Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΏΝ

 

 


 ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ

λίγο πιο πέρα. Εκεί κάθεται ο παππούς του. Ο παππούς Σένσι. Γύρω στα ογδόντα, καλοζωισμένος, κοντοστούπης με αετίσιο μάτι, στραβό χαμόγελο, φρύδια συνεχώς κατεβασμένα. Σπάνια χαμογελάει και ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ο Σενσιβέιλ αγαπάει παθολογικά τον παππού Σένσι, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Όταν ρωτάει τον παππού για την καταγωγή του, εκείνος σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Όταν πεθάνω θα σου πω, του λέει. Δηλαδή ποτέ, αφού αυτοί οι ήρωες είναι αθάνατοι.
Ο Σενσιβέιλ φτάνει κοντά στον παππού που σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει απορημένα.
-Πάλι χάζευες στη λίμνη; Του χαμογελάει.
-Δε χάζευα παππού, σκεφτόμουν.
-Τι σκεφτόσουν; Τη Μάριον; Αυτή δεν πρόκειται να σου τη δώσει ποτέ η Αντριάνα.
-Γιατί παππού; Αυτό είναι άδικο. Όχι, δε σκεφτόμουν μόνο αυτό, επανέρχεται στο θέμα. Ο αρχηγός μου ανάθεσε καινούρια αποστολή.
Η φωνή του ακούγεται ευχάριστα. Είναι ζεστή, ανθρώπου που νοιάζεται για τους άλλους.
-Α, ενδιαφέρον;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη..
-Την Κοζάνη;
-Ναι, είναι εκεί ένας τοπικός άρχοντας από τους παλιούς Βλάχους, που καταπιέζει τους μικροκτηματίες. Έχω όλον τον φάκελο με τις ενημερώσεις στο γραφείο. Ήρθα να σε χαιρετήσω, μπορεί να λείψω πολλές μέρες, ίσως βδομάδες, η υπόθεση φαίνεται αρκετά σκοτεινή..
-Ότι και να είναι, είμαι σίγουρος πως θα την φέρεις εις πέρας. Να πας στο καλό Σενσιβέιλ.  Χαιρετιούνται σφίγγοντας  τα στιβαρά τους χέρια.
4

Ο Σενσιβέιλ περπάτησε μέχρι το σπίτι της αγαπημένης του Μάριον.  Έπρεπε να την χαιρετήσει και  να φύγει, ο χρόνος είχε αρχίσει να τον πιέζει. Έφτασε την ώρα που έλλειπε η κακιά πεθερά του, η ανελέητη Αντριάνα που ήθελε να του ρημάξει τη ζωή.
-Έλα Μάριον, πάμε να φύγουμε προτού έρθει η μάνα σου και  μας αρχίσει με το σκουπόξυλο! Της φώναξε από την εξώπορτα.
Άλλο που δεν ήθελε η χοντρούλα Μάριον, να είναι παρέα μαζί του! Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα γι αυτόν, ακόμα και να πεθάνει, τόση ήταν η αγάπη της.
-Που πάμε Σένσι;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη, άργησα κι ο αρχηγός θα φωνάζει. Έλα μαζί μου μέχρι το σπίτι, έπειτα παίρνω τα πράγματα μου και σε αφήνω ξανά εδώ.
-Πάμε!, είπε και η Μάριον.
Περπάτησαν χαρούμενοι στο δρόμο, το σπίτι του ήταν κοντά. Στα κεντρικά φανάρια έκαναν την απαιτούμενη καλή πράξη για να τους πάνε καλά τα πράγματα. Ένας οδηγός πολυτελέστατης μερσεντές αρνιόταν να αφήσει έναν φτωχάνθρωπο να του καθαρίσει τα τζάμια. Ο Σενσιβέιλ επέβαλλε την πράξη, βοηθώντας και ο ίδιος στον καθαρισμό και επιδεικνύοντας την ταυτότητα του μπάτσου, ενώ η Μάριον τον παρακολουθούσε εκστασιασμένη. Πάντα της άρεσαν αυτά που έκανε ο αιώνιος αρραβωνιαστικός της. Ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων τους ευχαρίστησε δακρυσμένος.
Οι δυο τους έφτασαν γοργά στο σπίτι, ο Σενσιβέιλ ετοίμασε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τα ντουβάρια, μπήκαν στο ετοιμοπόλεμο Σμάρτ. Γελώντας χαρούμενοι κίνησαν ξανά για το σπίτι της Μάριον.

5

Φτάνοντας κατέβηκε να αποχαιρετιστούν και την ώρα που φιλιόντουσαν κατέφτασε η Αντριάνα με το σκουπόξυλο και τον Πάρε-φύγε, τον αδέσποτο σκύλο της που κι αυτός με τη σειρά του δε χώνευε τον Σενσιβέιλ. Όλο του γαύγιζε, του ορμούσε πάνω, παρ όλα όσα κόκαλα κι αν του είχε προσφέρει ο δυστυχισμένος μπάτσος. Έτσι και τώρα, έγινε το μάλε-βράσε, τον έφεραν  πέντε στροφές γύρω από το Σμάρτ, μέχρι να προλάβει ν ανοίξει την πόρτα, να χωθεί μέσα ιδρωμένος και να πάρει το δρόμο της μοναξιάς, γυρίζοντας μόνο μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει την Μάριον που μαλλιοτραβιόταν με τη μάνα της και τον αβάσταχτο σκύλο που τον έλεγαν Πάρε-φύγε.

 

Η Κοζάνη είναι μια όμορφη πόλη, αραγμένη στους πρόποδες του Βέρμιου και της οροσειράς των Πιερίων, όπου το χειμώνα ρίχνει πολύ χιόνι, το κρύο είναι αβάσταχτο και οι άνθρωποι δύσκολα ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους τέτοιες μέρες. Είναι μια παλιά πόλη με ιστορία- υπάρχει και η νεκρόπολη από την εποχή του σιδήρου- αυτήν θα την επισκεπτόταν ο Σενσιβέιλ άμα τελείωνε την αποστολή του, οπωσδήποτε, επειδή του άρεσε η Ιστορία. Το πρώτο της όνομα ήταν Κόσδιανη, μετά έγινε Κόζιανη, μέχρι να πάρει τη σημερινή της ονομασία. Είχε χτιστεί από Ηπειρώτες άποικους και σύμφωνα με ένα σουλτανικό φιρμάνι το 1528 αριθμούσε 91 σπίτια 23 εργένηδες, 15 χήρες! Κοίτα τι μετρούσαν οι Αχμέτηδες, σκέφτηκε  πίνοντας το αγαπημένο του αναψυκτικό,- δεν έπινε ποτέ αλκοόλ κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν τον χώνευε η Αντριάνα αφού αυτή κατέβαζε το καταπέτασμα. Μετρούσαν τους εργένηδες  και τις χήρες! Για τα ορφανά ούτε κουβέντα.
Διαβάζοντας κάποια ενημερωτικά  φυλλάδια στην αρχή, έμαθε αρκετά αλλά δεν του αρκούσαν. Ύστερα, αργά το απόγευμα αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή της Αθήνας. Εκεί γνώρισε τον ευγενέστατο ευπατρίδη, γόνο παλιάς αρχοντικής οικογένειας με το όνομα Τράντας.
-Ο μεγαλύτερος ήρωας της Κοζάνης είναι  ο Χαρίσιος Τράντας, μην ακούτε τι θα σας πούνε αγαπητέ Σενσιβέιλ. Εγώ θα σας ενημερώσω για την ιστορία της πόλης, όλοι οι άλλοι θα θελήσουν να σας εξαπατήσουν
«Γιατί θα το κάνουν αυτό;» πήγε να ρωτήσει αλλά ο Αλκιβιάδης Τράντας ήταν χείμαρρος. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του μίλησε για τις επιφανείς οικογένειες Λασσάνη και Βούρκα, για τις πλατείες που ήταν αφιερωμένες στο όνομα τους, ώσπου έφτασε και στην Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη, αυτή που βρισκόταν τώρα οι δυο τους και κουβέντιαζαν.
-Υπάρχουν εδώ 38 χειρόγραφα και 315 κώδικες! Τον πληροφόρησε. Άπειροι τόμοι βιβλίων που όρεξη να έχει κάποιος να διαβάζει. Υπάρχουν ακόμα και 17 σωζόμενα πρωτότυπα της χάρτας του Ρήγα Φεραίου..
-17;..τον έκοψε κοιτάζοντας τον με υποψία ο μπάτσος Σένσιβέιλ.
-Ε, ναι, χμ… το ξέρεις ε; έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. Δεν είναι πια 17, κάποιος  αχρείος έκλεψε το πιο αξιόλογο από αυτά. Αλλά για συγνώμη, εσείς που το ξέρετε;  Έκανε σαστισμένος ο απόγονος των Τρανταίων.
Ο Σένσιβέιλ χωρίς χρονοτριβή του έδειξε το δοξασμένο σήμα των ομοσπονδιακών. Ύστερα έκλεισε το δεξί μάτι κι άρχισε να σκέφτεται τον κλέφτη της χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

7 συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...