Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 8




Σιγά-σιγά θα βγάζεις το μεροκάματο από τις κορνίζες. Μετά, τον ελεύθερο χρόνο, θα ζωγραφίζεις. Μη βάζεις το πραγματικό σου όνομα στην αρχή, βάλε ένα ξενόφερτο ..να πούμε.. Μισέλ. Σου πάει κιόλας. Εγώ θα σου γνωρίσω τους εμπόρους, μη σε νοιάζει, προχώρα, όλα θα πάνε καλά.
Είχε και μια αδερφή ο Θεοφάνης, μια τρελάρα θεατρίνα. Με τι έμοιαζε η Κάθριν, έτσι την έλεγαν, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Ασχημούλα, με ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά. Κωλαράκια σχεδόν παιδικά, σαν αγοριού που πηγαίνει στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, μάτια μπλε, ξεπλυμένα.
Μου κόλλησε κι εγώ απόρησα. Τι στο διάολο! Τόσο ευάλωτος ήμουν!
Τέλος πάντων, τα έκανα όλα αυτά. Το στησα το μαγαζί, εκεί σ αυτή τη μεριά του Γκύζη και στην αρχή το πρόσεχα. Το είχα  καθαρό, σφουγγάριζα, το πλενα και περίμενα τους πελάτες.
Ο Δούκας ξαναγέλασε σαν του τα λεγα όλα αυτά, ανάκατα, μπερδεμένα, χωρίς αρχή και τέλος. Γέλασε με εκείνο το κακαριστό του γέλιο. Πως γελούσε έτσι! Ασταμάτητα. Κι εγώ για ν αλλάξω σκηνικό πήρα ένα χαρτί και κάρβουνο να του φτιάξω ένα πορτρέτο. Μόλις το αντιλήφτηκε, «τι κάνεις ρε!» μου λέει.
-Για να δω;.. α, ωραίο γίνεται. Δε μου το λεγες να πάρω καλύτερη πόζα. Κάνε με πιο όμορφο, ξέρεις εσύ, τι διάολο Πικάσο είσαι; Φέρε μου κι ένα ποτό να πιούμε, δεν έχεις;
Του έδειξα ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ στο νιπτήρα. Πήρε και δυο ποτήρια, έβαλε να πιούμε και ξαναπήρε πόζα στο γραφείο.
Το έχει ακόμα αυτό το πορτρέτο φαντάζομαι. Το είχε αγαπήσει κι ας του είχαν φτιάξει άλλες ελαιγραφίες και πιο προσεγμένα πορτρέτα κάποιοι άλλοι ζωγράφοι στη συνέχεια. ‘Έβγαλε κιόλας, ένα μάτσο χιλιάρικα να με πληρώσει. Εγώ μούτρωσα.
-Τα λεφτά δεν έχουν αξία, είπα.
-Έχουν, μου είπε. Και ανένδοτος άφησε πάνω στο γραφείο τριάντα χιλιάδες.
Ήταν καλά λεφτά για την εποχή. Πλήρωσα δυο-τρία ενοίκια που χρωστούσα στον Κυρ-Αλέκο τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ένα ανθρωπάκι, μια μεγάλη ψυχή. Δε μου έλεγε, δεν παραπονιόταν όταν ερχόταν για το νοίκι. Δεν έχεις αγόρι μου; Δεν πειράζει, όλα εδώ θα μείνουν, δυο μέτρα γης είναι του καθενός και ούτε αλλά τι θα κάνεις, αφου δε βγαίνεις πέρα; Είσαι καλό παιδί αλλά άτυχος. Άτυχος, τι να σου κάνω δε σε θέλει. Βλέπεις τους άλλους, μια τρύπα ανοίγουνε και τρέχουν τα λεφτά από τα παντζάκια τους. Τους τα χρωστάει ο θεός. Αλλά εγώ τι να σου κάνω, φτωχός άνθρωπος είμαι. Έχω αυτό το μαγαζάκι και το ταξί που δεν το δουλεύω πια, δεν μπορώ, πάει γέρασα. Είμαι κι άρρωστος.. να, άμα θέλεις πάρτο  ταξί να το δουλέψεις.
Εγώ έγνεφα όχι. Δεν κάνω γι αυτές τις δουλειές, έλεγα. Δεν είμαι φτιαγμένος για ταξιτζής
-Ναι αλλά τι θα κάμεις; Επέμενε ο κυρ-Αλέκος.
-Θα δούμε, απαντούσα αόριστα.
Ο Δούκας έφυγε λίγο αργότερα, κρατώντας προσεκτικά το πορτρέτο του. Όση ώρα στεκόμασταν στην πόρτα πριν χαιρετηθούμε, το κοίταζε και το ξαναλοίταζε και ή γελούσε κλείνοντας το μάτι στον εαυτό του ή έριχνε σε μένα καμιά φιλική στην πλάτη. Ήταν νάρκισσος, το δειχνε. Θυμάμαι από τότε στη Ρόδο, πόσες ώρες στεκόταν στον καθρέφτη. Μάλιστα πολλές φορές, έκανε και μια στροφή σαν μοντέλο μπροστά από τους καθρέφτες των βιτρινών. Κι ας τον έβλεπε όλος ο κόσμος, δεν τον ενδιέφερε. «Τι με νοιάζουν εμένα αυτοί οι χαλέδες!» έλεγε και γελούσε.
Φεύγοντας τελικά, μου είπε, να μη χαθούμε, τώρα που βρεθήκαμε και μου άφησε την κάρτα του πάνω στο γραφείο.
-Να περάσεις οπωσδήποτε, μη και δεν έρθεις; Θα γίνουμε από δεκαοχτώ χωριά! Σκέψου και την πρόταση μου, μου ξανάκλεισε το μάτι από την πόρτα.
Πήρα, λοιπόν, κι εγώ τους δρόμους ένα απόγευμα. Ήμουν περίεργος να δω τα μεγαλεία που μου έλεγε. Δεν τον πίστευα και πολύ αλλά όταν έφτασα στο μέγαρο «Δούκας», που το έγραφε με χρυσά γράμματα στην είσοδο, χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τα είχε καταφέρει τελικά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πέντε κάτασπρους ορόφους. Βιτρίνες κάτω με κούκλες που φορούσαν τα πανάκριβα ρούχα. Λούστρο, χλιδή και καλλίγραμμες πωλήτριες, στη σειρά να εξυπηρετούν τον κόσμο. Υπήρχε κάτι φωναχτό, λες και ήταν όλα επιτηδευμένα. Γούστο κι αυτό του Δούκα και της μεγαλομανίας του. Η κοπελιά στην είσοδο, με κοίταξε αδιάφορα, σα ζητιάνο ή σαν αλήτη καλύτερα. Πάντα έτσι εγώ ντυμένος. Εκείνη την ημέρα φορούσα στρατιωτικό μπουφάν και μπότες. Φθαρμένα όλα γενικά.
-Τι θέλει ο κύριος; Με ρώτησε ειρωνικά
-Τον κύριο Δούκα, της χαμογέλασα τουναντίον γλυκά.
-Ποιον ν αναγγείλω; Συνέχισε να με κοιτάζει υποτιμητικά.
-Αμβράζης, είπα μόνο.
-Περιμένετε, μου είπε και χάθηκε στο βάθος.
Όταν γύρισε, το φέρσιμο της ήταν πιο ευγενικό. Φαίνεται της τα είχε ψάλλει ο Δούκας.
-Ανεβείτε στον ημιώροφο, σαν περιμένει στο γραφείο του, μου είπε.
Ανέβηκα. Τα πάντα έλαμπαν, τέτοια κατάσταση δεν την περίμενα. Χμ, έλεγα θα είχε φτιάξει καμιά μπουτίκ με τη Βασιλική, όχι μέγαρο! Γιατί, ήταν μέγαρο. Οίκος μόδας ο «ΔΟΥΚΑΣ». Λεζάντες, φωτεινές επιγραφές, πολυτέλεια, μάρμαρα, τηλέφωνα, εσωτερικό δίκτυο τηλεόρασης. Με είχε δει το κάθαρμα, ο Πίθηκας, στην είσοδο από το κύκλωμα. Γι αυτό δε με είχε ρωτήσει τίποτα άλλο η κοπελιά στην είσοδο.
Τον είδα κι εγώ  καθισμένο στο πολυτελές του γραφείο να μιλάει στο τηλέφωνο και να μου κάνει μήνυμα να καθίσω. Α, ρε Πίθηκα! Σκέφτηκα.
Έκλεισε βιαστικά τα ακουστικό, ήρθε κοντά μου, αγκαλιαστήκαμε.
-Α, ρε Πίθηκα! Έκανα εγώ φωναχτά τώρα και σκάσαμε στα γέλια.
-Που το θυμήθηκες τώρα αυτό; Και σα να σοβαρεύτηκα. Μεταξύ μας ε; εδώ δε με ξέρουν πια έτσι
-Μεταξύ μας, μη φοβάσαι, ξέρω, του απάντησα.
Ήταν και η Βασιλική εκεί, τη φώναξε σε λίγο. Την είδα, με θυμήθηκε με καλοσύνη.
-Α, ο Αμβράζης! Είπε.
-Ο Αλμύρας! Συμπλήρωσε ο Δούκας.
Εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε απομείνει από εκείνο το στεγνό κορίτσι της Ρόδου. Τίποτα. Αν την συναντούσα στο δρόμο, αποκλείεται να την αναγνώριζα. Τόσο πολύ είχε αλλάξει. Και όμορφη, πολύ όμορφη. Ντύσιμο τέλειο, χτένισμα κοντό, της μόδας, ύφος μεγάλης και επιτυχημένης. Αόριστα ή εντελώς αόριστα, έφερνε στο νου, την ασπρουλιάρα Βασιλική της Ρόδου. Ίσως μόνο τα μάτια της, όλα τα άλλα είχαν αλλάξει Και το χρώμα των μαλλιών της που τώρα ήταν κόκκινα.
-Τι κάνετε; Μου είπε καλόκαρδα, δίνοντας μου το χέρι.
Αίνιγμα θα παράμενε πάντα για μένα αυτή η γυναίκα. Όσο τη θυμάμαι, ίσως επειδή δεν ήξερα πολλά γι αυτήν κι αργότερα μου δημιουργήθηκε η υποψία πως με μισούσε. Πάντα σα να έκρυβε κάτι, σα μια μάσκα γινόταν το πρόσωπο της και δε μιλούσε καθόλου, ιδιαίτερα για τον εαυτό της. Τα συναισθήματα της τα κλείδωνε σε συρτάρια της μνήμης. Πιθανώς η μεγάλη φιλία μου με τον Δούκα, να της κόστιζε ή το πιθανότερο να της μιλούσε συχνά για μένα και να με είχε βαρεθεί. Ναι, μου το είχε πει αργότερα αυτό ο Δούκας. Όλο για τον Αμβράζη, τον φίλο σου μιλάς Τι σου είναι αυτός; Όπως και το άλλο, πως τον απατούσε αλλά δεν τον ένοιαζε, ας έκανε ότι ήθελε! Κι εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω. Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να έχει την υποψία πως η γυναίκα του είναι στο κρεβάτι με άλλον άντρα και να μην τον νοιάζει; Τόσο ελεύθερος ήταν ή ήθελε να φαίνεται; Από τον πρώτο καιρό του γάμου τους, του είχε πει η πεθερά του, πως πήγαινε κάποιος τα απογεύματα στο σπίτι, όταν εκείνος απουσίαζε στη δουλειά.
-Και τι κάνουν; Τι είναι αυτός; Την είχε ρωτήσει αφελέστατα
Αφελέστατα. Ποτέ δεν ήταν αφελής ο Δούκας. Δεν ξέρω, του είχε απαντήσει αυτή. Δεν προλαβαίνω να δω. Σα να χτυπάει το κουδούνι και κάποιος μπαίνει στο μεσιανό δωμάτιο. Στο δικό σας σαλόνι που όπως ξέρεις, μου έχει απαγορέψει να μπαίνω
Αυτό είχε γίνει πολλές φορές και η πεθερά, του τριβέλιζε το μυαλό. Δε χωνεύονταν και πολύ, μάνα και κόρη. Ο Δούκας, παρ όλα αυτά και που ήξερε πως είχε γίνει κερατάς δεν έδινε και πολύ σημασία. Μάζευε κι αποταμίευε λεφτά κι όποια γυναίκα ήθελε, την είχε κάθε μέρα. Όχι, πως δεν τον πείραζε, τελικά αλλά να, το άφηνε να περνάει ο  καιρός.
-Να περνάει ο καιρός μέχρι να της δώσω τα παπούτσια στο χέρι, μου εκμυστηρεύτηκε εκείνη τη μέρα, όταν πια είχε φύγει η Βασιλική και απομείναμε μόνοι.
Κάτι σαν μεγάλο πόνο διέκρινα στο βλέμμα του, στα κατάβαθα του. Πρέπει να την αγαπούσε και να τη ζήλευε. Αυτός που τον είχαν αγαπήσει όλα τα θηλυκά του κόσμου, σα να είχε πέσει στα μάτια μου από τον έρωτα για τη Βασιλική. Όμως τη συμπονούσε, σα να μοιάζανε κάπου στο μέσα τους και θα την πήγαιναν μακριά τη ζωή τους. Κι ας έλεγε ο Δούκας πως άμα σταθεί καλά στα πόδια του, θα τη χωρίσει. Φαινόταν πολύ νωρίς ακόμα για την ιστορία τους.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...