Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 13



Ποιος ήταν ο Τασούλης; Ο κατοπινός ήρωας; Δεν ήξερα ούτε εγώ. Ίσως να ήταν κάτι απροσδιόριστο στη ζωή μου, ίσως κάτι σημαντικό. Όλο κάτι τέτοια «ίσως» ήταν ο Τασούλης.
Ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι, πλησιάζαμε κι δυο τα τριάντα. Τον είχα γνωρίσει μια Κυριακή στο Ρουαγιάλ, ένα ξενοδοχείο, που γινόντουσαν συχνά συμπόσια, ομιλίες, εκθέσεις και γενικότερα πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μέλος μιας νεανικής ομάδα συγγραφέων, όπου μετείχε και στο συμβούλιο, ήταν ειδικός γραμματέας. Όταν συναντηθήκαμε, υπήρξε μια ζεστή χειραψία κι ένα λεπτό, φιλικό αντάλλαγμα οικείας ματιάς. Σα να γνωριζόμαστε από χρόνια, έτσι δε λένε για τις μεγάλες συναντήσεις;
Ο Τασούλης ήταν κεφάτος, επιθετικός. Γνώστης φοβερός, ασυναγώνιστος στην παιδεία, στο λόγο. Όταν άρχιζε να μιλάει, σε πήγαινε όπου ήθελε αυτός.
Ήταν μαζί του και η Βαριεντίνα, κόρη στρατηγού, παντρεμένη με τον Ίκαρο, εν διαστάσει πια. Ο Ίκαρος, παλιός βιβλιοδέτης ολκής και εκεί ήταν παραδομένος. Είχε εντρυφήσει στη μοναξιά και στη σιωπή. Βιβλιοδετείο, σπίτι- σπίτι βιβλιοδετείο. Είχε ένα αυτοκίνητο, σακαράκα που πλησίαζε κι αυτό την ηλικία του. Ένα Όστιν παλιό που το έβαζε μπροστά ακόμα με τη μανιβέλα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μας πήρε από το Ρουαγιάλ, μετά τη διάλεξη του Τασούλη για την Έντιθ Πιαφ. Γέμισε ο τόπος καπνούς μόλις πήγε να βάλει μπροστά. «Μπούκωσε» είπε και βγήκε με τη μανιβέλα να το ξεμπουκώσει!
Η Βαριεντίνα πλησίαζε τα σαράνταπέντε αλλά κρατιόταν ακόμα καλά. Κάποτε πρέπει να είχε υπάρξει πολύ όμορφη γυναίκα. Όμορφη και πλούσια, κόρη στρατηγού ήταν, τι διάολο. Όχι τόσο για την ομορφιά, βέβαια αλλά για το πλούσια. Τελευταία το είχε ρίξει στην ποίηση. Είχε εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, την οποία και μου χάρισε. Πιο πολύ όμως, μετρούσε η παρουσία της, η ζεστασιά, η καλοσύνη. Μπορούσε να πηδηχτεί με κάποιον, έτσι γιατί καταλάβαινε πως αυτός ο κάποιος, δεν είχε απολαύσει ποτέ καμιά γυναίκα ή ήταν χαρμάνης από καιρό. Ήταν θηλυκό η Βαριεντίνα, αυτό το είχε, όπως κι αυτό το παράξενο που σκοτείνιαζε γύρω της. Δεν ήξερα τι.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το δέσιμο που είχαν με τον Τασούσλη. Σαν αδέρφια ή κάτι παραπάνω, αν υπάρχει. Κατά βάθος όμως, παρέμεναν φοβισμένοι και οι δυο, με μια συμπάθεια που έδειχνε αμοιβαία. Ίσως να ήταν τα ίδια προβλήματα, ίσως το ίδιο αιώνιο ψάξιμο της ζωής.
Όταν ήρθε ο Τασούλης, είχε ξαναπιάσει η βροχή και μπήκε μέσα σχεδόν μούσκεμα. «Μούσκεψα» είπε και τίναξε τα νερά από πάνω του. Ξανθούλης προς το καστανό με μέτριο ανάστημα και περπάτημα με τα πόδια προς τα μέσα οι μύτες. Απρόσεχρος, κακοντυμένος, αδιάφορος σ αυτόν τον τομέα. Τι σκατά, ποτέ δεν τον θυμάμαι σικ αλλά θα μου πεις εγώ ήμουν καλύτερος; Ε, μάλλον, χμ… σκέψου πόσο κακοντυμένος ήταν. Βέβαια, δεν ήταν βρωμιάρης, είπαμε, απρόσεχτος, αφηρημένος ή κακόγουστος. Μάλιστα: αυτό το κακόγουστος του ταίριαζε καλύτερα. Μπορεί να φορούσε ένα πολύχρωμο πουκάμισο καθαρό, καινούριο κι ένα παντελόνι χωρίς ζώνη. Έτσι δεν ξεχώριζε η μέση του και γενικά έδειχνε ατσούμπαλος σαν Αμερικανάκι. Η φωνή του βραχνή, κάπνιζε πολύ τσιγάρο, πάρα πολύ για να λέμε τα πράγματα ρεαλιστικά, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο αλλά είχε διάφορους χρωματισμούς στη ομιλία του σα να είχε κάνει φωνητική. Τον ρώτησα αν αληθεύει και μου απάντησε γελώντας, όχι, απλώς προσπαθούσε να διορθώσει τους τόνους της φωνής του. Το περίεργο είναι πως δεν τραγουδούσε ποτέ ή μάλλον πολύ σπάνια , εκτός αν είχε πιει πολύ και τότε ήταν φάλτσος. Σε αντίθεση με τη Βαριεντίνα που το έπαιζε πριμαντόνα με τη βαθιά μελωδικότατη φωνή της και τις λικνιστικές φιγούρες στο χορό. Ταίριαζαν και στο χορό. Μπορούσαν να χορεύουν με τις ώρες ατέλειωτα κουνιστά, κολλητά, ροκ εντ ρολ, ταγκό και απίθανα βάλς. Χόρευαν με πολύ αισθησιακό τρόπο, τέτοιον που εγώ δεν έπιανα μιας και ποτέ δεν είχα αντιληφτεί την τέχνη του χορού κι ας λέγαν οι άλλοι πως χόρευα καλά. Εμένα μου άρεσε πιο πολύ να βλέπω τους χορευτές παρά ν αρκουδίζω εγώ. Κι ας μιλούσαν οι άλλοι πως αρκουδίζω όμορφα, ωραία. Μπορεί να χόρευα επιδειχτικά θα συμπλήρωνα και μάλλον έτσι θα ήταν, αφού σπάνια ένιωθα την ανάγκη να εξωτερικεύσω τα συναισθήματα μου με το χορό.
Αφού ήπιαμε από ένα κονιάκ, συμφωνήσαμε να πάμε στου Λινάτσα. Ο Τασούλης δεν τον ήξερε.
-Ποιος είναι αυτός; Με ρώτησε.
-Θα τον γνωρίσεις, του απάντησα.
Πήγαμε λοιπόν στου Λινάτσα. Περπατώντας, φτάσαμε μουσκεμένοι αν και προσπαθούσαμε να προφυλαγόμαστε κάτω απ τις μαρκίζες στα στενά και ανηφορικά πεζοδρόμια. Σε όλο το δρόμο, δεν ήταν και πολύ μακριά, βέβαια, ο Τασούλης μιλούσε κι εγώ τον άκουγα. Μιλούσε για τη φυλλάδα που ήθελε να εκδώσουμε. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει πως στήνεται μια καλλιτεχνική εφημερίδα. Δεν του έλειπε το χιούμορ και πολλές στιγμές, γελούσαμε σαν παιδιά. Όπως τη στιγμή που μίλησε για τα λεφτά που θα χρειαζόμασταν. Εγώ έχω κάτι λίγα, δεν μπορεί, κάτι θα έχεις κι εσύ είπε και σαν είδε το έκπληκτο ύφος μου, έσκασε στα γέλια. Όχι τρανταχτά, σαν τον Δούκα, είχε έναν δικό του τρόπο να γελάει, πιο συμμαζεμένο και πολλές φορές, έβαζε το χέρι του να κρύψει το ανοιχτό του στόμα.
Όταν άρχιζε να μιλάει συνήθως ξεκινούσε έτσι: «Αγόρι μου, κοίταξε, είναι απλά τα πράγματα.» Και σιγά-σιγά, χαμήλωνε τους τόνους. Άμα έφερνες αντίρρηση για τις θέσεις που ο ίδιος υπεράσπιζε, κόμπιαζε, μούτρωνε. Σα να μη τις δεχόταν εύκολα, σα να του κόστιζε που δεν τον πίστευες, σα να μην του άρεσαν καθόλου τα εμπόδια. Γι αυτό τον άφηνα να ολοκληρώνει τις απόψεις του κι όταν στο τέλος δεν είχε τι άλλο να πει, εξέφραζα τις δικές μου.
-Θα πιάσουμε ένα γραφείο αγόρι μου, συνέχισε, κάπου εκεί στα Εξάρχεια, εκεί γίνονται αυτές οι δουλειές, μη φοβάσαι θα οργανωθούμε. Εγώ- αυτό μου το είπε εμπιστευτικά αφού με σκούντησε στον ώμο- μην είσαι κορόιδο, ξέρω όλα τα μέλη της εταιρείας νέων συγγραφέων και όχι μόνο. Θα τους κάνουμε όλους συνδρομητές προτού ακόμα εκδώσουμε το πρώτο τεύχος για να μαζέψουμε το χρήμα, μη σε νοιάζει, θα δεις. Θα τρέξω και για χορηγούς έχω εγώ άκρες. Λέω στην αρχή να την ξεκινήσουμε τετρασέλιδη, δυο φύλλα δηλαδή. Θα βρούμε φτηνό χαρτί, ξέρω εγώ κάτι εμπόρους που θα μας πιστώσουνε. Όσο για τη φωτοσύνθεση, έχουμε τη Ντούνια, ξέρεις τη χοντρή φίλη της Βαριεντίνας, καλά που τη θυμήθηκα, δεν την βλέπεις; Αυτή που τη βάζεις; Δεν τη βλέπεις που καίγεται για τέτοιες ιστορίες; Το ξέρεις πως είναι γραμματέας στον σύλλογο νοικοκυρών Ελλάδος; Όλες οι νοικοκυρές που δεν έχουν τι να κάνουν θα μας διαβάζουν!
-Υπάρχει και σύλλογος νοικοκυρών Ελλάδος; Απόρεσα εγώ.
Είχαμε ήδη καθίσει και τρώγαμε και πίναμε. Ο Λινάτσας με στραβοκοίταζε από το βάθος της κουζίνας μουτρωμένος. Του κακοφαίνονταν όταν τον έλεγα εγώ Λινάτσα. «Δεν ξέρω ρε, να μη με φωνάζεις έτσι, δε μ αρέσει, Νίκο με λένε, έχω όνομα. Εσένα σ αρέσει να σε λένε Αλμύρα; Ε, Παλιοαλμύρα!» μου είπε στο αυτί σφυριχτά μόλις μπήκαμε και τον προσφώνησα.
-Και βέβαια υπάρχει σύλλογος νοικοκυρών γέλασε ο Τασούλης. Στην Ελλάδα, σύλλογο έχουν ακόμα και οι πέτρες, γι αυτό σου λέω: υπάρχει πρόσφορο έδαφος, μην κολλάς!


συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...