Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 8

 


ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα φως της ημέρας.
Ησυχία.
Ξαφνικά ορμάει μέσα ο Άλεξ. Είναι νέος στην ακμή του, δυνατός και ωραίος, ντυμένος με στρατιωτικές φόρμες. Κρατάει ναι κυνηγητική καραμπίνα. Πίσω του, ακολουθεί ο αδερφός του ο Τζωρτζ. Λίγο μικρότερος. Ίδια ντυμένος αυτός και κρατάει επίσης καραμπίνα. Είναι πιο λεπτοκαμωμένος μάλλον ψηλός και ισχνός. Η Ελμίνα στριμωγμένη στο βάθος, κρύβεται στα δέρματα.
ΑΛΕΞ: Δεν μπορεί! Εδώ μέσα χώθηκε. (στον Τζωρτζ) Την είδες κι εσύ;
ΤΖΩΡΤΖ: (αποκαμωμένος, σταματάει να ψάχνει). Μας ξέφυγε, είναι πονηρές οι αλεπούδες.
ΑΛΕΞ: Ποιες αλεπούδες… (συνεχίζει να ψάχνει)… κάπου εδώ θα κρύφτηκε.
Ξαφνικά την ανακαλύπτει και στρέφει το όπλο κατά πάνω της. Τα μάτια τους συναντιούνται, κοιτάζονται. Ύστερα εκείνη τρέμοντας σηκώνεται στη γωνιά.
ΑΛΕΞ: Εεε!!
ΤΖΩΡΤΖ: Τι είναι; ( στρέφει και βλέπει) Αυτή είναι άλλου είδους αλεπού αδερφέ μου.
Πάει κοντά της το όπλο του (σχεδόν ακουμπάει στο πρόσωπό της)
ΤΖΩΡΤΖ: (αινιγματικά) Ποια είσαι;
ΑΛΕΞ: (του γυρνάει την κάνη απ’ το πρόσωπό της) Ηρέμησε Τζωρτζ, δεν βλέπεις που τρέμει;
ΤΖΩΡΤΖ: (σκεπτικά) Δε μ΄αρέσει καθόλου.
ΑΛΕΞ: (με υπονοούμενο χαμόγελο) Δε νομίζω να λες την αλήθεια… αλλά για στάσου… (σοβαρεύεται, κατεβάζει το όπλο) Πες μας λοιπόν, ποια είσαι. (παύση). Δε μιλάς; Τι γίνεται; (στον Τζωρτζ)
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν κατάλαβες;
ΑΛΕΞ: Εσύ κατάλαβες;

ΤΖΩΡΤΖ: Είναι μουγκή, είναι ένα ζώο…
ΑΛΕΞ: (έκπληκτος) Λες;
ΤΖΩΡΤΖ: (στυφά) Λέω. Καλύτερα να φύγουμε. (υστερόβουλα)
ΑΛΕΞ: (πιο έκπληκτος) Είσαι σοβαρός; Τι είναι αυτά που λες. Δεν το περίμενα από σένα.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι. Καλύτερα να φύγουμε. Δεν τη βλέπεις; (την κοιτάζει) θα μας βάλει σε μπελάδες.
ΑΛΕΞ: Θα την πάρω μαζί μου! (αποφασιστικά)
ΤΖΩΡΤΖ: Πού; (παύση) Και θα ρθει;
ΑΛΕΞ: (Σαν να μην τον άκουσε, πάει κοντά στην Ελμίνα. Έχει αρχίσει να μαγνητίζεται από την αγριάδα και την ομορφιά της. Της χαμογελάει.) Άκουσέ με σε παρακαλώ. (Κάνει να της αγγίξει το χέρι, εκείνη τραβιέται, όχι τόσο φοβισμένη όσο στην αρχή!)
ΤΖΩΡΤΖ: (ανυπόμονα) Χάνεις τον καιρό σου! Δεν βλέπεις πως είναι ένα ζώο;
Η Ελμίνα κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
ΑΛΕΞ: (με χαρά) Να, το είδα! Κούνησες αρνητικά το κεφάλι σου! (στον Τζωρτζ) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της!
ΤΖΩΡΤΖ: (ειρωνικό χαμόγελο) Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Πάμε να φύγουμε σου λέω… μη κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της (γελάει)
ΑΛΕΞ: (νευριάζει) Πάντα κυνικός ήσουνα! Δεν μπορώ να σε καταλάβω Τζωρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Μη με καταλαβαίνεις Άλεξ!
ΑΛΕΞ: Πώς θα την αφήσουμε εδώ; Ένας άνθρωπος είναι και πρέπει να τον βοηθήσουμε.
ΤΖΩΡΤΖ: Μόνο γι αυτό;
ΑΛΕΞ: (τον εξετάζει) Τι υπονοείς;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρω. Εσύ πάντα του κεφαλιού σου έκανες. Με άκουσες ποτέ, για να μ’ ακούσεις τώρα; Κάνε ότι καταλαβαίνεις κι αν μπορείς.
ΑΛΕΞ: Απορώ που δεν θέλεις να βοηθήσεις…
ΤΖΩΡΤΖ: (τον κόβει) Σου είπα θα μας βάλει σε μπελάδες. Θα το δεις!
ΑΛΕΞ: (με πείσμα) Εγώ θα την πάρω μαζί μου ότι κι αν γίνει. (στην Ελμίνα) Θα έρθεις μαζί μου; Πες μου θα ρθεις; Έλα… θα σε κάνω βασίλισσα!
Η Ελμίνα δείχνει με νοήματα πως είναι βασίλισσα του δάσους, έχει ξεθαρρέψει. ΑΛΕΞ… εννοώ πραγματική βασίλισσα. Δεν το πιστεύεις αλλά είμαστε γιοι βασιλιά. Ο πατέρας μου είναι άρχοντας τούτης της χώρας! Να φόρεσε τούτο το δαχτυλίδι.
Προσπαθεί να της περάσει το δαχτυλίδι που έχει βγάλει απ’ το δάχτυλό του, στο δικό της, εκείνη ξαφνιάζεται, αναποφάσιστη αλλά δεν αρνείται.
ΤΖΩΡΤΖ: (έκπληκτος) Τι κάνεις εκεί; Της χάρισες το δαχτυλίδι της μητέρας; Αυτό, που όμοιό του έχει χαρίσει μόνο κα σε μένα; (τον κοιτάζει εχθρικά) Εγώ φεύγω! (έχει φθάσει ήδη στην έξοδο)
ΑΛΕΞ: (στην Ελμίνα) Έλα πάμε κι εμείς. (της δίνει το χέρι)
Η Ελμίνα διστακτικά, αποσβολωμένη τον ακολουθεί.
Τα φώτα σβήνουν. Το κοινό χαλαρώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Μπροστά στο παλάτι.
Ο Άλεξ και η Ελμίνα πιασμένοι αντικριστά απ’ τα χέρια, ακούνητοι σαν αγάλματα του Ροντέν.
Στην άλλη πλευρά, ο άρχοντας με τον Τζώρτζ σαν απομίμηση Εγγονοπουλικού καμβά μοιάζουν να συνομιλούν αλλά και όχι. Ξαφνικά ο Άλεξ αφήνει την Ελμίνα και έρχεται προς το μέρος τους. Η Ελμίνα στέκεται με σταυρωμένα χέρια.
ΑΛΕΞ: Ώστε έτσι!
ΤΖΩΡΤΖ: Ας τον να φύγει πατέρα!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (μ επιβολή) Μη μιλάς εσύ! (γυρνάει στον Άλεξ) Όταν ένας γιος και μάλιστα ο πρωτότοκος παρατάει τον πατέρα του και την οικογένειά του για χάρη μιας γυναίκας είναι αχάριστος!
ΑΛΕΞ: (ήρεμα) Μην λες τέτοια λόγια πατέρα. Σας αγαπώ και σας σέβομαι. Δεν μπορώ όμως να κάνω διαφορετικά αφού δεν συμφωνείτε με αυτό το γάμο.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (τον κόβει) Να συμφωνήσω να πάρεις μια μουγκή; Ένα ζώο του δάσους; Ε, όχι αυτό είναι απαράδεκτο! (η Ελμίνα φεύγει)
ΑΛΕΞ: (ανεβάζει τον τόνο) Δεν είναι μουγκή, κάποτε θα μιλήσει και έχει όνομα: την λένε Ελμίνα!
ΤΖΩΡΤΖ: (σιβυλλικά) Σου το έγραψε στον τοίχο;
ΑΛΕΞ: Έγινες ανόητος Τζωρτζ;
ΤΖΩΡΤΖ: (κάνει να του ορμήσει) Θα…
Ο άρχοντας μπαίνει στη μέση.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (στον Τζωρτζ) Δεν σου είπα να μη μιλάς; Πρέπει να σέβεσαι τον μεγαλύτερο αδερφό σου! Όσο φια σένα Άλεξ αφού έτσι αποφάσισες, φύγε! Φύγε, αλλά κάποτε θα μετανιώσεις οικτρά γι’ αυτό που κάνεις!
ΑΛΕΞ: Δεν θέλω μαθήματα πατέρα, ούτε μετάνοιες. Ξέρω τι θέλω και τι ζητάω.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Ξέρεις εσύ τι ζητάς; Παντρολογιέσαι νε μια μουγκή ενώ οι εχθροί μας περικυκλώνουν;
ΑΛΕΞ: Δεν μας περικυκλώνει κανένας εχθρός. Εσείς θέλετε να κάνετε έναν άδικο πόλεμο εναντίον της γείτονας χώρας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Λες τον πατέρα σου άδικο;
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν ξέρει τι λέει, τα έχει χάσει απ’ τον έρωτα!!
ΑΛΕΞ: (καγχάζει) Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μα αυτοί λεηλατούν τα σύνορά μας…
ΑΛΕΞ: Δεν υπάρχουν σύνορα.
ΤΖΩΡΤΖ: Αρπάζουν τις γυναίκες μας. Φτιάχνουν καινούρια όπλα.
ΑΛΕΞ: Τα περισσότερα όπλα τα έχουμε εμείς. Εμείς είμαστε η δυνατή χώρα. Η πιο δυνατή του κόσμου. Γιατί να πολεμήσουμε; Υπάρχουν άλλοι τρόποι να λύσουμε τα προβλήματά μας.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις! Όταν όμως έρθεις στη θέση μου, να κυβερνήσεις αυτή τη χώρα, θα δεις πως τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Τότε μόνο θα καταλάβεις πως η μόνη λύση είναι ο πόλεμος και όχι οι παντρειές!
ΑΛΕΞ: Ξέρω ότι δεν σας πείθω. Ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον τρόπο. Γι αυτό φεύγω. Φεύγω και σας αφήνω στην ευτυχία σας. Ο πόλεμος είναι η ευτυχία σας και θα έρθει. Θα έρθει αδυσώπητος, χειρότερος από ποτέ, γιατί το θέλετε εσείς. Με τις πλεκτάνες όμως δε θα κερδίσετε. Βλέπετε οι μικροί, σηκώνουν ξανά το κεφάλι κάθε εκατονταετία. Αυτή τη φορά δεν είναι ο Σπάρτακος ούτε ο Σαλαντίν. Είναι οι μυριάδες καταπιεσμένοι που δεν έχουν όνομα. Κι όταν αυτοί σηκώνουν το μαχαίρι η οργή τους δεν σταματάει πουθενά.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Μήπως παρανόησες;
ΤΖΩΡΤΖ: Τα ‘χει χαμένα… Θυμήθηκε τώρα τον Σπάρτακο και τον Σαλαντίν…
ΑΛΕΞ: (πάει προς την έξοδο) Πείτε ό,τι θέλετε. Εγώ παίρνω την Ελμίνα και φεύγω.
Γεια σας. (κάνει υπόκλιση και με σταθερά βήματα φεύγει) Οι άλλοι δύο κοιτάζονται αμήχανα.
Τα φώτα σβήνουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...