Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 6





Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή;  Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το  στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή  πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της  έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.
Με λυμένη τη γραβάτα, ξεμέθυστος πια, γύριζε κάμποσο χαμένος στο λιμάνι, στην αποβάθρα. Ύστερα έπιασε κουβέντα με έναν καικέρη που ετοίμαζε τα πανιά του. Του είπε, πως ήταν από απέναντι από την Ηγουμενίτσα.
-Εκεί πηγαίνω, του απάντησε αυτός κι ο Ντάφλος πήδηξε μέσα. Άλλο που δεν ήθελε.
-Πάρε με κι εμένα, του είπε κι άρχισε να τον βοηθάει ενώ ο καϊκέρης τον κοίταζε παράξενα.
Το μεσημέρι είχε φτάσει στην Ηγουμενίτσα. Χαιρέτησε τον καικέρη, βγήκε στη δημοσιά, στην εθνική κι έκανε οτοστόπ. Λίγο αργότερα, έξω από την πόλη, πήδηξε στην καρότσα ενός φορτηγού. Από το τζάμι έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Έτσι και έγινε. Σταμάτησε, μπήκε μπροστά, φύγανε.
Αργότερα έμαθα πως είχε φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Χάθηκαν για καιρό τα ίχνη του. Μόνο μια φορά είδα τη Μαγδαληνή με την κοιλιά φουσκωμένη. Κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Ντάφλου.

Τα μελτέμια του Αιγαίου είχαν αρχίσει νωρίς εκείνο το Καλοκαίρι. Τέλη Ιουνίου φυσούσε ο θεός τον τόπο και τώρα που μεσουρανούσε ο Αύγουστος, ακόμα χειρότερα. Σκόνη, ασπρισμένη θάλασσα, καρέκλες αναποδογυρισμένες στην παραλία, γυναίκες που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα φουστάνια τους, να μη φανούν τα ψηλά, πάνω από τα γόνατα τους.
Ο ήλιος έκαιγε στη Λίνδο, ντάλα μεσημέρι. «Τσιμέντο, ασβέστη!» φώναζε ο Ζάχος κι αντηχούσε πέρα στην παραλία. Τρόμαζαν οι γλάροι, πετούσαν κείθε μακριά.  Άσπριζε η θάλασσα, γινόταν ένα με την ασπριδερή ακτή. Φουρτούνιαζε μέσα μας και η ψυχή, το βλέμμα έριχνε πέρα στο αφρισμένο πέλαγος.
Είχαμε ψιλοχολωθεί εκείνο το μεσημεράκι με το Δούκα. Αιτία η Βασιλική. Εγώ του έλεγα να την αφήσει ήσυχη και να μη χώνεται στα πόδια του συνταγματάρχη κι εκείνος το χαβά του. Τα είχανε φτιάξει οι δυο τους και η Βασιλική πετούσε στους εφτά ουρανούς. Από το πρώτο βράδυ που την έφερε στο δωματιάκι και μου έκλεισε το μάτι εννοώντας να φύγω, πέρασαν  άλλα τόσα που γινόταν το ίδιο. Της έφυγε και η ακμή της Βασιλικής, ρόδισαν τα μάγουλα της, ελάφρωσε η καρδιά της από την αγάπη της για τον φίλο μου.
Έμοιαζαν πολύ ερωτευμένοι. Η Βασιλική βέβαια πιο πολύ- αυτή θα τον αγαπούσε μια ζωή- γιατί ο Πίθηκας είχε αρχίσει να ξωκοιλει. Σχεδόν κάθε βράδυ ήταν με διαφορετική γυναίκα. Είχε προοδεύσει και στα Αγγλικά, εγώ ακόμα δεν τα κατάφερνα. Αυτός, να από εδώ, να από εκεί, μιλούσε παντού, ας ήταν και στραβά. Κάθε μέρα γινόταν καλύτερος σ αυτόν τον τομέα.
Δεν κάναμε πολύ παρέα, όσο στην αρχή. Εγώ έβγαινα  καμιά φορά με τον Νικ, τον Ελλληνοκαναδό. «Θα σε πάρει στο Καναδά φίλο!» μου έλεγε με τα σπασμένα Ελληνικά του. «Μπατ δεν ξέρει αν εσύ αντέξει στο κουλ, κρυο, πως το λέτε; Αι ντοντ νοου αν μπορείς το άσπρο. Έχει πολύ χιόνι εκεί!»
Τρελούτσικος ήταν ο Νικ. Έλεγε πως ο πατέρας του είχε πολλά λεφτά και μάλλον δεν κορόιδευε αν αναλογιζόμουν πόσα σκορπούσε ο ίδιος. Έμενε στο πιο ακριβό ξενοδοχείο, είχε νοικιασμένο πολυτελές αυτοκίνητο. Με φώναξε ένα απόγευμα στη σοφίτα που έμενε και μαγεύτηκα. Πρώτη φορά έβλεπα τόση πολυτέλεια. Πισίνες, γραβατωμένα γκαρσόνια να σου φέρνουν ότι θέλεις στο δωμάτιο, καμαριέρες όμορφες, χαμογελαστές.
Ήταν πλακατζής ο Νικ. Του άρεσαν τα καλαμπούρια, η αστεία πλευρά της ζωής. Κι ένα βράδυ παραγελάσαμε οι δυο μας. Μου είπε πως είχε κάνει μια τυχαία, τηλεφωνική γνωριμία, με κάποια που είχε πολύ γλυκιά φωνή. Κανόνισε λοιπόν να βγούμε αλλά της είπε  να φέρει και μια φίλη μαζί της για να πάω κι εγώ. Τι μου ήρθε και μένα εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω, πήρα μαζί μου και τον Δούκα. Πήγαμε στο ραντεβού με τον Νικ και τον βρήκαμε παρέα με δυο χοντρές, τεράστιες. Μόλις μας τις σύστησε κλείνοντας το μάτι, εμείς δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια. Και να δεις που οι χοντρές γελάσανε μαζί μας! Τώρα τι να κάναμε εμείς;
-Αφού είναι έτσι, μου είπε ο Πίθηκας, θα τις ξεπατώσουμε στο χορό. Θα τις ιδρώσουμε.
Και πράγματι, δεν αφήναμε καμιά τους να καθίσει στο τραπέζι. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο Νικ, που είχε μπει για τα καλά στο παιχνίδι, έχασαν κάμποσα κιλά εκείνο το βράδυ οι χοντρές. Εκείνο που θα μου μένει αλησμόνητο είναι το τρελό γέλιο που κάναμε ύστερα, όταν ο Νικ είχε μεθύσει και είπε να πάμε και οι πέντε στη σουίτα του.
Εγώ δεν πήγα. Παραήμουν σεμνότυφος για τέτοια πράγματα. Όμως ο Δούκας με τον Νικ πήγανε. Περάσανε καλά φαίνεται, γιατί από τότε οι χοντρές όπου με συναντούσαν με ρωτούσαν τι κάνουν οι φίλοι μου.
Ο Δούκας παρ όλα αυτά τραβούσε το δρόμο του. Εγώ ένιωθα ένα πείσμα ενάντια του. Δεν τον αγαπούσα εκείνο τον καιρό, δεν ξέρω γιατί, κάτι μου έβγαινε ανάποδα, δε μου άρεσαν αυτά που έκανε. Χαλούσε όλα του τα λεφτά και συνέχεια μου ζητούσε δανεικά. Έμπαινε στα μαγαζιά, άφηνε φέσια- μια ερχόταν για δουλειά μια όχι. Μου το έλεγαν ορισμένοι που ήξεραν πως ήταν φίλος μου και σήκωνα τους ώμους. Μερικές φορές, πλήρωνα τα σπασμένα.
Εκείνη την ημέρα, καθώς πλενόμαστε, αφού είχαμε τελειώσει τη δουλειά, λίγο έλειψε να έρθουμε στα χέρια. Είχαμε αγριέψει πολύ και οι δυο, εγώ περισσότερο κι ερχόταν μπόρα μεταξύ μας, το καταλάβαινα.
Το βράδυ βγήκα μόνος μου. Δεν ήθελα ούτε να μιλήσω, ούτε να δω άνθρωπο, είχα φλομώσει με την ξεροκεφαλιά του. Αργά τα μεσάνυχτα, καθώς γύριζα τρεκλίζοντας από μια ελαφριά και γλυκιά μέθη, μέσα στην παλιά πόλη, κάπου εκεί στην πλατεία με το σιντριβάνι, είδα μια γυναικεία σκιά να τρεκλίζει το ίδιο με μένα. Δεν είχα πιει πολύ αλλά η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη και με είχε πιάσει. Θυμάμαι ψιλόβρεχε Καλοκαιριάτικα, μύριζε ο τόπος γιασεμιά, ανάσαινε το χώμα μετά την κάψα. Καθώς ο δρόμος ήταν γλιστερός, λίγο έλειψε να σκοντάψω επάνω της.
-Σιγά! Στραβός είσαι; Με απώθησε και με κοίταξε από αδιάφορα έως εχθρικά.
Εγώ ορθώθηκα και συνέχισα να βαδίζω δίπλα της βλακωδώς.
-Τι θέλεις ρε; Ε; με γύρισε αντιμέτωπο.
-Παρέα, είπα απλά, ψάχνοντας τα μάτια της στο σκοτάδι.
Σα να μαλάκωσε. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν μεγάλη, τριαντάρα περίπου, μαύρη σα γύφτισσα, μπορεί και να ήταν. Τα μαλλιά τα είχε κομμένα, κοντά και σγουρά. Στο φως μιας λάμπας την παρατήρησα καλύτερα. Κι εκείνη με έψαχνε. Δεξιά στη μύτη είχε μια μεγάλη ελιά που μάλλον την ασχήμαινε.
Άρχισε να μου μιλάει. «Είσαι όμορφος» άρχισε. «Πουτάνα είναι» έβγαλα το γρήγορο συμπέρασμα εγώ αλλά δε με ενδιέφερε. Δε με ένοιαζε και πολύ, είχα την περιέργεια να γνωρίσω από κοντά μια τέτοια. Ήταν και οι ιστορίες που έλεγαν για αυτές οι φίλοι, ήταν όμως κι ένα τράβηγμα που ένιωθα για τη Μαρίνα- έτσι μου είπε πως την έλεγαν. Δεν την πολυπίστεψα, αυτές είχαν πολλά ονόματα, το ήξερα αυτό, όπως στο ποίημα της Γαλάτειας, αν θυμάμαι καλά.: κάθε πόλη και άλλο όνομα, κάθε στέκι κι αλλού Μαρούλα, Φανή, Μυρτώ, Δεσποινάκι.
Έδειχνε πολύ απελπισμένη.
-Θα σταματήσω, μου είπε. Τι καταλαβαίνεις εσύ από αυτά; Τι σου τα λέω όλα αυτά εσένα; Εσύ είσαι νέος, όμορφος. Μπορεί να είσαι και πλούσιος! Έσμιξε τα κατάμαυρα φρύδια της, κοιτάζοντας με καλύτερα.
Εγώ γέλασα.
-Ναι, πολύ πλούσιος! Της απάντησα σαρκαστικά.
Κατάλαβε κι εκείνη. Κι έτσι απρόσμενα με βούτηξε και με φίλησε. Ύστερα καθίσαμε κάπου εκεί, μετά από κάμποσες άσκοπες βόλτες στα καλντερίμια. Ξανά πίσω στην πλατεία, στο μικρό σιντριβάνι. Δε λέγαμε και πολλά τώρα, που και που φιλιόμασταν. Σιγά-σιγά νύχτωνε, τόσο πολύ είχαμε ξεχαστεί, σα να υπήρχαμε μόνο εμείς σ αυτό τον κόσμο. Και μου θύμισε τις μέλισσες, τις γυναίκες που κάνουν ευτυχισμένους πολλούς άντρες. Που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι.
Πήγαμε κάπου, σε ένα δωμάτιο, ωραίο ήταν, δε θυμάμαι και πολλά. Εκείνο που θυμάμαι ήταν πως πέρασα μια πολύ ωραία βραδιά. Η Μαρίνα ήταν μια όμορφη γυναίκα.
Μόλις συνειδητοποίησα το μπλε ν αχνοφέγγει, σηκώθηκα αλαφιασμένος. Ήμουν κουρασμένος κι έπρεπε να πάω για δουλειά, της είπα. Με περίμενε ο συνταγματάρχης και οι άλλοι, να πάμε στην οικοδομή. Η Μαρίνα έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκε κι αυτή. Κανονίσαμε να βρεθούμε το βράδυ στο ίδιο σημείο. Όποιος έφτανε πρώτος να περιμένει. Τέτοιες ήταν οι συναντήσεις μας, όσο κάναμε παρέα. Ποτέ συγκεκριμένη ώρα- όποιος έφτανε πρώτος, περίμενε.
Στο φορτηγάκι, το πρωί, κατά τις εφτά που φύγαμε για δουλειά, ο συνταγματάρχης με κοίταζε με ένα βλέμμα, λες και του είχα σκοτώσει τον πατέρα. Δεν το πιασα αμέσως τι είχε συμβεί και ο Δούκας δε φαινόταν πουθενά. Όταν κατεβήκαμε, ο συνταγματάρχης με πήρε κατά μέρος.
-Το ήξερες και συ! Μου είπε όλος νεύρα. Και δεν έλεγες τίποτε. Θα χεις και συ την ίδια μοίρα με το φίλο σου!
Έκανα τον ανήξερο κι αυτό τον νευρίασε περισσότερο.
-Τα κανόνισε η Αστυνομία να φύγει σήμερα. Και συ θα φύγεις! Θα τον βρούνε, που θα πάει; Λεφτά δεν έχει, αλήτης και κοπρόσκυλο είναι, θα τον πετάξουν στο καράβι. Τους είπα να του βάλουν και τα εισιτήρια …είμαι καλός εγώ, μη νομίζεις! Έτριζε τα δόντια του.
Εγώ δε μίλησα. Τι να έλεγα;
-Για σένα, συνέχισε δεν είπα τίποτε ακόμα αλλά θα το κάνω. Να είσαι σίγουρος αν δε μου τα πεις όλα. Εσύ δεν είσαι ίδιος, με καλόπιασε. Γιατί αγόρι μου δεν μου τα είπες από την αρχή; Κάνει η κόρη μου για τα μούτρα αυτού του καταραμένου; Δεν ξέρω αν είναι φίλο σου, δε με νοιάζει. Κάτι τέτοιους εγώ τους έχω στείλει στα Γιούρα! Ξανανευρίασε.
Μπλέχτηκα. Μούλωξα, δεν είχα τι να πω. Προδοσία θα ήταν ότι και να του έλεγα. Έτσι κι αλλιώς, ο Δούκας ποτέ δε μου το συγχώρεσε. Δεν ξέρω τι πίστευε αλλά εγώ, απλώς συναίνεσα σε ότι έλεγε ο Καπαγέρωφ. Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου ότι ναι, έτσι είναι και ντρεπόμουν. Χωρίς να φταίω, ντρεπόμουν.
Φυσικά δεν έμεινα άλλο για δουλειά. Το κατάλαβε και ο συνταγματάρχης. Έφυγα σαν τρελός και τον γύρευα  σε όλη την πόλη, σε όλα τα στέκια. Πουθενά ο Δούκας. Στερνά το απόγευμα, πρόλαβα το καράβι που έφευγε. Ψηλά στο κατάστρωμα, λες και δεν έτρεχε τίποτα με χαιρετούσε. Κουνούσε τα πελώρια χέρια του και γελούσε πλατιά λες και όλα ήταν μια χαρά. Τέτοιος ήταν ο Δούκας, ένα παλιόμουτρο, σκεφτόμουν νευριασμένος και φλόμωνε το μυαλό μου από την απελπισία και την ασυνεννοησία των ανθρώπων. Είχα μια λύπη τεράστια, δε χωνευόταν με τίποτε τέτοια χαλασιά.
Τα είπα το βράδυ στη Μαρίνα και με άκουγε τόση ώρα που μιλούσα. Δεν είχα περισσότερα να πω, γύριζα πίσω, πολύ πίσω. Χωνόμουν σε δρόμους που δεν υπήρχαν κι είπα πως αυτός ήταν ένας καινούργιος θάνατος. Τόσο μελοδραματικά αναπαριστούσα το διώξιμο του φίλου. Μου κόστιζε. Μου κόστιζε πολύ που έμεινα μόνος. Έπρεπε όμως να ζήσω και τα έλεγα όλα αυτά κλαίγοντας στη Μαρίνα. Είχα χάσει την ορθότητα της σκέψης μου, εγώ, ο ορθολογιστής άνθρωπος με την απέριττη νόηση. Έκλαιγα στην αγκαλιά της, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Θέληση να είχα μονάχα. Εγώ το ράκος, ο αλήτης του κερατά, μπούφλιασα, εκείνες τις ώρες. Χόρταινα από την ανυπομονησία των ανθρώπων για κάτι καλύτερο που δεν υπήρχε. Η λύπηση κυριαρχούσε παντού. Τέτοια έλεγα στη Μαρίνα που με συμπονούσε μετά τον έρωτα. -Είσαι νέος μου, είπε. Πολύ νέος για να προσπαθήσεις ν αλλάξεις τους ανθρώπους και τη ζωή.
Την καταλάβαινα αλλά οι αντιβουλεύσεις μου ήταν μεγάλες και τα πράγματα πολύ μπερδεμένα. Η αντιπάθεια του συνταγματάρχη μεγάλωνε την κατάσταση, την εξαθλίωνε. Την έκανε, μαύρη, κατάμαυρη και δε μου άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζα τότε τη ζωή. Ο Δούκας που έφυγε χαμογελαστός, ο τρόπος που γινόταν όλα αυτά και δε μου έπρεπε.
Ήρθε όμως άλλος καιρός σύντομα. Ήρθε ο Σεπτέμβρης και όλα στριμώχτηκαν στη στροφή. Με μια μονοκοντυλιά, λες και ήταν μαυροπίνακας, σβήστηκαν  τα πάντα. Η μαγεία της Ρόδου, ο συνταγματάρχης, η πανσιόν, ο Νικ που θα με έπαιρνε στον Καναδά, το Φαληράκι που έσφυζε από ζωή, οι ξανθιές γυναίκες που πήγα μαζί τους, η Μαρίνα, όλα όνειρο απατηλό.
Με έφερνε πίσω το καράβι, έλεγα πως, να, τώρα θα βουλιάξει όπου και να είναι. Πάλι αραχτός στο κατάστρωμα διωγμένος κι εγώ Είχε έρθει η Αστυνομία ένα βράδυ στην πανσιόν. «Ποιος είσαι εσύ ρε!» μου ριξε δυο μπάτσες ο αστυνόμος. «Εδώ ο κόσμος καίγεται! Βαλίτσα έχεις; Πάρτη και δρόμο! Το καράβι φεύγει σε μισή ώρα …πίσω να μη κοιτάξεις!»
Τα είχε κανονίσει όλα, έτσι ο συνταγματάρχης. Σε λίγο όμως θα ακολουθούσε και η δικιά του μοίρα, Έπεφτε τότε η χούντα, αντιλαλούσε ο τόπος. Που βρέθηκα; Αλίμονο η ζωή κυλούσε ποτάμι βουερό, σαν αυτό που έλεγε ο πατέρας μου. Ένα ποτάμι στην ευθεία. Μόνο που εγώ, ένιωθα στην καμπύλη. Έχει και καμπύλες θα απαντούσε εκείνος μα στην ευθεία να φοβάσαι πιο πολύ. Όμως τι άλλο να σκεφτόμουν; Θυμάμαι πως ήμουν ένα λυμένο πουλάρι σε ξέφραγο αμπέλι. Που βρέθηκα; Στο λιμάνι του Βόλου με μαζέψανε μέσα του Σεπτέμβρη, δεν ήθελα να πάω φαντάρος αλλά δε γλίτωσα από αυτή τη συμφορά. Στη εξώθυρα του σπιτιού μου στον Άγιο Αρτέμιο, η μάνα μου να σταυροκοπιέται κι ο πατέρας μου ατάραχος να με κατευοδώνουν.

συνεχίζεται



2 σχόλια:

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...