Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 6

 


 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

Στο σπίτι του παπά. Μπορεί να είναι το ίδιο με το προηγούμενο σκηνικό με κάποιες παραλλαγές. Το φως είναι άπλετο. Στη μία άκρη ο παπάς με γυρισμένες τις πλάτες στον Έντι που βρίσκεται στο κέντρο.

ΠΑΠΑΣ: ‘Ώστε έχεις πως σε γελάω καλό μου παιδί…

ΕΝΤΙ: (τον κόβει) Μη με λες παιδί. Και γύρισε το πρόσωπό σου να σε βλέπω.

ΠΑΠΑΣ: (χωρίς να γυρίσει) Το βλέπω… μεγάλωσες. Ίδιος ο πατέρας σου είσαι. Αψύς. Πες μου λοιπόν γιατί δεν με πιστεύεις; (γυρίζει) Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, δεν πιστεύεις όλους αυτούς! (δείχνει το κοινό) Όλοι τούτοι είναι μάρτυρές μου. Δεν βλέπεις τα μάτια τους πως γυαλίζουν; …

ΕΝΤΙ: (με πόνο) Το βλέπω παπά. Το είδα, το συνάντησα και στο δρόμο. Είδα τη σιχασιά στα μούτρα τους για το πρόσωπό μου και την οικογένειά μου…

ΠΑΠΑΣ: Αμ τότε;

ΕΝΤΙ: (με θυμό) Τούτο όμως μου φαίνεται έργο δικό σου! Δεν ξέρω τι έτρεξε αλλά αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που αναγκαστήκαμε να σε εμπιστευτούμε. Γι αυτό σου λέω τούτο: είμαι βέβαιος πως όλα είναι έργο δικό σου!

ΠΑΠΑΣ: Χάνεις τα λόγια σου προσπαθώντας να με κατηγορήσεις. Αλλού πρέπει να κοιτάς. (παύση). Να πάρεις τη δαιμονισμένη όσο πιο γρήγορα γίνεται από εδώ. Πάρτη στην άλλη χώρα, όσο πιο μακριά γίνεται. Αυτό θα σε συμβούλευα…

ΕΝΤΙ: (μέσα απ’ τα δόντια του) Ξέρω τις συμβουλές σου άτιμε.

ΠΑΠΑΣ: (σαν να μην άκουσε) Έτσι θα γλιτώσεις το αίμα σου. Δεν έχετε άλλο λόγο σ’ αυτή τη χώρα εσύ και η οικογένειά σου!

ΕΝΤΙ: (κάνει να του χιμήξει) Πρόσεξε τα λόγια σου παπά!

ΠΑΠΑΣ: (κι αυτός πάει να του ορμήσει).  Με φοβερίζεις;

Σχεδόν έρχονται στα χέρια, αλληλοαπωθούνται.

ΠΑΠΑΣ: Πάρτη και φύγε από εδώ!
Ησυχία. Τα φώτα αναβοσβήνουν στα πρόσωπα τους.

Ξαφνικά μπαίνει ορμητικά η Ελμίνα. Στέκεται ανάμεσά τους και πιο κοντά στον αδερφό της. Τον αναγνωρίζει και τα δύο αδέρφια σφιχταγκαλιάζονται. Έπειτα χωρίζουν.

ΕΛΜΙΝΑ: Έντι!

ΕΝΤΙ: Αδερφούλα μου!

ΕΛΜΙΝΑ: Πάμε να φύγουμε από εδώ, πάμε. (ρίχνει ένα βλέμμα λύπης στον παπά) Πάμε να φύγουμε από δω Έντι. Τόσα χρόνια περίμενα, γιατί άργησες; …

ΕΝΤΙ: (τη θαυμάζει που έχει γίνει πολύ όμορφη) Εσύ έγινες θεά! (παύση. Θυμάται την εντολή του πατέρα του) Ω, θεέ μου πώς γίνεται τώρα αυτό;

ΕΛΜΙΝΑ: (απορημένη) Ποιο είναι αυτό Έντι; Τι θέλεις να κάνεις που δεν γίνεται;

ΕΝΤΙ: (συνέρχεται) Πάμε Ελμίνα, πάμε. Όσο για σένα… (σφίγγει τα δόντια στον παπά που τόση ώρα έχει γυρισμένη την πλάτη)

ΕΛΜΙΝΑ: Ας τον Έντι. Υπάρχει δίκην οφθαλμός.

ΕΝΤΙ: Έχεις δίκιο Ελμίνα, πάμε. Όσο πιο γρήγορα φύγουμε, τόσο καλύτερα, να φύγουμε απ’ αυτόν τον αέρα.

Φεύγουν. Ο παπάς γυρίζει προς το κοινό.

ΠΑΠΑΣ: Έφυγαν οι αναθεματισμένοι! Γλίτωσα μια για πάντα από δαύτους.

(βηματίζει) Τούτος ο μικρός έγινε διάβολος. Το έχει το σόι φαίνεται. (παύση) Τι θα την κάνει άραγε: Αλλά τι με νοιάζει, εγώ γλίτωσα. Άσε τους άλλους να καίγονται όπως κάηκα κι εγώ.

Με σίγουρα βήματα βγαίνει. Τα φώτα χαμηλώνουν.

 συνεχίζεται

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Καλύβα σαραβαλιασμένη στο δάσος. Μερικές πέτρες, άχυρα σκόρπα, ξύλα και στάχτες. Αποκαΐδια μιας άλλης εποχής.

Φτάνει ο Έντι κατάκοπος, αναμαλλιασμένος, ρακένδυτος. Ακολουθεί η Ελμίνα στην ίδια κατάσταση.

ΕΛΜΙΝΑ: (λαχανιασμένη) Γιατί σταματήσαμε εδώ Έντι;

ΕΝΤΙ: (κάθεται σε μια πέτρα, εξετάζει τον χώρο) Να ξεκουραστούμε, κάθισε.

ΕΛΜΙΝΑ: (μοιάζει τρομαγμένη) Κάτι με φοβίζει αδερφέ μου! Κάτι με φοβίζει στο βλέμμα σου.

ΕΝΤΙ: (την καθησυχάζει) Τι λες Ελμίνα; Τι έχει το βλέμμα μου; Ξεκουράσου σε παρακαλώ γιατί έχουμε πολύ δρόμο.

ΕΛΜΙΝΑ: Πολύ δρόμο… Είναι τόσο μακριά η χώρα μας; Θέλω να πω η άλλη χώρα. (παύση) Τώρα εμείς είμαστε χωρίς πατρίδα…

ΕΝΤΙ: Χωρίς πατρίδα… κανείς δεν έχει πατρίδα αλλά να έλλειπε μόνο αυτή…  όμως κάθισε σε παρακαλώ. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση μετά από όλα αυτά!

ΕΛΜΙΝΑ: (κάθεται χάμω αγκαλιαστά μ’ έναν κορμό απορημένη) Δηλαδή θα κοιμηθούμε; Πόσο θα μείνουμε εδώ; που θα πάμε μετά; Φοβάμαι Έντι! Πες μου…

ΕΝΤΙ: Τώρα ξεφύγαμε απ’ τον κίνδυνο. Είμαστε κοντά στα σύνορα, μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ. Γι αυτό κοιμήσου εσύ… Μπορεί κι εμένα να με πάρει για λίγο αλλά θέλω να ‘χω το νου μου. Στην ερημιά είμαστε.

Η Ελμίνα κλείνει τα μάτια. Γρήγορα, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη καθώς είναι, την παίρνει ο ύπνος.

Ο Έντι σηκώνεται με προσοχή και σιγανά πάει αντίθετα στην άκρη της καλύβας. Πιάνει το κεφάλι του με οδύνη, ξαπλώνει μπρούμυτα και κλαίει. Κάποια στιγμή σηκώνεται. Σκουπίζει τα δάκρυα και πηγαίνει κοντά στην Ελμίνα που κοιμάται ήσυχα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. Εκείνη αναδεύει λίγο. Ο Έντι οπισθοχωρεί ταραγμένος. Ύστερα γυρίζει και με αργά βήματα βγαίνει απ’ την καλύβα.

Τα φώτα χαμηλώνουν. Σβήνουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...