Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΝΑ ΣΟΥ ΧΑΡΊΣΩ ΈΝΑ ΤΡΈΝΟ ΘΑ ΓΥΡΊΣΕΙς ΠΊΣΩ;

 


 

Έχετε την εντύπωση πως σας συμπαθούν οι άνθρωποι; [Αφέλεια ενός συμπαθούς]

Όταν αρχίζω μια καινούργια θεματολογία στη ζωγραφική, χαίρομαι. Όπως εδώ που όλα θα γίνουν στο στιλ ποπ αρτ. Σχεδιάζοντας τον Τζονι Ντεπ, παρ ότι δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει και τόσο κινηματογραφικά, εδώ μου βγαίνει πολύ όμορφος, πολύ έξυπνος! [Είχε δίκιο κάποιος που είπε πως η μόνη χαρά στη ζωή είναι η αρχή.]

.ή γράφει ο άλλος πέθανε η γυναίκα μου και ο άλλος του κάνει like! χαχαχα!

Υπάρχουν μερικές φορές που περιμένω κάτι κι άλλες φορές που δεν περιμένω τίποτε. Και οι δυο είναι τόσο δυνατές

που δεν ξέρω ποια να διαλέξω.

Ποτέ δεν ξέρεις όταν ανοίγεις μια πόρτα, τι συμβαίνει πίσω της.

Δε δέχομαι κουβέντα από ανθρώπους που δεν έχουν πιάσει πινέλο στα χέρια τους και κάνουν τους επιστήμονες περί των τεχνών όντας κακοσκεπτόμενοι και ανθρωπάκια, γλυφοκολάριοι, κακομούτσουνοι και μεσάζοντες για να βγάλουν κάποιο φράγκο από τους καλλιτέχνες αλλά και από τους ηλίθιους που υποτίθεται ότι διοικούν αυτά τα δρώμενα περί του πολιτισμού.

Μόνο οι μεγάλοι αντέχουν τις σκληρές και "κακές" κριτικές για το έργο τους.

Να σου χαρίσω ένα τρένο, θα γυρίσεις πίσω;

αλλά εγώ σημειώνω τις σκέψεις μου χωρίς να παίρνω το μέρος του ζωγράφου ή του συγγραφέα αποφεύγοντας τις λακκούβες της γλυκανάλατης κολακείας και του ανόητου τι μεγάλος, τι σπουδαίος, και τι υπέροχα είναι τα έργα σας κυρία, και, κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι το μέγεθος ενός καλού και ενός κακού ζωγράφου που επιζητά επιμόνως την καταξίωση μέσω της τέχνης του και αυτό δεν είναι αντίνομο.

Το χειρότερο είναι να ερωτευτείς το μυαλό του άλλου; [εν ζωή φυσικά.]

Εντάξει, το δίκιο είναι με τους δυνατούς της Ιστορίας αλλά όχι και επαναστάτες των πούρων! [η καμπάνα χτυπάει για τους υπερεκτιμημένους Τσε.] Δε συμφωνώ με τους πολλούς τι να κάνουμε; θέλετε μια επανέκδοση του Τσε; εύκολο. Ο Φασούλας δεν απέχει πολύ. Για ξανακοιτάχτε τον!

Οι πιο απαιτητικοί είναι οι φίλοι που μας αγάπησαν και γιατί όχι.

 

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΤΈΒΑ ΑΠ ΤΟ ΔΈΝΤΡΟ

 


 

-Κατέβα ρε απ το δέντρο να κουβεντιάσουμε!
-Όχι, μουρμουρίζει ο Έλληνας των δέντρων. Δεν κατεβαίνω γιατί είσαι κακός, καλύτερα είμαι εδώ πάνω.
-Τέτοιο νούμερο που είσαι ...
-Νατο! είδες; με βρίζεις!
-Τι να μη σε βρίσω ρε, που ασχολείσαι ακόμα με Μακρόνησους, με σώπα όπου ναναι θα σημάνουν οι καμπάνες ...Ποιες καμπάνες θα σημάνουν ρε απρουλιάρη ...ρε τελειώσαν αυτά το πήρες μυρουδιά;
-Μα ...είναι η Ιστορία μας και ανεβαίνει πιο πάνω στα δέντρα. Μασάει πράσινα φύλλα.
-Ποια Ιστορία ρε κορόιδο της τράπουλας, που σε δουλεύουν όλοι χοντρό γαζί! Ποια Ιστορία; αυτή που γράψανε μαζί αριστεροί και δεξιοί και που σήμερα σου τρώνε το μεδούλι με τις ψευτιές τους και οι δυό;
-Οι Αριστεροί δε λέμε ψέμματα, λέει χωρίς σιγουριά τρώγωντας ένα ακόμη πράσινο φύλλο.
-Χαχαχα! σκάω στα γέλια. Αυτοί κι αν σε έχουν γεμίσει μυίγες..
-Μύγες γράφονται με υ πια. Και ξηλώνει μια φλούδα απ τον κορμό.
-Εμένα μ αρέσει με υι.
-Είδες που γίνεσαι κι εσύ παλαιών αρχών; ανέβα στο δέντρο είναι καλύτερα σου λέω!
Τον κοιτάω και τον λυπάμαι.
-Τι φταίει η καημένη η Συρία, μου λέει ξαφνικά
-Δε φταίει; τον ρωτάω με υποψία.
-Μια φτωχιά χώρα είναι, μουρμουρίζει ο μαλάκας. Γιατί να τη χτυπήσει ο Ομπάμα ...
-Φτωχή χώρα και έχει το τρίτο χημικό οπλοστάσιο στον κόσμο; αλλά τόσο βυθισμένος που είσαι στην αγεωγραφοιστορία σου που δε βλέπεις πέρα από τη μύτη σου.
-Έχει το τρίτο χημικό οπλοστάσιο στον κόσμο; επαναλαμβάνει περισσότερο για να το εμπεδώσει. Δεν το ξέρω..
-Άκου ρε μάγκα: κάτσε εκεί πάνω στο δέντρο, του λέω. Μπορεί να έχεις δίκιο, είναι καλύτερη η άγνοια. Και καβαλάω την καμήλα μου
Φεύγω μέχρι που γίνομαι μια κουκκίδα στην έρημο.
[γραμμένο από παλιά αλλά έχει μια σημασία και για το σήμερα.]

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Η ΑΡΙΣΤΕΡΆ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΆς

 


Μην τρέχεις να με υποτιμήσεις προτού μελετήσεις το τελευταίο μου "και". [Επειδή οι ξερόλες γνωρίζουν τα πάντα] Σημαντικό γνώρισμα των σπουδαίων ανθρώπων είναι η επιμελής άσκηση πάνω στο ζητούμενο προτού απαντήσουν. Με αφορμή τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου και τον τρόπο που πολλοί τρέχουν να τον εκμεταλλευτούν. Ναι, υπάρχει μεγάλη εκμετάλλευση και στον θάνατο, αγαπημένοι φίλοι και βλάκες, εσαεί. Ιδιαίτερα στον τομέα της εξαπάτησης του κοινού, της αριστεράς και στο πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν και έπαιξαν τα ρεζιλίκια της αριστεράς αλλά και της δεξιάς που ενσωμάτωσε την αριστερή ιδεολογία για να διατηρείται στην εξουσία, έξω από το πόσο ικανός ήταν ο Μικρούτσικος. Θέλω να πω μ αυτό, ίσως πιο ξεκάθαρα απ ότι θέλετε πως η εξάμβλωση της αριστεράς, η καπήλευση της, πως αλλιώς να το πω, έχει φτάσει στο όριο της. Οι πραγματικοί αριστεροί δεν κέρδισαν τίποτε με αυτό τον τρόπο που την εμφάνισαν οι κατά καιρούς μέντορες της και άμα θέλετε ξεκινώ από την μεταγενέστερη μνήμη της με τους Βελουχιώτηδες, τους Γλέζους, τους επηρμένους ήρωες, τον Σάντα, που αυτός λιγότερο κατάλαβε τι συμβαίνει, και που δυστυχώς εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό και τον οδήγησαν στην σημερινή κατάντια του. Για ποιο λόγο πανηγυρίζουν οι δεξιοί τον θάνατο του Μικρούτσικου; και για ποιον οι αριστεροί που έχασαν ένα δικό τους που τελικά δεν έκανε τίποτε όταν ήταν στην εξουσία; Εγώ δεν πιστεύω σε αγάλματα ούτε σε μαριονέτες που θα αναστήσουν [μακάβρια λέξη] τον ελληνικό λαό από την σήψη στην οποία έχει περιέλθει. Με τον θάνατο ενός ανθρώπου, ικανού να καταλάβει πως δεν μπορούσε να αλλάξει το σύστημα ή τουλάχιστον να επέμβει σ αυτή τη διαδικασία, σοβαρά, οδηγούμαστε στην αποτέλεια, δεν μπορώ να βρώ πιο εύσχημη λέξη, αυτού του ίδιου του συστήματος που αναγκαστικά ανάγεται σε πλούσιους και πτωχούς. Άρα, ένας Μικρούτσικος υποχώρησε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και έμεινε στη μουσική του. Μαθηματική εξακρίβωση πως δεν του αρκούσε η αριστερά αλλά ούτε και η μεσαία τάξη που κατά βάση αποτελεί το στήριγμα εν΄'ος καλλιτέχνη που αρχίζει να έχει εμβέλεια και υπόβαθρο για την ύστερη μνήμη του μια και τα προς το ζην τα έχει εξασφαλίσει. Ένα μείζον ερώτημα προς τους ανθρώπους της αριστερίστικης κουλτούρας είναι πόσο αυτοί σέβονται τους εκπροσώπους της και κατα πόσο καπελώνουν αυτή ακριβώς την ιδεολογία τους.

Ένα παλιό "κειμενάκι" που νομίζω πως αξίζει να ξαναδιαβαστεί

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ [τελευταίο]

 


 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Το ίδιο σκηνικό. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο, μόλις ανοίγουν τα φώτα, δίνουν τα χέρια σε στιγμή αποχαιρετισμού. Ο Άλεξ είναι ντυμένος με ρούχα πολέμου. Δίπλα η Ελμίνα κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό. Ο Άλεξ πηγαίνει προς το μέρος της, αγκαλιάζονται και χαιρετιούνται. Φιλάει επίσης το μωρό και με σίγουρα βήματα φεύγει.
Τα φώτα σβήνουν.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο. Ησυχία. Νέκρα. Κανείς.
Σκοτάδι.
Ανάβουν τα φώτα. Στο κέντρο της σκηνής  ο Άλεξ κρατάει στα μπράτσα του το νεκρό αδερφό του, τον Τζωρτζ. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού. Νεκρός και ζωντανός είναι μπαρουτοκαπνισμένοι απ’ τη σκόνη της μάχης.
ΑΛΕΞ: Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν φταις εσύ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΛΕΞ: Ο Τζωρτζ είναι νεκρός και πίσω απ’ αυτόν χιλιάδες. Ο Τζωρτζ είναι νεκρός. (σιωπή) Προσπάθησα να τον σώσω. Έδωσα μάχη σώμα με σώμα με εχθρούς και φίλους μα δεν τον έσωσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΝΤΡΑΣ: Το πένθος ταιριάζει στους ανθρώπους, το πένθος είναι το χτύπημα της πεταλούδας. Τι απέγινε ο Έντι Μπάρεττ;
ΑΛΕΞ: Ποιος ήταν αυτός;
ΑΝΤΡΑΣ: Χμ, δεν ξέρει τον Έντι Μπάρεττ!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αστέρια για όλους τους νεκρούς του κόσμου. Κανείς δεν ξέρει, τον ‘Εντι Μπάρεττ.
ΑΛΕΞ: Ο Έντι Μπάρεττ; Ο πόλεμος… Ο θεός… Ο θεός του πολέμου… Μπορεί να είναι αυτός ο Έντι Μπάρεττ… Μπορεί κι εγώ… Όχι εγώ δεν είμαι! (φωνάζει) Δεν είμαι εγώ! Εσείς φταίτε για όλα! (δείχνει το κοινό)
ΑΝΤΡΑΣ: (σαρκαστικά) Εμείς φταίμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ρωτάει με αγωνία) Εμείς φταίμε;
ΑΛΕΞ: Όταν έπεσε η χειροβομβίδα και με πήραν τα αέρια βρέθηκα μες στο χαντάκι ανάμεσα σε νεκρούς, μισοπεθαμένους. Κομμένα χέρια, πόδια, μαλλιά… Κάπου εκεί έγινε ησυχία. Κι ήμουνα μόνος. Μόνος με τόσους νεκρούς γύρω μου.
Σηκώθηκα. (σηκώνεται) Και τότε τον είδα. Είδα τον Τζωρτζ με χυμένα άντερα κι ανοιχτά πελώρια μάτια να με κοιτάζει. Με κοίταζε; Δεν ξέρω. Γιατί οι νεκροί μένουν με ανοιχτά τα μάτια; Θέλουν να δουν ίσως λίγο ακόμα… Δεν ξέρω… Δεν έχω να πω τίποτε άλλο… τι άλλο να πω… (κλαίει)
Και με σιγανά βήματα βγαίνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ


Ο δάσκαλος  κρατάει το παιδί στα χέρια του. Στην άλλη άκρη η Ελμίνα. Κάνει μια κίνηση να το πάρει. Ο δάσκαλος τραβιέται.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ‘ξερα πως κάποτε θα γινόταν έτσι. Μόνο ο Άλεξ δεν το καταλάβαινε. Εγώ το έβλεπα στα μάτια σου. Έχω μάθει πια να διαβάζω τα μάτια των ανθρώπων. Τι θέλεις λοιπόν άχρηστε άνθρωπε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Αφού λες πως το ήξερες τότε τι ρωτάς; (παύση)
(σκληρά) Αλλά δεν το ήξερες. Η μάλλον ούτε τώρα το φαντάζεσαι.
ΕΛΜΙΝΑ: Δεν φοβάσαι που θα γυρίσει ο Άλεξ;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Απ’ τον πόλεμο δεν γυρίζει κανένας. Ιδιαίτερα οι γενναίοι. Και ο Άλεξ είναι γενναίος.
ΕΛΜΙΝΑ: Και τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (στυφά) Είπες πως δεν θα ‘ρθεις ποτέ μαζί μου. Κι εγώ είπα πως θα κάμω κομματάκια το παιδί σου αν δεν έρθεις… Λοιπόν αποφάσισες;
ΕΛΜΙΝΑ: Αποφάσισα. Είμαι πιο σκληρή απ’ ότι νομίζεις. Θα μπορούσα ν’ αποποιηθώ την σάρκα μου σα να μη συνέβαινε τίποτε αλλά επειδή πιστεύω πως η σάρκα και η ψυχή ενός ανθρώπου είναι ένα, σου λέω όχι! Χίλιες φορές όχι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είσαι χειρότερη απ’ τη Μήδεια.
Η Ελμίνα ορμάει να του πάρει το παιδί. Εκείνος την απωθεί βίαια και τη ρίχνει κάτω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είπες τι θα μπορούσες να κάνεις αλλά δεν σ΄αφήνει η ανόητη σκέψη του ενός, της μιας αγάπης. Του ανόητου δυτικού τρόπου σκέψης του πολιτισμένου ανθρώπου. (με ζήλια) Τόσα χρόνια σε θαύμαζα. Μπορούσα να χαλάσω τον κόσμο για να σ’ έχω. Θαύμαζα το κορμί σου, το ύψος σου, τα  ανοιχτά σου πόδια, αλλά τα χαιρόταν άλλος. Τώρα σου έκανα φανερή την αγάπη μου αλλά την απέρριψες.
Γι αυτό θα πληρώσεις.
(σκεπτικά) Θα μπορούσα βέβαια να σε σκοτώσω, αλλά δεν θα το κάνω… όχι δεν θα το κάνω. Θα σ’ αφήσω να ζεις με τη φρικτή εικόνα του σκοτωμένου σου παιδιού ανόητη! πόρνη!
Η Ελμίνα προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα καταφέρνει. Πέφτει αποκαμωμένη στο δάπεδο.
 Ο δάσκαλος φεύγει ενώ το φως χαμηλώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στη μια γωνία σ’ ένα τραπέζι ο Έντι με τον πατέρα του, πίνουν κρασί. Πιο δίπλα ο παπάς μόνος κοντά στην πόρτα. Στην άλλη παρέα ο άρχοντας με τον Τζωρτζ τον γιο του και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος. Ο ταβερνιάρης πηγαινοέρχεται σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα ντυμένη άντρας. Επικρατεί σχετική οχλαγωγία. Οι περισσότεροι  είναι χαρούμενοι… ο πόλεμος έχει τελειώσει.
Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της σκηνής. Χύνει το κρασί απ’ την κανάτα, κοιτάζοντας γύρω-γύρω με ύφος σκοτεινό.
ΕΛΜΙΝΑ: Σςςςς!!!!

Ησυχία. Ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

ΕΛΜΙΝΑ: (συνωμοτικά) Θα σας πω μια ιστορία (παύση)  Μη φύγει κανείς!
(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς! Κλείστε τις πόρτες! (φυσάει αγέρας, γίνεται πανδαιμόνιο)  Οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο. Τα φώτα ολάνοιχτα. Ωστόσο πρώτος ο παπάς έχει κινηθεί προς την έξοδο. Η Ελμίνα έχει βγάλει το πιστόλι και τον πυροβολεί. Ο παπάς πέφτει νεκρός. Η Ελμίνα στρέφει το πιστόλι προς το κοινό κι ύστερα στον δάσκαλο που κινείται κι αυτός προς την έξοδο. Πέφτει κι αυτός νεκρός δίπλα στον παπά. Η Ελμίνα αφήνει τ’ αντρικά της ρούχα να πέσουν, λύνει τα μαλλιά της. Το πιστόλι πέφτει δίπλα στους νεκρούς. Τα ρούχα της όλα χάμω. Μένει εντελώς γυμνή. Κατάγυμνη.

 

ΤΕΛΟΣ



 

 

 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 9

 


ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο παίζουν σκάκι. Το φως δυναμώνει. Ο δάσκαλος είναι περίπου 45 χρονών. Αδύναμος, κοκαλιάρης, κακάσχημος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (κάνει την τελευταία κίνηση και γέρνει πίσω την καρέκλα του) Ματ!
ΑΛΕΞ: Κέρδισες. (σηκώνεται)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το σκάκι είναι ακριβώς όπως ο πόλεμος. Θέλει θυσίες, στρατιώτες, αξιωματικούς και βασιλιάδες.
ΑΛΕΞ: Ακριβώς έτσι και οι βασιλιάδες και οι στρατιώτες. Δεν κερδίζουν όμως πάντα οι βασιλιάδες.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Διαφωνώ. Σχεδόν πάντα κερδίζουν. Οι κολίγοι χάνουν τη μάχη όσοι κι αν είναι. Αλλά κάτι σε βασανίζει σήμερα…
ΑΛΕΞ: Δεν άκουσες τις ειδήσεις δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τελευταία δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα.
ΑΛΕΞ: (στεγνά) Ο πόλεμος αρχίζει. Η μάλλον άρχισε. Έπεσαν τα πρώτα κορμιά στα σύνορα. Ο πατέρας μου με τον αδερφό μου μπήκαν στη χώρα σας…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Στη χώρα μας θέλεις να πεις.
ΑΛΕΞ: Εγώ δεν είμαι δικός σας. Είμαι εξόριστος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ναι, αλλά παντρεύτηκες εδώ, έκανες παιδί και ζεις εδώ. Τι θα κάνεις τώρα; Με ποιο πλευρό θα πας; Αυτό δεν σε βασανίζει;
ΑΛΕΞ: Αυτό. Δεν ξέρω τι να κάνω… και πρέπει να βιαστώ…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν υπάρχει δίκιο κι άδικο. Το δίκιο είναι όπλο των φτωχών απέναντι στους δυνατούς.
ΑΛΕΞ: Φιλοσοφίες δάσκαλε. Εγώ φιλόσοφος δεν είμαι. Εσένα που πέρασαν και τα χρόνια, θα σ΄αφήσουν πίσω γιατί δεν είσαι πολεμιστής. Εγώ φαίνεται πως είμαι και μου αρμόζει να βρίσκομαι εκεί.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το ξέρω. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα είναι με ποιους;
ΑΛΕΞ:  Με τους κατατρεγμένους. (σα να το πήρε απόφαση)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (με κάποια χαρά) Έτσι σου πρέπει. Εξ άλλου αυτοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Αυτοί μας πολεμούν. Ο πατέρας σου κι ο αδερφός σου.
ΑΛΕΞ:  Όλοι οι πόλεμοι έχουν και προσωπικό χαρακτήρα. Κάποιος φταίει για κάτι. Κάποιος έκλεψε κάτι… Ο Πάρις την Ελένη… ναι, μη σου φαίνεται αστείο. Δεν είναι μόνο το χρυσό, ο πλούτος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν διαφωνώ μαζί σου. Μάλιστα έχω να προσθέσω σ΄αυτό κι ένα άλλο: την έμφυτη βία. Είδες ποτέ ένα παιδάκι που δεν μιλάει ακόμα, πώς χαστουκίζει κάποιο άλλο;
ΑΛΕΞ: Έχεις δίκιο δάσκαλε, το έχω δει. Η έμφυτη βία. Αλλά τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι τώρα… δεν το αποφάσισες…
ΑΛΕΞ: Δεν είναι τόσο εύκολο…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σίγουρα.
ΑΛΕΞ: Τη μια σκέφτομαι έτσι, την άλλη αλλιώς κι αυτό με σκοτώνει. Ο πατέρας , μου έστειλε μήνυμα να γυρίσω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και λοιπόν; Το ίδιο δεν είναι; Αν πας απέναντι δεν θα πολεμήσεις ενάντια στη γυναίκα σου, τ αδέρφια της και το παιδί σου;
ΑΛΕΞ: Φτάνει δάσκαλε, φτάνει. Δεν έχω ανάγκη τις προσπάθειές σου για να πειστώ. Όπως σου είπα πριν θα πάω με τους κατατρεγμένους. Ενάντια στον πατέρα μου και το αίμα μου.
Τίποτα. Κενό.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Ίδιο σκηνικό. Στην καρέκλα καθισμένη η Ελμίνα, κρατάει στην αγκαλιά το μωρό της και μια κλαίει, μια γελάει. Το νανουρίζει, το φιλάει μια σηκώνεται, μια κάθεται.
ΕΛΜΙΝΑ: Νάνι νάνι το μωρό μου νάνι… (σηκώνεται κοιτάζει ανήσυχη προς την πόρτα) Που είναι τώρα ο πατέρας σου… γιατί αργεί… τώρα που τον έχουμε τόσο ανάγκη. Λείπει… νάνι-νάνι…
ΑΛΕΞ: (απ’ την πόρτα προτού μπει) Ελμίνα! Για το θεό τι έγινε;
Ορμάει και τους αγκαλιάζει. Παίρνει στα χέρια του το παιδί, το σηκώνει ψηλά. Η Ελμίνα πέφτει στην καρέκλα και τον κοιτάζει.
ΑΛΕΞ: Αγόρι μου! Τι πήγαν να σου κάνουν οι άνανδροι ε; τι πήγαν να σου κάνουν… αλλά τώρα μη φοβάσαι τίποτα, είναι ο πατέρας σου εδώ.
ΕΛΜΙΝΑ: Για πόσο όμως Άλεξ;
Ο Άλεξ αφήνει το παιδί. Την κοιτάζει αποσβολωμένος.
ΑΛΕΞ: Μίλησες!!! Μιλάς; (τρέχει κοντά της, την αγκαλιάζει) Δεν το πιστεύω… μου φαίνεται απίστευτο… ω θεέ μου! Πες μου τι έγινε…
Κάθονται στο τραπέζι.
ΕΛΜΙΝΑ: Μίλησα Άλεξ. Πήρα  λαχτάρα και τέτοιον φόβο που μου ξαναγύρισε η λαλιά.
ΑΛΕΞ: Πώς έγινε, πες μου, θέλω να μάθω.
ΕΛΜΙΝΑ: Θα σου πω. Ήμουνα έξω στην αυλή και είχα αφήσει το μωρό να παίζει εδώ. Κάποια στιγμή, είδα μια σκιά να περνάει στο παράθυρο. Έτρεξα αμέσως με όλη μου τη δύναμη και ήρθα. Ήταν ένας μασκοφόρος κι έσκυβε να πάρει το παιδί. Όρμησα πάνω φωνάζοντας ‘’μη!  μη πειράξεις το παιδί’’. Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή. Ήρθαμε στα χέρια να τραβάμε το μωρό !(κλαίει). Αυτός από δω κι εγώ από κει. Τον κλώτσησα, τον χτύπησα, τον δάγκωσα. Έγινε πάλη. Κάποια στιγμή, πήρα το παιδί κι έτρεξα έξω.
ΑΛΕΞ: Αυτός έφυγε;
ΕΛΜΙΝΑ: (αποκαμωμένη) Ναι, έφυγε. Όπως θα φύγεις κι εσύ.
ΑΛΕΞ: (σηκώνεται) Πρέπει.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ξέρω. Δεν σε κακιώνω, αλλά σπαράζω. Σπαράζω και φοβάμαι για σένα και για μας. Τι θ’ απογίνουμε Άλεξ;
ΑΛΕΞ: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς Ελμίνα! Αλοίμονο! Εγώ δεν φοβάμαι για τον εαυτό μου, θα γυρίσω να σαι σίγουρη…
ΕΛΜΙΝΑ: Ο πόλεμος δεν έχει σιγουριά Άλεξ… Άλεξ, φοβάμαι… Φοβάμαι πολύ… γιατί να γίνονται όλα αυτά…
ΑΛΕΞ: (την αγκαλιάζει) Μου ραγίζεις την καρδιά γυναίκα… Ξέρεις πόσο σας αγαπώ… αλλά, η αγάπη του άντρα για την τιμή και την προστασία της πατρίδας και των ιερών, πρέπει να είναι πιο δυνατή! Πρέπει ν’ αντέξουμε, Ελμίνα!
ΕΛΜΙΝΑ: (αδύναμα) Θ’ αντέξουμε;
Χωρίζουν και ξαναγκαλιάζονται.
ΑΛΕΞ: Θ’ αντέξουμε γυναίκα.
Χωρίς ίχνος επιείκειας τα φώτα βουλιάζουν.

 

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 8

 


ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα φως της ημέρας.
Ησυχία.
Ξαφνικά ορμάει μέσα ο Άλεξ. Είναι νέος στην ακμή του, δυνατός και ωραίος, ντυμένος με στρατιωτικές φόρμες. Κρατάει ναι κυνηγητική καραμπίνα. Πίσω του, ακολουθεί ο αδερφός του ο Τζωρτζ. Λίγο μικρότερος. Ίδια ντυμένος αυτός και κρατάει επίσης καραμπίνα. Είναι πιο λεπτοκαμωμένος μάλλον ψηλός και ισχνός. Η Ελμίνα στριμωγμένη στο βάθος, κρύβεται στα δέρματα.
ΑΛΕΞ: Δεν μπορεί! Εδώ μέσα χώθηκε. (στον Τζωρτζ) Την είδες κι εσύ;
ΤΖΩΡΤΖ: (αποκαμωμένος, σταματάει να ψάχνει). Μας ξέφυγε, είναι πονηρές οι αλεπούδες.
ΑΛΕΞ: Ποιες αλεπούδες… (συνεχίζει να ψάχνει)… κάπου εδώ θα κρύφτηκε.
Ξαφνικά την ανακαλύπτει και στρέφει το όπλο κατά πάνω της. Τα μάτια τους συναντιούνται, κοιτάζονται. Ύστερα εκείνη τρέμοντας σηκώνεται στη γωνιά.
ΑΛΕΞ: Εεε!!
ΤΖΩΡΤΖ: Τι είναι; ( στρέφει και βλέπει) Αυτή είναι άλλου είδους αλεπού αδερφέ μου.
Πάει κοντά της το όπλο του (σχεδόν ακουμπάει στο πρόσωπό της)
ΤΖΩΡΤΖ: (αινιγματικά) Ποια είσαι;
ΑΛΕΞ: (του γυρνάει την κάνη απ’ το πρόσωπό της) Ηρέμησε Τζωρτζ, δεν βλέπεις που τρέμει;
ΤΖΩΡΤΖ: (σκεπτικά) Δε μ΄αρέσει καθόλου.
ΑΛΕΞ: (με υπονοούμενο χαμόγελο) Δε νομίζω να λες την αλήθεια… αλλά για στάσου… (σοβαρεύεται, κατεβάζει το όπλο) Πες μας λοιπόν, ποια είσαι. (παύση). Δε μιλάς; Τι γίνεται; (στον Τζωρτζ)
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν κατάλαβες;
ΑΛΕΞ: Εσύ κατάλαβες;

ΤΖΩΡΤΖ: Είναι μουγκή, είναι ένα ζώο…
ΑΛΕΞ: (έκπληκτος) Λες;
ΤΖΩΡΤΖ: (στυφά) Λέω. Καλύτερα να φύγουμε. (υστερόβουλα)
ΑΛΕΞ: (πιο έκπληκτος) Είσαι σοβαρός; Τι είναι αυτά που λες. Δεν το περίμενα από σένα.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι. Καλύτερα να φύγουμε. Δεν τη βλέπεις; (την κοιτάζει) θα μας βάλει σε μπελάδες.
ΑΛΕΞ: Θα την πάρω μαζί μου! (αποφασιστικά)
ΤΖΩΡΤΖ: Πού; (παύση) Και θα ρθει;
ΑΛΕΞ: (Σαν να μην τον άκουσε, πάει κοντά στην Ελμίνα. Έχει αρχίσει να μαγνητίζεται από την αγριάδα και την ομορφιά της. Της χαμογελάει.) Άκουσέ με σε παρακαλώ. (Κάνει να της αγγίξει το χέρι, εκείνη τραβιέται, όχι τόσο φοβισμένη όσο στην αρχή!)
ΤΖΩΡΤΖ: (ανυπόμονα) Χάνεις τον καιρό σου! Δεν βλέπεις πως είναι ένα ζώο;
Η Ελμίνα κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
ΑΛΕΞ: (με χαρά) Να, το είδα! Κούνησες αρνητικά το κεφάλι σου! (στον Τζωρτζ) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της!
ΤΖΩΡΤΖ: (ειρωνικό χαμόγελο) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Πάμε να φύγουμε σου λέω… μη κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της (γελάει)
ΑΛΕΞ: (νευριάζει) Πάντα κυνικός ήσουνα! Δεν μπορώ να σε καταλάβω Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Μη με καταλαβαίνεις Άλεξ!
ΑΛΕΞ: Πώς θα την αφήσουμε εδώ; Ένας άνθρωπος είναι και πρέπει να τον βοηθήσουμε.
ΤΖΩΡΤΖ: Μόνο γι αυτό;
ΑΛΕΞ: (τον εξετάζει) Τι υπονοείς;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρω. Εσύ πάντα του κεφαλιού σου έκανες. Με άκουσες ποτέ, για να μ’ ακούσεις τώρα; Κάνε ότι καταλαβαίνεις κι αν μπορείς.
ΑΛΕΞ: Απορώ που δεν θέλεις να βοηθήσεις…
ΤΖΩΡΤΖ: (τον κόβει) Σου είπα θα μας βάλει σε μπελάδες. Θα το δεις!
ΑΛΕΞ: (με πείσμα) Εγώ θα την πάρω μαζί μου ότι κι αν γίνει. (στην Ελμίνα) Θα έρθεις μαζί μου; Πες μου θα ρθεις; Έλα… θα σε κάνω βασίλισσα!
Η Ελμίνα δείχνει με νοήματα πως είναι βασίλισσα του δάσους, έχει ξεθαρρέψει. ΑΛΕΞ… εννοώ πραγματική βασίλισσα. Δεν το πιστεύεις αλλά είμαστε γιοι βασιλιά. Ο πατέρας μου είναι άρχοντας τούτης της χώρας! Να φόρεσε τούτο το δαχτυλίδι.
Προσπαθεί να της περάσει το δαχτυλίδι που έχει βγάλει απ’ το δάχτυλό του, στο δικό της, εκείνη ξαφνιάζεται, αναποφάσιστη αλλά δεν αρνείται.
ΤΖΩΡΤΖ: (έκπληκτος) Τι κάνεις εκεί; Της χάρισες το δαχτυλίδι της μητέρας; Αυτό, που όμοιό του έχει χαρίσει μόνο κα σε μένα; (τον κοιτάζει εχθρικά) Εγώ φεύγω! (έχει φθάσει ήδη στην έξοδο)
ΑΛΕΞ: (στην Ελμίνα) Έλα πάμε κι εμείς. (της δίνει το χέρι)
Η Ελμίνα διστακτικά, αποσβολωμένη τον ακολουθεί.
Τα φώτα σβήνουν. Το κοινό χαλαρώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Μπροστά στο παλάτι.
Ο Άλεξ και η Ελμίνα πιασμένοι αντικριστά απ’ τα χέρια, ακούνητοι σαν αγάλματα του Ροντέν.
Στην άλλη πλευρά, ο άρχοντας με τον Τζώρτζ σαν απομίμηση Εγγονοπουλικού καμβά μοιάζουν να συνομιλούν αλλά και όχι. Ξαφνικά ο Άλεξ αφήνει την Ελμίνα και έρχεται προς το μέρος τους. Η Ελμίνα στέκεται με σταυρωμένα χέρια.
ΑΛΕΞ: Ώστε έτσι!
ΤΖΩΡΤΖ: Ας τον να φύγει πατέρα!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (μ επιβολή) Μη μιλάς εσύ! (γυρνάει στον Άλεξ) Όταν ένας γιος και μάλιστα ο πρωτότοκος παρατάει τον πατέρα του και την οικογένειά του για χάρη μιας γυναίκας είναι αχάριστος!
ΑΛΕΞ: (ήρεμα) Μην λες τέτοια λόγια πατέρα. Σας αγαπώ και σας σέβομαι. Δεν μπορώ όμως να κάνω διαφορετικά αφού δεν συμφωνείτε με αυτό το γάμο.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (τον κόβει) Να συμφωνήσω να πάρεις μια μουγκή; Ένα ζώο του δάσους; Ε, όχι αυτό είναι απαράδεκτο! (η Ελμίνα φεύγει)
ΑΛΕΞ: (ανεβάζει τον τόνο) Δεν είναι μουγκή, κάποτε θα μιλήσει και έχει όνομα: την λένε Ελμίνα!
ΤΖΩΡΤΖ: (σιβυλλικά) Σου το έγραψε στον τοίχο;
ΑΛΕΞ: Έγινες ανόητος Τζωρτζ;
ΤΖΩΡΤΖ: (κάνει να του ορμήσει) Θα…
Ο άρχοντας μπαίνει στη μέση.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (στον Τζωρτζ) Δεν σου είπα να μη μιλάς; Πρέπει να σέβεσαι τον μεγαλύτερο αδερφό σου! Όσο φια σένα Άλεξ αφού έτσι αποφάσισες, φύγε! Φύγε, αλλά κάποτε θα μετανιώσεις οικτρά γι’ αυτό που κάνεις!
ΑΛΕΞ: Δεν θέλω μαθήματα πατέρα, ούτε μετάνοιες. Ξέρω τι θέλω και τι ζητάω.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Ξέρεις εσύ τι ζητάς; Παντρολογιέσαι νε μια μουγκή ενώ οι εχθροί μας περικυκλώνουν;
ΑΛΕΞ: Δεν μας περικυκλώνει κανένας εχθρός. Εσείς θέλετε να κάνετε έναν άδικο πόλεμο εναντίον της γείτονας χώρας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Λες τον πατέρα σου άδικο;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρει τι λέει, τα έχει χάσει απ’ τον έρωτα!!
ΑΛΕΞ: (καγχάζει) Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μα αυτοί λεηλατούν τα σύνορά μας…
ΑΛΕΞ: Δεν υπάρχουν σύνορα.
ΤΖΩΡΤΖ: Αρπάζουν τις γυναίκες μας. Φτιάχνουν καινούρια όπλα.
ΑΛΕΞ: Τα περισσότερα όπλα τα έχουμε εμείς. Εμείς είμαστε η δυνατή χώρα. Η πιο δυνατή του κόσμου. Γιατί να πολεμήσουμε; Υπάρχουν άλλοι τρόποι να λύσουμε τα προβλήματά μας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις! Όταν όμως έρθεις στη θέση μου, να κυβερνήσεις αυτή τη χώρα, θα δεις πως τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Τότε μόνο θα καταλάβεις πως η μόνη λύση είναι ο πόλεμος και όχι οι παντρειές!
ΑΛΕΞ: Ξέρω ότι δεν σας πείθω. Ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον τρόπο. Γι αυτό φεύγω. Φεύγω και σας αφήνω στην ευτυχία σας. Ο πόλεμος είναι η ευτυχία σας και θα έρθει. Θα έρθει αδυσώπητος, χειρότερος από ποτέ, γιατί το θέλετε εσείς. Με τις πλεκτάνες όμως δε θα κερδίσετε. Βλέπετε οι μικροί, σηκώνουν ξανά το κεφάλι κάθε εκατονταετία. Αυτή τη φορά δεν είναι ο Σπάρτακος ούτε ο Σαλαντίν. Είναι οι μυριάδες καταπιεσμένοι που δεν έχουν όνομα. Κι όταν αυτοί σηκώνουν το μαχαίρι η οργή τους δεν σταματάει πουθενά.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μήπως παρανόησες;
ΤΖΩΡΤΖ: Τα ‘χει χαμένα… Θυμήθηκε τώρα τον Σπάρτακο και τον Σαλαντίν…
ΑΛΕΞ: (πάει προς την έξοδο) Πείτε ό,τι θέλετε. Εγώ παίρνω την Ελμίνα και φεύγω.
Γεια σας. (κάνει υπόκλιση και με σταθερά βήματα φεύγει) Οι άλλοι δύο κοιτάζονται αμήχανα.
Τα φώτα σβήνουν.

 

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ [4]

  Οι μπάτσοι δεν ήταν πια κουρεμένοι κι ούτε ξεχώριζαν από το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του. Άλλωστε ο ίδιος ούτε είχε διανοηθε...