Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 10






Παραδοσιακά σπιτάκια, υπήρχαν πάντοτε στου Γκύζη. Δεν ξέρω, ούτε το ψαξα ποτέ, αν το όνομα προερχόταν, πράγματι, από τον μεγάλο ζωγράφο. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτόν τον έλεγαν Γύζη. Γύζη Νικόλαο. Θυμόμουν μονάχα ένα πίνακα του, αυτόν με τα λερωμένα πιτσιρίκια που έλεγαν τα κάλαντα. Εντύπωση μου έκανε εκείνο που κρατούσε το ταμπούρλο. Ήταν μεγαλύτερο από αυτό.
Έλεγα λοιπόν να το ψάξω λίγο το θέμα εκείνο τον καιρό, ν ανοίξω καμιά εγκυκλοπαίδεια, γιατί μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως ούτε ο πίνακας με τα κάλαντα ήταν του Γύζη και τότε το Γκύζη από πού προερχόταν; Αλλά του Νικηφόρου Λύτρα, μα όλο το αναιρούσα ή το ξεχνούσα. Δε με άφηνε σε ησυχία και η Καίτη. Όποτε πήγαινα να ησυχάσω, νάτη μπροστά μου. Πολλές φορές κοιμόμασταν εκεί. Άλλες, στο μικρό, ημιυπόγειο, που είχε νοικιάσει στις παρυφές του Λυκαβηττού, αντίκρυ μου.
Είχε φύγει από το σπίτι της. Κατόρθωσε να ξεκολλήσει από τον Σταυρέα, που ακόμα γύρευε το Ντάφλο να τον σκοτώσει. Μανιάτης ήταν και δεν ξεχνούσε εύκολα. Ο ανιψιός του ο Τίτος, ήταν ήδη εφτά χρονών. Ο Τίτος, το παιδί του φίλου μου του Ντάφλου και της Μαγδαληνής. Ποιος είχε αυτή την έμπνευση να του δώσει αυτό το όνομα, ούτε το ψαξα ποτέ. Αν και αναρωτιόμουν. Πάντα είχα αμφιβολίες εγώ, για όλα τα πράγματα.
Η Μαγδαληνή δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δεν είχαν πάρει διαζύγιο με το Ντάφλο, αν κι αυτό, τώρα με τόσα χρόνια που είχαν περάσει θα ήταν απλώς διαδικαστικό θέμα. Ζούσε με τον Τίτο σε ένα διαμέρισμα που της είχε αγοράσει τελικά ο Σταυρέας και δούλευε σε ένα ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο ίδιος, ο Σταυρέας παρέμενε κι αυτός ανύπαντρος. Είπαμε, γεροντοκόρος. Κι έτσι, όλα  τα λεφτά ή σχεδόν όλα, τα σπαταλούσε για τη Μαγδαληνή και τον Τίτο.
Έλεγα λοιπόν για την Καίτη. Είχε κατορθώσει να γίνει δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα πολύ γρήγορα είχε συνδικαλιστεί στο χώρο. Ήταν από τις καλύτερες και είχε οργανωθεί στο κόμμα. ΚΚΕ, το κόμμα σου λαέ! Αυτό κι αν αντάριαζε τον Σταυρέα. Ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελε να τη βλέπει Μέσα στην οικογένεια του είχε γεννηθεί ένα φίδι έλεγε. Κομμουνίστρια η αδερφή του! Ε, αυτό πάρα ήταν μίασμα για ολόκληρο Σταυρέα.
Η Καίτη έτρεχε παντού, δεκάρα δεν έδινε τι έλεγε ο αδερφός της. Έτρεχε στις αφισοκολλήσεις, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, μπροστάρα παντού. Στα συνέδρια έβγαζε λόγους και υπεραμυνόταν το δίκιο του φτωχού, το δίκιο του εργάτη. Λες και ήταν μια άλλη Καίτη. Δεν ξέρω γιατί, όμως μέσα από όλα αυτά, σα να είχε χάσει κάτι από την παλιά της ομορφιά. Πάντως, ο υπέρ το δέον φεμινισμός, αποτύπωνε στο είναι της και τη μορφή της, κάτι σκληρό. Μερικές φορές, νόμιζα πως και τα χέρια της είχαν χοντρύνει. Και βέβαια, όσες αποτριχώσεις και να έκανε, το χνούδι στο πρόσωπο, πάνω από τα χείλη, στα μπράτσα, στα πόδια, σα να πλήθαινε. Αν έμενε αξούριστη που λέμε, θα τη νόμιζες παληκαρόπουλο στα δεκαεπτά, στα δεκαοχτώ. Δεν είχα προσέξει, τότε παλιά, πως είχε τόσες τρίχες. Εκείνο τον καιρό άρχιζε να μου κοστίζει και το έψαχνα το θέμα. Μέχρι που έβαζα μεταβολισμούς ή κάτι άλλα παράξενα πράγματα στο μυαλό μου, όπως μήπως με γελούσε η μνήμη μου και δεν τις είχε τις τρίχες και μπερδευόμουν. Στο κρεβάτι, βέβαια, όλα αυτά πήγαιναν περίπατο. Είναι γνωστό πως οι χνουδάτες γυναίκες είναι πιο θερμές. Μόνο μετά τον έρωτα, όταν την έβλεπα γυμνή να τρέχει στην τουαλέτα, με έπιανε μια μικρή απελπισία με τις τρίχες της Σα να ντρεπόμουν και πρέπει να το είχε καταλάβει και ίσως γι αυτό απέφευγε να φανερώνεται γυμνή μπροστά μου.
Ο Δούκας, γέλασε πολύ όταν του το είπα.
-Δεν της φαίνεται, μου είπε όταν του τη γνώρισα. Είναι όμορφη, συνέχισε. Ε, άλλου, τι σε νοιάζει; Μήπως πρόκειται να την παντρευτείς;
Γέλασα κι εγώ. Ούτε είχα σκεφτεί τέτοιο πράγμα. Ή για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάπου μέσα στο υποσυνείδητο μου, ήταν κρυμμένη μια τέτοια βούληση. Σαν νυχιά. Θα έφτανε κάποια στιγμή να γίνει  μεγαλύτερη. Προς το παρόν ένιωθα βαρύ επάνω μου το πρόβλημα της επιβίωσης, της καριέρας. Τι έκανα; Τίποτε. Ένα μεγάλο μηδενικό ήταν η ζωή μου Τα φιλόδοξα όνειρα μου πήγαιναν στράφι. Βέβαια, δε μου έλειπε ο αυθορμητισμός. Η έλλειψη του και η διπλή σκέψη θα ερχόταν αργότερα. Δεν ήξερα τι με περιμένει, έχω περιθώρια, σκεφτόμουν. Αυτή η αισιοδοξία, παρ όλες τις αντίξοες συνθήκες, δεν είχε χαθεί. Ή καλύτερα, αυτό το διαπίστωναν οι άλλοι για μένα- ίσως επειδή κρυβόμουν κι έδειχνα έναν άλλον περήφανο εαυτό.
Η Καίτη άντεχε τα οικονομικά μας βάρη. Πλήρωνε τα ενοίκια, τα φώτα τα νερά, τα κοινόχρηστα. Εγώ απλώς κοιμόμουν εκεί, μαζί της. Δεν έλεγε τίποτε, γι αυτό, δεν παραπονιόταν τουλάχιστον στην αρχή. Μεγάλωνε όμως το καλεντάρι. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που  μέναμε μαζί και το μόνο που της είχα προσφέρει- εκτός από τα λουλούδια των αγρών στα γενέθλια της – ήταν το πετυχημένο πορτρέτο. Έτσι με το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού, ν ανασηκώνει τα μαλλιά της. Καλούτσικο ήταν.. Στα πορτρέτα όμως με γοήτευαν πιο πολύ τα μάτια. Αν τα πετύχαινα, έμπαινα μέσα τους. Αργότερα θα έφτιαχνα γυναίκες και άντρες δίχως μάτια. Γενικά, με ένα αυγό για κεφάλι.
Πήγαινα κι εγώ, αραιά και που σε καμιά διαδήλωση κι έφευγα σχεδόν αμέσως. Δεν το μπορούσα το πλήθος- τώρα ακόμα περισσότερο. Έτσι, οι φίλοι μου είχαν κολλήσει το ειρωνικό παρατσούκλι! «Ο Εραστής του Κομμουνισμού» Ο εξ απαλών ονύχων επαναστάτης. Εγώ όμως ήξερα τι έλεγα και τι έκανα. Μπορεί να με λέγανε θεωρητικό αλλά πάντα πίστευα στους ανένταχτους κομμουνιστές. Μου φαινόταν σαν άλογα με παρωπίδες οι οργανωμένοι.
Ένας κοντινός ξάδερφος, μέλος της κεντρικής επιτροπής και έμπορας κρεάτων, θέλησε να με γράψει στο κόμμα. Άλλη ιστορία αυτή. Σαραντάρης περίπου τότε, με κάτασπρα μαλλιά, κοντός και στρουμπουλός ο Θωμάς Αλμύρας, ήταν από το σόι της μάνας μου Θυμάμαι πως ήταν ζωηρός για την ηλικία του αλλά και ταυτόχρονα είχε ένα ύφος πονηρό- ίσως κρυμμένο καλά, αφού κατάφερνε να πείθει. Βοηθούσε βέβαια που ήταν του Πανεπιστημίου, όπως συχνά περηφανευόταν. Ξύπνιος άνθρωπος μα και κρυψίνους. «Οι παρά τον Θύαμιν κατοικούντες, κρυψίνοες και γυμνόποδες εισίν.» Που κολλάει τώρα αυτό; Δύο αδερφάδων παιδιά ήμασταν που έλκουν την καταγωγήν από τα χωριά του Θύαμη ή του Καλαμά, προσιτότερα. Είχα πάει αρκετές φορές σ αυτά τα χωριά. Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρός, τον πατέρα μου και το νονό μου σαν σε όνειρο, ανεβασμένους πάνω σε ένα βαρέλι κρασί, να πίνουν και να τραγουδάνε. Έβγαζαν και φωτογραφίες, ο νονός μου είχε παντρευτεί τότε για Τρίτη φορά. Κι με αυτή την ευκαιρία με είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, να πάμε και να γνωρίσουμε την καινούρια νονά. Περισσότερο όμως μου μένει ακόμα μια πιο θλιβερή εικόνα: Είχα ζητήσει κάποιο από αυτά τα πρωινά να δω το νονό. Με πήγε στο δωμάτιο του η καινούρια νονά που ήταν τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερη του. Ο Νονός μου θα κόντευε τα εξήντα πέντε. Κοιμόταν και ροχάλιζε σα δράκος. [Πως ροχαλίζουν οι δράκοι;] Πήγα κοντά του να του μιλήσω, προσπάθησα να τον ξυπνήσω. Άνοιξε μια στιγμή τα βοιδίσια μάτια του, με είδε, δε με είδε, δεν κατάλαβα. Έκανε ένα α! σα βογγητό περισσότερο και βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από το ποτό. Το ούζο του είχε κάψει τα σωθικά. Ήταν είπαν, καλός άνθρωπος, γαλαντόμος, νοικοκύρης.
Τέτοιος ήταν κι ο Θωμάς Αλμύρας, ο ξάδερφος μου που ήθελε να με βάλει στο κόμμα. Ή περίπου τέτοιος. Ή λίγο. Τροφοδοτούσε, θυμάμαι όλα τα κρεατικά που χρειαζόντουσαν στα φεστιβάλ., στις γιορτές του κόμματος. Κονομούσε γερά. Είπαμε έξυπνος άνθρωπος, ενεργητικός σαν κοντός διάολος. Του άρεσε και το κεχρί, τα ξινά που λέμε.  Έτσι, δεν παραξενεύτηκα, όταν μια φορά που με είχε πάρει μαζί του για δουλειές, μου είπε, πάρε μαζί σου τη δικιά σου και καμιά κολλητή της. Τι κολλητή; Μια μακρινή ξαδέρφη μας πήραμε την Αυγή. Εγώ, ούτε το καν όνομα της πρόσκαιρης εκείνης γυναίκας θυμάμαι. Μεγάλη πάντως ήταν και έκανε τον πλασιέ στα καλλυντικά και στα βιβλία, μαζί με την Αυγή.. Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, τι θα γινόταν; Εγώ ξάπλωσα με την πλασιέ μου και ο Θωμάς με την Αυγή, την ξαδέρφη. Ε, σε λίγο έκανε κανονικά έρωτα μαζί της ο άτιμος. Λες και δεν έτρεχε τίποτα. Άκουγα τα παρατεταμένα φιλιά τους, τα ηδονικά βογγητά της Αυγής και μελετούσα πως ήταν κακό. Μου φαινόταν κακό που πηδιόντουσαν δυο ξαδέρφια, έστω και μακρινά. Προσβάλλονταν οι ηθικές μου αξίες. Μούτρωσα κάτω από τα σεντόνια αλλά δεν το κρύβω πως ερεθίστηκα κιόλας, δε μου είχε αναψύχει τέτοιο πράγμα, ούτε που μου ξανάτυχε αλλά με τον Θωμά δε μιλήσαμε ποτέ γι αυτό το θέμα. Ή μάλλον μια φορά που πήγα να του ανοίξω κουβέντα, το αρνήθηκε.
-Είσαι τρελός, μου είπε, ονειρεύεσαι.
Από τότε άρχισα να πιστεύω στις διαλείψεις της μνήμης. Ετσιθελικές ή όχι. Οι άνθρωποι το γύριζαν όπως ήθελαν. Τη μια στιγμή κόκκινο, την άλλη μαύρο. Η μαυροκόκκινο, όπως τους συνέφερε. Ανάλογα κιόλας με πόσα πράγματα διακυβεύονταν. Τιμή, ήθος, προσωπικότητα. Πάντως εγώ, για να παινέψω και λίγο τον εαυτό μου, παρέμενα απέριττος, ανιδιοτελής. Ήταν πράγματα που δε με άγγιζαν και ήθελα τον Αμβράζη αλώβητο από τέτοιες καταστάσεις, αν και για όλους, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Αυτό  ήταν του Ντάφλου: κάθε λίγο και λιγάκι το κοπανούσε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της και κουνούσε το κεφάλι του με κάποιο νόημα. Που να ήταν τώρα; Τον είχα νοσταλγήσει αλλά από τότε που είχε φύγει για τη Γερμανία, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.. Λες όμως πως η μοίρα και η τηλεπάθεια να υπάρχουν πραγματικά, έλαβα εκείνο τον καιρό, ένα δικό του γράμμα. Που βρήκε τη διεύθυνση στη γκαλερί, ακόμα απορώ. Δυσκολεύτηκα πολύ να βγάλω τα ορνιθοσκαλίσματα του αλλά ύστερα από Ομηρικές προσπάθειες, το κατάφερα. Το μεταφέρω αυτούσιο.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...