Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΙΦΡΑΓΚΑ 2

 

 




Σημείωμα για ένα διήγημα. ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

ΤΟ ΘΕΜΑ: Αυτός κι αυτή κάθονται πάνω σε μια νάιλον τσάντα με ένα εκατομμύριο εύρο. Ο Χώρος; Κάπου σε ένα κουπέ τρένου που ταξιδεύει στο άγνωστο. Χμ, ίσως.
Μπορεί στο δρόμο. Πάντως αυτοί θα συναντηθούν πολλές φορές. Αυτός, ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ είναι άσχημος, μπορεί να μη τον λένε κι έτσι. Μπορεί να τον λένε Μπιγκόνια ή λουλούδι, ή νυχτολούλουδο, πάντως κάπως τον λένε και είναι όντως πιο ωραίος από τον μίστερ Μπιν.
Αυτή είναι μια στρίγγλα! Γιατί; τι νόημα θα είχε; Είναι μια κάτασπρη γκομενούλα που έχει ένα παιδί. Πέντε ή έξι χρονών και το σέρνει στην άσφαλτο που καίει. Καθώς βαδίζουν αυτή του ξύνει το αυτί κι αυτό κλαίει. Τα όνομα της είναι Δυστυχία. Χαχα, και θες να γράψεις κωμωδία. Γράψε κάτι άλλο. Γράψε κωμωδία.

Είναι βράδυ και η Δυστυχία  προχωράει στη γέφυρα του σταθμού Λαρίσης. Μπορεί να είναι και του Μονάχου. Ακούγεται το τραγούδι στο σταθμό του Μονάχου με ξέχασε αχού η μαύρη μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου.
Πάνω στη μέση της γέφυρας το παίρνει απόφαση. Βγάζει τα ακουστικά απ τα αφτιά της που άκουγε Μότσαρτ, τα τυλίγει, τα κάνει μασούρι, μασάει την τσίχλα, φτύνει το χτεσινό τζατζίκι, τα παίρνει στο κρανίο.
-Εσύ να κάτσεις εδώ! Λέει στο παιδί κουνώντας το δάχτυλο της στο πρόσωπο του. Μην το κουνήσεις! Θα γυρίσω να σε πάρω! [Το παιδί μοιάζει με την κραυγή του Μουνγκ.]
Το παιδί κλαίει με μαύρα δάκρυ. Έχετε δει μαύρο δάκρυ; Εγώ ποτέ. Όλα νερένια, μου φαίνονται. Εν πάση περιπτώσει το παιδί κλαίει. Όλα τα παιδιά κλαίνε. Η Δυστυχία παίρνει δρόμο.

 Ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ ή Μπιγκόνιας πήγαινε προς τον ίδιο σταθμό και περπατούσε με ευθύ βήμα μια και η ζωή του δεν ήταν δα και πιο άσχημη από των περισσοτέρων αυτού του χώρου. Αυτού του τόπου, ενός ίδιου κόσμου. Έτσι, ήταν ένας σαραντάρης χωρισμένος από μια γυναίκα που τον έδιωξε ένα πρωινό που έβρεχε ή δεν έβρεχε. Τι σημασία έχει η βροχή! Άμα κάνει καύσωνας να δεις πόση σημασία έχει! αναλογίστηκε και τάχυνε το βήμα του έξω από το σταθμό, αναθυμούμενος πως δεν είχε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, δεν είχε κανέναν και γι αυτό το είχε πάρει απόφαση: θα έφευγε μετανάστης για τη Βουλγαρία, η ζωή του στην Ελλάδα είχε καταστραφεί. Τον είχε καταστρέψει μια γυναίκα ή  μάλλον δυο γυναίκες, η μάνα του πρώτα γιατί τον γέννησε και η γυναίκα του που την νυμφεύτηκε και τώρα του δειξε τη μαύρη πόρτα. Φύγε! του είπε και μη ξαναγυρίσεις. Να πας πίσω απ τον ήλιο! [Κατάρα κι αυτή.]
Κάπου εκεί συναντήθηκαν αυτοί οι δυο. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας τελικά και η Δυστυχία. Ήρθαν αντιμέτωποι, μούρη με μούρη, έγιναν σαλάτα σαν ο Σεραφίνο με ένα ντουβάρι προκειμένου να γλιτώσει ένα κοτόπουλο, ή ο Τζόε Ντάλτον με μια σφαλιάρα του Σλούκι Λουκ.
-Μαλάκας είσαι! τον κοίταξε η Δυστυχία.
-Όχι, όχι, ψέλλισε.
-Α, δεν είσαι μαλάκα… Σηκώθηκε πιάνοντας τα πονεμένα σαγόνια της.
-Εγώ  ο Βασιλάκης είμαι .. εγώ.. πάω στη Βουλγαρία! Έχω εισιτήριο με το τρένο. Έχω κλείσει δουλειά σε βενζινάδικο.
-Βενζινάδικο…. Με δυσπιστία. Γιατί εμείς τι έχουμε; Εξιτήριο απ το τρελάδικο; Έκανε ένα γύρω του κι αυτός γύρω απ τον εαυτό του. [Λες αυτοί οι δυο να ερωτευθούν;] Λοιπόν;
-Τι λοιπόν… δεν έχει λοιπόν, εγώ πάω στο τρένο.
-Άιντε ρε φεύγα! Καλά που δε θα ταξιδέψω μαζί σου γιατί εγώ πάω μέχρι τη Θεσσαλονίκη να βρω τον πρώην ταβατζή μου.
-Γιατί ο τωρινός που είναι; Είπε όσο πιο αθώα μπορούσε ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας κι ύστερα, αφού μύρισε για λίγο το άρωμα της Δυστυχίας, πίσω από το μενεξεδένιο αφτί, το έβαλε στα πόδια να προλάβει το τρένο για τη Βουλγαρία.
-Κοίτα ρε κάτι άνθρωποι που ζούνε! Γέμισε ο κόσμος χαζοί κι εγώ να μη μπορώ να βρω έναν για να μου μεγαλώσει το παιδί.
Και πήρε το δρόμο για το τρένο.

Μέσα στο κουπέ ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας ήτανε μόνος κι αυτό του ήρεσεν. Χώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα, συνήθως μπορντώ χρώμα έχουν αυτά τα καθίσματα κι άνοιξε ένα ραδιοφωνάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Έπιασε το δεύτερο πρόγραμμα που είχε παρουσίαση για τα ενενήντα χρόνια του Θεοδωράκη και εκείνη τη στιγμή ακουγόταν το της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ. Ο Βασιλάκης πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να το χορεύει σαν ζεϊμπέκικο; Σαν τσιφτετέλι; Σαν ότι ήθελε. Μόνος του ήταν, έτσι νόμιζε, γι αυτό έκανε ότι ήθελε. Έβγαλε και σαν ταχυδακτυλουργός μια Μαλαματίνα από το καπέλο, την άνοιξε με τα δόντια και ρούφηξε, ενώ το τρένο ξεκινούσε αγκομαχώντας σαν παλιός γάιδαρος στον ανήφορο. Ας αγκομαχούσε όσο ήθελε, αυτός θα έφτανε κάποτε στη Βουλγαρία για να δουλέψει σε βενζινάδικο. 
Μόλις τελείωσε ο της δικαιοσύνης ήλιος νοητός και η Μαλαματίνα, ξαναχώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα. Ακούμπησε το κεφάλι του σε μια νάιλον σακούλα που κάπως τον ενοχλούσε αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για να μην το πάρει ο ύπνος.
 
Όταν ξύπνησε θα είχε περάσει καμιά ώρα, ίσως παραπάνω αλλά τι τον ένοιαζε; Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε καθώς ήταν στριμωγμένος χαμηλά, τα πόδια μιας γυναίκας απέναντί του στο άλλο κάθισμα. Του φάνηκαν ωραία πόδια και σκέφτηκε πως κάπου τα είχε ξαναδεί! Και δεν έφτανε αυτό, λίγο παραπάνω η φούστα ανασηκωνόταν και έδειχνε κι άλλα πράγματα.
 
Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας έξυσε το μούτρο του, έτσι έκανε όταν βρισκόταν σε δύσκολη θέση όπως τώρα εδώ αυτή αλλά εκεί που ξυνόταν με το χέρι του , πίσω από το σβέρκο και την ναιλον σακούλα, έπιασε μια δέσμη ευρώ. Αλαφιασμένος τα φερε μπροστά του κι ύστερα κι άλλα κι άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
 
Ωστόσο από απέναντι η ωραία με τα πόδια που δεν ήταν άλλη από την Δυστυχία τον πήρε μυρουδιά και το έσυρε έξω από το μπορντώ κάθισμα.
 
-Τι κάνεις εκεί κάτω ρε; και βλέποντας τα πακέτα με τα ευρώ γούρλωσε τα μάτια. Πού τα βρήκες αυτά ρε!
 
-Εδώ ... δεν ξέρω ... τι θέλεις εσύ εδώ ... κλείσε την πόρτα.
 
Η Δυστυχία με μια χάπα την έκλεισε. Το τρένο συνέχιζε να τρέχει για τη Βουλγαρία, αυτή πήγε κι έψαξε τη σακούλα κάτω απ το κάθισμα και μέτρησε είκοσι δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας είχε ήδη λιποθυμήσει. Η Δυστυχία τον κοίταξε με λύπη; Με σιχασιά, με έλεος; Με κάτι τέλος πάντων τον κοίταξε! Κι όμως αντί να φύγει, έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα της και του το πέταξε στη μούρη να συνέλθει. Του μέτρησε στη μούρη δέκα δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ και του είπε:
 
-Κοίτα, εγώ φεύγω τώρα κι αλλοίμονο σου αν πεις κάπου πως με ξέρεις! ούτε με είδες ούτε με συνάντησες ποτέ; εντάξει; Πρέπει να πάω πίσω στη γέφυρα να σώσω το παιδί μου!
 
-Μήπως είναι πλαστά; Θες να ρθω κι εγώ μαζί σου; τώρα τι να κάνω στη Βουλγαρία; Με τόσα λεφτά ... μουρμούρισε.
 
-Σκάσε ρε! τα κοίταξα είναι μια χαρά. Όχι, να μην έρθεις, ούτε με ξέρεις ούτε σε ξέρω, γεια σου τώρα!
 
Ο Βασιλάκης ξεροκατάπιε και την παρακολούθησε που άνοιξε το παράθυρο κινδύνου να βγει έξω από το τρένο στην κατάλληλη ευκαιρία. Τη βοήθησε μάλιστα, έτσι που ήταν με το μισό κορμί μέσα και το άλλο έξω πιάνοντας την από τα πόδια κι αυτό του δημιούργησε περισσότερο πανικό γιατί είδε όλο το βρακί
  και τα άσπρα μπούτια της. 
-Κόκκινο βρακί φοράς; της φώναξε κι εκείνη ακριβώς την ώρα που κουτρουβαλούσε στις σκόνες του τρένου του απάντησε.
 
-Άμα δε σου αρέσει να το αλλάξω!
 
Και χάθηκε μες την αχλή του κόσμου και του χρήματος.
 
Το διήγημα έχει χάπι έντ. Τίποτα τραγικό δε συνέβη από εκεί και πέρα. Η Δυστυχία γύρισε στη γέφυρα, βρήκε την κόρη της να κλαίει αλλά μόλις της έδειξε τα πακέτα τα ματάκια της στέγνωσαν, αγκάλιασε τη μαμά κι έφυγαν ευτυχισμένοι για έναν κόσμο άγνωστο. Μπορεί στο δρόμο τους, σε μια άλλη χώρα να συνάντησαν και τον Βασιλάκη Μπιγκόνια. Μπορεί. Κανείς δεν ξέρει τι του συμβαίνει σ αυτή τη ζωή.
 
Μπορεί να μη γελάσατε πολύ αλλά σίγουρα μειδιάσατε με την ωραία ευτυχία τους.
 

ΤΕΛΟς 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...