Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΙΦΡΑΓΚΑ 2

 

 




Σημείωμα για ένα διήγημα. ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

ΤΟ ΘΕΜΑ: Αυτός κι αυτή κάθονται πάνω σε μια νάιλον τσάντα με ένα εκατομμύριο εύρο. Ο Χώρος; Κάπου σε ένα κουπέ τρένου που ταξιδεύει στο άγνωστο. Χμ, ίσως.
Μπορεί στο δρόμο. Πάντως αυτοί θα συναντηθούν πολλές φορές. Αυτός, ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ είναι άσχημος, μπορεί να μη τον λένε κι έτσι. Μπορεί να τον λένε Μπιγκόνια ή λουλούδι, ή νυχτολούλουδο, πάντως κάπως τον λένε και είναι όντως πιο ωραίος από τον μίστερ Μπιν.
Αυτή είναι μια στρίγγλα! Γιατί; τι νόημα θα είχε; Είναι μια κάτασπρη γκομενούλα που έχει ένα παιδί. Πέντε ή έξι χρονών και το σέρνει στην άσφαλτο που καίει. Καθώς βαδίζουν αυτή του ξύνει το αυτί κι αυτό κλαίει. Τα όνομα της είναι Δυστυχία. Χαχα, και θες να γράψεις κωμωδία. Γράψε κάτι άλλο. Γράψε κωμωδία.

Είναι βράδυ και η Δυστυχία  προχωράει στη γέφυρα του σταθμού Λαρίσης. Μπορεί να είναι και του Μονάχου. Ακούγεται το τραγούδι στο σταθμό του Μονάχου με ξέχασε αχού η μαύρη μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου.
Πάνω στη μέση της γέφυρας το παίρνει απόφαση. Βγάζει τα ακουστικά απ τα αφτιά της που άκουγε Μότσαρτ, τα τυλίγει, τα κάνει μασούρι, μασάει την τσίχλα, φτύνει το χτεσινό τζατζίκι, τα παίρνει στο κρανίο.
-Εσύ να κάτσεις εδώ! Λέει στο παιδί κουνώντας το δάχτυλο της στο πρόσωπο του. Μην το κουνήσεις! Θα γυρίσω να σε πάρω! [Το παιδί μοιάζει με την κραυγή του Μουνγκ.]
Το παιδί κλαίει με μαύρα δάκρυ. Έχετε δει μαύρο δάκρυ; Εγώ ποτέ. Όλα νερένια, μου φαίνονται. Εν πάση περιπτώσει το παιδί κλαίει. Όλα τα παιδιά κλαίνε. Η Δυστυχία παίρνει δρόμο.

 Ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ ή Μπιγκόνιας πήγαινε προς τον ίδιο σταθμό και περπατούσε με ευθύ βήμα μια και η ζωή του δεν ήταν δα και πιο άσχημη από των περισσοτέρων αυτού του χώρου. Αυτού του τόπου, ενός ίδιου κόσμου. Έτσι, ήταν ένας σαραντάρης χωρισμένος από μια γυναίκα που τον έδιωξε ένα πρωινό που έβρεχε ή δεν έβρεχε. Τι σημασία έχει η βροχή! Άμα κάνει καύσωνας να δεις πόση σημασία έχει! αναλογίστηκε και τάχυνε το βήμα του έξω από το σταθμό, αναθυμούμενος πως δεν είχε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, δεν είχε κανέναν και γι αυτό το είχε πάρει απόφαση: θα έφευγε μετανάστης για τη Βουλγαρία, η ζωή του στην Ελλάδα είχε καταστραφεί. Τον είχε καταστρέψει μια γυναίκα ή  μάλλον δυο γυναίκες, η μάνα του πρώτα γιατί τον γέννησε και η γυναίκα του που την νυμφεύτηκε και τώρα του δειξε τη μαύρη πόρτα. Φύγε! του είπε και μη ξαναγυρίσεις. Να πας πίσω απ τον ήλιο! [Κατάρα κι αυτή.]
Κάπου εκεί συναντήθηκαν αυτοί οι δυο. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας τελικά και η Δυστυχία. Ήρθαν αντιμέτωποι, μούρη με μούρη, έγιναν σαλάτα σαν ο Σεραφίνο με ένα ντουβάρι προκειμένου να γλιτώσει ένα κοτόπουλο, ή ο Τζόε Ντάλτον με μια σφαλιάρα του Σλούκι Λουκ.
-Μαλάκας είσαι! τον κοίταξε η Δυστυχία.
-Όχι, όχι, ψέλλισε.
-Α, δεν είσαι μαλάκα… Σηκώθηκε πιάνοντας τα πονεμένα σαγόνια της.
-Εγώ  ο Βασιλάκης είμαι .. εγώ.. πάω στη Βουλγαρία! Έχω εισιτήριο με το τρένο. Έχω κλείσει δουλειά σε βενζινάδικο.
-Βενζινάδικο…. Με δυσπιστία. Γιατί εμείς τι έχουμε; Εξιτήριο απ το τρελάδικο; Έκανε ένα γύρω του κι αυτός γύρω απ τον εαυτό του. [Λες αυτοί οι δυο να ερωτευθούν;] Λοιπόν;
-Τι λοιπόν… δεν έχει λοιπόν, εγώ πάω στο τρένο.
-Άιντε ρε φεύγα! Καλά που δε θα ταξιδέψω μαζί σου γιατί εγώ πάω μέχρι τη Θεσσαλονίκη να βρω τον πρώην ταβατζή μου.
-Γιατί ο τωρινός που είναι; Είπε όσο πιο αθώα μπορούσε ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας κι ύστερα, αφού μύρισε για λίγο το άρωμα της Δυστυχίας, πίσω από το μενεξεδένιο αφτί, το έβαλε στα πόδια να προλάβει το τρένο για τη Βουλγαρία.
-Κοίτα ρε κάτι άνθρωποι που ζούνε! Γέμισε ο κόσμος χαζοί κι εγώ να μη μπορώ να βρω έναν για να μου μεγαλώσει το παιδί.
Και πήρε το δρόμο για το τρένο.

Μέσα στο κουπέ ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας ήτανε μόνος κι αυτό του ήρεσεν. Χώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα, συνήθως μπορντώ χρώμα έχουν αυτά τα καθίσματα κι άνοιξε ένα ραδιοφωνάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Έπιασε το δεύτερο πρόγραμμα που είχε παρουσίαση για τα ενενήντα χρόνια του Θεοδωράκη και εκείνη τη στιγμή ακουγόταν το της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ. Ο Βασιλάκης πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να το χορεύει σαν ζεϊμπέκικο; Σαν τσιφτετέλι; Σαν ότι ήθελε. Μόνος του ήταν, έτσι νόμιζε, γι αυτό έκανε ότι ήθελε. Έβγαλε και σαν ταχυδακτυλουργός μια Μαλαματίνα από το καπέλο, την άνοιξε με τα δόντια και ρούφηξε, ενώ το τρένο ξεκινούσε αγκομαχώντας σαν παλιός γάιδαρος στον ανήφορο. Ας αγκομαχούσε όσο ήθελε, αυτός θα έφτανε κάποτε στη Βουλγαρία για να δουλέψει σε βενζινάδικο. 
Μόλις τελείωσε ο της δικαιοσύνης ήλιος νοητός και η Μαλαματίνα, ξαναχώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα. Ακούμπησε το κεφάλι του σε μια νάιλον σακούλα που κάπως τον ενοχλούσε αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για να μην το πάρει ο ύπνος.
 
Όταν ξύπνησε θα είχε περάσει καμιά ώρα, ίσως παραπάνω αλλά τι τον ένοιαζε; Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε καθώς ήταν στριμωγμένος χαμηλά, τα πόδια μιας γυναίκας απέναντί του στο άλλο κάθισμα. Του φάνηκαν ωραία πόδια και σκέφτηκε πως κάπου τα είχε ξαναδεί! Και δεν έφτανε αυτό, λίγο παραπάνω η φούστα ανασηκωνόταν και έδειχνε κι άλλα πράγματα.
 
Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας έξυσε το μούτρο του, έτσι έκανε όταν βρισκόταν σε δύσκολη θέση όπως τώρα εδώ αυτή αλλά εκεί που ξυνόταν με το χέρι του , πίσω από το σβέρκο και την ναιλον σακούλα, έπιασε μια δέσμη ευρώ. Αλαφιασμένος τα φερε μπροστά του κι ύστερα κι άλλα κι άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
 
Ωστόσο από απέναντι η ωραία με τα πόδια που δεν ήταν άλλη από την Δυστυχία τον πήρε μυρουδιά και το έσυρε έξω από το μπορντώ κάθισμα.
 
-Τι κάνεις εκεί κάτω ρε; και βλέποντας τα πακέτα με τα ευρώ γούρλωσε τα μάτια. Πού τα βρήκες αυτά ρε!
 
-Εδώ ... δεν ξέρω ... τι θέλεις εσύ εδώ ... κλείσε την πόρτα.
 
Η Δυστυχία με μια χάπα την έκλεισε. Το τρένο συνέχιζε να τρέχει για τη Βουλγαρία, αυτή πήγε κι έψαξε τη σακούλα κάτω απ το κάθισμα και μέτρησε είκοσι δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας είχε ήδη λιποθυμήσει. Η Δυστυχία τον κοίταξε με λύπη; Με σιχασιά, με έλεος; Με κάτι τέλος πάντων τον κοίταξε! Κι όμως αντί να φύγει, έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα της και του το πέταξε στη μούρη να συνέλθει. Του μέτρησε στη μούρη δέκα δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ και του είπε:
 
-Κοίτα, εγώ φεύγω τώρα κι αλλοίμονο σου αν πεις κάπου πως με ξέρεις! ούτε με είδες ούτε με συνάντησες ποτέ; εντάξει; Πρέπει να πάω πίσω στη γέφυρα να σώσω το παιδί μου!
 
-Μήπως είναι πλαστά; Θες να ρθω κι εγώ μαζί σου; τώρα τι να κάνω στη Βουλγαρία; Με τόσα λεφτά ... μουρμούρισε.
 
-Σκάσε ρε! τα κοίταξα είναι μια χαρά. Όχι, να μην έρθεις, ούτε με ξέρεις ούτε σε ξέρω, γεια σου τώρα!
 
Ο Βασιλάκης ξεροκατάπιε και την παρακολούθησε που άνοιξε το παράθυρο κινδύνου να βγει έξω από το τρένο στην κατάλληλη ευκαιρία. Τη βοήθησε μάλιστα, έτσι που ήταν με το μισό κορμί μέσα και το άλλο έξω πιάνοντας την από τα πόδια κι αυτό του δημιούργησε περισσότερο πανικό γιατί είδε όλο το βρακί
  και τα άσπρα μπούτια της. 
-Κόκκινο βρακί φοράς; της φώναξε κι εκείνη ακριβώς την ώρα που κουτρουβαλούσε στις σκόνες του τρένου του απάντησε.
 
-Άμα δε σου αρέσει να το αλλάξω!
 
Και χάθηκε μες την αχλή του κόσμου και του χρήματος.
 
Το διήγημα έχει χάπι έντ. Τίποτα τραγικό δε συνέβη από εκεί και πέρα. Η Δυστυχία γύρισε στη γέφυρα, βρήκε την κόρη της να κλαίει αλλά μόλις της έδειξε τα πακέτα τα ματάκια της στέγνωσαν, αγκάλιασε τη μαμά κι έφυγαν ευτυχισμένοι για έναν κόσμο άγνωστο. Μπορεί στο δρόμο τους, σε μια άλλη χώρα να συνάντησαν και τον Βασιλάκη Μπιγκόνια. Μπορεί. Κανείς δεν ξέρει τι του συμβαίνει σ αυτή τη ζωή.
 
Μπορεί να μη γελάσατε πολύ αλλά σίγουρα μειδιάσατε με την ωραία ευτυχία τους.
 

ΤΕΛΟς 

 

 

 

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΝΈς ΚΟΆΛΕς


 


ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΈΝΟΙ ΠΟΙΗΤΈΣ
 
Όταν έχεις να πεις πολλά
δεν κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στα άδυτα;
Όταν έχεις πολλά να κάνεις
μην κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στη σκόνη
Όταν έχεις πολλά να πεις
πίνεις ηδύποτα
πετάς λουλούδια απ το μπαλκόνι
σε μιαν αγαπημένη
Και η κόρη της Τενέας
να σου τραγουδεί
την άρχουσα τάξη, χάλκινες φιάλες
οι σαρκοφάγοι μιας αυλαίας
αρχαία ιστορία στου Γουδή
η εργατική τάξη, αγνές κοάλες.

 

ΑΡνούμαι ΤΡΊΤΟΣ ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΠΌΛΕΜΟΣ άρχισε

 

 


 άρχεται η συνεδρίασις εις δίκην της συνειδήσεως Η αυτού μεγαλειότης θ απονείμει δικαιοσύνη εις τα ζώα. Θα δοθούν δωρεάν νομικές και ιατρικές συμβουλές [δεν πιστεύω πως μπορούσα να ξεφύγω και να μη σας πως την αλήθεια] Ούτω, άπαντες είναι αποδεκτοί ασμένως.
Ερώτηση: τι να κάμω με τις φοβίες και τις αρνήσεις μου;
Απάντηση: να τις καταπνίξεις φίλε μου.
Μα πρόκειται περί επαναληφθέντων κατά συρροήν εγκλημάτων εις βάρος του λαού με τρομοκρατικές ενέργειες και εάν εν μέτρον αποτυγχάνει, αποσύρεται επεί,  μάλλον βλάπτειν τους ένοικους! [δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχω σαν νομοταγής πολίτης αλλά ενίσταμαι και εξοργίζομαι. ξεκίνησα να εμβολιαστώ αλλά η συνεχιζόμενη ανόητη πολιτική με ανάγκασε σε δρόμους άλλους]
Ερώτηση: ποία είναι η μετάλλαξις της ελλειπτικής τροχιάς του Αλδεβαράν; και γιατί δεν φοράτε μάσκαν;
Αποφεύγω να σας πιστεύω επειδή το παρελθόν σας δεν είναι έντιμο κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι και ως εκ τούτου αν ένα πανί μπορεί να με προφυλάξει από τον ιο, παρεμπιπτόντως οι ιοί είναι αόρατοι δια γυμνού οφθαλμού και άρα διαπερνούν ανά πάσα στιγμή τον χώρο και τον χρόνο, υποστηρίζω πως με υποχρεώνετε σεις, να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
Διαφωνείτε πως υπάρχει ιός; αυτό είναι ανήκουστο, μας θεωρείτε απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου;
Απάντηση! μάλιστα. τοιούτοι υπάρχετε, σεις που [με έξαψη] διάγετε βιολογικούς πολέμους, σεις που δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσετε, σεις ερχόσαστε σαν λυτρωτές μου; αρνούμαι να σας πιστέψω και γι αυτό δεν εμβολιάζομαι είσαστε υπότροποι και πρέπει να δικαστείτε και να καταδικαστείτε δια τούτο.
Πολύ θα ήθελα αδελφοί, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και έτεροι, να μην ακολουθήσετε την χυδαία υποκριτική στάση της παγκόσμιας κοινότητας

Εαν δεν μπορείτε να αντεπεξέλθετε  παραιτηθείτε των καθηκόντων σας άρχοντες, διότι αυτό που προσπαθείτε να με πείσετε πρόκειται περί μιας βδελυρής αστειότητας. η ζωή δεν μπορεί να κλεισθεί σε κουτί όσοι κι αν πεθάνουν. το ξέρετε πως καταντήσατε σεις την διάσπασιν του κοινωνικού ιστού; γνωρίζετε πως σκοτώνονται αδέρφια, πως χωρίζουν ανδρόγυνα, πως νέοι άνθρωποι χώνονται στις ψυχιατρικές κλινικές; και συνεχίζετε την ανόητη επανάληψη μέτρων που αποδείχτηκαν ανεπιτυχή;
το δις και τρις επαναλαμβανόμενο λάθος σημαίνει πως είσαι ηλίθιος αδερφέ επεί, ο εγκλεισμός, αι μάσκαι, το εμβόλιον, απεδείχθησαν μέτρα ανεπαρκή εναντίον του υποτιθέμενου ιού και συ συνεχίζεις να επιβάλλεις άλλους νόμους όπως οι περιορισμοί στις εισόδους σε κέντρα, σε καταστήματα, σε χώρους όπου σε λίγο δε θα επιτρέπεις σε κανέναν να υπάρχει!
η λήξις αυτής της συνεδρίασης συνειδήσεως ουδόλως εύκολη εστί και είναι πρόδηλον πως σεις θα συνεχίσετε όπως και εγώ θα συνεχίσω να μη σας έχω εμπιστοσύνη και ούτω θα καταλήξουμε σε μια διαμάχη διαρκείας.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΜΈΓΕΘΟΣ ΠΈΟΥΣ

 

Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.

 

Μα πιστεύω και έχω ακούσει τους περισσότερους ανθρώπους να υπεραμύνονται της έκφρασης αυτής. Στην ουσία: μα πως ζεις έτσι!
 

Υπάρχουν και άντρες που δεν είναι και τόσο..αρσενικοί. Ή τουλάχιστον έτσι αποφαίνεται η Ιστορία. Αλλά ωστόσο θα μπορούσα ν αντικρούσω και αλλιώς: ποιοι είναι οι λίγοι άντρες κατά τη γνώμη σου; ανέφερε χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χρώμα, χρωμόσωμα, μέγεθος πέους, άνοιγμα εγκεφάλου...
 

Απλά να σου πω μια αλήθεια: δε μου αρέσει η έκφραση με κάλυψε ο τάδε! νομίζω πως δεν έχει τι να πει αυτός που το λέει. [εγώ δεν την χρησιμοποιώ ποτέ αυτή την έκφραση] Με την τύχη μου πάντα είμαι σοβαρός κυρία.
 

Ο πιο σωστός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει ότι έχει χάσει την αξιοπρέπεια του.

 

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

ΚΑΛΉ ΤΥΧΗ ΜΑΓΚΑ 2

 

ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΜΑΓΚΑ.

Πολύ μ αρέσουν τα σκυλιά που τα φωνάζουν τ αφεντικά τους κι αυτά δεν ακούνε.

Χρυσαφικά του ήλιου, καινούργια ανάσα, μεγάλη απόφαση για κάποιον που αγαπούσε τη ζωή, σαν εμένα που δεν έδινα ποτέ λογαριασμό σε κανέναν, να κυνηγήσω ένα άλλο όνειρο.
Ο Στεφάν περνούσε τον καιρό του με κάτι κυρίες. Πλούσιος, αριστοκράτης, γλεντζές, ασχημάντρας. Ήταν παντρεμένος αλλά δε μιλούσε ποτέ γι αυτό. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγε και εκλεινε το θέμα.
-Είναι μια πολύ περήφανη, μου είπε ξαφνικά μια μέρα. Ακατάδεκτη. Χρύσα τη λένε. Να της δώσω το τηλέφωνο σου; με ρώτησε και με κοίταζε ερευνητικά.
-Γιατί το δικό μου; γέλασα. Και είσαι σίγουρος πως θα μου τηλεφωνήσει;
-Ναι, άμα της περιγράψω πόσο όμορφος είσαι θα σε πάρει σίγουρα, είναι η γυναικεία περιέργεια.
Το ύφος του δεν έκρυβε καμιά ειρωνεία.
-Μόνο εσύ μπορείς να της σπάσεις τα μούτρα! επειδή είναι όμορφη εμάς δε μας καταδέχεται! Εξ άλλου δεν κάνουν όλες οι γυναίκες για όλους τους άντρες.
Χαμογέλασα με κάποια αυταρέσκεια αν και δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για το ποιος ήμουν-ένα σκυλί που δεν άκουγε κανέναν. Ο Στεφάν κατά βάθος δε φαινόταν να με ζηλεύει. Απλά ήταν ελαφρώς περιπαιχτικός γύρω από τους όμορφους.
-Δεν έχει καμιά σημασία η ομορφιά, έλεγα εγώ ψεύτικα.
-Έχει πολύ μεγάλη σημασία μάγκα! είναι σπουδαίο να είσαι όμορφος, ωραίος! κι εσύ είσαι! κρίμα που δεν είμαι κι εγώ! Να δώσω το τηλέφωνο σου της ακατάδεχτης;
-Εντάξει, είπα. Δος το και δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί με αυτή μου την κίνηση.

Το βράδυ ήρθε αργό. Ντύθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καλός είσαι μη κοιτάζεσαι! με είχε συμβουλεύσει η τελευταία γυναίκα που έζησα μαζί της τρία χρόνια. Με ζήλευε, όχι πολύ αλλά καμιά φορά η λίγη ζήλια τονώνει το αίσθημα ανωτερότητας που υπάρχει σε όλους τους ωραίους άντρες σαν εμένα. Έφυγε όμως, με παράτησε και ήταν η μοναδική που το είχε κάνει αυτό. Είσαι πολύ όμορφος! δεν αντέχεσαι, γι αυτό φεύγω. Καλή τύχη μάγκα! Έτσι μ αποχαιρέτησε ένα πρωινό στην άσφαλτο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν έλεγε όλη την αλήθεια, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα πυκνά, ρούσα μαλλιά και βγήκα. Που θα πήγαινα; κανένας δε με περίμενε απόψε και μάλλον θα κατέληγα στη γνωστή παρέα στο μπαρ του Αρμόδιου. Χρόνια πήγαινα εκεί, ωραία ήταν. Πειράγματα με τους φίλους αντροπαρέα αλλά και πολλές γυναίκες. Όμορφες, πουτάνες. Μεθυσμένες, μερικές μαστουρωμένες, τις είχα βαρεθεί.
Μηχανικά κατευθύνθηκα προς τα εκεί, που να πήγαινα; πολλά χρήματα δεν κυκλοφορούσα τελευταία, άρα ήταν μια βολική λύση ο Αρμόδιος, που μόλις με είδε να κάθομαι στη μπάρα, έσπρωξε προς το μέρος μου μια Κικάο, την αγαπημένη μου μπύρα. Ανταλλάξαμε μια φιλική ματιά, με συμπαθούσε ο Αρμόδιος που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης αλλά ένεκα της ονομασίας του μαγαζιού σχεδόν κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του. Από την  άκρη της μπάρας με χαιρέτησε η Ντόνα, γυναίκα μιας βραδιάς. Της χαμογέλασα. Είχαμε κοιμηθεί μια βραδιά μαζί.
Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω μια γουλιά από τη μπύρα όταν χτύπησε το κινητό. Το άνοιξα, άγνωστος αριθμός.
-Ποιος είναι; ρώτησα.
-Είμαι η Χρύσα, άκουσα μια ωραία φωνή.
Αστραπιαία θυμήθηκα τον φίλο μου Στεφάν.
-Έλα στο μπαρ του Αρμόδιου, είπα κι έκλεισα.
-Τι σόι άνθρωπος είσαι; σούφρωσε τα χείλια του ο Αρμόδιος από μέσα. Είναι αναγκαίο να ξέρει η κοπέλα το μπαρ μου;
Γάτος ήταν,  πως κατάλαβε πως ήταν κοπέλα;
Δεν του απάντησα, τι να του λεγα, τα πιανε όλα στον αέρα. Κατέβασα μια γουλιά Κικάο, η Ντόνα ήρθε κοντά μου.
-Τι κάνεις όμορφε;
Την κοίταξα λοξά. Έφυγε.
Όταν έφτασε η Χρύσα έμεινα εμβρόντητος αλλά προσπάθησα να μη το δείξω. Πανέμορφη, δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω.
-Είμαι η Χρύσα, είπε και με κοίταζε στα μάτια.
-Πως με αναγνώρισες; ρώτησα.
-Μου είπε ο Στεφάν πως είσαι ο πιο ωραίος της παρέας, γι αυτό ήρθα, αλλιώς δε θα με έβλεπες ποτέ.

Σμίκρυνε ο κόσμος μου, έγινε μια σταλιά, αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου, μουρμούρισε πίσω μου ο Αρμόδιος την ώρα που φεύγαμε αλλά εγώ τον κοίταξε επιτιμητικά, δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια του, εξ άλλου δεν ήμουν πολύ εύκαιρος στα προφητικά λόγια. Απλά τον ρώτησα αν την ήξερε.
-Όχι, δεν την ξέρω. Κανείς δεν την ξέρει αλλά εσύ καλά θα κάνεις να την αποφεύγεις, μοιάζει επικίνδυνη, άκου και μένα κάτι ξέρω κι εγώ από γυναίκες. Και μάλλον παντρεμένη.
Παντρεμένη; πως του ήρθε και ρώτησα τη Χρύσα γι αυτό.
-Όχι, βέβαια! είπε γελαστά και μ έπεισε.
Όλοι οι άντρες παινεύονται πως ξέρουν πολλά για τις γυναίκες κι εγώ κάτι παραπάνω, έλεγα κι ύστερα από μια μέρα συναντήθηκα με τη Χρύσα, δεν άντεχα μακριά της, ούτε κι αυτή και ήρθε στο δωμάτιο φορώντας ένα πέπλο λευκό, νεράιδα σωστή, κινήθηκε με χάρη, απέθεσε όλες τις αλήθειες της στο δικό μου γυμνό κορμί κι εγώ την αγάπησα, πως γίνεται αυτό; από την πρώτη στιγμή κι εκείνη δεν ήξερε ν απαντήσει.
-Θα σ αγαπώ πάντα! φώναξε.
-Κι εγώ! φώναζα στο άδειο δωμάτιο όταν έλειπε κι αντηχούσαν οι τοίχοι.
Πέρασαν δυο βδομάδες, όλη η χαρά του κόσμου πάνω μας.
Με τον Στεφάν δεν είχαμε συναντηθεί, σα να μη βιαζόμουν να βρεθούμε, να τα πούμε, δεν τον ήξερα και τόσο καλά, τελευταία κάναμε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο ήρθε κεφάτος στου Αρμόδιου. Χωρίς να του πω τίποτε, το κατάλαβε.
-Έλα ρε! μη μου πεις πως την έρριξες; πω,πω! είσαι πρώτος μάγκας, το βλέπω στο πρόσωπο σου, μου είπε γελώντας. Περνάς καλά ε, τυχερέ! κερνάς απόψε, όλα δικά σου..όμως βοήθησα κι εγώ, για πες μου; πες μου λεπτομέρειες ρε μπαγάσα πως την κατάφερες.. δε θα τη φέρεις στην παρέα..να της κάνω καζούρα..
-Έτυχε, είπα. Όχι ακόμα, τα πράγματα είναι σοβαρά..
-Δηλαδή; μ έκοψε με αλλιώτικο ύφος.
-Τίποτε, ξέχνα το είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε στο μέλλον. Μπορεί να την παντρευτώ..
Ο Στεφάν έσκασε στα γέλια.
-Γιατί γελάς; τον ρώτησα. Που βλέπεις το αστείο;
Κάτι είχε αρχίσει να μη μ αρέσει στο ύφος του, χωρίς να φαίνεται ικανή αιτία να χαλάσει τη φιλία μας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις όπως επαναλάμβανε συχνά η Χρύσα.
-Τι εννοείς μ αυτό; τη ρωτούσα.
Τρεμόπαιζε τα βλέφαρα. Σκοτείνιαζε.
Καθόμασταν τότε στη βεράντα του σπιτιού μου, πίναμε ένα ποτό μετά από τον έρωτα, καπνίζαμε τσιγάρο,ήμασταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Και είχε περάσει ένας μήνας μόνο. Ένας μήνας που φαινόταν χρόνος.
-Είδες πως χάνεται ο χρόνος όταν αγαπάς; ω! σε λατρεύω! φώναξε δίπλα μου.
-Ναι! απάντησα. Έτσι είναι, όταν αγαπάς δεν υπάρχει χρόνος.
Και την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ένα δαχτυλίδι. Το ίδιο βράδυ της έκανα πρόταση γάμου στο μπαρ του Αρμόδιου. Η Χρύσα ξέσπασε στα γέλια. Γελούσε απίστευτα, και πιάνοντας το μέτωπο  οπισθοχώρισε προς την έξοδο, έφυγε. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα και το γέλιο της.
-Είδες; το είδες αυτό; έγινε αλήθεια; με ρωτούσε ο Αρμόδιος και όλοι οι πελάτες είχαν νεκρώσει σε μια στιγμή ακίνητη. Τίποτε δεν κινιόταν κι εγώ με το δαχτυλίδι στο χέρι, μετέωρος, αδύνατο να εξηγήσω, βγήκα έξω, πήρα τους δρόμους στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και της ανθρώπινης παράνοιας. Από τότε δεν την ξαναείδα..

Όταν συναντήθηκα με τον Στεφάν στο δρόμο, μου χαμογέλασε περιπαιχτικά. Περπατήσαμε λίγο στο πάρκο.
-Κανονικά έπρεπε να σου κάνω μήνυση για μοιχεία! είπε στρυφνά. Για να καταλάβεις πως δεν είναι όλες οι γυναίκες για σένα επειδή είσαι όμορφος. Να πληρώσω και δυο μπράβους να σου στραπατσάρουν εσαεί την ωραία σου φάτσα αλλά σε συμπαθώ ρε μάγκα, μη νομίζεις, ας πήγες με τη γυναίκα μου...αλλά, ξέρεις τι τους έκαναν τους μοιχούς στην Αρχαία Ελλάδα; Επί Δράκοντος του εκτελούσαν σαν δέντρα., αργότερα τους έχωναν από ένα καρότο ξέρεις που, ύστερα τους κούρευαν, τη μοιχαλίδα μπορούσε να την προσβάλλει ο καθένας, της έσκιζαν τα ρούχα, την έβριζαν, την ξευτέλιζαν! Στην εποχή μας καταργήθηκαν όλα αυτά αλλά παραμένει όμως μια σοβαρή αιτία διαζυγίου κι εγώ έπρεπε να χωρίσω με τη Χρύσα που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Σ ευχαριστώ μάγκα για τη βόηθεια σου.
-Και γιατί διάλεξες εμένα; ρώτησα. Πως ήξερες πως θα ενδώσω και πόσο μάλλον ότι η Χρύσα θα με ερωτευόταν;
-Ε, το ήξερα πως θα γίνει έτσι, το ήξερα. Είστε και οι δυο μεγάλα ψώνια, κατάλαβες; Καλή τύχη μάγκα, είσαι από αυτούς που ερωτεύονται οι γυναίκες, γι αυτό.

ΤΕΛΟΣ

 

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

ΕΒΡΕΧΕ

 

 


Σουρούπωνε
ή έβρεχε
Όταν χαράζει
είναι η καλύτερη ώρα.
Έχετε δει πως μπλεδίζει το σκοτάδι;
Χάραζε-όταν νυχτώνει είναι η χειρότερη ώρα
Λένε
Οι άνθρωποι που ξημερώνουν
πως το φως είναι η ζωή
Δεν ξέρουν πως και το φως δεν είναι χάδι;
Νύχτωνε
Η βροχή σταμάτησε;
 
[ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ μου.]

 

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΟΙ ΉΡΩΕς ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΊΑ

 •ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΥ Νεκταρίας Ασημακοπούλου δίνει ελπίδα ότι υπάρχουν ακόμα ΑΝΘΡΩΠΟΙ.


"Καταργήστε τα όλα λοιπόν: Πανηγύρια, χορωδίες, συναυλίες, αγκαλιές, φιλιά, πάρτυ, εκκλησία, σχολείο, παιχνίδι, ανεμελιά, αγάπη, συντροφικότητα, στοργή.
Αφήστε τον κόσμο όρθιο στα ΜΜΜ, γιατί ως γνωστόν μόνο από τους καθιστούς κολλάει...
Ανοίχτε τα σύνορα όμως, για να έχουμε τουρισμό, αλλά μην επιδοτήσετε τον εσωτερικό τουρισμό, γιατί δεν περισσέψαν λεφτά από τις ζαρντινιέρες!!!
Μη μιλάτε για ενίσχυση του ανοσοποιητικού, μη μιλάτε για το ρόλο της διατροφής, μη μιλάτε για τίποτα θετικό και ρεαλιστικό και έμπρακτο.
Τρομοκρατήστε τους όλους μέχρι θανάτου.
Μέχρι οριστικής απεμπόλισης κάθε κατοχυρωμένου συνταγματικού δικαιώματος.
Ψωνίστε online, πηδηχτείτε online, εργαστείτε online, ζήστε online, ψοφήστε online, βάλτε μάσκες και στο σεξ.
Αφήστε τους αγαπητοί σοφοί συνάδελφοι και ειδήμονες άρρωστους, ψυχή τε και σώματι, αλλά αφήστε τους ζωντανούς να ζήσουν στα αλήθεια.
Με λογική και προφύλαξη, γιατί κανείς λογικός δεν υποτίμησε το πρόβλημα.
Έχουμε ξεχάσει πια την ιατρική που διδαχτήκαμε…
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει ο διαβήτης, αλλά δεν είδα να απαγορευτεί η ζάχαρη.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει ο καρκίνος και τα καρδιαγγειακά, αλλά δεν είδα να απαγορευτούν τα συντηρητικά και οι επικίνδυνες ουσίες στις τροφές.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει η ελονοσία, αλλά δεν είδα να χρηματοδοτηθούν προγράμματα μείωσης των κουνουπιών.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύουν τα stress related diseases, αλλά ο κόσμος δουλεύει όλο και περισσότερο και είναι όλο και πιο χρεωμένος.
Σας σιχάθηκα κι εσάς και τις στρατηγικές σας για την υγεία και τις περγαμηνές σας και τις κατευθυντήριες οδηγίες σας και τον πανικό για τη ζωούλα σας.
Σας σιχάθηκα γιατί είστε υποκριτές.
Γιατί αν θέλατε πραγματικά δημόσια υγεία:
- Θα ενισχύατε ουσιαστικά την Α΄βάθμια περίθαλψη και τότε δε θα χρειαζάσασταν ΜΕΘ.
- Θα φροντίζατε ο κόσμος να αμοίβεται αξιοπρεπώς και να μην έχει στρες.
- Θα διαγράφατε τα χρέη των αναξιοπαθούντων.
- Θα αμβλύνατε τις κοινωνικές ανισότητες.
- Θα κάνατε πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, όχι για φόβο, αλλά για φρούτα και λαχανικά.
- Θα κάνατε Αγωγή Υγείας στα σχολεία.
- Θα κρατάγατε τα σχολεία ανοικτά περισσότερες ώρες ώστε να μη χρειάζεται να παραλαμβάνουν τα παιδιά οι παππούδες.
- Θα επιδοτούσατε μειωμένο ωράριο στις μανάδες ή και εντελώς τη μητρότητα, για να τρώνε σωστά τα παιδιά και να μη φορτώνονται στους ευπαθείς παππούδες.
- Θα επιδοτούσατε τη βιολογική διατροφή.
- Θα κάνατε ασύμφορη την ανθυγιεινή διατροφή.
- Θα επιδοτούσατε τη σωματική άσκηση.
- Θα πρασινίζατε τις πόλεις.
Νεκταρία Ασημακοπούλου - Ιατρός



Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΟΤΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ 3

 




Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να έκανα κάποτε πολλά λεφτά. Σχεδόν έξι-εφτά χρονών, που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, αντιλήφτηκα πως το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, μεροκαματιάρηδες. Πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί, σε ένα χωριό εδώ στην επαρχία. Βέβαια, πρώτα είχαν έρθει οι παππούδες. Γέννησαν τον πατέρα μου, λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας μου αφού είδε και αποείδε πως δεν έκανε προκοπή, πήγε μετανάστης στη Γερμανία,. Πήρε και τη μητέρα μου μαζί του μετά από λίγα χρόνια. Εμένα με άφησαν στη θεία μου την Αγγλαϊα. Γιατί δε σε πήρανε και σένα μαζί τους σκανιάρικο; μου λεγε συνέχεια. Αυτή η κουβέντα της είναι συνέχεια καρφωμένη στο μυαλό μου, ακόμη και τώρα που έγινα τριάντα πέντε χρονών. Πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια κι εγώ που ήθελα να γίνω πλούσιος, το μόνο που είχα καταφέρει, ήταν να μετράω ξένα χρήματα, εδώ και δέκα χρόνια που είχα διοριστεί ταμίας στη ΔΕΗ. Ότι χειρότερο μπορούσε να μου τύχει, δηλαδή. Στην αρχή, δε μου άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά. Τι άλλο μπορούσες να κάνεις παιδί μου; μου λεγε συχνά ο πατέρας μου, συνταξιούχος πια. Το σπίτι σου το έχεις, δόξα το θεό, αυτό τουλάχιστον μπόρεσα να σου αφήσω. Βρες και καμιά γυναικούλα να παντρευτείς, τι κάθεσαι; Εγώ δεν το έβλεπα καθόλου έτσι το πράγμα. Ή σχεδόν καθόλου έτσι. Ποτέ μου δεν είχα πάρει σοβαρά μια τέτοια απόφαση.΄Εξάλλου, μόνος μου περνούσα καλύτερα, είχα και δυο καλούς φίλους, τον Αλέκο και τον Βαγγέλη. Μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Με τον Αλέκο πήγαμε και στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τον Βαγγέλη τον χάσαμε αυτά τα χρόνια αλλά μετά το στρατιωτικό, ανταμώσαμε στη μικρή μας πόλη και γίναμε αχώριστο τρίο. Ο Βαγγέλης που δεν είχε σπουδάσει περαιτέρω, άνοιξε ένα σουβλατζίδικο, ο Αλέκος έγινε Λιμενικός κι εγώ, είπαμε, ταμίας στη ΔΕΗ.

Συναντιόμασταν πολλές φορές, αργά στο σουβλατζίδικο, όταν η πολλή δουλειά είχε σπατσάρει. Ούφ! βαρέθηκα, μούγκριζε ο Βαγγέλης, πετώντας την ποδιά. Δουλειά είναι αυτή; Να φτιάχνεις σουβλάκια για τους άλλους! Καλά είναι, μη γκρινιάζεις, υπάρχουν και χειρότερα, έτσι δεν είναι Παναγιώτη; γύριζε σε μένα ο Αλέκος. Έτσι είναι, γιε Βαγγέλη, αργόσερνα εγώ την κουβέντα μου, που ποτέ δεν είχα καταφέρει να προφέρω καλά το ρ και οι δυο τους με κορόϊδευαν πολλές φορές για αυτό μου το ελάττωμα. Με πείραζαν δηλαδή, βάζοντας μου επίτηδες να λέω λέξεις με πολλά ρ. Κόκκορας, Παναγιώτη, λέγανε κι οι δυο μαζί. Κόκογας! τους έκανα τη χάρη εγώ και το ρίχναμε στις μπύρες. Και οι τρεις ήμασταν επιρρεπείς στο ποτό. Στο αλκοόλ. Πίναμε ότι βρίσκαμε μπροστά μας, μα πιο πολύ κρασί κι έτσι, τις περισσότερες φορές, φεύγαμε σκνίπα από το σουβλατζίδικο ή όπου αλλού βρισκόμασταν.
Εγώ που κυκλοφορούσα με ποδήλατο, πάμπολλες φορές έτρωγα τα μούτρα μου, ιδιαίτερα λίγο πριν την εξώπορτα του σπιτιού μου, όπου υπήρχαν χαλίκια. Μια βραδιά κόντεψα να σκοτωθώ πέφτοντας στα κάγκελα. Δεν τα είχα δει, έτσι μαύρα που τα είχα βάψει μόνος μου, ο ηλίθιος. Ο μπροστινός τροχός σφηνώθηκε ανάμεσα στο κενό που άφηναν τα κάγκελα, τα χέρια μου που κρατούσαν το τιμόνι, καταματωσαν. Με χίλια ζόρια κατάφερα να ξεσφηνωθώ και μόλις το είπα στην παρέα, ξεσκίστηκαν στα γέλια. Τι, γελάτε γε παιδιά; για γέλια είναι; ρώτησα απορημένος. Α, ρε Παναγιώτη; σου είπα να πάρεις μια μερσεντές αλλά δεν ακούς, έκανε ο Αλέκος. Πες του τώγα τίποτα εσύ! γύρισα στον Βαγγέλη. Με τι λεφτά γε βλάκα;

Πίναμε πάλι το κρασί μας στο σουβλατζίδικο του Βαγγέλη. Η ώρα κόντευε δυο και έβαλε την πινακίδα στην πόρτα με την ένδειξη κλειστό για να μη μας ενοχλεί κανείς. Με τι λεφτά...συνέχισε ο Αλέκος. Τόσα λεφτά περνάνε από τα χέρια σου! Μα είναι ξένα βγε αδερφέ, διαμαρτυρήθηκα. Θυμάσαι εκείνο το παλιό κόλπο που είχαμε καταστρώσει, τόσα χρόνια πριν; Μην κάνεις πως δε θυμάσαι, αντάλλαξαν μια ματιά με νόημα. Α, άνοιξα τα μάτια μου. Να με βαγέσετε και να πάγετε τα χγήματα, γέλασα τσιτσιριστά. Ε, εντάξει αλλά μη με βαγέσετε πολύ.
Λοιπόν, έκανε τώρα ο Αλέκος σοβαρά, που ήθελε να το παίζει αρχηγός. Εγω πιστεύω πως ήρθε η ώρα να το πραγματοποιήσουμε. Βαγγέλη συμφωνείς; Εγώ είμαι μέσα, το ξέρεις καλά. Τώρα που σφίξανε τα πράγματα με το κωλοευρώ; Σούμπιτος. Αλλά να πάρουμε μπάζα κι αν μας πιάσουν να μην πούνε πως ήμασταν λιγούρηδες, ψιλικατζήδες, συμφώνησε ο Βαγγέλης και με κοίταζε. Μιλάτε σοβαγά; έκανα. Πολύ σοβαγά! μίλησαν ταυτόχρονα και οι δυο. Βγε παιδιά, αυτά είναι σοβαγά πγάγματα, μη γίνουμε γεζίλι! Δεν πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε; επέμενε ο Αλέκος. Όχι, όχι θα τα καταφέγουμε, είπα χωρίς να ξέρω που εύρισκα το θάρρος.

Είχαμε πράγματι καταστρώσει ένα σχέδιο, πολλά χρόνια πριν. Είχαμε μελετήσει όλες τις λεπτομέρειες. Θα μου επιτίθονταν την ώρα που θα πήγαινα να καταθέσω το πιο μεγάλο κεφάλαιο στην τράπεζα. Περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ. Έτσι θα κάναμε μια καλούτσικη αρχική μπάζα. Από τριακόσιες τριάντα τρεις χιλιάδες ευρώ ο καθένας. Κι όλο το βράδυ, μου πιπίλισαν το μυαλό. Πάρτο απόφαση, δεν είναι τίποτα μου έλεγαν. Θα σου ρίξουμε δυο μπουνιές και τέρμα, εντάξει θα πέσεις αναίσθητος, δεν είναι τίποτα κι ύστερα ν αντέξεις στις ανακρίσεις, τίποτα άλλο. Άιντε μια ζωή δεν έλεγες πως ήθελες να κάμεις λεφτά; Να η ευκαιρία, ξεκόλλα! Μεθυσμένος καθώς ήμουν, συμφώνησα μαζί τους και δώσαμε όρκο να μείνουμε ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Σχεδόν όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, άραξα στο σαλόνι και χάζευα στην τηλεόραση. Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα, απλά ονειρευόμουν πως θα γινόταν όλο το σχέδιο και με έπιανε κάποια έπαρση που θα είχα τόσα λεφτά δικά μου. Θα αγόραζα επιτέλους εκείνη τη μερσεντές, όχι αμέσως, μου είπε ο Βαγγέλης κι ο Αλέκος. Πρέπει να αφήσουμε να περάσει καιρός, άσε που σκέφτηκα να φύγω για τη Γερμανία. Μάλλον αυτό θα έκανα, βέβαια με τόσα λεφτά, τι να έκανα στην Επαρχία; Ο πατέρας μου, γέρος άνθρωπος, πέρασε κανα δυο φορές να πάει για κατούρημα. Δεν παραξενεύτηκε που με είδε εκεί - τόκανα συχνά αυτό-ούτε μου μίλησε. Ή μάλλον, κάτι μουρμούρισε ανάμεσα από το βήχα του αλλά δεν το κατάλαβα κι έτσι δεν του απάντησα. Κακοκοιμησμένος στον καναπέ, όταν σηκώθηκα το πρωί, θα πρέπει να ήμουν πολύ χάλια. Στον καθρέφτη της τουαλέτας όταν πλενόμουν, απέφυγα να κοιτάξω τα μούτρα μου. Πως είσαι έτσι; με αυτά τα ρούχα θα πας στη δουλειά; γκρίνιαξε ο πατέρας μου. Που να ήξερε τι ετοίμαζα. Αν από κάποια μαγική εικόνα το μάθαινε, θα μου λεγε ένα άει χάσου απ τα μάτια μου αλλά δεν ήξερε και ούτε θα μάθαινε ποτέ. Καλά σου λέει, πρόσθεσε κι η μάνα μου, έλα να σου δώσω μια καινούρια αλλαξιά. Εγώ έγνεψα καταφατικά. Μου έφερε σιδερωμένο πουκάμισο και παντελόνι και με παρακολουθούσε. Το σώβρακο δε θα το αλλάξεις; επέμενε ενώ εγώ είχα ήδη ντυθεί. Ωχ! γε μάνα, καθαγό είναι, της απάντησα κι έφυγα σβουριχτός.

Έπρεπε να προλάβω, σήμερα θα γίνονταν όλα. Καθώς θα πήγαινα το εκατομμύριο στην τράπεζα, γύρω στις δέκα, θα μου την είχαν στημένη.  Είχαμε κανονίσει και το σημείο που θα με περίμεναν οι φίλοι μου για να με βαγέσουν.

 

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΦΊΛΟΣ 2

 


 


 Το είχα πάρει απόφαση πως η ζωή μου πολύ δύσκολα θα μπορούσε ν αλλάξει. Και πως να γινόταν αυτό, δηλαδή, αφού  τόσα χρόνια τώρα έκανα μόνο δουλειές του ποδαριού. Τον περισσότερο καιρό, δούλευα γκαρσόνι, όπου εύρισκα. Στην αρχή πήγαινα σε ρέστωραντ πολυτελείας.  Να σερβίρω τους λεφτάδες, που με θεωρούσαν υπηρέτη τους  και τέτοιος ήμουν, αυτό δεν είναι ψέμματα. Όσοι έχουν δουλέψει γκαρσόνια και δεν νιώθουν απελπισία που είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε πιάτα, σερβίτσια, μακαρονάδες, πετσέτες στους πελάτες, το αικιού τους θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό. Το μυαλό τους δεν κόβει. Εμενα όμως το μυαλό  μου έκοβε. Δεν ήμουν βλάκας. Τριάντα πέντε χρόνια στο πεζοδρόμιο. Το μεγάλο σχολείο. Τα είχα σπουδάσει,  αυτά, όλοι με έλεγαν τσακάλι κκαι το νιωθα, δεν ήμουν βλάκας.  Άτυχος ήμουν και γι΄αυτό σκεφτόμουν τελευταία,  να βρω κάποιο κόλπο, κάτι να κάνω για να μην ξαναδουλέψω γκαρσόνι. Να μην είμαι υπηρέτης του κάθε χαζοχαρούμενου νεόπλουτου. Ενας τρόπος ήταν να κερδίσω κάποτε στο λότο. Κι έπαιζα μετα μανίας μέχρι την τελευταία μου δεκάρα. Πήγαινα στα μεγαλύτερα προποτζίδικα, διάβαζα συστήματα, μιλούσα με άλλους που είχαν κερδίσει, παρακολουθούσα στατιστικές  αλλά τίποτα.. Βέβαια, έξυπνος ήμουν, καταλάβαινα πως ονειροβατούσα, ζεις όμως και με τα όνειρα. Όλα τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν για να ξεχνιέμαι και να περνάει η ώρα, τι θα έκανα τα λεφτά που θα κέρδιζα. Μελετούσα και την παραμικρή λεπτομέρεια,  έλεγα σ΄αυτούς που με είχαν αδικήσει πως δεν θα έδινα τίποτε, θα ξεχρέωνα κάτι λίγα χρέη, θα πήγαινα και στην  Ελένη κορδωμένος να της δείξω τα λεφτά μου- η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα που με ανέχεται, με τόση φτώχεια ποια γυναίκα σε θέλει; θα υπερηφανευόμουν πως παρ ότι είχα τελειώσει μόνο το Λύκειο, ήμουν πιο έξυπνος από τόσα κορόιδα που περίμεναν με το μεροκάματο να γίνουν πλούσιοι. Αυτή ήταν η μια μανία μου. Η άλλη ήταν το ίντερνετ. Είχε ο κύριος Νίκος πολλούς υπολογιστές και μου είχε χαρίσει έναν πριν χρόνια.Έναν υπολογιστή που δεν τον ήθελε και μου τον χάρισε. Έτσι κάνουν αυτοί οι πλούσιοι, χαρίζουν ότι δεν χρειάζονται και σε υποχρεώνουν. Έτσι κι εγώ όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκεί μέσα τον περνούσα. Γράφτηκα στο φεις μπουκ κι έκανα επιλεκτικά μόνο εκατόν πενήντα φίλους. Ούτε έναν παραπάνω. Δεν ήθελα άλλους. Κι αυτούς είναι σαν να μην τους έχεις! Σούφρωνε τα χείλια της, η Ελένη. Φίλοι είναι αυτοί που δεν συναντιόσαστε ποτέ; Εγώ ξέρω οι φίλοι  βγαίνουν παρέα, συναντιούνται, μιλάνε, βοηθάνε ο ένας τον άλλον στα προβλήματα, εσένα τι φίλοι είναι αυτοί;  ξέρει κανένας από δαύτους πως δεν έχεις να φας; Αυτά μου τα λεγε συνέχεια, εμένα όμως ήταν πεποίθηση πως αυτοί οι φίλοι κάποια μέρα θα με έσωζαν. Δεν ξέρω πως μου έβγαινε αυτό αλλά  ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα με βοηθούσαν.. . Μιλούσα μαζί τους πολλές ώρες,  τους έκανα λαικ,  μου έκαναν. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, οι περισσότερες γυναίκες με γουστάρουν γιατί είχα  βάλει μια πολύ ωραία φωτογραφία στο προφίλ μου και όχι μόνο. Αυτά δεν τα έβλεπε η Ελένη που περιττό να πω ότι δεν είχε ιδέα από υπολογιστή. Τι υπολογιστή να ήξερε αφού μια ζωή δούλευε σκουπίστρια στην εταιρία του κυρίου Νίκου. Α, ναι, παντού αυτός ο κύριος Νίκος, μας βοηθούσε, καλός άνθρωπος αλλά πλούσιος.Τώρα όμως τα πράγματα είχαν σκουριάσει περισσότερο. Ήμουν άνεργος πάνω από τρεις μήνες. Με συντηρούσε η Ελένη  αλλιώς θα είχα πεθάνει της πείνας. Τι θα κάνεις; τι θα έκανες αν δεν είχες εμένα; μου φώναζε κάθε μέρα. Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά Βαγγέλη, το φειςμπουκ και τα καφενεία δεν δίνουν λεφτά. Κατάλαβες Βαγγέλη; Το όνομά μου είναι Βαγγέλης. Αλλά τι το θέλεις το όνομα; οι φτωχοί δεν χρειάζεται να έχουν όνομα. Μένω τελευταία σε ένα ημιυπόγειο που μου έκανε χάρη να μου παραχωρήσει ο κύριος Νίκος. Πήγαινε εκεί,  μου είπε, δεν έχω τίποτα  καλύτερο. Δεν πειράζει, του απάντησα, έχω συνηθίσει εγώ. Έχω κοιμηθεί και στις πέτρες, στα παγκάκια. Στα παγκάκια ε; Στις πέτρες; Άνοιγε τα μάτια του. Έφαγες σήμερα; Ναι, δυο βερίκοκα. Να πάρε μισό ευρό  να  πάρεις νερό. Τι να το κάνω το νερό; απορούσα. Ε, πως, άνθρωπος είσαι θα διψάσεις. Κι έφευγε με τα σιγανά του βήματα σαν πλούσια γάτα που ήταν. Η κατάντια μου είχε φτάσει στην απελπισία. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να βρω μια δουλειά. Να γίνω άνθρωπος. Η Ελένη μου το ξεκαθάρισε. Άιντε αγόρι μου, εσύ δε βάζεις μυαλό, άιντε στο καλό, αφησέ με μήπως βρω κι εγω κανέναν άντρα της προκοπής, να παντρευτώ. Εσύ δεν κάνεις προκοπή.
Αλλά την παρακάλεσα.
  Έπεσα στα πόδια της, καταξευτιλιστηκα και της υποσχέθηκα πως να, όπου να είναι θα πήγαινα να πιάσω δουλειά στο καφενείο του Νικήτα.  Αυτό το ακούω χρόνια τώρα, καλά, εντάξει αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, εντάξει!
Με το κεφάλι σκυφτό, αυτή η κατάσταση κράτησε κάμποσο καιρό ακόμα ίσως έξι μήνες
 και το περίεργο είναι πως εγώ γινόμουν όλο και πιο αδιάφορος. Κορόιδευα τον εαυτό μου και την Ελένη. Εκεί που την έβρισκα πραγματικά, ήταν ο υπολογιστής μου και οι φίλοι μου.Κλικ απο δω, λάικ από κει, σχολίαζα αλλα δεν έβγαινε τίποτε.  Το πράγμα άρχισε να δυσκολεύει όταν με διέγραψε πρώτα η Νίκη. Απόρησα  πραγματικά, της έστειλα μήνυμα μα ήταν αμετάπειστη. Σε έκανα ντιλιτ, μου είπε. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα μαλλιά μου, έτσι κάνω όταν δυσκολεύομαι κι άρχισε να με πιάνει τρόμος στην ιδέα πως θα μπορούσαν να με διαγράψουν όλοι. Μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα, πετάχτηκα επάνω άνοιξα τον υπολογιστή. Ναι, οι σκέψεις επαληθεύονταν. Και άλλοι δυο φίλοι με διέγραψαν. Το πρωί πήγα στο καφενείο σκοτωμένος, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τι να τους έλεγα άλλωστε. Δεν είχα κανέναν φίλο εκεί, εμένα οι φίλοι μου ήταν στις οθόνες κι μου ράγιζε η καρδιά που τους έβλεπα μετά από τόσα χρόνια να αποχωρούν. Να με  διαγράφουν ένας-ένας. Γύρισα το μεσημέρι είδα πως είχαν αποχωρήσει άλλοι δέκα. Δεν προσπάθησα να μεταπείσω κανέναν και τα κουβέντιασα με τον Τζονυ. Ο Τζόνι είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μη φοβάσαι μου είπε στο τσατ, δεν μπορεί να σε διαγράψουν όλοι, κάποιο λάθος θα έκανες. Εσύ, του λέω για ένα μικρό λάθος θα με διαγράψεις. Εγώ Βαγγέλη δε θα σε διαγράψω ποτέ. Λοιπόν πάρε μια μέρα το λεωφορείο κι έλα να τα πούμε από κοντά. Να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε και να πιούμε. Θα έρθω του είπα, στο υπόσχομαι. Όπως περνούσαν οι μέρες, σιγά-σιγά, ίσως μέσα σε ένα μήνα μου είχαν απομείνει μόνο δώδεκα φίλοι. Είχα συνηθίσει πια και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Τελείωσε αυτή η δουλειά έλεγα στον εαυτό μου κι έψαχνα να βρω δουλειά αλλά που..
Πήγα από δω, ρώτησα από εκεί, τίποτα. Η Ελένη δεν μου μιλούσε άλλο. Πάψαμε να κάνουμε και έρωτα, το πράγμα χειροτέρευε άγρια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει πως χρειαζόταν να πάω
  να βρω τον  Τζόνι. Περιττό να σας πω, πως ήταν ο τελευταίος, ο μοναδικός φίλος που μου είχε απομείνει. Αλλά ήταν πραγματικός, μη σε νοιάζει με παρηγορούσε και τα κουβεντιάζαμε συνέχεια. Εσύ πόσους φίλους έχεις; τον ρωτούσα αν και έβλεπα στο προφίλ του πως είχε πάνω από τρεις χιλιάδες. Χαχαχα! γελούσε μη το σκέφτεσαι καλέ μου, θα έρθεις τη Δευτέρα που μου υποσχέθηκες; Θα έρθω του είπα και το φιξάραμε. Μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω γιατί το σπίτι του ήταν έξω από την πόλη. Με το κεφάλι σκυφτό, το μυαλό μου καρφωμένο στους δρόμους, γύριζα σαν αδέσποτος σκύλος. Όλη εκείνη την Κυριακή δεν πήγα καθόλου στην Ελένη. Σκεφτόμουν μόνο πως θα έφτανα στον Τζόνι. Μόνο ο Τζόνι θα με έσωζε, αυτός, ο τελευταίος οθονικός μου φίλος. Βέβαια το είχα παρακάνει με την Ελένη,  καλά μου είπε, έπρεπε να την αφήσω ήσυχη. Όπως μου ρχόταν στο νου η σκέψη πως θα ζούσα χωρίς αυτήν κάθισα σε ένα παγκάκι κι έκλαψα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα. Πέρασα πάλι το χέρι, τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά μου. Έκανε κρύο. Ένας ψιλός αέρας σφύριζε πάνω απ τις κορφές των κτιρίων. Προχώρησα προς την υπόγα, μόνος,
  πεινασμένος,  κι άυπνος δυο, τρεις μέρες, δεν ξέρω πόσο. Είχα μια ξεχασμένη τσίχλα  στην τσέπη του πουκάμισου, την ξεκόλλησα, είχε μείνει λίγο χαρτί γύρω της. Την έβγαλα προσεκτικά και την ξαναμάσησα. Αλλά χορταίνεις με την τσίχλα; Γιατί να πεινάνε οι άνθρωποι; τι χρειαζόταν το φαΐ; μήπως έπρεπε η φύση να φρόντιζε διαφορετικά για τους ανθρώπους; Δηλαδή να μην έχουν ανάγκη να τρώνε; Έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ακόμα κι όταν είχα μπει στην υπόγα. Κάθισα στο λειψό τραπέζι, άναψα το κερί. Το φως ήταν κομμένο καιρό. Έψαξα να βρω κάτι να τσιμπήσω, καμιά φορά έκρυβα κανένα κομμάτι ψωμί σε  σακούλες ναύλον αλλά αυτή τη φορά δεν είχα κρύψει ούτε τρίμμα. Μόνο ένα σαπισμένο ροδάκινο, που ήταν στην βρώμικη κουζίνα  βρήκα. Το πλυνα, το καθάρισα όπως μπορούσα και το έφαγα. Έφαγα και το κουκούτσι. Η ψίχα του ροδάκινου δεν τρώγεται, είναι πικρή. Θεόπικρη και πιάνει μούχλα. Όμως αυτή η ψίχα με  κράτησε. Έριξα ένα παλιό πέτσινο μπουφάν στους ώμους και βγήκα στο δρόμο. Νύχτα ήτανε, το ξεροβόρι θέριζε τον κόσμο μου. Ξεκίνησα να περπατώ. Περπατούσα, περπατούσα, δεν ξέρω πόσες ώρες, και το χάραμα  είχα βγει από την πόλη όπως μου είχε πει ο Τζόνι. Ναι, εκεί πήγαινα, που αλλού, δεν είχα που αλλού να πάω. Να έρθεις οπωσδήποτε, θα σε φιλοξενήσω, να μείνεις όσο θέλεις μου είχε πει και με είχε κατασυγκινήσει.Και να τώρα που έφτανα σε κείνη την ερημιά που με είχαν φέρει οι οδηγίες του. Πήρα το μονοπάτι που έβγαζε πίσω από τον λόφο. Έστριψα μια μεγάλη στροφή. Είδα το σπίτι του Τζόνι. Μικρό μου φάνηκε. Μικρούλι.  Θα μας χωρούσε άραγε και τους δυο; Προχώρησα κατά εκεί. Ο ήλιος είχε φέξει για τα καλά. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, μου είχε πει ο Τζόνι. Δεν κλειδώνω ποτέ. Πράγματι, ήταν ανοιχτές. Μπήκα από την μία  με σιγανά βήματα. Η ανάσα μου σχεδόν σταματημένη. Προχώρησα στο μικρό διάδρομο. Μπήκα στη σάλα. Κοίταξα πάνω στο γραφείο. Ένας γάτος καθόταν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μου χαμογελούσε.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...