Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 9




Εκεί, μου διηγήθηκε και πως έγινε. Πως παντρεύτηκαν όταν γύρισε από φαντάρος. Είχαν συναντηθεί τυχαία στο Κολωνάκι, σύχναζε τότε εκεί, ψάχνοντας για γριές. Ζιγκολό ο Πίθηκας. Αλλά δεν έβγαιναν και πολλά πράγματα, οι κωλόγριες, μου είπε, με τις γούνες και τα μεγάλα αυτοκίνητα, άμα σου έπαιρναν αυτό που ήθελαν, σε έστελναν στο διάολο. Έτυχε όμως και μπλέχτηκε εκείνο το διάστημα με μια γυναίκα υπουργού. Αυτή κι αν ήταν τύχη Τον έντυνε και τον ζούσε σε μια έπαυλη στην Κηφισιά. Τον είχε ερωτευτεί η πρώην- μετά μου το είπε αυτό-κυρία υπουργού. Όπως και του ίδιου, αργότερα του είχε πει πως ήταν χωρισμένη. Κανονικά, με διαζύγιο. Η Έλεν Νασοπούλου. Γόνος παλιάς, αρχοντικής και πολιτικής οικογένειας του τόπου. Ο πατέρας της είχε διατελέσει υπουργός σε κυβερνήσεις τη δεκαετία του πενήντα. Ο παππούς του τριάντα και πάει λέγοντας. Εκεί, στην έπαυλη της Κηφισιάς είχαν γίνει πολλές υπουργικές συναντήσεις του έλεγε. Τα θυμόταν αυτά από πολύ μικρή. Ύστερα την έστειλαν για σπουδές στο Λονδίνο, στη Βιέννη και αλλού. Πολιτικές επιστήμες. Κι επειδή δεν υπήρχε γιος στην οικογένεια για να συνεχίσει την πολιτική σταδιοδρομία, το βάρος έπεσε πάνω της. Προσπάθησε η ίδια να πολιτευτεί αλλά δεν τα κατάφερε. Κι έτσι παντρεύτηκε τον Βουλευτή της Δεξιάς, Κωνσταντινίδη. Κι έγινε Έλεν Νασοπούλου-Κωνσταντινίδη, μέχρι να καταφέρει να χωρίσει και να πετάξει από πάνω της το τελευταίο και να μείνει πάλι σκέτο το Έλεν Νασοπούλου.
Είχα μια περιέργεια να γνωρίσω αυτή την κυρία και κάτι μου έλεγε πως θα γινόταν. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, μη φαντάζεσαι, μου είπε ο Δούκας. Κάποια μέρα θα σου τη γνωρίσω αν και τώρα τελευταία, όλο με ειρωνεύεται.
-Επειδή αρνήθηκα να την παντρευτώ, μου είπε μισογελαστά.
Μέχρι εκεί είχε φτάσει: Να παντρευτεί μια γυναίκα, σχεδόν μια εικοσιπενταετία μεγαλύτερη του. Και η Έλεν Νασοπούλου είχε ξανανιώσει. Έβγαιναν τα βράδια στα κοσμικά κέντρα και καμάρωνε με τον Δούκα στο πλάι της. Βούιζε ο τόπος ότι θα παντρευτούνε και στα κρυφά, οι φίλοι και οι γνωστοί τον σκυλοτρώγανε. Θα πάρει τη γριά για τα λεφτά της, έλεγαν. Θα χαραμιστεί ο βλάκας. Μπροστά του όμως, κανένας δεν τολμούσε να τα πει. Όλοι από πίσω.
-Ζήλια και φθόνος φίλε για το τίποτε. Εγώ δεν είχα πάρει ποτέ μια τέτοια απόφαση. Και μέσα μου  θυμόμουν πάντα τη Βασιλική, συνέχισε.
Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με την Έλεν Νασοπούλου. Ένιωθε καταπιεσμένος και κάποιες φορές ηλίθιος αλλά δεν μπορούσε να της πει τίποτε, έτσι που την έβλεπε ξανανιωμένη, σχεδόν ευτυχισμένη, να λάμπει από χαρά, δίπλα του.
-Μέχρι και με ελικόπτερο με πήγε βόλτα! Κορδώθηκε. Έκανα κι εγώ το μεγάλο κομμάτι μου
Την έπεισε να τον πάει στο χωριό του με ελικόπτερο. Αράξανε εκεί μπροστά στην αυλή του σπιτιού του. Θάμπωσαν όλοι, έμειναν με ανοιχτό το στόμα, μόλις τον είδαν να κατεβαίνει με την Έλεν πλάι του- ντυμένοι στις γούνες και οι δυο- και να χώνονται στο σπίτι. Η μάνα του και ο πατέρας του σταυροκοπιόνταν συνέχεια. Δεν έμειναν πολύ, έφυγαν για την Πάργα κι ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Και το λέω αυτό επειδή είναι γνωστό πως η Πάργα είναι Καλοκαιρινό θέρετρο, το Χειμώνα, ελάχιστος κόσμος έμενε εκεί. Δεν ήθελε ακόμα τότε η Έλεν να γίνει γνωστή η σχέση τους. Ο Δούκας πάλι, όλο και περισσότερο επεδίωκε το αντίθετο. Όχι από υστεροβουλία, ήταν ο τύπος του τέτοιος. Φωναχτός. Επιδειξίας με την καλή έννοια όμως. Ποτέ με εκείνη την ψεύτικη επιδειξιμανία των μικρών ανθρώπων. Να, γιατί ήταν μεγάλος ο Δούκας. Ήταν σταράτος, ντόμπρος αλλά κι όταν έκανε τις λοβιτούρες του πάλι είχε κάποιο λόγο ειδικό. Ακόμα και τα χρήματα που τόσο επιθυμούσε, τα σκορπούσε άφθονα. Δεν μπορούσε ν αρνηθεί να δίνει. Τον πείραζε η φτώχεια όλων των ανθρώπων, όχι μονάχα η δική του.
Η σχέση του με την Έλεν Νασοπούλου, συνεχίστηκε κανονικά αν κι εκεί στην Πάργα φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της μεγάλης τους διαφοράς. Επί μια βδομάδα δε μιλούσαν. Ούτε και κατά το γυρισμό. Με το αυτοκίνητο βέβαια, μη φανταστείτε πως είχαν πάει και στην Πάργα με το ελικόπτερο. Εκείνη η επίδειξη είχε σταματήσει εκεί στο χωριό.
Δεν αντάλλαξαν λοιπόν, ούτε μια λέξη σε όλη τη διαδρομή. Ούτε τυπικά. Η Έλεν οδηγούσε μουτρωμένη, αφηρημένη, κοιτούσε μονάχα μπροστά. Ο Δούκας που και που της έριχνε λοξές ματιές και χαμογελούσε με νόημα που δεν το έβλεπε. Κάπου, κοντά στην Κηφισιά, κουρασμένοι από τα πολλά χιλιόμετρα σταμάτησαν σε ένα ταβερνάκι να φάνε. Μπήκανε μέσα βιαστικά. Έβρεχε. Χειμώνας βαρύς είχε πλακώσει και η Κηφισιά με τα πολλά δέντρα και τα αραιοχτισμένα σπίτια της, έσταζε παντού. Βάραινε από πάνω της η Πεντέλη σαν παλτό κι απέναντι η Πάρνηθα μούλιαζε στην καταχνιά της.
Φάγανε και ήπιαν πολύ κόκκινο κρασί. Σχεδόν μεθυσμένοι μπήκαν πάλι στο ακριβό αυτοκίνητο και κίνησαν για την έπαυλη. Δεν ήταν μακριά αλλά η Ελεν συνέχιζε να είναι όλο και πιο αφηρημένη τώρα. Ίσως και τρομερά εκνευρισμένη. Έτσι, παρ ολίγο να γίνει το κακό. Όπως οδηγούσε δαιμονισμένα, δεν πρόσεξε το πεζοδρόμιο. Ανέβηκε πάνω του για κάμποσα μέτρα. Πριν ακριβώς από την κολόνα της ΔΕΗ, πρόλαβε ο Δούκας. Στο τσακ, έχωσε το πόδι του και πάτησε φρένο. Σταμάτησαν ακριβώς μούρη με μούρη. Η Έλεν έβαλε τα κλάματα ακουμπισμένη στο τιμόνι. Φαινόταν στην ταραγμένη όψη της τι θα επακολουθούσε στη ζωή της. Ο Δούκας ήταν το τελευταίο της προπύργιο. Από κει και ύστερα δεν ήθελε να δει κανέναν άλλον άντρα. Θα κλεινόταν στον εαυτό της και το αλκοόλ. Έτσι την γνώρισα μερικά χρόνια αργότερα. Εκείνο το βράδυ όμως, ο Δούκας την πήρε αγκαλιά κι έκλαψε μαζί της.
-Δεν ήξερα, μου είπε, γιατί έκλαιγα. Για μένα ή για κείνη.
Ύστερα οδήγησε ο ίδιος και έφτασαν στην έπαυλη. Άναψαν το τζάκι άγρια μεσάνυχτα, κυλίστηκαν για τελευταία φορά στο δάπεδο, στα χαλιά. Έκλαιγαν κι έκαναν έρωτα. Ώσπου κάποια στιγμή, το τζάκι είχε σιγοσβήσει, η Έλεν σηκώθηκε. Ντύθηκε προσπαθώντας να κρατήσει κάτι από τη χαμένη της αξιοπρέπεια, τη χαμένη αυτοκυριαρχία της προσωπικότητας της. Είχε ζαρώσει σε μια νυχτιά. Τα μόνα λόγια που του είπε φεύγοντας, ήταν πως αφού δεν την ήθελε πια, το πρωί να μην τον έβρισκε εκεί.
Ο Δούκας έκατσε και σκέφτηκε πολύ. Πήρε μια μπουκάλα κρασί αγκαλιά, εκεί στη γωνιά στο τζάκι και απόκαμε. Αποκοιμήθηκε για λίγο ή πολύ δεν κατάλαβε. Κάποια στιγμή, πετάχτηκε αλαφιασμένος πάνω. Ντύθηκε βιαστικά, γρήγορα και βγήκε σαν τον κλέφτη στο βρεγμένο δρόμο.

συνεχίζεται


2 σχόλια:

  1. Ο βίος και η πολιτεία των χαρακτήρων της ιστορίας αυτής συνεχίζεται Κώστα. Ένα πέρασμα της δράσης τους μέσα στο χρόνο και στην καθημερινότητα.
    Έλεν και Δούκας, η ερωτική τους στιγμή δοσμένη με ιδιαίτερη λυρικότητα συναισθημάτων.
    Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Τζον. Φαίνεται απλό μυθιστόρημα αλλά δεν είναι. Θα δεις παρακάτω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...