Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ [τελευταίο]

 


 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Το ίδιο σκηνικό. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο, μόλις ανοίγουν τα φώτα, δίνουν τα χέρια σε στιγμή αποχαιρετισμού. Ο Άλεξ είναι ντυμένος με ρούχα πολέμου. Δίπλα η Ελμίνα κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό. Ο Άλεξ πηγαίνει προς το μέρος της, αγκαλιάζονται και χαιρετιούνται. Φιλάει επίσης το μωρό και με σίγουρα βήματα φεύγει.
Τα φώτα σβήνουν.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο. Ησυχία. Νέκρα. Κανείς.
Σκοτάδι.
Ανάβουν τα φώτα. Στο κέντρο της σκηνής  ο Άλεξ κρατάει στα μπράτσα του το νεκρό αδερφό του, τον Τζωρτζ. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού. Νεκρός και ζωντανός είναι μπαρουτοκαπνισμένοι απ’ τη σκόνη της μάχης.
ΑΛΕΞ: Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν φταις εσύ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΛΕΞ: Ο Τζωρτζ είναι νεκρός και πίσω απ’ αυτόν χιλιάδες. Ο Τζωρτζ είναι νεκρός. (σιωπή) Προσπάθησα να τον σώσω. Έδωσα μάχη σώμα με σώμα με εχθρούς και φίλους μα δεν τον έσωσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (πηγαινοέρχεται) Αστέρια για τους νεκρούς-αστέρια.
ΑΝΤΡΑΣ: Το πένθος ταιριάζει στους ανθρώπους, το πένθος είναι το χτύπημα της πεταλούδας. Τι απέγινε ο Έντι Μπάρεττ;
ΑΛΕΞ: Ποιος ήταν αυτός;
ΑΝΤΡΑΣ: Χμ, δεν ξέρει τον Έντι Μπάρεττ!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αστέρια για όλους τους νεκρούς του κόσμου. Κανείς δεν ξέρει, τον ‘Εντι Μπάρεττ.
ΑΛΕΞ: Ο Έντι Μπάρεττ; Ο πόλεμος… Ο θεός… Ο θεός του πολέμου… Μπορεί να είναι αυτός ο Έντι Μπάρεττ… Μπορεί κι εγώ… Όχι εγώ δεν είμαι! (φωνάζει) Δεν είμαι εγώ! Εσείς φταίτε για όλα! (δείχνει το κοινό)
ΑΝΤΡΑΣ: (σαρκαστικά) Εμείς φταίμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ρωτάει με αγωνία) Εμείς φταίμε;
ΑΛΕΞ: Όταν έπεσε η χειροβομβίδα και με πήραν τα αέρια βρέθηκα μες στο χαντάκι ανάμεσα σε νεκρούς, μισοπεθαμένους. Κομμένα χέρια, πόδια, μαλλιά… Κάπου εκεί έγινε ησυχία. Κι ήμουνα μόνος. Μόνος με τόσους νεκρούς γύρω μου.
Σηκώθηκα. (σηκώνεται) Και τότε τον είδα. Είδα τον Τζωρτζ με χυμένα άντερα κι ανοιχτά πελώρια μάτια να με κοιτάζει. Με κοίταζε; Δεν ξέρω. Γιατί οι νεκροί μένουν με ανοιχτά τα μάτια; Θέλουν να δουν ίσως λίγο ακόμα… Δεν ξέρω… Δεν έχω να πω τίποτε άλλο… τι άλλο να πω… (κλαίει)
Και με σιγανά βήματα βγαίνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ


Ο δάσκαλος  κρατάει το παιδί στα χέρια του. Στην άλλη άκρη η Ελμίνα. Κάνει μια κίνηση να το πάρει. Ο δάσκαλος τραβιέται.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ‘ξερα πως κάποτε θα γινόταν έτσι. Μόνο ο Άλεξ δεν το καταλάβαινε. Εγώ το έβλεπα στα μάτια σου. Έχω μάθει πια να διαβάζω τα μάτια των ανθρώπων. Τι θέλεις λοιπόν άχρηστε άνθρωπε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Αφού λες πως το ήξερες τότε τι ρωτάς; (παύση)
(σκληρά) Αλλά δεν το ήξερες. Η μάλλον ούτε τώρα το φαντάζεσαι.
ΕΛΜΙΝΑ: Δεν φοβάσαι που θα γυρίσει ο Άλεξ;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Απ’ τον πόλεμο δεν γυρίζει κανένας. Ιδιαίτερα οι γενναίοι. Και ο Άλεξ είναι γενναίος.
ΕΛΜΙΝΑ: Και τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (στυφά) Είπες πως δεν θα ‘ρθεις ποτέ μαζί μου. Κι εγώ είπα πως θα κάμω κομματάκια το παιδί σου αν δεν έρθεις… Λοιπόν αποφάσισες;
ΕΛΜΙΝΑ: Αποφάσισα. Είμαι πιο σκληρή απ’ ότι νομίζεις. Θα μπορούσα ν’ αποποιηθώ την σάρκα μου σα να μη συνέβαινε τίποτε αλλά επειδή πιστεύω πως η σάρκα και η ψυχή ενός ανθρώπου είναι ένα, σου λέω όχι! Χίλιες φορές όχι.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είσαι χειρότερη απ’ τη Μήδεια.
Η Ελμίνα ορμάει να του πάρει το παιδί. Εκείνος την απωθεί βίαια και τη ρίχνει κάτω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Είπες τι θα μπορούσες να κάνεις αλλά δεν σ΄αφήνει η ανόητη σκέψη του ενός, της μιας αγάπης. Του ανόητου δυτικού τρόπου σκέψης του πολιτισμένου ανθρώπου. (με ζήλια) Τόσα χρόνια σε θαύμαζα. Μπορούσα να χαλάσω τον κόσμο για να σ’ έχω. Θαύμαζα το κορμί σου, το ύψος σου, τα  ανοιχτά σου πόδια, αλλά τα χαιρόταν άλλος. Τώρα σου έκανα φανερή την αγάπη μου αλλά την απέρριψες.
Γι αυτό θα πληρώσεις.
(σκεπτικά) Θα μπορούσα βέβαια να σε σκοτώσω, αλλά δεν θα το κάνω… όχι δεν θα το κάνω. Θα σ’ αφήσω να ζεις με τη φρικτή εικόνα του σκοτωμένου σου παιδιού ανόητη! πόρνη!
Η Ελμίνα προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα καταφέρνει. Πέφτει αποκαμωμένη στο δάπεδο.
 Ο δάσκαλος φεύγει ενώ το φως χαμηλώνει.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στη μια γωνία σ’ ένα τραπέζι ο Έντι με τον πατέρα του, πίνουν κρασί. Πιο δίπλα ο παπάς μόνος κοντά στην πόρτα. Στην άλλη παρέα ο άρχοντας με τον Τζωρτζ τον γιο του και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος. Ο ταβερνιάρης πηγαινοέρχεται σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα ντυμένη άντρας. Επικρατεί σχετική οχλαγωγία. Οι περισσότεροι  είναι χαρούμενοι… ο πόλεμος έχει τελειώσει.
Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της σκηνής. Χύνει το κρασί απ’ την κανάτα, κοιτάζοντας γύρω-γύρω με ύφος σκοτεινό.
ΕΛΜΙΝΑ: Σςςςς!!!!

Ησυχία. Ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

ΕΛΜΙΝΑ: (συνωμοτικά) Θα σας πω μια ιστορία (παύση)  Μη φύγει κανείς!
(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς! Κλείστε τις πόρτες! (φυσάει αγέρας, γίνεται πανδαιμόνιο)  Οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο. Τα φώτα ολάνοιχτα. Ωστόσο πρώτος ο παπάς έχει κινηθεί προς την έξοδο. Η Ελμίνα έχει βγάλει το πιστόλι και τον πυροβολεί. Ο παπάς πέφτει νεκρός. Η Ελμίνα στρέφει το πιστόλι προς το κοινό κι ύστερα στον δάσκαλο που κινείται κι αυτός προς την έξοδο. Πέφτει κι αυτός νεκρός δίπλα στον παπά. Η Ελμίνα αφήνει τ’ αντρικά της ρούχα να πέσουν, λύνει τα μαλλιά της. Το πιστόλι πέφτει δίπλα στους νεκρούς. Τα ρούχα της όλα χάμω. Μένει εντελώς γυμνή. Κατάγυμνη.

 

ΤΕΛΟΣ



 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...