Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 17



Το πικρό συναίσθημα και η λύπη για όσα έγιναν και δεν έπρεπε, είναι πολλές φορές που μας ταιριάζει. Πολλά χρόνια αργότερα θα θυμόμουν αυτή την εικόνα στη λεωφόρο με την Καίτη να κλαίει και να μου τραβάει το πόδι. Όπως θυμάμαι και τις φωνές της μάνας μου μόλις έμαθε τα καθέκαστα.
-Να φύγεις και να μη ξαναγυρίσεις, μου είπε. Τέτοιος που είσαι τι να σε κάμω;
Είχα πάει στο σπίτι για να μείνω. Αντ αυτού, πήρα πάλι τα μπογαλάκια μου και τράβηξα για το μικρό γραφείο των Εξαρχείων.. Εκεί θα έμενα προς το παρόν που να πήγαινα;
Συγυρίστηκα, βολεύτηκα, ήρθε η Βαριεντίνα με δυο τυρόπιτες στο χέρι.
-Φάε, μου είπε, να στυλωθείς. Μη στεναχωριέσαι, όλα για τους ανθρώπους είναι, έχεις καιρό εσύ για τέτοια πράγματα.
Της τα είχα διηγηθεί όλα, μέσες άκρες. Όταν της είπα για το κυνηγητό στη λεωφόρο, ταράχτηκε.
-Θα πρέπει να σε αγαπούσε πολύ, είπε. Δεν την αγαπούσες όμως εσύ κι έτσι καλύτερα που έφυγες. Ξέχασε το, μου έδωσε κουράγιο. Εδώ μαζί, ξεκίνα μην κάθεσαι να βγάλουμε το επόμενο τεύχος της φυλλάδας. Τι θέματα θα βάλουμε αυτή τη φορά;  Εγώ λέω να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στην παλιά Αθήνα. Τι λες κι εσύ;
Με έχωσε πάλι στην ιστορία, άρχισα να εργάζομαι πυρετωδώς. Έπρεπε αυτό το τεύχος να βγει καλύτερο από τα άλλα, να έχει περισσότερη ύλη, ίσως να γινόταν έξι σελίδες μεγαλύτερο και το χαρτί να ήταν καλύτερης ποιότητας.
Ένα βράδυ, εκεί που σκάλιζα διάφορα περιοδικά ανάμεσα τος ανακάλυψα ένα παλιό ημερολόγιο μου. Το φυλλογύριζα κοιτάζοντας διάφορες σημειώσεις, ήταν από τότε που είχα ακόμη τη γκαλερί στου Γκύζη και σε κάποια σελίδα, βρήκα προσεκτικά διπλωμένο ένα γράμμα της Καίτης. Το ξεδίπλωσα, το διάβασα με μια δόση μελαγχολίας αλλά και απορίας. Ήθελα να δω τι ακριβώς σκεφτόταν για μένα και στα γραφτά έδινα περισσότερη σημασία γιατί πιστεύω πως εκεί οι άνθρωποι είναι πιο ειλικρινείς. «Αγαπημένε μου,» άρχιζε. «Σ αγαπώ αλλά αυτό φαίνεται πως δεν είναι το παν για σένα. Ίσως δεν σου αρκεί αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είμαι μόνη μέσα στη νύχτα. Εσύ πάλι λείπεις. Συμμαζεύω τις σκέψεις μου για σένα και τώρα καταλαβαίνω λίγα πράγματα περισσότερα. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ! Το επιβεβαίωσα κι απόψε νιώθω καλύτερα. Ξέρω πως θα φύγεις. Το ξέρω και γι αυτό μου φαίνεσαι ξένος. Τόσο ξένος θεέ μου! Απελπίστηκα μαζί σου Αμβράζη. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ. Ποτέ δεν ήσουν κάτι και ούτε πρόκειται να γίνεις. Λυπάμαι τόσο πολύ αλλά πρέπει να το δεχτώ. Φύγε λοιπόν, αυτό έκανες μια ζωή. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τώρα κατάλαβα ποιος ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσα. Αλλά τι θα κάνεις μόνος μέσα στις νύχτες και ποιος θα σου ζεσταίνει τα πόδια; Σαν την Καίτη δε θα βρεις να το θυμάσαι. Δεν το άντεχα το καθημερινό φευγιό σου, αυτή την αγωνία ορκίζομαι να μην την ξαναπεράσω για κανέναν. Γιατί κάθε φορά που έφευγες, έχανα χρόνια από τη ζωή μου κι ένιωθα την καρδιά μου σχισμένη στα δυο. Φύγε λοιπόν αγόρι και μην ξανάρθεις ποτέ».
Με συνέθλιψε αυτό το γράμμα. Αυτή η σκληράδα και ο κακός χαρακτηρισμός του εαυτού μου από έναν άνθρωπο που είχα ζήσει μαζί του τέσσερα και πλέον χρόνια. Όλο γιατί; Αναρωτιόμουν και εκείνο το δεν είσαι άνθρωπος εσύ μου κόστιζε πιο πολύ απ όλα. Με πονούσε η Καίτη, με πικάριζε με αυτόν τον τρόπο. Ήξερε πως θα το έβρισκα κάποτε αυτό το γράμμα, ήξερε που σκάλιζα πάντα τα παλιά μου πράγματα και ήταν σα να την έβλεπα να με κοιτάζει από κάποια μεριά να διαβάζω λυπημένος τις κακές σκέψεις που έκανε για μένα.
Κατά βάθος δε νομίζω πως τα πίστευε όλα αυτά που έγραφε. Ήταν ένα γράμμα πάνω στο θυμό της και προσπαθούσε να με θίξει, να κεντρίσει τον εσωτερικό μου κόσμο και εν μέρει κατάφερε να μου δημιουργήσει ένα μικρό σύνδρομο ενοχής που θα το κουβαλούσα για πολλά χρόνια στη ζωή μου. Κάποια φορά που συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα μπαράκι, της είπα μέσα σε όλα τα άλλα που θυμηθήκαμε και την πίκρα μου για κείνο το γράμμα.
-Δε βαριέσαι, μου χαμογέλασε. Πάνε αυτά τα πράγματα τώρα και δάκρυσε.
Δεν ήθελε να της τα θυμίζω κι από τότε δεν την ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου. Πάντα όμως σκεφτόμουν που να είναι, τι να κάνει- δεν ξέρω γιατί αλλά έμεναν μέσα μου οι άνθρωποι που γνώρισα και έζησα μαζί τους. Τους κουβαλούσα μέσα μου στη μνήμη μου και δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόμουν με τις ώρες και αναπολούσα τις καλές και τις κακές στιγμές.
Όπως εκείνο το βράδυ που βρήκα το γράμμα της, έχασα κάθε όρεξη για δουλειά, έβαλα ένα ποτό και στήθηκα με τα χέρια ακουμπισμένα στα μάγουλα και τους αγκώνες στο γραφείο, να κοιτάζω απέναντι στο ντουβάρι, σαν σε οθόνη, να ξετυλίγονται όλα όσα είχαμε ζήσει με την Καίτη. Κι αν δεν ερχόταν ο Κεδρινός, ο μουγγός φίλος μου να με σκουντήσει, ακόμα εκεί θα ήμουν. Τραβηχτό με πήρε και πήγαμε στου Λινάτσα.
Από το γραφείο μου περνούσε πολύς κόσμος εκείνες τις μέρες.. Δημοσιογράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, εκκολαπτόμενοι της έβδομης τέχνης, μάνατζερ, συμβουλάτορες και λοιποί. Κουβεντιάζαμε, γινόταν συζητήσεις, βγαίναμε τα βράδια όλοι μαζί, κάναμε μπούγιο στα μπαρ. Εγώ πάντα στον άσσο αλλά δεν ξέρω πως τα κατάφερνα. Όλο κάτι γινόταν και τα έβγαζα πέρα.
Ένα μεσημεράκι ήρθε και ο Δούκας. Ζούσε και βασίλευε, μου είπε. Οι γούνες πήγαιναν πολύ καλά, είχε κάνει και υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κρήτη και αλλού.
-Ξέρεις, σκέφτομαι να επεκταθώ και στο εξωτερικό, μου εκμυστηρεύτηκε. Το καλοκαίρι ήμουν στην Ταϋλάνδη. Άστα, έπρεπε να σε είχα μαζί μου αλλά τι να σου κάνω; Είσαι αγύριστο κεφάλι.
Να που τώρα με συμβούλευε και ο Πίθηκας!
-Τι να ακούσω; Τον ρώτησα
-Να βάλεις μυαλό. Να κάνεις μια δουλειά της προκοπής. Δεν είναι πράγματα αυτά που κάνεις, τι περιμένεις... όταν γεράσεις; Δε γίνονται αυτά τότε φίλε, σου είπα, έλα να γίνεις σχεδιαστής μόδας, να βγάλεις χρήματα, οι άλλοι παρακαλάνε για τέτοιες θέσεις, εσένα θα σε πείραζε δηλαδή;
-Δεν την ξέρω αυτή τη δουλειά, επέμενα.
-Θα τη μάθεις, θα σε κάνω εγώ μεγάλο και τρανό, συνέχισε το όνειρο.
Πάντα του άρεσαν τα όνειρα και βάλθηκε τότε να με βάλει σ αυτό που έβλεπε και μιλούσε ασταμάτητα. Μου έλεγε, μου έλεγε και δεν είχε τελειωμό. Έτσι θα κάμεις, θα είσαι κοντά μου, θα τα καταφέρεις, χέστην αυτήν μου είπε για την Καίτη, πάει, τελείωσε, θα βρεις άλλη καλύτερη. Υπάρχουν αστέρια για σένα, εκεί θα μείνεις; Σε έναν αποτυχημένο δεσμό;
Σιγά-σιγά έφτασε και στα δικά του, στα κατάβαθα δηλαδή, γιατί τα εξωτερικά ήταν αυτά που έλεγε και παινευόταν. Οι επιχειρήσεις, οι επιδείξεις, το να ποιος είμαι εγώ.
Τον παρατηρούσα έτσι που μιλούσε και πρόσεξα πως δεν είχε αλλάξει πολύ. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω- ίδιοι παραμέναμε, σα να ήταν τώρα που φεύγαμε για τη Ρόδο κι ας είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Φορτωμένοι πάντα με τις αναμνήσεις, πάντα με τη γλυκιά συμπάθεια ο ένας για τον άλλον.
Στην τύχη δεν πίστευε ο Δούκας. Το τυχαίο το θεωρούσε ασήμαντο, για τον εαυτό του, τις συμπτώσεις μπορεί να τις παραδεχόταν περισσότερο.
-Και οι συμπτώσεις τύχη είναι, μου είπε αλλά διαφορετική.
-Από μερικές συμπτώσεις πήγε η ζωή μου χαμένη, του απάντησα. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό;
-Δε με ενδιαφέρουν τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλοι σοφοί. Δεν τους ξέρω και ούτε με νοιάζει γι αυτούς αλλά λέγε, μια και εσένα σου αρέσουν τα μεγάλα λόγια.
-Μου το χαλάς; Πείσμωσα εγώ. Ο Καζαντζάκης το είπε. Σκέψου ποιος είπε ότι πήγε η ζωή του χαμένη.
-Δεν τον ξέρω, ομολόγησε.
Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή στην προσωπική του ζωή. Οι σχέσεις του με τη Βασιλική δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Του είχε γίνει βραχνάς η υποψία ότι τον απατούσε και σιγά-σιγά τον έτρωγε αυτό το σαράκι. Άρχισε μάλιστα να γίνεται ζηλιάρης.
-Εγώ να ζηλεύω! Μου είπε. Εγώ που δεν είχα καταλάβει ποτέ τι θα πει ζήλεια, να ζηλεύω τώρα τη Βασιλική και να την παρακολουθώ.
Από καιρό είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το γαμπρό του και τη γυναίκα του τη Βασιλική. Μάλιστα, με το γαμπρό του! Τον έλεγαν Τσάβαλο και τον είχε πάρει επιστάτη, στις δουλειές του.
Ο Τσάβαλος ήταν ένας παράξενος τύπος. Ψηλός, γεροδεμένος, κόντευε τώρα τα πενήντα πέντε. Γοητευτικός με μια αιώνια τραγιάσκα στο κεφάλι του. Παντρεμένος με την αδερφή του Δούκα, είχανε κάνει δυο παιδιά, μεγάλα τώρα πια.
Κυκλοφορούσε πάντα με μηχανή, ντυμένος λαϊκά, σύχναζε σε μαγαζάκια της γειτονιάς, ποτέ στη μπουρζουαζία. Συνήθως κουβαλούσε κάτι αλλόκοτες γυναίκες μαζί του. Γερασμένες, πολυκαιρισμένες, ξεδοντιάρες. Και τις παίνευε. Έλεγε πως είναι οι καλύτερες γυναίκες του κόσμου.
Τον είχα γνωρίσει κι εγώ. Μάλιστα με πήγε αρκετές φορές σε κάποια καταγώγια, κάτι τρύπες χωμένες στη γη που μύριζαν χωματίλα και μούχλα. Οι θαμώνες, όλοι τύποι περασμένης εποχής, ρεμπέτες, μπεκρήδες, ηλίθιοι και μερικοί από τους πιο γνωστούς τρελούς της κάθε συνοικίας. Στου Γκύζη, στα Πατήσια, στην Καλλιθέα, ιδιαίτερα εκεί στο ποτάμι σε κάτι ξεχαρβαλωμένες παράγκες, πήγαμε πολλές φορές, πολλά βράδια με τη μηχανή και φοβόμουν μη βουλώσουμε καμιά λακκούβα, έτσι μεθυσμένος που οδηγούσε.
Εμένα με θαύμαζε, έτσι έλεγε. Με θαύμαζε που ήμουν ζωγράφος και έλεγε συχνά πως άρχισε να συμπαθεί τους ζωγράφους, από μια φορά στον Πόρο, όταν εκεί που καθόταν στον καφενέ κι έπινε τον καφέ του, του έφτιαξε το σκίτσο του ένας πλανόδιος ζωγράφος, πάνω στο πακέτο από τα τσιγάρα. Το πήρε και το έκανε κορνίζα. «Θα σου το δείξω μια μέρα, να δεις, εσύ που ξέρεις» και μου έλεγε συνέχεια αυτή την ιστορία.
Αγράμματος ήταν, παιδεμένος, Τον είχε κάψει ο ήλιος, τόσα χρόνια στο μεροκάματα. Η τραγιάσκα που φορούσε, τον είχε φαλακρύνει περισσότερο, μπροστά στο μέτωπο. Τα μαλλιά τα άφηνε σχετικά μακριά, ατημέλητα, αχτένιστα σχεδόν πάντα. Έβγαζε καμιά φορά την τραγιάσκα, όταν ήταν να μπούμε σε κανένα καταγώγιο και με ένα σπασμένο χτενάκι προσπαθούσε να χτενιστεί.
Μου φαινόταν κάπως αδιανόητο αυτό που μου είπε ο Δούκας. Δεν έμοιαζε για τέτοιος τύπος, ίσα-ίσα το αντίθετο: Ντόμπρος, σταράτος, φιλικός. «Εγώ δεν κυνηγάω τις γυναίκες των φίλων» έλεγε. Τώρα πως είχε χωθεί στο μυαλό του Δούκα τέτοιο πράγμα, ο θεός και η ψυχή του.
-Ναι ρε φίλε, μου. Δεν τον ξέρεις καλά εσύ. Έτσι είναι και θα σου το αποδείξω.
Έτσι βρέθηκα μάρτυρας σε όλες τις σκηνές που επακολούθησαν.
Ήταν απογευματάκι όταν χτύπησε το τηλέφωνο μου.
-Έρχομαι μου είπε. Μη φεύγεις, έρχομαι να πάμε να τους πιάσουμε.


συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Συνεχίζεται όμορφα η πλοκή και η εξέλιξη. Ομολογώ και εγώ στενοχωρήθηκα με την διαχείριση του θέματος της Καίτης. Θα δούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...