Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ! ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ! ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ.

 


 

Ο ταχυδρόμος ερχόταν Χειμώνες- Καλοκαίρια στο Άγριο καβάλα σε ένα ψωραλέο άλογο, σαν τον Ροτσινάλντι του Δον Κιχώτη,  κόκκινο, με μικρό κεφάλι, και ο ίδιος έμοιαζε σαν τον Δον Κιχώτη, το δενε έξω από το καφενείο, και φώναζε από το μεγάφωνο, Ταχυδρόμος! Ταχυδρόμος! Κι έτρεχαν τότε οι νοικοκυρές να παραλάβουν τα γράμματα, τις επιταγές, και τις ειδοποιήσεις για δέματα που θα παραλάμβαναν από την κωμόπολη, αυτά δεν μπορούσε να τα κουβαλάει ο ταχυδρόμος Δήμος, ναι Δήμο τον έλεγαν και μια φορά τον ρώτησα πως δε φοβάται στις ερημιές να κουβαλάει τόσο χρήμα και πως ακόμα δεν τον είχαν ληστέψει και απόρεσε, με κοίταξε όπως με κοίταξε, μου χάιδεψε το κεφάλι, με αγαπούσε.

Είναι το χρήμα και η αγάπη μαζί
Κανένας δεν κλέβει τον κόπο των φτωχών
Ω! ναι κανένας, γιατί οι φτωχοί είναι τίμιοι.
Οι φτωχοί είναι τίμιοι.
Τότε έφεραν και το τηλέφωνο,  στο Άγριο, τοποθέτησαν μια συσκευή στο καφενείο κι όποιον καλούσαν τον φώναζε από το μεγάφωνο ο Βασίλης Πλιάτσικας.
-Ο Σπύρο Νωριάδης στο τηλέφωνο! ο Σπύρο-Νωριάδης στο τηλέφωνο!
Αυτός ήταν εφ όρου ζωής γραμματέας, δημόσιος υπάλληλος, είχε κόψει τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του παίζοντας με μια ξεχασμένη χειροβομβίδα., μιλούσε τσαλαπατημένη καθαρεύουσα, έχομεν χρέος προς τους συμπολίτας μας, έλεγε, να αλληλοβοηθούμαστε, πρέπον να πάμε απαξάπαντες εις την προσωπικήν εργασίαν, να επιδιορθώσουμε την ατραπόν, οι αγράμματοι έτριβαν τα μάτια τους, θαύμαζαν την γλωσσομάθεια του, εγώ χαμογελούσα, δεν τον περιέπαιζα, ούτε τον διόρθωνα για τις κοτσάνες του και έτρεχα κι εγώ στην προσωπική εργασία, ένα άτομο από κάθε σπίτι έπρεπε να προσφέρει όποτε υπήρχε ανάγκη και θυμάμαι την πρώτη φορά που βοήθησα να πλατύνουμε το δρόμο από τη δημοσιά μέχρι την πλατεία, νιώθοντας περήφανος που εκπροσωπούσα την οικογένεια μου, μπράβο παιδί μου, είπε και η μητέρα, έτσι να κάνεις, οι φτωχοί είναι τίμιοι, αλλά τα λεφτά χρειάζονται, δεν είδες τον Τηλέμαχο που αγόρασε και κούρσα; Και ναι, είχε φέρει μια κούρσα ο Τηλέμαχος Καραδήμος που την μετέτρεψε σε ταξί, πανέξυπνος, ρουφιανοκλέφτης, φραγκοσφαγέας, έβγαζε από παντού λίρες, αργότερα θα γινόταν και παπάς αλλά είχαμε πλέον και ταξί στο Άγριο, τι άλλο θέλαμε; Ερχόταν που και που, τα Καλοκαίρια  και υπαίθριος κινηματογράφος στην πλατεία, έστηναν ένα πανί για οθόνη και τη μηχανή να προβάλλει συνήθως επίκαιρα, ασπρόμαυρες κινούμενες εικόνες, που προέβαλαν την χούντα των συνταγματαρχών που κυβερνούσαν την Ελλάδα, ο Παπαδόπουλος, ο Πατακός και οι άλλοι.
-Εσύ με ποιους είσαι; Ρώτησα μια μέρα τον χαζο-Βαγγελη που ετοιμαζόταν να παντρευτεί με τη Σόφω.
-Εγώ; Με τη Σόφω! Μου απάντησε.
-Όχι, λέω για τη χούντα…
-Δεν την ξέρω, ποιος θα την παντρευτεί αυτή; Γούρλωσε τα ματάκια του.
Τον κοίταζα με λύπη, ήξερα κι ένα θανάσιμο μυστικό, είχα δει ένα σούρουπο τον  Φίλιππα Νωριάδη, τον αδερφό του γραμματέα, που είχε ανοίξει το καινούργιο ελαιοτριβείο, μέσα εκεί να ξεπαρθενεύει τη Σόφω, που έκλαιγε, μέσα εκεί ανάμεσα από σακιά και μηχανές που μετέτρεπαν τις ελιές σε λάδι και θυμόμουν που είχα ακούσει πως τον είχε μεγάλον, το κρυφόλεγαν οι γυναίκες στα κουτσομπολιά τους και οι άντρες όταν περηφανεύονταν για τον τέτοιο τους κι ερχόταν στο νου μου ένα μεγάλο πουλί, το δικό μου δεν είχε μεγαλώσει ακόμα και φοβόμουν για την κακομοίρα τη Σόφω, μια κακομούτσουνη, βρώμικη δεκαεφτάχρονη, εγγονιά της μάγισσας.
Δεν είπα τίποτε στον χαζό-Βαγγέλη, τι να του έλεγα, ας παντρευόταν την Σόφω, ας έκαναν παιδιά κι ας την πηδούσε και ο λαδέμπορας δεν έτρεχε τίποτε, η ζωή έτρεχε και κάθε γάμος στο Άγριο ήταν σημαντικό γεγονός, αφού μαζεύονταν όλο το χωριό για να ευχηθεί, να προσφέρει δώρα, να γλεντήσει με τους κλαριτζήδες και τα ντέφια που ηχούσαν τρεις μέρες σε βουνά και καταράχια με τη φωνή του αοιδού!
Σήμερα γάμος γίνεται
σήμερα πανηγύρι.
Παντρεύουνε την κοπελιά
της παίρνουνε τη γύρι.
Ο χαζό- Βαγγέλης είχε φορέσει ή του είχαν φορέσει το κουστούμι που έπλεε μέσα του, στραβοκανής, λεπτεπίλεπτος, τα ματάκια του λαμπίριζαν, τα μεγάλα αφτιά του πεταγόντουσαν πέρα, μύσταξ περιποιημένος, γελούσαν όλοι, μόνο η γριά μάγισσα έκλαιγε σε μιαν άκρη, η Σόφω ντυμένη νύφη έσερνε το χορό του Ησαΐα, έσερνε το χορό του θανάτου που κυβερνούσε τα σωθικά της, χόρευε νύφη, μέχρι τα μεσάνυχτα που έσκισε το νυφικό, φόρεσε ένα κατακόκκινο φόρεμα και τράβηξε πέρα για τις κωμοπόλεις.

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από την ΣΥΜΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ανέκδοτο μυθιστόρημα μου

 

2 σχόλια:

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...