Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 5




Κοντόχοντρος, μυταράς, γύρω στα εξήντα, με κόκκινες ραγάδες στα μάγουλα από το πολύ κρασί. Καπαγέρωφ. Μούτρο μου φάνηκε ο συνταγματάρχης και μαζεύτηκα. Το μούτρο του και ο τρόπος του, δήλωναν άνθρωπο επιτακτικό, ματαιόδοξο, κυνικό. Μιλούσε σα να διέτασσε φαντάρους. Μπλέξαμε, σκέφτηκα, τον αποστράτευσε η χούντα έλεγε αλλά αυτό ήταν μάλλον παραμύθι. Μα και να ήταν έτσι, κάθε άλλο παρά επειδή ήταν αντικαθεστωτικός τον έδιωξαν. Ίσως να δούλευε καλύτερα τώρα για τη χούντα ο συνταγματάρχης Νικόλαος Καπαγέρωφ. Καταγωγής σίγουρα Ρώσικης, από τους  επαναπατρισθέντες Έλληνες της Ρωσίας, έλεγε ο ίδιος. Γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας που τα βάθη της χάνονταν στην Τσαρική αυλή.
Μόλις τελειώσαμε με τα στοιχεία, είχαμε αποφασίσει να μείνουμε στον όροφο με εικοσιπέντε δραχμές την ημέρα, μας πρόσφερε καφέ στην αυλή της πανσιόν που τον σέρβιρε η κόρη του η Βασιλική. Μια άνοστη ασπρουλιάρα, ξερακιανή, γεμάτη φακίδες και σπυράκια ακμής ακόμη στο πρόσωπο. Ο Δούκας την έκοβε και μου κλεινε το μάτι.
Τον καφέ βέβαια, μας τον προσέφερε περισσότερο για να μας ψαρέψει ο συνταγματάρχης παρά από ένδειξη φιλοξενίας. Οι ερωτήσεις του έπεφταν βροχή. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Διακοπές; Λεφτά έχετε; Στη Ρόδο όποιος δεν έχει λεφτά τον διώχνει η Αστυνομία. Είσαστε καθαροί; Δεν πιστεύω να έχετε μπλεξίματα με ναρκωτικά κι αστυνομίες …τη βάψατε. Αλλά πάλι …φαίνεστε καλά παιδιά, το γύριζε. Δε μοιάζετε με αλήτες. Γι αυτό, αν δεν έχετε λεφτά, σταμάτησε κάποια στιγμή το μονόλογο, να δουλέψετε.
Εμείς κοιταχτήκαμε με λαχτάρα.. Στο φτερό το πιασε ο συνταγματάρχης. Εντάξει, μας είπε. Εγώ έχω κι ένα συνεργείο οικοδομών, γεροί φαίνεστε και οι δύο, άμα θέλετε από αύριο πιάνετε δουλειά.
Άιντε να λέγαμε εμείς όχι. Σαν δώρο από τον ουρανό μας ήρθε. Κι έτσι, κανονίσαμε να πάμε στα μπετά, εκεί είχε καλύτερο μεροκάματο Τετρακόσιες δραχμές τη μέρα σχεδόν διπλάσιο από το απλό αλλά τενεκέ στην πλάτη ολημερίς στο Φαληράκι, στη Λίνδο και αλλού. Όπου έριχναν πλάκες.
-Πηγαίνετε τώρα να ταχτοποιήσετε τα πράγματα σας, τέλειωσε την κουβέντα του ο συνταγματάρχης. Κάντε και καμιά βόλτα στην πόλη αλλά το βράδυ νωρίς πίσω, να κοιμηθείτε γιατί σας θέλω ξεκούραστους το πρωί. Μας περιμένει πολύ δουλειά. Εμπρός!
Και ρούφηξε μια κούπα κρασί μονοκοπανιάς.
Πέρασαν κάμποσες μέρες. Άλλες ωραίες, άλλες άσχημες. Όπως την πρώτη που πήγαμε στο Φαληράκι. Εμένα μ έβαλε ο εργοδηγός στα χαμούρια με τον Ζάχο. Ναι, εκεί με τον Ζάχο, έγνεψε και ο συνταγματάρχης. Κάνει αυτός, είναι ψωμωμένος.
Περίεργο μου φάνηκε. Ο Δούκας ήταν πιο ψηλός και πιο γεμάτος από μένα Τώρα, πως το είδε ο συνταγματάρχης κι έβαλε εμένα να φτιάχνω λάσπη με τον Ζάχο και τον Δούκα να λουφάρει ψηλά στους ορόφους, είναι άλλη ιστορία που ανήκει στη σφαίρα του παράλογου. Ένα τερατάκι ήταν ο Ζάχος. Κοντός σαν στούμπος αλλά μπράτσα και πόδια σαν ρίζες από ελιά. Γεμάτα νευρώσεις και ρόζους. Γεμάτα ποντίκια. Πέντε κουβέντες ήξερε όλες κι όλες: Νερό! Ασβέστη! Τσιμέντο, χαλίκι, μωρέ!
-Εδώ, που κοιτάς! Μου φώναζε, αν με έβλεπε να στέκομαι λίγο, παράμερα ακουμπισμένος στο φτυάρι να πάρω ανάσα. Έβλεπα και τον Δούκα ψηλά στη σκαλωσιά με το ντενεκέ στην πλάτη, γυμνό απ τη μέση και πάνω, να μου χαμογελάει και παραξενευόμουν. Δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Τις περισσότερες φορές ήταν χαρούμενος, κεφάτος. Ήταν πιο συνηθισμένος από μένα στις βαριές δουλειές. Τα χέρια του είχαν ρόζους ήδη από την Αθήνα. Εμένα τη δεύτερη μέρα μου έφυγε ολόκληρη πέτσα από τη δεξιά παλάμη. Άμαθος καθώς ήμουν και αψύς, έσφιγγα το φτυάρι κι έτσι την έπαθα. Με έπιασε πόνος αψύς δεν μπορούσα να δουλέψω, την κοπάνισα για την πανσιόν μετά το κολατσιό. Ήρθε και με βρήκε ο συνταγματάρχης. Δεν είναι τίποτε μου είπε, θα στρώσουν, θα δεις, σε δυο-τρεις μέρες θα στρώσουν. Θ ανέβεις και εσύ πάνω στον τενεκέ με τον Δούκα, μη φοβάσαι. Θα βάλω άλλον στις λάσπες με τον Ζάχο.
Πράγματι έτσι έγινε. Στρώσανε και μετά από μια βδομάδα όλα πήγαιναν μια χαρά. Είχα συνηθίσει πια. Έβγαζα κι εγώ το πουκάμισο και γυμνοί με το Δούκα στο Φαληράκι, με τον ήλιο και το ντενεκέ στην πλάτη είχαμε γίνει κατάμαυροι. Ο Δούκας επειδή ήταν πιο ξανθός είχε ξεφλουδίσει. Πονούσαν για μερικές μέρες οι ώμοι του και δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί αλλά με το καθημερινό μπάνιο στη θάλασσα, τον έψησε η αλμύρα κι έγινε καλά.
Τα βράδια, σιγά-σιγά ξεθαρρέψαμε, είχαμε λεφτά, βγαίναμε πρώτα στο Μανδράκι για καφέ κι ύστερα στη ντίσκο για χορό. Τίγκα όλα τα μαγαζιά, γεμάτα Σουηδέζες, Γερμανίδες, Ολλανδέζες. Μα εμείς δεν κάναμε και τίποτε σπουδαίο στην αρχή. Φαίνεται πως οι γυναίκες, ακόμα και οι ξένες, δεν το έχουν στο κούτελο. Ούτε και ο Δούκας τα κατάφερνε στην αρχή, άσε που του είχε γίνει βδέλλα η Βασιλική, η κόρη του συνταγματάρχη, που την έπιανα πολλές φορές να τον κοιτάζει με εκείνο το παράξενο, ηδυπαθή βλέμμα των ανέραστων κορασίδων κι αντιλαμβανόμουν μια άλλη αρχή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μέσα μου, κάτι με έτρωγε πως δε θα πήγαινε καλά αυτή η ιστορία. Ο συνταγματάρχης είχε άλλα όνειρα για την κόρη του τη Βασιλική που δεν ήταν τόσο άσχημη, όσο μας φάνηκε στην αρχή. Αν της έφευγε η ακμή και οι φακίδες, αυτές δεν πείραζαν και πολύ, το γαλήνιο πρόσωπο της- έτσι το έβλεπα τότε- θα ομόρφαινε. Λίγο αδύνατη ήταν αλλά κι αυτό διορθώνεται, γελούσε ο Δούκας. Θα της δίνω κάθε μέρα χαβιάρι να γεμίσει, έλεγε ο αφιλότιμος. Λες και το είχε σίγουρο πως σε λίγο καιρό θα ήταν μαζί της, έκανε μάλιστα πιο προχωρημένα όνειρα: Να την παντρευτεί όταν θα γύριζε από φαντάρος! Να δεις που θα γίνει, μου λεγε, με αγαπάει δεν τη βλέπεις; Όταν γυρίσω θα παντρευτούμε αλλά και τώρα να γίνει δε με πειράζει, τα φράγκα του συνταγματάρχη φτάνουν για να καταχτήσω τον κόσμο. Να δει που θα την κάνω ξενοδοχειάρα την πανσιόν.
Τέτοια μου έλεγε εν ευθέτω χρόνο.
Ο συνταγματάρχης παρ όλη την πονηριά του, δεν είχε πάρει μυρουδιά. Η στάση του απέναντι μας φαινόταν φιλική, δεν είχε παράπονο, ήμασταν καλοί εργάτες, δουλευταράδες και φτηνοί. Στην οικοδομή άκουσα μια μέρα, πως στους ντόπιους έδινε χιλιάρικο την ημέρα μεροκάματο. Γιατί να είχε παράπονο από μας που παίρναμε τα μισά και βγάζαμε την περισσότερη δουλειά; Ο  Δούκας μου είπε πως θα του το έλεγε αλλά τον απέτρεψα.
-Είναι νωρίς ακόμα, του είπα.
Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που είχαμε έρθει. Στους γονείς δεν είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Όταν το συνειδητοποίησα, έτρεξα αμέσως σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και μίλησα με τον πατέρα μου. Ένιωθα λίγο συγκινημένος που τον άκουγα να μου λέει τα καθέκαστα.
-Ο φίλος σου ο Ντάφλος γύρισε μόνος του, μου την έριξε τελευταία. Τον ψάχνει ο Σταυρέας να τον σκοτώσει. Να ποιος ήταν ο φίλος σου! Την παράτησε γκαστρωμένη, την πρώτη νύχτα του γάμου τους, σε κάποιο ξενοδοχείο στην Κέρκυρα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

  1. Συνεχίζουμε μεσούσης της κρίσης με τους ήρωές μας εδώ Κώστα.
    Καλή σου βραδιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τζον, δεν έχει νόημα -νομίζω, να μηρυκάζουμε-εγώ διάλεξα αυτό τον τρόπο για να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από την πλήξη του μέσα. Ζωγραφίζω και γράφω, ότι έκανα πάντα. Νασαι καλά φίλε. [Δεν ξέρω αν σε συνεπαίρνει το μυθιστόρημα μου αυτό.]

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...