύ αυτό; Που την παράτησε γκαστρωμένη και ξυλοφορτωμένη στην Κέρκυρα; Μου όρμησε. Ένα λάθος το λες που έσπειρε ένα παιδί κι έφυγε σαν αλήτης για τη Γερμανία; Ωραίος είσαι! Τι νομίζεις πως είναι η ζωή μωρέ; Τι νομίζεις; Αυτός είναι εγκληματίας για μένα, ένας μπεκρής, ένας άνθρωπος που τον κυβερνάει το ποτό, τι περιμένεις; Περιμένεις εσύ από κάτι τέτοιους σαν εσένα να του δίνουν δίκαιο. Όσα και να φτιάξει, λεφτά και τέτοια, πάντα ίδιος θα μείνει και τολμάς εσύ να μου μιλάς γι αυτόν και να έχεις πάρε-δώσε μαζί του! Μ αυτόν και τον άλλον, το Δούκα… ωραίους φίλους έχεις Αμβράζη, να τους χαίρεσαι, εμένα δε μου κάνουν, να το θυμάσαι!
Άμα την έπιανε, μου τα λεγε. Δε χάριζε κάστανα σε κανέναν η Καίτη. Όλα κατάμουτρα τα πέταγε και τα καλά και τα κακά. Εμένα μου κόστιζε πολύ να μου μιλάει έτσι για τους φίλους μου. Νευρίαζα, σηκωνόμουν κι έφευγα.
Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το Φθινόπωρο. Είχε τελειώσει ένα ακόμα Καλοκαίρι της νιότης μας κι ερχόταν πάλι το Φθινόπωρο, μελαγχολικό όπως πάντα. Στου Γκύζη-ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ αν θέλει Κ, ή όχι- έπαιρναν σβάρνα τους κατηφορικούς δρόμους, τα λερωμένα νερά των πρώτων βροχών. Ξέπλεναν τα πάντα κατεβαίνοντας ορμητικά τις γειτονιές.
Μια τέτοια βροχερή μέρα, ήταν που είχε έρθει στη γκαλερί, ο ιδιοκτήτης, ο κυρ-Αλέκος. Άραξε εκεί μπροστά στη φάτσα, στη βιτρίνα και με κοίταζε χαμογελαστός, καθώς στεκόμουν στην πόρτα. Τον καταλάβαινα αλά δεν μπορούσα να πω πως, μου λεγε κάτι ιδιαίτερο η παρουσία του. Ίσως επειδή δε χώνεψα ποτέ τους ιδιοκτήτες, όσο καλοί κι αν ήταν. Έτσι τον έπαιρνε η μπόρα κι αυτόν, σαν αυτή που έπεφτε τώρα ασταμάτητα. Δεν είχα τίποτε με τον άνθρωπο αλλά να, αυτή ήταν η αντίληψη μου για τους ιδιοκτήτες.
Πάλι του χρωστούσα μερικά ενοίκια. Τα λεφτά που είχα πάρει από τον Δούκα είχαν σκορπιστεί στους πέντε ανέμους και τώρα ο κυρ-Αλέκος, είχε έρθει να ζητήσει τα δικαιούμενα.  Μπήκε στο μαγαζί, του έφτιαξα καφέ, έφτιαξα και δικό μου. Τον ήπιαμε λέγοντας αοριστίες, κοιτάζοντας έξω τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει.
-Θα χουμε βαρύ Χειμώνα εφέτος, οριστικοποίησε τις απόψεις του για τον καιρό.
-Ναι, μουρμούρισα εγώ. Τι να έλεγα;
Σε λίγο έφυγε. «Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις» μου είπε απ την πόρτα. «Τα περιθώρια στενεύουν,  περνάει ο καιρός αγόρι μου. Χρωστάς τώρα τέσσερα ενοίκια κι ένα του Οκτώβρη που μπαίνει σε λίγο, πέντε. Δεν πειράζει, εμένα μη μου τα δώσεις αν φύγεις. Δεν ξέρω τι να σου πω, κάνε όπως καταλαβαίνεις, τι να σου πω. Αλλά κάνε κάτι, το βλέπεις ότι δε βγαίνει που θα πάει αυτή η κατάσταση;» Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου στις μαύρες απελπισίες. Τώρα βρέθηκε κι αυτός; Πάνω που είχα την έμπνευση να τελειώσω τον πίνακα της γυναίκας με τη λάμπα; Μου έφυγε η όρεξη, η έμπνευση, χάθηκαν τα πάντα. Κάθισα στο γραφείο και κοίταζα έξω, έτσι ακατανόητα. Ύστερα παρατήρησα αυτό που είχα φτιάξει και το λεγα γκαλερί. Ένας χώρος γεμάτος τζιμπράγκαλα. Τελευταία ούτε σκούπιζα και είχαν μαζευτεί εκεί τα πιο παράξενα πράγματα, αφού είχα τη μανία να συλλέγω ότι εύρισκα μπροστά μου. Πέτρες, ξύλα, ριζάρια- μερικά τα είχα ψευτοσκαλίσει με το σκαρπέλο- παλιές λαμαρίνες σκουριασμένες, σύρματα, παλιές εικόνες, γκραβούρες, αφίσες, περιοδικά. Ότι έβαζε ο νους. Ακόμα κι ένα παλιό, σαραβαλιασμένο τζου-μποξ είχα εκεί, που το επισκεύασε μια μέρα- μέρα ήταν ή νύχτα;- ένας φίλος που είχε λόξα μ αυτά τα πράγματα. Κατάφερε όμως να το φτιάξει να παίζει. Είχα και μερικούς δίσκους, πεταμένους στο δάπεδο, στη γωνιά. Μόνο έναν Ραχμάνινοφ τον πρόσεχα μέσα στο συρτάρι- τίποτα δεν ήξερα για δαύτον και ούτε έμαθα ποτέ. Έβαζα το δίσκο και τον άκουγα πολλές φορές. Μου άρεσε και ήθελα κάποτε ν αγοράσω μια δική του κασέτα, όταν θα είχα λεφτά, να την ακούω από ένα γουόκι-τόκι, όπως τα λένε αυτά τα μικρά κασετόφωνα. Το σκεφτόμουν πολλές φορές, πάνω στη μηχανή, όταν μου τη δάνειζε η Καίτη. Είχε πάρει και μηχανή, μια ολοκαίνουρια μηχανή μεγάλων κυβικών, μη νομίζετε.. Μου την έδινε κι εμένα μερικές φορές κι έκανα κάτι μακρινές βόλτες στην παραλία αλλά συνήθως ερχόταν κι εκείνη μαζί μου.
Τι άλλο είχα εκεί μέσα; Όλη μου την περιουσία. Μερικές εκατοντάδες βιβλία, άλλα τόσα περιοδικά, από Ρομάντσο μέχρι Μάσκα, Τέχνη και λόγος, διάφορα. Σε αυτό το τελευταίο ήμουν συνδρομητής αλλά δεν είχα πληρώσει ποτέ. Ακόμα και λίγες τσόντες υπήρχαν, κρυμμένες όμως να μη φαίνονται.
Η βιτρίνα είχε γεμίσει αράχνες και μυρμήγκια. Κάπου-κάπου, πηγαινοερχόταν καμιά κατσαρίδα, γρήγορα, ξαφνικά να χαθεί. Πρέπει να είχα και καμιά εικοσαριά πίνακες, άλλοι στη βιτρίνα, άλλοι στους τοίχους, ίσως να ήταν περισσότεροι. Ναι, βέβαια, τώρα που θυμάμαι καλύτερα, πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα. Μεγάλη περιουσία, χλεύαζα τον εαυτό μου, μπροστά στο μαυρισμένο καθρέφτη της τουαλέτας που είχε πιάσει παντού κρότσια. [ Λέξη παλιά για τη βρωμιά, τη λίγδα, τη δυσωδία.]
Στο πατάρι, ένα ράντσο σαραβαλιασμένο, βούλιαζε, καμπούριαζε, από βάρος δυο κορμιών τις περισσότερες φορές. Παχυλή σκόνη γύρω-γύρω, κομμάτια πλαστικά, σακούλες, εφημερίδες. Από τα πλαστικά, είχα φτιάξει δυο τρεις φιγούρες του Καραγκιόζη. Πρώτα τις είχα ζωγραφίσει και μετά τις έκοψα σιγά-σιγά με τη σέγα. Έλεγα κάποτε να κάνω παραγωγή, να τις πουλάω και στην αρχή το είχα πάρει σοβαρά το θέμα, καθώς πούλησα ένα σε κάποιο γέρο. Ερχόταν είπε συχνά να αγοράσει αλλά έλειπα. Είχε μαζί  του και το εγγονάκι που έκλαιγε και όλο του λεγε, «να μου τον πάρεις παππού, να μου τον πάρεις.» Μόλις του είπα ένα χιλιάρικο του γέρου του φυγε η ανάσα.
-Δεν τα πουλάω αυτά, του είπα αλλά μια και φωνάζει ο μικρός, μια και εσένα σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια οι Κραγκιόζηδες, πάρτον, χαλάλι σου. Δώσε μου ένα χιλιάρικο και πάρτον.
Έκανε να φύγει και τον λυπήθηκα. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου που τον είδα να μετράει τα ψιλά στην πόρτα και τον πρόλαβα. Έδωσα τον Καραγκιόζη στον μικρό που μέρωσε αμέσως και σκούπισε τα δάκρυα του. Ο Γέρος μου βαλε ένα κατοστάρικο στο χέρι και συνεννοηθήκαμε βουβά, πως, εντάξει, καλά είναι, να βολευτούμε και οι τρεις. Κι έκλαψε κι εκείνος.
Δεν τον λυπήθηκα αυτόν τον Καραγκιόζη. Ένα άλλον Καραγκιόζη, σημερινό, τον συλλέκτη και γείτονα Μπρέκα, τον λυπήθηκα. Όχι ακριβώς τον λυπήθηκα, τον σιχάθηκα.
Ήρθε κάποιο απόγευμα και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας το χερούλι. Είμαι συλλέκτης μου είπε.
-Θέλω αυτόν τον πίνακα, συνέχισε κρατώντας πάντα το χερούλι, χωρίς να μπει μέσα, έτοιμος να φύγει. Έχω περάσει πολλές φορές και δε σε βρίσκω, δεν το ανοίγεις το μαγαζί; Τέλος πάντων, δικό σου καπέλο. Λέγε πόσα θέλεις αλλά πρόσεξε την τιμή. Εξόν από συλλέκτης, είμαι και γείτονας. Εδώ στη λεωφόρο έχω μια έκθεση αυτοκινήτων. Λέγε, πόσα;
Καιγόμουν για τα λεφτά και τι να του λεγα; Δεν ήθελα να μου τον πάρει τον πίνακα τσάμπα. Ήταν αυτός με τη γυναίκα και τη λάμπα που δεν είχα προλάβει να τον τελειώσω. Δεν πειράζει, μου είπε, εμένα μου αρέσει έτσι, σεις οι ζωγράφοι δεν ξέρετε πότε τελειώνει ένα έργο. Μάλιστα, σκέφτηκα εγώ, του αρέσει κι έτσι. Κάτι είχα καταλάβει για δαύτους. Το σινάφι τους είναι το πιο σκληρό στην αγορά. Αγόραζαν φτηνά και δεν πουλούσαν, εκτός αν έπιαναν κάποια εξαιρετική τιμή.
-Να τον πάρεις, του είπα απερίφραστα. Δώσε πενήντα χιλιάδες και πάρτον, είναι μια πολύ καλή τιμή για σένα. Εβδομήντα θα σου έλεγα αλλά μια και είσαι και γείτονας, δώσε πενήντα και πάρτον.
-Θα σου δώσω εντεκάμισυ χιλιάδες, είπε σμίγοντας τα φρύδια. Ούτε δραχμή παραπάνω. Σε δέκα λεπτά, επιστρέφω, σκέψου κι αποφάσισε.
Κι έφυγε.
Εγώ σηκώθηκα επάνω ανατριχιασμένος. Τι λέει; Μονολόγησα. Τι λέει ο άνθρωπος, είναι με τα καλά του; Εντεκάμισυ χιλιάδες αυτό το έργο; Εδώ μόνο ο μουσαμάς έκανε δυο χιλιάδες.. ένα είκοσι επί ογδόντα… όχι δε γίνεται, άστον να πάει να κουρευτεί. Δεν του τον δίνω, φώναξα κι έκοβα βόλτες πέρα-δώθε. Πήρα κι ένα ποτήρι, έβαλα λίγο σκουριασμένο κονιάκ, ήπια.
-Δεν τον δίνω! Φώναξα πάλι δυνατά. Όχι, δεν τον πουλάω!
Με τα χέρια στις άδειες τσέπες πηγαινοερχόμουν. Ρε, τον κερατά το Μπρέκα, σκεφτόμουν, ρε τον άτιμο πάει να μου φάει το έργο. Σιγά μην του τον δώσω. Τέτοια έλεγα και σκεφτόμουν, για να πείσω τον εαυτό μου και πρέπει να ήμουν πολύ αστείος, δε χωράει καμιά αμφιβολία γι αυτό. Έπρεπε να ήμουν από κάποια άλλη πλευρά, να έβλεπα πως συμπεριφερόμουν. Θα γελούσα οπωσδήποτε. Ή θα έκλαιγα. Αλλά, μόλις γύρισε ο Μπρέκας, «πάρτον» του είπα και τον ξεκρέμασα από την βιτρίνα.
Μου μέτρησε εντεκάμισυ χιλιάδες, ούτε δραχμή παραπάνω. Όσα είπε. Όμως τον περιποιήθηκα ύστερα από λίγους μήνες που ήρθε να του σκιτσάρω μερικές γκραβούρες παλιών αυτοκινήτων για την έκθεση του. Εκεί του πήρα τριπλάσια λεφτά από το κανονικό, για να βγάλω το άχτι μου. Γι αυτό είπα παραπάνω πως δεν τον λυπήθηκα.
Αυτά ήταν τα αλισβερίσια μου εκείνον τον καιρό. «Τω καιρώ εκείνω», φράση βιβλική που την αντέστρεφα. Έλεγα εκείνο τον καιρό. Στην Αιτιατική.
Παρ όλα αυτά, ψιλοχάρηκα εκείνο το βράδυ. Πετάχτηκα στο παντοπωλείο, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ- να έχω να κερνάω τους φίλους, έλεγα- τσιγάρα και μερικές λαδόκολλες. Μου είχε σφηνωθεί η ιδέα να ζωγραφίσω πάνω τους. Και το έκαμα, έπιανε πιο καλά το χρώμα. Κι ακόμα πιο πολύ, επειδή μου άρεσε το γλίστρημα του πινέλου πάνω στη γυαλάδα.. Όπως αργότερα θα ζωγράφιζα σε καφετιά στρατσόχαρτα από κούτες. Ήταν μια εμπειρία κι αυτή, όπως αργότερα με τις λινάτσες. Τι το θυμήθηκα τώρα αυτό; Είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Λινάτσα και θύμωνε γιατί αυτό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει. Το πραγματικό του όνομα δεν το έμαθα ποτέ. Ωραίο όνομα, του λεγα και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε πως τον κορόιδευα και μούτρωνε. Να βάλεις και μια επιγραφή με το όνομα σου, του είπα. Λινάτσας! Είχε μια ταβέρνα εκεί στου Γκύζη. Γελούσε και συνέχιζε να νομίζει πως τον δουλεύω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον πείραζε, εγώ του το έλεγα σοβαρά. Μετά από χρόνια που το πήρε χαμπάρι και το κανε, ταβέρνα ο Λινάτσας, έγινε φίρμα και κονόμησε. Πάμε στου Λινάτσα, έλεγαν όλοι.
Μαύρη περίπτωση κι αυτός. Κούτσαινε από το δεξί πόδι, έπινε, γινόταν σταφίδα, είχε κι έξι παιδιά. Πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, το τελευταίο. Γι αυτό είχε σταματήσει, έβγαλα το διάδοχο, έλεγε και γελούσε. Λινάτσας ο νεώτερος, αυτός θα συνέχιζε την οικογενειακή του ιστορία.
Είχα προαποφασίσει πως θα πήγαινα εκεί εκείνο το βράδυ. Λεφτά είχα, τι με ένοιαζε; Να, τώρα θα φύγω έλεγα, όπου να είναι φεύγω αλλά δεν παρατούσα το κονιάκ και το πινέλο. Ώσπου κάποια στιγμή το αποφάσισα. Την ώρα όμως που πήγαινα να κλειδώσω την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ντρίίν! και το κοίταζα. Ντρίίίν! Και το ξανακοίταξα. Να το σηκώσω ή να μην το σηκώσω; Κι αν ήταν η Καίτη; Δεν είχα καμιά όρεξη να την έβλεπα εκείνη την ώρα., άλλα πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου, Να ξεφαντώσω ήθελα, να δω κανέναν παλιόφιλο, να πούμε καμιά κουβέντα, να μην είμαι μόνος μου.
Παρ όλα αυτά, το σήκωσα. Ήταν ο Τασούλης. Έρχομαι μου είπε από εκεί, μη φύγεις, σε δέκα λεπτά, έφτασα. Είναι καιρός να βάλουμε σε εφαρμογή εκείνη την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Που να θυμόμουν, τόσα είχαμε πει. Έλα καημένε, συνέχισε ο Τασούλης, δεν είχες πει να εκδώσουμε μια φυλλάδα για τα εικαστικά και τις τέχνες; Ε, λοιπόν, είναι ώρα να το κάνουμε. Έρχομαι από κει, μη φύγεις.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...