Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΡΙΟΝΊΔΙ

 

Γ. Στεφανάκης

Να ρίχνεις πριονίδι στη μπανιέρα για να μην βλέπεις το αιδοίο σου όταν κάνεις μπάνιο. Και συ να μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη να βλέπεις τ αχαμνά σου γυμνός. Χριστιανικές παραινέσεις.

Τι είναι λοιπόν, φυσικό και αξιοπρεπές στον έρωτα και τι αφύσικο και ανώμαλο;

Ένας φίλος που γύρισε απο σαφάρι στην Αφρική, μεγάλος, σοβαρός άνθρωπος, όταν τον ρώτησα τι του έκανε την μεγαλύτερη  εντύπωση, μου απάντησε: Η ελευθερία στο σεξ. Εκεί οι άνθρωποι συνουσιάζονται όπως τα ζώα. Κι έτσι γίνονται πιο απλοί, σου μιλάω για τα βάθη, εκεί που δεν έχει εισχωρήσει ο "πολιτισμός μας".

 Η καταπίεση της σεξουαλικότητας, αυξάνει ασύνειδα το μίσος, την πολεμική και την επιθετική μανία. Σε κοινωνίες με λιγότερη καταπίεση, οι ψυχικές αρρώστιες, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός, γίνεται κακός και ο γάμος σαν σεξουαλική κοινότητα γίνεται για χάρη της ηδονής του άντρα. Η γυναίκα ήταν [είναι;] σκέτο σεξουαλικό αντικείμενο. Ο χριστιανισμός απ όλες τις μεγάλες θρησκείες ήταν και είναι ο χειρότερος εχθρός της ελευθερίας του έρωτα. Αντίθετα ο Κομφουκιανισμός εκθειάζει περίτεχνα την συνουσία με αγάπη σε όλες τις στάσεις με λεπτομέρειες.

Οι άνθρωποι κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια του Χριστιανισμού, ζούσαν όλοι μαζί, σε μια μεγάλη αίθουσα. Κοιμόνταν γυμνοί, κυκλοφορούσαν γυμνοί και κανένας δεν ενοχλούνταν, αν κάποιοι συνουσιάζονταν. Τα παιδιά μεγάλωναν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Οι πόρνες δεν ήταν "κοινωνικά περιφρονημένες" και οι Δήμαρχοι, οι Επίσκοποι, άνοιγαν πορνεία. Στα λουτρά συναντιόταν άντρες, γυναίκες, παιδιά, ολόγυμνοι. Η σεξουαλική αποχή θεωρούνταν επιβλαβής για την υγεία. Πως έγινε και όλα αυτά άλλαξαν; Κάτω από την πίεση της Χριστιανικής θρησκείας, εμφανίστηκαν όλες οι μαζικές μανίες, οι δεισιδαιμονίες, οι θρησκευτικές υστερίες, και οι μανίες καταστροφής. Κάποιοι "βάρβαροι λαοί" απαγόρευαν το σεξ πριν τις επιδρομές. [κάτι ανάλογο πράττουν κάποιοι σημερινοί προπονητές ποδοσφαίρου]. Ο άνθρωπος κάτω από την καταπίεση, οποιασδήποτε μορφής αγριεύει. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι μνήμες μου ήρθαν στο μυαλό από την φράση του ηλικιωμένου φίλου μου. Και την πήγα παρακάτω: ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος είναι απελπιστικά καταπιεσμένος-ιδιαίτερα ο Δυτικός άνθρωπος- είναι σεξουαλικά πεινασμένος. Ακόμα και σήμερα οι περισσότερες γυναίκες είναι σκλάβες. Ακόμα και σήμερα τα περισσότερα αντρόγυνα κάνουν έρωτα στο σκοτάδι, κρυφά κάτω από τα ρούχα για να μην βλέπουν τα όργανα του καθενός. Νιώθουν ντροπή, γιατί έτσι τους δίδαξε ο Χριστιανισμός.





Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 



Έργο Γ. Στεφανάκη


Είναι πολύ δύσκολο, έως απίθανο να συλλάβεις την πραγματικότητα. Κι όταν την "συλλάβεις" να είναι
ήδη

πολύ αργά. Δεν έτυχε να γνωρίσω ανθρώπους που
την
γνώρισαν ή την πλησίασαν με ακέραιο ρεαλισμό, να
πουν
ότι η ζωή είναι αυτό, παρ ότι έτυχε να γνωρίσω
σπουδαίους ανθρώπους. Μπορεί όμως κι αυτό να μην
είναι αλήθεια.



Όπως και να το δεις πάντα η ζωή ήταν δύσκολη για τους
φτωχούς αλλά παλαιότερα είχαν τουλάχιστον το όραμα
μιας επανάστασης. Τώρα κι αυτό το λαμπάκι έσβησε: δε
θα γίνει
ποτέ η επανάσταση των φτωχών. Λόγω ασυμφωνίας στο τι
είναι φτώχεια αλλά κι επειδή δεν φαίνεται στον ορίζοντα
κανένας Σπάρτακος.



Σαν το μικρό τριαντάφυλλο
σαν άσπρο χελιδόνι
αχ, της ασχήμιας πήρα τον καιρό
η ταρακουνημένη.



Συνεκδοχικά, ένα έργο τέχνης πρέπει να είναι "ωραίο"
έχοντας κατά νου τη στενότερη ή ευρύτερη σημασία,
ετυμολογικά. Ένα έργο τέχνης πρέπει να φτιάχνει τη
διάθεση του θεατή, να προβληματίζει. Όμως, ένα "άσχημο"
έργο τέχνης που κατακερματίζει το ανθρώπινο σώμα,
ταυτόχρονα και πνεύμα, δε βλέπεται, δε φτιάχνει την
ευχαρίστηση και κατά συνέπεια δεν πωλείται. Ένα έργο
τέχνης, συνεκδοχικά πρέπει να είναι "άνθος".



Ένα από τα μεγαλύτερα κακά στην Ιστορία των ανθρωπίδων
υπήρξε η θρησκεία. Σε όλους τους πρωτόγονους και
μεθεπόμενους πολιτισμούς επικρατούσε η άποψη πως
κάποιος ή κάποιοι θεοί έφτιαξαν τον κόσμο. Οι σημερινοί
άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη από θεούς. Κανένας δεν
έφτιαξε τον κόσμο. Υπάρχει από μόνος του.

 

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

ΥΠΆΡΧΟΥΜΕ ΑΠΌ ΠΆΝΤΑ

 


Άκουσε να σου πω, εμένα όλες αυτές οι θεωρίες δε με καλύπτουν, τις έχω μελετήσει, μη νομίζεις. Αυτά τα εκατομμύρια χρόνια πριν από μας, οι δεινόσαυροι, η εποχή των παγετώνων, η παράξενη χημεία της γης, χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς ήρθε ο άνθρωπος στη γη, δεν μπορεί να έχουν κάποιο νόημα χωρίς τον άνθρωπο που είναι ο κύριος εκφραστής αυτής της κατάστασης. Συνεπακόλουθο είναι πως εγώ πιστεύω πως υπάρχουμε από πάντα.. Αυτό είναι το κυριότερο συμπέρασμα μου, αρνούμενος ακόμα και τον Ντάρβιν που μέχρι κάποιο σημείο με αντιπροσώπευε.
Γιατί, αν μου εξηγήσεις τι αποτέλεσμα έχει αυτό που υποστηρίζουν οι επιστήμονες, πως η γη έχει 4 500.00 δισεκατομμύρια έτη ζωής, για να φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα, ε, εγώ θα γελάω μέχρι εσχάτων!

 

 


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΤΟΥ ΦΏΣΚΟΛΟΥ ΤΑ ΜΈΡΗ

 


Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε τη γκόμενα
που κλαίει στη γωνία;

Όχι, ο Γιάγκος Δράκος μίλησε
ο Γιάγκος Δράκος είπε:
Μέριασε Κιμούλη να διαβώ!

Κι η Δανδουλάκη έκλαιγε
προχτές το μεσημέρι
στον καναπέ του ΕΡΤ 1

μισούνται οι ηθοποιοί
κλαίει η μάνα Ελλάδα
χαιρέτα με κι εμένα

Έγινε φασαρία, έπεσε κανας βράχος;
ή κάποιος ενοστάλγησε
να γίνει πάλι βλάχος;

Ο Φιλιππίδης μίλησε
γι αυτόν ο Γιάγκος Δράκος
που χρόνια ταλαιπώρησε
να μη γίνει φωνογράφος
του Φώσκολου

και τώρα καρποφόρησε
το μίσος για τον σενιαρίστα
όταν πεθάνει ο γάιδαρος
μη του κοιτάς του κώλου

τα ενιάμερα

Έγινε σαματάς; ή μήπως ο Λιγνάδης
εφούσκωσε τη γκόμενα
που κλαίει στην οθόνη;
 κι απόμεινε η άμοιρη
να τρώει άσπρη σκόνη;

Τίποτα απ όλα αυτά δεν έγινε
το χρήμα ήταν ωραίο
που παίρναν απ την Λάμψη
μα τώρα που λογάριασε
την άγρια του κόσμου όψη
είπε θα πάω στην ερημιά
εκεί θα πάω, το χρήμα δε με νοιάζει

όλοι ακόμη και ο Μιχαλόπουλος
πήγε στην ερημιά να γίνει ένα τσακάλι

κι απέμεινε μόνος ο γερόλυκος
ο Γιάννης Βογιατζής, παλικαρόπουλος
να βγάζει τα σύκα απ το τσουκάλι

γιατί όλοι σύκα ήταν αυτοί
που όταν πεθάναν οι Μινωτές
ξεφούλκησαν
να πάρουν το μερίδι
οι ήρωες ηθοποιοί
να σώσουν την Ελλάδα

Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε αφού ένιωσε
του κόσμου την ανία;
Όχι, φώναξε ο Χρήστο Πολίτη 
ο Χρίστο Γιάγκος είπε:
 Τον Φώσκολο εμίσησα αυτόνε τον αλήτη

κι έβγαλε όλα τ άπλυτα στη φόρα

Πως λεν καμιά φορά
καλύτερα να μη μιλάς;
έτσι βγαίνουν και μερικοί δε λεω
ανώδυνοι, επώνυμοι που τους είχες ξεχάσει
να ρίξουν λάδι στη φωτιά

θα μου πεις αυτό αφορά
την περασμένη μας γενιά
ποιος νοιάζεται και ποιος πονά από τη νεολαία;
αν έκλαψε ο Νίτσε;

χαιρέτα μας τον πλάτανο
κι από τίτλο σκίζουν
αλλά μια ατάκα να πετάξουν δεν μπορούν
όλοι αυτοί οι τεράστιοι ηθοποιοί
που σαν την Τζοις Ευήδη
θέλουν να κλέψουν τη δόξα
κάποιου Τριανταφιλλίδη Χάρη

κατά κόσμον Χάρη Κλιν
που δεν μπορούν
ούτε τα πόδια του να πλυν

Έγινε φασαρία; για κάνε μας τη χάρη!
εδώ άνεμος και φλόγα θα περνά
θα ουρλιάζει η Καραμπέτη
αυτή η θεία γκόμενα που κλαίει στη γωνία
δε λέω καλή
αλλά να ξύνεται με τόση φαντασία

σαν η Κυβέλη;

δε λέω καλή
μα δεν μπορεί κι αυτή να μου ξεφύγει
απ τα δικά μου βέλη

συνεχίζεται


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΆΘΕ ΝΑ ΚΡΥΒΕΣΑΙ

 


 

Δεν φοβόμουν τίποτα. Από μικρό παιδάκι το είχα μάθει αυτό,
όπως και άλλα πολλά στη ζωή μου. Μεγάλωσα στο Κολωνάκι,
εκεί στην ωραιότερη πλευρά της γης, από πλούσιους γονείς.
Η μάνα μου γιατρός, μαία στο Ιπποκράτειο, πέθανε πριν από το
χτες, δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο, μια γυναικούλα της σειράς,
που κατέβαινε κάθε βράδυ στην Λυκόβρυση να φάει το βύσσινο
της και να κουτσομπολέψει με τις άλλες κυράδες της αυλής.
Ο πατέρας μου ένας γαλίφης μεγαλοεισοδηματίας, μια ζωή
ρέμπελος, αδιάφορος για το τι συνέβαινε δίπλα του, δεν πα να
καιγόταν ο κόσμος, ίσως απ αυτόν το κληρονόμησα κι εγώ το
λάθε βιώσας. Μάθε να κρύβεσαι στη ζωή μου λεγε, μπορείς να
μην φαίνεσαι πουθενά; θα είσαι ο καλύτερος, τι σε νοιάζει που
πήρε φωτιά το σπίτι του διπλανού; άστο να καίγεται. Κι εγώ
άνοιγα τα μάτια μου πελώρια, μικρό παιδί να καταλάβω, να μάθω περισσότερα κι όλο κρυβόμουν στις μασχάλες της μάνας μου κι
όλο μου άρεσε ο τρόπος που ζούσε ο πατέρας μου. Γιατί να μην
το έκανα κι εγώ; Μπήκα στο πανεπιστήμιο από τους πρώτους
αλλά σιγά-σιγά το βαρέθηκα. Σπούδασα πολιτικές επιστήμες,
διάβασα και Μαρξ και μελέτησα πολύ μα πιο πολύ απο όλους τον Επίκουρο, με τον κήπο του και το λάθε βιώσας. Σκούριασε το
μυαλό μου, πέταξα όλα τα ωραία μου ρούχα σαν πέθαναν οι γονείς,
που για να πω και την μαύρη μου αλήθεια δεν τους έκλαψα και
πολύ. Πέθαναν νωρίς και μου άφησαν μια τεράστια περιουσία να
την φάω μόνος μου. Και καθώς είχα κληρονομήσει και την
σιγουριά τους, την απόφαση να μην κάνω τίποτα στη ζωή μου,
πέρναγα έτσι τον καιρό. Άρχισα να ντύνομαι φτωχικά, όσο πιο
φτωχικά μπορούσα, πήγαινα στα χειρότερα μαγαζιά, έτρωγα
φτωχικά, δε μ ένοιαζε το φαί, άμα έχεις λεφτά έχεις φαί, έκανα
παρέα με κάτι ζητιάνους και τους έλεγα πως ήμουν κι εγώ ένας
σαν κι αυτούς. Και με αγαπούσαν που μοιραζόμουν μαζί τους μια μακαρονάδα και μια στάλα κρασί. Τους φαινόμουν καλός. Μα
ήμουν καλός, δεν πείραζα κανέναν. Τα λεφτά μου, λεφτά μου και
τα δικά τους δικά τους. Το δίκιο να λέγεται. Ώσπου γνώρισα τον
Λάκη. Ωραίο παιδί. Ψηλός, λυγερόκορμος, αψύς. Με άγρια γένια, παλιοπαλήκαρο. Κάτι κρύβεις εσύ, μου είπε χωρίς περιστροφές.
Φαίνεσαι πως είσαι κάτι άλλο. Μα τι είναι αυτά που λες, τον
αντίκοψα, αλλά μου άρεσε και το πάθος πληρώνεται. Άρχισα να
βγαίνω με τον Λάκη. Κι επειδή ήταν καλός στο κρεβάτι, και σε
άλλα δηλαδή, του έκανα όλα τα χατίρια. Ξόδευα αφειδώς τα
λεφτά μου μαζί του. Ήθελε λούσα ο Λάκης. Τα καλύτερα ρούχα
και φυσικά ντυνόμουν πια κι εγώ το ίδιο μαζί του. Το λάθε
βιώσας του πατέρα μου, πήγαινε περίπατο. Πάμε στο καζίνο;
μου είπε μια μέρα. Πάμε του απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ,
σαράντα πέντε χρόνων μαλάκας. Πήγαμε μια, πήγαμε δυο, σιγά-
σιγά χάναμε πολλά., έχανα δηλαδή, γιατί οΛάκης μόνο τις ηδονεςτου
ήθελε και γενικά να περνάει καλά. Η ζωή, μου έλεγε θέλει
καλοπέραση. Και συ γεννήθηκες γι αυτό, πέρνα καλά αγόρι μου!
Τι σε νοιάζει για τους άλλους και τα λεφτά; Τα λεφτά είναι για να
τα ξοδεύουμε. Να τα χαλάμε. Και λίγο- λίγο, πούτσα την πούτσα,
πούλησα το ένα σπίτι, έφαγα το άλλο οικόπεδο, οι καταθέσεις στην
τράπεζα λιγόστευαν κι άρχισα πάλι να σκέφτομαι το λάθε βιώσας
του πατέρα μου αλλά μη σε νοιάζει θα τα πάρουμε πίσω μου έλεγε
ο Λάκης, σιγά μη χάσουμε εμείς, αγόρι μου έχω το χρυσό χερι δεν
το έχεις καταλάβει, προχώρα παρακάτω, δεν είδες τι γράφουν οι
φυλλάδες για την πάρτυ μας; Και είναι αλήθεια είμασταν φάτσα
κάρτα σε όλα τα παράθυρα, παφουμαρισμένοι, ωραίοι και άφθονοι,
τι με νοιαζε; Είχα ακόμα τα οικόπεδα στο Δήλεση, τα βοσκοτόπια
που είχε αγοράσει η μαία στον άγιο Ιερόθεο, και το μεγάλο μαγαζί
στο Σύνταγμα, ΕΊΚΟΣΙ ΧΙΛΙΆΔΕς ΤΟΝ ΜΉΝΑ ΤΟ ΝΟΊΚΙΑΖΑ,
τι με ένοιαζε, ήμουν ο γυιος του πάρτα όλα. Αυτός είσαι αγόρι μου!
με έφτιαχνε ο Λάκης κι έχανε κάθε βράδυ στη ρουλέτα τα μαλλιά της κεφαλής του- της πάνω και της κάτω- αλλά είπαμε, το λαθε βιώσας
το είχα ξεχάσει. Κάποια μέρα πέσαμε σε κάποια διαδήλωση, τι είναι
αυτοί; με ρώτησε ο Λάκης, πεινασμένοι, του απάντησα. Και τι κάνουν εδώ; Ζητάνε το δίκιο τους, του ξαναείπα. Και έχουν δίκιο αυτοί οι αγανακτισμένοι; μου απάντησε άγρια. Πάμε να φύγουμε από δω!
Δεν έχουμε δουλειά εμείς μ αυτούς! Και όταν ξεμακρύναμε,
κατάλαβα πως είχε δίκιο. Τι δουλειά είχαμε εμείς εκεί; Οι άνθρωποι
του καθώς πρέπει με τους αγανακτισμένους; Ανεβήκαμε στην
χιλιάρα μηχανή που είχα αγοράσει στον Λάκη, ανηφορήσαμε στην Λυκόβρυση, παραγγείλαμε μαύρο αστακό, και κόκκινο ούζο, μέρα μεσημέρι, να το πιούμε,
 γιατί ήμασταν οι καλύτεροι αυτού του
κόσμου.












 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ Ο ΚΥΡΙΟς ΚΙ ΑΥΤΟς Ο ΥΠΗΡΕΤΗς ΜΟΥ [2]

 



Δεν μπορώ να βλέπω το κρεβάτι μου ξέστρωτο, το πρωί, μετά που σηκώνομαι, να φεύγω
και όταν γυρίζω να το βρίσκω αυτό το χάλι. Όχι πως το στρώνω καλά αλλά αν το αφήσω
με τις κουβέρτες και τα σεντόνια μπερδεμένα και τα μαξιλάρια αλλού γι αλλού, με πιάνει
απελπισία, γιατί μου μοιάζει με την ακατάστατη ζωή μου, που ποτέ δεν έγινα άξιος να έχω
μια καμαριέρα, μια οικονόμα και έναν μπάτλερ. Και χτες το βράδυ, φάνηκε επιτέλους
αυτός μπάτλερ. Ήρθε δίπλα μου ντυμένος το καλοσιδερωμένο μαύρο του κουστούμι,
στάθηκε προσοχή και με ύφος επίσημο με ρώτησε τι επιθυμεί ο κύριος; Τον κοίταξα κι
ασυναίσθητα κοίταξα και τα δικά μου κουρέλια που φορούσα. Ώστε εγω ήμουν ο κύριος
κι αυτός ο υπηρέτης μου; Δεν έχω άλλα ρούχα; τον ρώτησα ενοχλημένος. Κατάλαβα, είπε,
ο κύριος θέλει το συνηθισμένο απεριτίφ. Θα σας φτιάξω ένα υπέροχο ποτό. Σε λίγο γύρισε
και μου άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Για ότι με χρειαστείτε θα είμαι στην κουζίνα, είπε
σοβαρός και αποχώρησε. Ήπια από αυτό που ονόμασε ποτό, πικρό μου φάνηκε αλλά στη
δεύτερη γουλιά μου ζέστανε τον κόσμο. Άναψα κι ένα τσιγάρο, εγώ δεν κάπνιζα, το είχα
κόψει, που στο διάολο είχαν βρεθεί αυτά τα Αμερικάνικα μακριά τσιγάρα στο γραφείο μου;
Κι όπως τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ήρθε κοντά μου η καμαριέρα. Μια πολύ όμορφη, ξανθιά, μενεξεδένια Μπάρμπυ. Τι επιθυμεί ο κύριος με ρώτησε με βελούδινη φωνή και ξάπλωσε
νωχελικά στο κρεβάτι μου. Ξάπλωσα κι εγώ κοντά της. Κάναμε τη δουλειά μας όλη τη νύχτα
και το πρωί που ξύπνησα βρήκα το κρεβάτι μου στρωμένο.

 


Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΎΨΟΣ ΤΟΥ ΧΏΡΟΥ

 


Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε
πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού
κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό που δεν είχα να κάνω τίποτα,
δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα.
Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ήταν ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να
εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-
ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος
τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα
απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγω και η
γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος
γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι
ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με
λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα
τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως να μην ήταν σημαντικές αφού εγω
τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη
αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι
γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να
μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές
κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος
και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών.
Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμισε
τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο
ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και
φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεις μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της .
Πρέπει, είπα εγώ συνεχίζοντας να κατουράω, τζζζρρρρ! και να κοιτάζω τις ρωγμές του
χρόνου στον τοίχο.






Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΥΤΑΠΆΤΕΣ

 


ME ENA Θήτα κι ΕΝΑ Άλφα.
Πραγματικά νιώθω αμήχανος μπροστά σ αυτό το μελλοντικό μόριο.
Δηλαδή αυτά τα δυο γράμματα, ένα θήτα κι ένα άλφα μου φαίνεται πως ευτελίζουν πολύ τον κόσμο μας.
Θα γράψω ένα βιβλίο, μου λέει ένας, που δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο εκτός από εκείνα τα αναγκαστικά του Δημοτικού.
Θα γίνω ζωγράφος, μου είπε κάποια που δεν έχει πιάσει μολύβι στη ζωή της. Αρχίζω έτσι με μερικά θα, που άπτονται δικών μου δραστηριοτήτων και προχωράω, λέγοντας πως το θα είναι η δημοφιλέστερη αρχή ενός πολιτικού λόγου και ακολουθούν μύρια.
Θα φτιάξουμε ένα καινούργιο πρόγραμμα λένε οι υπολογιστές, θα κερδίσουμε το λαχείο επιμένουν μερικοί παίχτες και κάποιοι άλλοι απ αυτούς θα τους πάρουν τα ρέστα, θα σκίσουν την τσόχα! [Άλλοι στη θέση της τσόχας τοποθετούν μια γυναίκα. Θα την ξεσκίσω! ωρύεται ένας μαλάκας.]
Επιμένω πως το θα, είναι μυστήριο μόριο και το χειρότερο που έχει είναι πως σε γεμίζει με ελπίδες που οι περισσότερες είναι μούφες. Δηλαδή ψεύτικες! Δηλαδή μήπως έπρεπε να εκλείψει πλέον αυτό το θα;
Φαντάσου τώρα να λες θα τη γαμίσω αυτή τη γκόμενα, θα τον σκοτώσω αυτόν τον αλήτη, θα κάνω ετούτο, θα κάνω το άλλο, μέρα - νύχτα με ένα θα στα χείλη, θα... πεθάνουμε.
Μ ένα θα γκρεμίζουμε και χτίζουμε τις αυταπάτες μας που μέχρι να το καταλάβουμε έχουν γίνει μπουχός, αέρας.
Ωραίο είναι να ονειρεύεσαι, να πετάς στα σύννεφα. Αλήθεια τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς όλα αυτά τα ψεύτικα θα; μάλλον ανιαρή! Το θα, λοιπόν, είναι μια λέξη, ας την πούμε και λέξη, που μας κρατάει ζωντανούς..

 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΧΜ

 


Πεσμένος σ ένα χάμω
σ ένα τίποτα
πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
πιστοποιητικό οικογενείας, Κώστα Πλιάτσικα
ένας μόνος του
υπεύθυνη δήλωση του νόμου 4000 μηδέν, μηδέν, τέσσερα
τράπεζα ναι
μισθωτήριο ναι
-κανείς δεν είναι μόνος του

Πως γίνεται να μη μ αγαπάς;
θα φάω τον κόσμο πριν σε συναντήσω

Πεσμένος χάμω
σ ένα αδυσώπητο παρόν
γυρίζω πίσω σ αυτό που με έκαιγε
να πεθάνω ή να ζήσω
κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου

Χμ
Υποψιάζομαι πως οι
λογαριασμοί είναι απλήρωτοι
-πρέπει να πούμε
ορισμένα πράγματα με τ όνομα τους;
να ζήσω ή να πεθάνω
κάποτε δεν είναι δική μας επιλογή

Πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
που σημαίνει δεν έπρεπε ν σ αγαπήσω
Ταυτότητα
Όταν ζητηθεί να υπάρχει εν ευκόλω
Ποιος είσαι;

Δε λέω πως είναι άσχημες αλλά φακές είναι
πόσο όμορφες να είναι;

Πεσμένος χάμω
σ ένα τίποτα, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια
από τον θεό αλλά δεν μου την έδωσε
είπε, πως είσαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχεις στα κιτάπια μου
Πως γίνεται αυτό, είπα
αφού εγώ είμαι ζωντανός;

Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΟΣ

 


Ακούστε φίλοι και φίλες. Δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους που θα πηγαίνουν στο καζίνο. Ανθρώπους που θα νοικιάζουν την γη μας σε άλλους,που δεν θα κάνουν τίποτα στη ζωή τους,που δεν θα προσφέρουν στον αγώνα της ζωής και θα οδηγούν την ζωή μας με βάση τον υπερχρηματισμό και το Αμερικάνικο όνειρο ποιος θα γίνει πλουσιότερος σε βάρος των πολλών, ποια θα φοράει την καλύτερη τουαλέτα και η άλλη δεν θα έχει σουτιέν για να κρύψει την γύμνια της. Αν δεν γίνει μετριασμός και κόντεμα της οικονομικής διαφοράς μεταξύ πλουσίων και φτωχών-σήμερα φτάσαμε στο χειρότερο σημείο αυτής της απόστασης- δεν πρόκειται ποτέ να πούμε πως προσπαθήσαμε για την καλυτέρευση των όρων της ανθρώπινης σύζευξης πάνω στον πλανήτη γη.
[Απόσπασμα. Από παλιό δοκίμιο μου.]

 



Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τον εαυτό μας;
Δύσκολο να τον περιγράψεις, πιο δύσκολο να τον ζωγραφίσεις στο χαρτί. Στον καμβά. Επεξεργάζοντας μια προσωπογραφία-αυτο.
Στην ουσία μάλλον όλοι νομίζουμε πως είμαστε κάποιοι άλλοι.
Στην ουσία είμαστε ένας θόρυβος από μυστηριώδεις φοβίες, αξεδιάλυτους νευρώνες. Το μέσα μας και το έξω μας, εύκολο να συμβιβαστούν αλλά μόνο σαν μια πενιχρή συμμαχία. Όχι, για τους άλλους.
Η ελευθερία του μυαλού μας δε φτάνει να ικανοποιήσει τον άλλον μας εαυτό. Ο οποίος είναι ανίκητος. Η συνείδηση λοιπόν, είναι ανίκητη.
Έργα χωρίς συγκεκριμένες μορφές, φόρμες, ιδέες. Γρήγορο σχέδιο, σώμα, ψυχή, τόποι. Σχεδόν Ντανταιστστικό.
Οι μορφές ακανόνιστες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Φαιδρά δέντρα, χαρά, λύπη. Αυτό είναι ένα δύσκολο μέρος της ζωγραφικής: η επιλογή θεμάτων.
Το άλλο είναι πως ο ζωγράφος χρειάζεται κόσμο. Χρειάζεται να ζωγραφίζει για κάποιον ή κάποιους.
Κι έπειτα σκέφτηκα πως τώρα πια πρέπει να ζωγραφίζω πιο ελεύθερα, ακολουθώντας το χέρι, όχι όπως είναι οι εικόνες, απλά να υιοθετούν την ένωση τους. Η ζωγραφική δεν είναι πια μίμηση της πραγματικότητας.
[Για τη ζωγραφική μου και όχι μόνο, στα περιθώρια των σελίδων.]


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΡΈΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ

 


Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος,
κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω
μια Ευτυχία που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που πλάθαμε όνειρα
να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν
γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν
ανέβω την ανηφόρα. Πιάστηκα από τις ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε
κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος
απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν, η μπάλα
πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η
μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν
μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και
κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το
μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου
έφτιαχνε το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα και διψούσα.
Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που
παίζαμε μπάλα είχαν χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση
που έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας.
Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία
να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα, ένα ξύλινο δοχείο που το
φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως
τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της κότσο,
Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγω
αποφάσισα να βγω πίσω απ τον πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να
σηκώσει τη βαρέλα και δε με βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην
αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαί.

 



 

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΤΟΥΣ ΠΈΝΤΕ ΑΝΈΜΟΥΣ

 


Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη
Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
-χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, ήταν που
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου, πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα.
Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος
Κι αφού εγώ τουλάχιστον σε ήξερα, σε είχα μάθει πως να
ξεφεύγεις από τις κακοτοπιές, πως να γλιτώσεις από τους επαναστάτες
Αλλά εσύ! ω εσύ, ταξίδευες πάντα με τους ανέμους σε όλες τις θάλασσες.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΕΡΜΈΝΗ ΣΤΟ ΠΛΆΙ

 


Όταν άνοιξε μια πόρτα και μπήκα σε κείνο το διαμέρισμα, η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, ήταν το γυμνό κορμί μια γυναίκας ξαπλωμένης στον καναπέ. Καθόταν σε μια στάση συλλογιστικής οδαλίσκης και γερμένη στο πλάι, έβλεπε προς εμένα.. Μου χαμογελούσε συνέχεια και ως να φτάσω κοντά της, μου φάνηκε να πέρασε πολύς χρόνος. Τα μάτια της ήταν απαστράπτοντα πρασινογάλαζα αλλά γιατί είχα την εντύπωση πως δεν με έβλεπε; Σαν να ήμουν και να μην ήμουν εκεί. Άπλωσα το χέρι μου στην επιδερμίδα της, άσπρη, λεία, με αρμονικές καμπύλες, μια γυναίκα από αρχαίο Ελληνικό, σπασμένο μάρμαρο, αλλά και μια τσιτωμένη κλειτορίδα, πιθανώς Βραζιλιάνικη. Αυτή λοιπόν ήταν η γυναίκα που είχα επιθυμήσει χρόνια τώρα, από παιδί. Γιατί αυτή η επιθυμία, αυτό το όραμα να με παιδεύει; Μήπως δεν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο; Αν την είχα φτιάξει με την φαντασία μου, τώρα πως ήταν εκεί μπροστά μου ολοζώντανη στον καναπέ; και γιατί είχα πάντα την εντύπωση πως είναι η γυναίκα κάποιου άλλου; Κάποιου ναυτικού, που ίσως να κατέφτανε από στιγμή σε στιγμή αλλά λες και δεν με ένοιαζε-εγω που δεν ήθελα να πάρω ποτέ την γυναίκα κάποιου άλλου- καθόμουν κοντά της και της χάιδεψα τον ώμο. Μείναμε αρκετά έτσι, αυτή ήταν η γνωριμία μας. Μέσα μου, πολλές φορές, μπερδεύομαι, αν έκανα έρωτα μαζί της, κι αν αυτή ήταν η ιδανική γυναίκα που υπήρχε σε όλον τον κόσμο για μένα και που υπήρχε στον καναπέ, με την αριστερή της παλάμη να στηρίζει το μάγουλο της, τον αγκώνα ν ακουμπάει στον καναπέ και με την δεξιά χούφτα της, να κρύβει το χνούδι του αιδοίου της που ήταν μικρό, σιγανό, σαν μικρής κοπέλας.
Χρόνια μετά, προσπαθώ να σκεφτώ, αν υπήρξε πραγματικά εκείνο το διαμέρισμα με την γυναίκα στον καναπέ.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

καθείς κι ο πόνος του

 


-Θα κρυφθεί το φεγγάρι από ζήλια, με είπεν.
-Ουχί, του ηπήντησεν ευκόλως τις παρευρισκόμενος εν τω άμα.
-Προς τι γαρ ο τίτλος και η αμέσως κείμενη πρότασις περί ζήλειας της σελήνης;
-Το εν εστί, επείν μεν πορευθείς ο Σαραμάγκου χιλίας και πλέον χρόνους εν τη φιλοσοφία ουδέν απεκόμισε περαιτέρω εις ημάς και αφ ετέρου δε, πολλάκις αυτόν αντάμωσεν η περισσόν κλέος τύχη.
-Α! ούτως ερμηνεύεις την μελαγχολικήν αυτήν προσωπικότητα; Δεν νομίζεις πως ανακαλύψας το σκότος, έχασες τον νου σου;
-Εις εμέ ωμιλείς με αυτάς τας μελανάς εκφράσεις; [Αλλά παρεμπιπτόντως αξίζει αυτη η έκφρασις: ανακαλύψας το σκότος έχασες τον νου σου!] Διατί μελαγχολίζουσα μορφή ο φιλόσοφος ούτος; Εις εμέ, φαίνετο, αρκούντως λαλίστατος και ευκρινής. Μάλιστα ουχί δυσκόλως αναγιγνώσκεις όσα γέγραπται.
-Έχω τας αμφιβολίας μου. Ψηλαφίζοντας α γέγραπται, μερικάς στιγμάς, μου ήρεσεν η ακολουθία της σκέψεως του. Ματαίως προσπαθείς, εκών άκοντι, να με πείσεις περί των αντιθέτων.
-Ου με πείσεις, καν με πείσεις...Ποίος είπεν; Αισχίνης ή Δημοσθένης; ιδού ένα μέγιστο ερώτημα της στιγμής! Εκλιπούσης της μνήμης...
-Χαχα! βέβαια! σοι εκλίπει πλέον η μνήμη και ελοχεύεις στη σκιά, περιμένοντας τον Σαραμάγκου..
-Μα τι λες ρε; Εγώ κρύβομαι και περιμένω τον Σαραμάγκου; Τι με νοιάζει εμένα ρε; ο κάθε Σαραμάγκου; Α να χαθείς παλιορεζίλη!
-Ρε καραγκιόζη σε μένα μιλάς έτσι; επειδή δε σ αρέσει εσένα ο Σαραμάγκου, τα βάζεις μαζί μου; Ξέρεις ποιος είμαι γω ρε σαχλόμαγκα;
-Αει ρε κατούρα να γίνουν τα χόρτα, έτσι θέλεις να σου μιλάω εσένα!
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; πιε τον καφέ σου κει πέρα κι άσε με ήσυχο.
Και ο καθένας έφυγε χωριστά*
K.Π. εκτός δΙΑΣΧΊΖΩ.

Ο ΜΌΝΟΣ

 





Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω.
Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα
Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο
κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο
μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα
σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς.
Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα
μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε
τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά,
περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη
σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα
το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα.
Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα
μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά
στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί,
να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή
έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ
να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα
έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα
μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα
τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους
κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να
με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου.
Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές
άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται
στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που
με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε
  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο.
στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό
μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα
την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα
κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.



 


Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΠΛΕ ΣΚΟΤΆΔΙ

 


Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω πολλά πράγματα, μόνο τα
σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία παραμάσχαλα. Έφευγα για
όπου μου άρεσε. Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η
Αίγινα. Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία
μου, την κοπάνισα. Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους
γλάρους, το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι, έσπαγα κανένα
χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος, νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά. Απέναντι μου
ένας τύπος ψηλόλιγνος, παληκαρι, φοιτητής φαινόταν με μια κιθάρα στον ώμο του
κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει για να χαϊδέψει τις
χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα, έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των
κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν άνοιξε το
σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε. Άρχισα να πίνω κι εκείνος να
παίζει. Συντραγουδήσαμε. Κι μετά όλο το βαπόρο μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα
είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας! Άλλο που δεν ήθελαν οι τουρίστριες! Χόρευαν
ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο, στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συνεννοηθώ με το Θόδωρα που θα
βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει για τέτοιον άνθρωπο. Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε στο
σκοτάδι. Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα
αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι. Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ, πήγα στο περίπτερο
να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα.
Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν να πίνει
ούζο στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.







 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΟΥΚΟΎΤΣΙ

 

 


Πέταξα το κουκούτσι απ το παράθυρο στο δρόμο. Κύλησε κάμποσο
καθώς το παρατηρούσα, ώσπου σταμάτησε. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσει.
Ήθελα να πάει λίγο παρακάτω ή να κινείται συνέχεια, έτσι θα μου έδινε την
εντύπωση πως κάτι γίνεται , πως κάτι υπάρχει αυτό το ήσυχο πρωινό που όλα
έμοιαζαν όμορφα και ευτυχισμένα. Ύστερα κοίταξα τη ζωή μου για λίγο. Για λίγο
σκέφτηκα κάτι παράξενα πράγματα που έχω κάνει, μικρά ή μεγάλα. Τι ωραία θα
ήταν να έπαιρνα τους δρόμους!
Και γιατί όχι;. Κατέβηκα από το μπαλκόνι μου πιασμένος από τα φυτά του κήπου,
ω ήταν εύκολο, άρα και οι κλέφτες μπορούν ν ανέβουν αλλά δε με ένοιαξε,
ξανασκέφτηκα, ας υπάρχουν κι αυτοί είπα κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο και
έναν ήλιο που μόλις γεννιόταν και ήθελε να μου τυφλώσει τα μάτια. Βγήκα στο
δρόμο, περπάτησα λίγο με τα χέρια στη μέση, είναι δύσκολο να περπατάς έτσι,
δηλαδή χωρίς να κουνάς τα χέρια σου κανονικά-αριστερό χέρι, δεξί πόδι και όχι
όπως είχα δει μερικούς παλιά, δεξί χέρι, δεξί πόδι. Στην άλλη γωνία που κοίταζα
το σπασμένο πεζοδρόμιο ένας ποντικός πετάχτηκε όμορφος να κάνει κι αυτός τη
βόλτα του, γιαλπ, γιαλπ γιάλπ, του φώναξα κι εξαφανίστηκε κατατρομαγμένος
ενώ δεν ήθελα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου είδα ένα ποδήλατο, κόκκινο,
αστραφτερό και πήγα προς τα εκεί. Το είδα λυμένο, παραξενεύτηκα που δεν είχε
κλειδαριές, κοίταξα γύρω μου με υποψία. Κανείς. Κανένας. Κανενέστατος.
Έπιασα το τιμόνι, ανέβηκα στη σέλα, ω είχα να κάνω ποδήλατο από παιδί, τι ωραία! Πάτησα τα πετάλια, έφυγα στην κατηφόρα προσεκτικά, στην αρχή αλλά σιγά-σιγά
πήρα φόρα κι έτρεξα σαν τον άνεμο. Α! τι ωραία, έλεγα κι ένιωθα μέσα μου κι από
έξω μου. Κίνηση δεν είχε καθόλου, μόνος μου ήμουν αυτό το πρωινό και βάλθηκα
να κάνω τα παλιά κόλπα μου. Σηκώθηκα ορθοπεταλιές στην κατηφόρα, γύρισα
ανάποδα στη σέλα, έτρεξα ανάποδα, ο δρόμος ίσιωσε, γύρισα μπροστά, άφησα
τα χέρια να κάνω μαγκιές. Ναι, τα χέρια στην έκταση, είναι δύσκολο να το πετύχεις
αλλά εγώ τα κατάφερνα και χαμογελούσα, ώσπου μου ήρθε ο τοίχος στη μάπα. Το πρόσωπο μου στράβωσε στον σκληρό σοβά, το τιμόνι έγινε τσακλακούδουνο,
ο τροχός μπήκε μέσα, ξεφούσκωσε η αλυσσίδα κι εγώ με ένα σπασμένο δόντι στο
χέρι, σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα όταν ήμουν στο μπαλκόνι μου και κοίταζα
το κουκούτσι που είχα πετάξει να κατρακυλάει στην άβυσσο.

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...