Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 11




"Πολυαγαπημένε μου φίλε, σε φιλώ γλυκά. Είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ και δια εσένα, να είσαι πάντα καλά. Κοπρόσκυλο.
Δεν ξέρω από πού ν αρχίσω, δεν είμαι και τόσο καλός στα γραφτά, αλλά τα έχω όλα στο μυαλό μου αυτά που θέλω να σου πω. Αν ήσουν δίπλα μου και πίναμε και κανένα ουζάκι, θα σου τα έλεγα καλύτερα. Τα έχω όλα στο μυαλό μου και χτες το βράδυ τα μελετούσα στον ύπνο μου. Έτσι θα του τα γράψω έλεγα, έτσι τα του τα πω. Αλλά τώρα πάλι κολλάω, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Αλήθεια τι κάνει ο γιος μου; Τον βλέπεις καμιά φορά τον Τίτο ρε Μαχαραγιά;
Το λοιπόν, όταν ήρθα εδώ, μου γύριζε όλος ο κόσμος ανάποδα, σα σφοντύλι. Άλλα πράγματα εδώ φίλε, άλλος κόσμος.. Να μείνω δεν είχα πουθενά, κανέναν δεν ήξερα. Που να πήγαινα και τι να έκανα; Γνωρίστηκα όμως αμέσως με πολλούς πατριώτες, είναι μεγάλο το σινάφι των Ελλήνων εδώ. Όπως και των Τούρκων Έχεις γνωρίσει Τούρκο; Δε θα το πιστέψεις αλλά ο καλύτερος μου φίλος ήταν ένας γέρος θεριακλής Τούρκος, ο Αλής, που γνώρισα στη φυλακή. Τώρα θα παθαίνεις την πλάκα σου με αυτά που σου λέω αλλά έκανα και στη στενή. Όχι πολύ, κάνα δυο χρόνια. Θα σου πω μετά πως έγινε αυτό.
Πήγα στην αρχή για δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Ξέρεις τι είναι τα ανθρακωρυχεία; Εσύ και να μην ξέρεις δε γίνεται, είναι σαν να είσαι εδώ. Σε καταλαβαίνω παλιοφάρα, σε ξέρω εγώ, μη νομίζεις ο φίλος σου ο Ντάφλος δεν είναι χαζός. Δούλεψα εκεί ένα χρόνο, στις γαλαρίες. Η μέρα ήταν νύχτα και η νύχτα πάλι νύχτα. Δεν τα λέω καλά; Τότε έμπλεξα με μια Τουρκάλα. Μόνο μια, είναι δύσκολο να στο περιγράψω, μα αυτή ήταν μεγάλη ιστορία. Η Εμινέ. Έτσι την έλεγαν. Όμορφη του κερατά, να σου φεύγει το μάτι και να θέλει να με παντρευτεί. Θα γίνω μου έλεγε Χριστιανή, ότι θέλεις εσύ Ντάφλο μου, σκοτωνόταν για μένα. Εγώ τι να έκανα πάλι; Στην αρχή, μονάχα αυτό σκεφτόμουν, γιατί νόμιζα πως ήταν απλά τα πράγματα, δεν είχα ιδέα τι ήταν οι Τούρκοι. Το σινάφι τους εξαγριώθηκε. Δεν είναι όλοι κακοί, άνθρωποι είναι σαν εμάς, άλλοι κακοί, άλλοι καλοί. Έχουν όμως σε κάτι τέτοια τους δικούς τους νόμους. Εμένα δε με ένοιαζε και πολύ, εγώ μια χαρά περνούσα με την Εμινέ. Έγινε όμως το πατατράκ και παραλίγο να σκοτώσω άνθρωπο. Εκείνον τον Μουράτ που τον βρήκα ένα βράδυ καβάλα στην Εμινέ, μέσα στο σπίτι μου. Ξέχασα να σου πω πως ήταν έγκυος κιόλας.
Εξαγριώθηκα. Έγινα κι εγώ Τούρκος που λέμε κι εμείς εκεί στην πατρίδα. Όρμησα πάνω του να τον πετσοκόψω. Τον άρπαξα από το λαιμό να τον πνίξω. Ήταν όμως δυνατός σα γομάρι μέχρι εκεί πάνω και το χειρότερο ήταν που κρατούσε πιστόλι. Η Εμινέ, ματωμένη, ανήμπορη και ξεσχισμένη να ουρλιάζει κι εγώ μόλις είδα το πιστόλι, κοκάλωσα. Πάει, λέω με έφαγε ο Τουρκαλάς, έχεις δει ποτέ πιστόλι να σε σημαδεύει μαχαραγιά; Κόβονται τα πόδια σου από το φόβο αλλά εγώ κατάφερα με τη δύναμη της απελπισίας και του δίκιου, να το γυρίσω κατά πάνω του στα πλευρά. Αυτός πάτησε τη σκανδάλη, σου το ορκίζομαι στον Τίτο  μου, να μην προλάβω να τον δω αν λέω ψέματα. Αυτά είπα και στο δικαστήριο αλλά δε με πίστεψαν. ΜΕ ΧΌΡΕΨΑΝ ΣΤΟ ΤΑΨΊ. Εδώ οι νόμοι είναι πιο σκληροί απ ότι κει, Δεν είχα και λεφτά, ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες στους δικηγόρους αλλά δεν τη γλίτωσα. Με μπαγλαρώσανε τρία χρόνια στη στενή Λόγω προτέρου έντιμου βίου που λένε αυτοί οι κερατάδες και επειδή βρισκόμουν εν αμύνει. Αλλά βγήκα σε ενάμισυ χρόνο αφού πρώτα πήγα στις αγροτικές φυλακές και πρόσφερα εργασία. Είχα και καλή συμπεριφορά, γι αυτό με άφηνα  είπαν αλλά λερωμένο. Έτσι είναι μου μουντζουρώσανε τα χαρτιά και δουλειά δεν μπορούσα να πιάσω πουθενά. Με βοήθησε όως ο φίλος μου ο Τούρκος, ο Αλής που σου λεγα. Μέσα στη φυλακή θα με είχαν πηδήξει πρώτα και θα με είχαν σκοτώσει αν δεν ήταν αυτός. Με πήρε υπό την προστασία του και είπε στους άλλους πως όποιος με πείραζε θα είχε να κάνει μαζί του. Και καθάριζε μια λάμα. Θεριό σου λέω, ανήμερο, ισοβίτης. Είχε σκοτώσει δυο ανθρώπους. Τη γυναίκα του και τον εραστή της, ίσως για αυτό να με συμπόνεσε, επειδή ήμασταν ομοιοπαθούντες. Θα ήταν τότε εξηνταπεντάρης αλλά γερός σου είπα, άλλο πράμα. Έτυχε όμως η μοίρα να του παίξει άσχημο παιχνίδι. Όταν βγήκα από τη φυλακή και τον επισκέφτηκα, μου είπε πίσω από τα κάγκελα, πως ούτε λίγο ούτε πολύ οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει. Είχε δεν είχε δυο-τρεις μήνες ζωή. Έκλαψα πολύ εκεί φίλε, σηκωτό με πήρανε. Είχε προλάβει να μου πει πως είχε καρκίνο. Έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει από καρκίνο και να το ξέρει; Εγώ είδα κι έγινα κόσκινο. Μάζεψε ρε, αυτό το βουνό, σαν από σεισμό. Έγινε μια τούφα, αυτός που ήταν ένα θεριό.
Τον πήγα στο νοσοκομείο μόνος μου, δεν είχα κανέναν άλλον. Του χάρισαν την ποινή είπαν οι κερατάδες, το υπόλοιπο της ποινής, ενός ανθρώπου που πέθαινε από καρκίνο και είχε τιμωρηθεί με το παραπάνω, όλη του τη ζωή στη φυλακή. Στα γράφω έτσι γιατί εγώ δεν πιστεύω στη δικαιοσύνη. Πιστεύω πιο πολύ στην ανθρωπιά. Θα μου πεις άνθρωποι δε φτιάξανε και τους νόμους; Και θα σου πω ναι αλλά για ποιους τους έφτιαξαν; Τους έφτιαξαν για την πάρτη τους, να βολεύουν αυτούς, όχι όλους τους ανθρώπους. Για τους λίγους είναι οι νόμοι φίλε, έτσι πιστεύω εγώ. Είναι λίγοι που μας κυβερνάνε και τους δικούς τους φόνους, τις λεηλασίες, τις κλεψιές και τα τοιαύτα, τα καλύπτουν με ασυλίες και τέτοια παραμύθια. Καλά δεν τα λέω; Ή όχι; Εσύ θα μου πεις όταν έρθω. Γιατί έρχομαι όπου να ναι, μαχαραγιά. Έρχομαι εκεί να σε βρω αλλά μη νομίζεις πως είμαι άφραγκος αυτή τη φορά. Όχι!  κουβαλάω πράμα. Ξέχασα να σου πω το κυριότερο πως ο φίλος μου ο Αλής, μου άφησε ότι είχε και δεν είχε. Θα μου πεις τώρα τι μπορεί να είχε ένας φυλακισμένος. Αμ δε! Ένα εκατομμύριο μάρκα είχε ο Αλής και με έκανε γενικό κληρονόμο του. Δε με ενδιαφέρει που τα είχε βρει, πως τα είχε κάνει. Πάντως είναι πολλά λεφτά, έτσι που λες, λίγες μέρες πριν πεθάνει μου παράγγειλε να πάω να τον θάψω στη Σμύρνη. Τον πήγα φίλε μαχαραγιά. Τον έθαψα με όλες τις τιμές, έβγαλα κι έναν επικήδειο. Μισά Ελληνικά, μισά Τούρκικα που τα είχα μάθει στη φυλακή και μετά γύρισα να κανονίσω τις δουλειές μου. Ρύθμισα όλες τις λεπτομέρειες με τη διαθήκη του Αλή. Που τα είχε βρει τόσα λεφτά, αναρωτιόμουν πολλές φορές. Φαντάζομαι όμως πως τριάντα χρόνια μέσα στις φυλακές θα έκανε κάποιες διακινήσεις που λέμε. Ναρκωτικά, υποθέτω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Μου φάγανε κάμποσα, ξέρεις, δικηγόροι, παραδικηγόροι, τάισα κάμποσα λαμόγια, εφορίες και τέτοια. Άνοιξα μια μπυραρία στο όνομα του Αλή με έναν άλλον φίλο τον Νακατζιάν Αρμένιος, καλό παιδί. Βγάλαμε πολλά λεφτά, τι να σου λέω, την έχουμε ακόμα αλλά βαρέθηκα. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα. Θα αφήσω το μαγαζί στον Νακατζιάν και έρχομαι. Σε λίγους μήνες μαχαραγιά, ο φίλος σου ο ΝΤάφλος θα προσγειωθεί στο Ελληνικό. Να είσαι εκεί να με περιμένεις. Μη δεν είσαι! Κοπρόσκυλο πέθανες! Σου γράφω και το τηλέφωνο μου για επόμενη συνεννόηση, έτσι; Γκέκε μαχαραγιά;
Αυτά είναι εν ολίγοις τα νέα μου. Κλείνω το γράμμα μου και σε φιλώ με πόνο.
Ο φίλος σου Ντάφλος."

συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Την καλησπέρα μου στον Ντάφλο και στην παρέα του. Να τους ευχηθώ καλή Ανάσταση και του χρόνου καλύτερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τζον, παλιόφατσα ο Ντάφλος! κατά τ άλλα καλές γιορτές για σένα και την οικογένεια σου!

      Διαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...