Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Η ΩΡΑΙΌΤΗΤΑ

 


 

Ξέρεις, μια ωραία εικόνα είναι αυτή: δεν μετάνιωσα που σε αγάπησα, μετάνιωσα που δε σε ξέχασα.

Καλύτερα εχθρός παρά κόλαξ.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να έγινε κάποτε το Μπινγκ μπάγκ, η μεγάλη έκρηξη. Ο κόσμος υπάρχει από μόνος του.

Ποιο να είναι άραγε το πιο ωραίο πράγμα που έζησες; ρωτώ τον εαυτό μου και δεν ξέρει να μου απαντήσει. Ή δε θέλει. ίσως εσείς που ξέρετε πιο πολλά από μένα να απαντήσετε.

Έχετε ξυριστεί καμιά φορά χωρίς καθρέφτη;

Βιαστικό σιγάρο, ξευτίλα.

Σαν το γαμίσι στην τουαλέτα με μια ξένη

με έναν άντρα που δεν τον ήξερες ποτέ.

Τι ήθελες να κάνεις το πρωί και το βράδυ;

Κοίταξε τώρα! εγώ μπορώ να συγκρουστώ με τον Επίκουρο, τον φιλόσοφο των ηδονών, να πω πως αρχή του κόσμου δεν είναι η ηδονή και θα το κάνω αν το συμπεραίνω. Σ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που ζούμε ο Αϊνστάιν είναι μετριοπαθής, ο Μάρκ Ζούκερμπεργκ μεγαλοφυής. Κατά βάθος είμαι μετριοπαθής, ή επιεικής με τον άνθρωπο. Αίφνης δεν υπάρχει πια κανένας Αλέν Ντελόν, καμία Βουγιουκλάκη να απειλεί τη σοβαροφάνεια μας. Ξέρεις σου λέω μερικά πράγματα που σκέφτομαι κι αν δεν συμφωνείς εγώ είμαι εδώ για να τα κουβεντιάσουμε.

Μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι "τεχνάζονται", ενώ θα μπορούσαν απλά να τέρπονται με το φαγητό και την ιατρική τους περίθαλψη.

Αν ας πούμε ο μελλοντικός άνθρωπος δε θα ζωγραφίζει πως σας φαίνεται;

Ο εικονικός άνθρωπος δε θα έχει χρόνο να πάει σε μια δεξίωση χορού ας πούμε ή να παρακολουθήσει μια όπερα, τα διαστημικά ταξίδια, οι άλλοι τρόποι διατροφής, φαντάζεσαι έναν αστροναύτη να αναζητά ένα ουίσκι; τρομακτικός ο επόμενος κόσμος, τουλάχιστον για μας. θα παίζει κανείς κομπολόι;

Εαυτός

Τύραννος από γέννηση.

Έρωτας

ανίκητη αρετή

Χρήμα

Καταχθόνια εφεύρεση

Όχι κατάκαρδα

Η νεότης θεωρείται είδος πολυτελείας

Είναι τραγικό να μην ανήκεις σε κανέναν.

Η ζωή δεν είναι ένα μικρό αστείο, αν έτσι νομίζετε. Από τις απαντήσεις σας καταλαβαίνω πως δεν την παίρνετε και τόσο σοβαρά. Θεωρείτε, σεις, πως περνάει σαν ένα ποτάμι. Βέβαια δεν ξέρω αν είστε άξιοι να ζείτε, μέσα σ΄αυτό το ποτάμι. Η ζωή τελικά είναι κάτι σοβαρό; Η ερώτηση τίθεται κατ΄ιδίαν.

Περι ασχήμιας και ωραιότητας του ανθρώπινου είδους. Την ομορφιά τόσο έχουμε υμνήσει. Την ασχήμια όμως; Τι ακριβώς είναι άσχημο; Αυτό που δεν έχει σχήμα; [ Σχήμα δεν έχει το αιδοίο.] Κι αν είναι έτσι ποιο είναι το ωραίο σχήμα; Ο κύκλος ή το τετράγωνο; η ο κώλος

 Απο τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροιδέψω, επειδή εγω ήμουν και κανένας άλλος. Απο τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται απο το τίποτε. Εκεί που ξεκινας ταξίδι κι αντι να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό.

Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που έχει περάσει τα εκατό. Ο Χεμινγουέη αυτοκτόνησε στα εξήντα δυο. Ο Σταινμπεκ είπε πως αν σε θυμούνται μια βδομάδα μετα την κηδεία σου θα είσαι μεγάλος. Ο Εινστάιν πεθαίνοντας είπε πως υπάρχει θεός! Ο Μέγας Αλέξαντρος πέθανε από ακατάσχετη οινοποσία στα τριάντατρία. Ο Τζερόνιμο,Το Τρελό Δέντρο ζει ακόμη.

ΕΊΠΑΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

«Δώστε τη ματιά σας στα έργα του Πλιάτσικα. Ίσως σας συνδέσουν με κάτι που έχετε ξεχάσει. Ίσως σας πουν κάτι που είδατε χτες στο όνειρο σας!»

«Τα έργα του δεν είναι προσπάθεια να σας κλέψουν: έχετε το νου σας σ αυτό που είναι ανεξήγητο, σ αυτό που μπορεί να δώσει την εξήγηση που θα ποθούσατε.»

Όταν σου έρχονται στραβά κι ανάποδα τα πράγματα, τι κάνεις; ουρλιάζεις;

Δεν μπορώ να ζήσω όπως εσύ.

Ας πούμε θα ήθελες να είσαι τυφλός και πλούσιος; κάποιοι λένε ναι! Ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να ζηλεύει τη ζωή του άλλου ή και αντίθετα να την θεωρεί μίζερη. Έχω δει ανθρώπους να ζηλεύουν ανάπηρους επειδή παίρνουν μια σύνταξη!

Η σιωπή. Δύσκολη λέξη. Όσο μεγαλώνεις, μεγαλώνει κι αυτή.

πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπενχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει από πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω.

 

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

FOR A FIEW AMMOS MORE.



 

 Στην άκρη του μικρού τοίχου, ήταν αφημένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο τοποθετημένο έτσι, λες αδιόρατα απο χέρι μαγικό, έδινε την εντύπωση πως κάτι ήθελε να πει. Πάντα ένα μοναχικό τριαντάφυλλο, κάτι έχει να πει, μια ιστορία προφανώς,κι επειδή ο ήλιος αργούσε να βγει ακόμα, οι δροσοσταλιδες πάνω στο κόκκινο πέταλο, φάνταζαν λαμπερές σταγόνες ασημιού. Το αχνογάλαζο του πρωινού, σ΄αυτη την πλευρά του Σαρωνικού στο Καβούρι, όταν έλειπε όλος αυτός ο πολύβουος κόσμος ήταν υπέροχο. Μια μοναξιά απερίγραπτη, ένας κόσμος όλόκληρος δικός σου. Η θάλασσα ακέραια, γαληνεμένη, δεν πάφλαζε ούτε στεναγμός. Ποιός όμως να είχε αφήσει εκεί, αυτό το δροσερό τριαντάφυλλο; Γιατί κάποιος το είχε αφήσει εκει, δεν ήταν πεταμένο, φαινόταν. Την πρώτη φορά που το είδα, δεν ξαφνιάστηκα τόσο πολύ. Του ριξα μια αδιάφορη ματιά-τι με νοιάζει εμενα για τριαντάφυλλα, σκέφτηκα- και βούτηξα στη θάλασσα. Απόλαυσα το πρωινό νερό, σε όλη την μεγαλοπρέπεια του. Βγήκα και ξαναπήγα στο πικρο τοιχο όπου είχα στημένο το μαγαζάκι μου. Γιατι, εμένα που με λένε Αρτέμη, είμαι μικροπωλητης σ αυτή την άκρη του κόσμου. Δεν ήταν πολλά χρόνια που έκανα αυτή τη δουλειά και μου την είχε μάθει ο Γύφτος. Ο φίλος μου ο Γιώργος. Δεν ήταν γύφτος αλλά τόσα χρόνια κοντα στη θάλασσα είχε πάρει οριστικά μαύρο χρώμα χειμώνα-Καλοκαίρι και όλοι πια έτσι τον φώναζαν και να δεις που του άρεσε, δεν τον πείραζε. Εγω του είπα, αν με φώναζαν γύφτο θα τους σκότωνα. Εσύ, μου άπάντησε ατάραχος, καπνίζοντας το αιώνιο στριφτό του. Εσύ, δεν είσαι εγώ, άραξε στα κιλά σου μπόι. Εγω, ήμουνα το μπόι, ο Αρτέμης που είχα πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και επειδή δεν τα παιρνα τα γράμματα, μόνος μου αποφάσισα να βγω στο πεζοδρόμιο και να μάθω τα κόλπα του. Εγινα μικροπωλητής εδώ κι εκεί. Έτρεχα στα παζάρια, στο Μοναστηράκι, στον Πειραιά, στον Σχιστό, στις λαικές αγορές. Τα Καλοκαίρια όμως άραζα εδω στο Καβούρι απο τότε που γνώρισα τον Γύφτο. Γίναμε κολλητοί μα πάντα κάτι με φόβιζε στην εμφάνιση του, στον ωμό τρόπο που έβλεπε την ζωή. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει άνθρωπο αν ένιωθε πως θίγονταν τα συμφέροντά του, ήταν έτοιμος να κλέψει- τον είχα πιάσει πολλές φορές να κλέβει πορτοφόλια λουόμενων-κι εμένα δε μου άρεσαν αυτά τα πράγματα. Εγω, ήθελα να είμαι τίμιος, να βγάζω το ψωμί μου τίμια, να φτιάξω τη ζωή μου, να παντρευτώ κάποτε, να κάνω παιδιά. Ο Γύφτος, βέβαια, τα κορόιδευε όλα αυτά. Για κοίτα ρε, έναν άνθρωπο που θέλει να παντρευτεί! έλεγε και με εδειχνε και ποτε δεν καταλάβαινα αν με αγαπούσε ή μου τα λεγε όλα αυτά απο συμφέρο. Απο συμφέρο γιατί την δουλειά στην παραλία εγω την έβγαζα. Ο Γύφτος καθόταν στην παράγκα του όλη μέρα και τα βραδυα γυρόφερνε με τις πουτάνες. Πουτάνες να δουν τα μάτια σου! Κοντές, χοντρές, άσχημες οι περισσότερες, ρημάδια μιας ζωής. Φέτος όμως, όλως παράξενο, είχε φέρει και δυο-τρεις πολύ όμορφες, μικρούλες. Η μια απο αυτές μου γυιάλισε στο μάτι. Την κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε. Την έλεγαν Ασήμω αλλά τίποτα παραπέρα. Κοίταζε τη δουλεια σου εσύ Αρτέμη, μη σε νοιάζει γι αυτά, έχεις καιρό, άσε με μένα, ξέρω εγώ τι κάνω! μου έλεγε συνέχεια. Απ΄όλες αυτές και όλους αυτούς που βλέπεις γύρω μου, ζω, μου είπε μια άλλη μέρα. Μάθε και συ να εκμεταλλεύεσαι τους ανθρώπους, τα καθάρματα κι έλα μετα να τα πούμε. Εγω έχω φτύσει αίμα για να φτιάξω το παλάτι μου-παλάτι έλεγε την παράγκα που ήταν στριμωγμένη σε έναν χωμάτινο λόφο και δίπλα σε ένα τεράστιο πεύκο- τι νομίζεις θα παραδώσω τα όπλα έτσι; όχι, αγόρι μου, τα όπλα δεν τα παραδίδεις ποτέ! Μολών λαβέ! κι ακόνιζε ένα μαχαίρι που όποτε το έβλεπα με έπιανε ανατριχίλα. Εχεις σκοτώσει άνθρωπο; τον ρώτησα μια μέρα. Μπορεί, κούνησε αδιόρατα τα βλέφαρα. Αειντε τράβα τώρα, δεν βλέπεις το μωράκι που ζητάει κάτι να πιει; Μωράκια έλεγε τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες ανεξαιρέτως. Αλλά ήταν και καλός, δεν μπορώ να πω. Με πλήρωνε κανονικά, ήταν δικαιος και με το παραπάνω με τους συνεργάτες του. Τους δικούς σου , πρέπει να τους προσέχεις, να τους έχεις στα ώπα, γιατι αλλιώς, την έκατσες τη βάρκα, κατάλαβες Αρτέμη; Αειντε, πήγαινε να φέρεις τον πάγο. Κι έτρεχα εγω παντού, με το μηχανάκι, με τα πόδια, με ότι μπορούσα. Εβγαζα όμως κάθε Καλοκαίρι τρελά λεφτά. Που θα τα βγαζες αυτά τα λεφτά ρε κακομοίρη! κορδώνονταν όταν κάναμε απολογισμούς πέρα τον Οκτώβρη. Και ήταν μια αλήθεια αυτή.
Το φετινό Καλοκαίρι, δεν είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά, φτώχεια, κρίση κι ο Γύφτος όλο γκρίνιαζε. Που θα πάει αυτή κωλοδουλειά με τους παρτάκηδες τους πολιτικούς; Κι άρχιζε να βγάζει λόγο στους παραλουόμενους. Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που άρχισε να μου έρχεται κάθε χάραμα εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένα ωραίο τριαντάφυλλο, δροσερό, μεγάλο, αφημένο σίγουρα επίτηδες. Ποιός ή ποιά είχαν λόγο ή λόγους να το αφήνουν εκεί κάθε πρωί; Δεν ήξερα τι να υποθέσω, το κοίταζα και δεν τολμούσα να το αγγίξω.

Κοίταξα πέρα τη θάλασσα που αργούλιαζε σαν λυπημένος σκύλος. Έτσι ένιωθα κι εγώ καθώς σουρούπωνε στο Καβούρι κι όλα τα υπέροχα πράγματα, ενός κόσμου αφημένου σε μια μυστήρια γαλήνη, ήταν κάτι που με συνάρπαζε στη ζωή μου. Αυτη η μοναξιά, αυτη η δική μου λύπη, ο αγέρας που γέμιζε τα πνευμόνια μου, όλα ήταν σαν να μην ξαναπερνούσαν ποτέ. Τόσο μοναδικά, όπως και τα υπέροχα κόκκινα τριαντάφυλλα μου. Ποιος να μου τα στελνε άραγε; και καθώς το είχα σκεφτεί για πολλοστη φορά, πήρα την απόφαση να παρακολουθούσα το μέρος, να ερχόμουν αύριο το πρωί πριν απ όλους, πριν κι απ το σκοτάδι και δεν μπορεί..θα έβλεπα το χέρι που τοποθετούσε τα τριαντάφυλλα για μένα. Ναι, έτσι θα έκανα. Κι αν δεν το είχα κάνει ως τώρα, ήταν που δεν ήθελα να χάσω αυτη την μαγεία, αυτο το μυστήριο, του ποιος και γιατί σκεφτόταν κάτι για μένα και έκανε αυτη την πράξη. Αλλά εκείνο το βράδυ το είχα πάρει απόφαση.Τι κοιτας σαν χαμένος τη θάλασσα ρε μπόι; με ξέκοψε απο τις σκέψεις μου ο Γύφτος. Άειντε, τέλειωσες με τις δουλειές; κοπάνα τη! πήγαινε να αράξεις γιατι σε βλέπω πολύ κουρασμένον εφέτος κι έξυνε μια βέργα λυγαριάς με το ακονισμένο μαχαίρι του. Δεν του είπα τίποτε, μισόβλεπα μόνο το σκληρό προφιλ του που τώρα βούταγε στη θάλασσα, ξανάβγαινε και χωνόταν ξανά στο νερό. Ήταν δεινός κολυμβητής. Ξεμπέρδεψα κι εγω με τις δουλειές κι όρμησα ξωπίσω του. Τον έφτασα, γύρισε με είδε. Πάμε; μου γνεψε. Πάμε, συναίννεσα. Κάναμε κόντρες, φεύγαμε σαν δελφίνια, ολόγυμνοι στο σκοτάδι που τύλιγε την θάλσσα και τον κόσμο μας. Κάποτε-κάποτε μας ένοιαζε ποιος θα νικήσει. Τις πιο πολλές φορές όχι. Απόψε όμως η κόντρα φάνηκε γεμάτη πείσμα, σαν να θέλαμε κάτι ν αποδείξει ο ένας στον άλλον, πήγαμε μέχρι τη Φλέβα και γυρίσαμε. Τερμάτισα πρώτος κι αυτό δεν του άρεσε. Γέρασα φαίνεται, αποφάνθηκε σκουπίζοντας το πρόσωπο με μια πετσέτα. Πόσον καιρό είχες να με κερδίσεις μπόι; Δε θυμάμαι, του απάντησα. Είχαμε διαφορά δέκα χρόνια. Ο Γύφτος σαράντα, εγώ στα τριάντα. Τον άφησα στην παράγκα κι έφυγα παρ ότι μου είπε να κάτσω για κρασί. Άστο αύριο του είπα, είμαι κουρασμένος. Δεν παθαίνεις τίποτα εσύ, γέλασε και κατέβασε μια κούπα.

Όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Στριφογυρνούσα στο κρεββάτι σαν διάολος, μια με παιρνε ο ύπνος μια όχι. Τελικά, γύρω στις πέντε ντύθηκα κι έφυγα βιαστικός. Έφτασα στην παράγκα, άφησα τη μηχανή πιο πέρα και συνέχισα με τα πόδια. Κρύφτηκα πίσω απο τα πρωινά αρμυρίκια που θρόιζαν την αλμύρα στο πρόσωπο μου και παρακολουθούσα το σημείο, εκει στο μικρο τοιχάκι που μου άφηναν το τριαντάφυλλο. Πρώτα άκουσα έναν παφλασμό στη θάλασσα, σαν αυτον που πέφτει ένα κορμί-κοιταζα αλλά δεν έβλεπα τίποτε. Κι ύστερα, διαγράφηκε σαν αστραπή η σκιά ενος γυναικείου σωματος που σκουπιζόταν με μια πετσέτα στην άκρη της θάλασσας. Εγω σώπαινα, κρατούσα την ανάσσα μου. Αυτη ήταν. Η Ασήμω.Δεν μπορεί παρα να ήταν αυτή. Πράγματι, αφου την έχασα για λίγο απο τα μάτια μου, ξαναφάνηκε τυλιγμένη με την πετσέτα και το τριαντάφυλλο στο χέρι να πηγαίνει και να το αφήνει απαλά στον τοίχο μου και μετα να χώνεται στην παράγκα του Γύφτου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ και καλά κείνη την ώρα αλλά αργότερα,όταν ο ήλιος είχε υψωθεί στον ουρανό και δούλευα πυρετωδώς σκεφτόμουν την Ασήμω, την πανέμορφη Ασήμω που ήταν πουτάνα και άφηνε σε μένα μια χούφτα τριαντάφυλλα τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι να κάμω αλλά εκείνη ήρθε και μου μίλησε κείνη τη μέρα. Τι θα κάνεις το βράδυ ρε όμορφε; κι έπαιζε με τα μάτια της στα δικά μου. Τίποτε, είπα αχνά. Εσύ μου στέλνεις τα τριαντάφυλλα; Ε, ναι, ρε μάγγα εγω σου τα στέλνω,αν δεν σου αρέσουν να μας το πεις! Όχι,όχι, δεν είναι αυτό, διαμαρτυρήθηκα Ε, πάμε τότε καμιά βόλτα; εχω ρεπό σήμερα, είσαι; Είμαι, είπα γιατί να μην είμαι; Ωραία, πέρνα στις δέκα απο την στροφή να με πάρεις και μου δειξε πέρα το γύρισμα του δρόμου. Κι έφυγε. Μ άφησε μόνο μου όλη μέρα να σκέφτομαι. Ρε, που έμπλεξα, μονολογούσα απο τη μια αλλά τι πειράζει, τι σε νοιάζει; μήπως θα την παντρευτείς; Όχι, αλλά να αυτο δεν έψαχνες; αυτό δε νόμιζες πως μπορούσε να γίνει, μου λεγε ο εαυτός μου απο την άλλη. Κοίτα όμως που είχε ρομαντισμό η πουτα..δαγκώθηκα, δεν ήθελα να την λέω έτσι και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να γίνει κι αυτό, αρκεί να το ήθελε, αρκεί να ήθελε ν αλάξει ζωή. Όλοι οι άντρες όταν γνωρίσουν μια πουτάνα, προσπαθούν να την φέρουν στον ίσιο δρόμο, σκέφτηκα και γέλασα με την αφέλεια μας, το βράδυ που βγήκα με την Ασήμω έξω και της το είπα καθώς τρώγαμε. Γιατι ν αλλάξω ρε Αρτέμη; δεν σου αρέσω έτσι κατα πως είμαι; Ε, τότε να στρίβω μωρ αδερφέ μου! Κι έκανε να σηκωθεί. Μα δεν την άφησα. Την πρόλαβα κι αυτό ήταν. Απο εκείνο το βράδυ την ερωτεύτηκα κι έχασα τον ύπνο μου. Δεν υπάρχει χειρότερη δυστυχία απο αυτη. Απο τη μια να σου αρέσει κάτι κι απ την άλλη να πρέπει να το διώξεις, να το χάσεις. Ο καιρός περνούσε, τα τριαντάφυλλα είχαν χαθεί, τι το θελα ν ανακαλύψω ποιος μου τα στελνε; και το χειρότερο που δεν ήξερα ως τα χτες, ήταν που η Ασήμω ήταν αδερφή του Γύφτου. Κεραμίδα μου ρθε στην κεφάλα..Τι, μου λες ρε! της είπα οργισμένος Αυτό έπρεπε να μου το είχες πει απο την αρχή. Δεν τα λέμε αυτά αγοράκι, τα λέμε; ο Γύφτος μου προμηθεύει πελατεία, τι σε νοιάζει εσένα. Αν μ ενοιαζε λέει; μαύρα κοράκια με ζώσανε και πάνω που είμουν έτοιμος να της κάνω πρόταση να τα παρατήσει και να παντρευτούμε σκοντάφτω. Σκοντάφτω σε μεγάλο ύφαλο, αειντε να βγάλεις άκρη με τον γύφτο, σκέφτηκα οδυνηρά. Ήμουν σίγουρος πως θ αρνιόταν. Ασε που θα γελούσε μέρες επειδή ήξερε τα όνειρα μου να παντρευτώ μια κοπελίτσα, μια γυναικούλα να κάνω σπιτικό. Κι όμως, παρ όλα άυτά αποφάσισα να του το πω με την σύμφωνη γνώμη της Ασήμως. Το και το αδερφέ μου του πα, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη που είχαμε γυρίσει απο μια κόντρα μέχρι τις Φλέβες. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και οι σκιές έπεφταν στην άμμο που καθόμασταν οι τρεις μας. Ο Γύφτος πετάχτηκε πάνω, ούρλιαξε σα θεριό, με κοίταξε στα μάτια με τέτοιο θυμό και μίσος που δεν είχα ξαναδεί.Αλλά δε φοβήθηκα, είχα το δίκιο με το μέρος μου, αλλα το δίκιο δεν κερδίζει πάντα. Ο Γύφτος μου όρμησε αναμαλλιασμένος, ήταν γερός, πιο σωματώδης απο μένα και κυλιστήκαμε στην άμμο. Παλαίψαμε γερά κάτω απο τ αγωνιώδη βλέμματα της Ασήμως. Γιατί παλεύαμε; εγω τουλάχιστον για να αμυνθώ, να σώσω τον Αρτέμη, έτσι κατα πως είχαν έρθει τα πράγματα και τον χτύπησα στο πρόσωπο. Μάτωσε, μάτωσε και η άμμος, κόλλησε στα σώματα μας στο μυαλό μας βουλιάξαμε στην άκρη της θάλασσας καθώς ο Γύφτος είχε βγάλει τώρα το μαχαίρι κι όρμησε να μου το στρίψει στην καρδιά. Πρόλαβα όμως και το στριψα εγω στην δικιά του, την άρρωστη καρδιά,  κι έπεσε νεκρός, στην άμμο, δίπλα σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, καθώς η θάλασσα αργούρλιαζε πέρα σαν ένας λυπημένος σκύλος.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Η ΤΙΜΗ Της ΕΛΠΙΔΑΣ



 Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.

Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξανάφεραν σ αυτή τη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.

 Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχεια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.

Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις;  απόρησα, παρατώντας τα πινέλα.

Σαν πελάτης μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε, πέρασα και χτες, δεν ήσουν εδώ και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενώ εγώ έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
  τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε. Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα τους καφέδες από απέναντι, πάνε τα πέντε ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα αστραπιαία τα έκανα εγώ- πως αν δεν έβρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το κινητό του βούιζε και απαντούσε ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε εντολές για το χρηματιστήριο, μου πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι δουλειές στη μέση.
  Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη, πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε, γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι, άμα σου λέω. Εγώ τους τα πήρα. Πρόλαβα. Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Από που; απόρησα.
-Έλα ρε! Εδώ πιο κάτω είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε. Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
  Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Έχω σκεφτεί να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό πίνακες, επί πέντε πενήντα χιλιάδες ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδώ στον ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω από κει να τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των πινάκων, για το περιεχόμενο και μου δειχνε κάποιους
  έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές; αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπα, του απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή. Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος. Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδώ δεν έβγαλες πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του το κλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω ενοχές. Όχι, το είχα, αλλά το ταξί το πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο μήπως το ξέχασα σπίτι. Έλα Χριστίνα για κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου λεφτά πάνω μου και πρέπει να πάω στον Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη, έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα, ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου λεγε δεν τρέχει τίποτα κι εγώ σκεφτόμουν, ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη, εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια. Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα. Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε ξαφνικά. Όχι, έγνεψα. Να με πέταγες μέχρι τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε, γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί, έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφού ήξερα πως δεν είχα.
-Δεν έχω
 ρε γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα ..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει, μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές, σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα λεφτά.
-Όπως είπαμε, πέντε με πεντέμισι να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γεια.
-Γεια, είπα κι εγώ και βγήκα στην πόρτα να το παρακολουθήσω που που έστριψε στην Καλλιδρομίου και χάθηκε από τα μάτια μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα, έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός. Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς μου, για τα έξοδα και πόσα θα μου έμεναν από αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα ξελάσπωνα από τα χρέη και το κυριότερο θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα, άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι, πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης, εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση με τη γυναίκα του δάσους και τα χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό τζίνι. Κάθισα στο καβαλέτο αλλά δεν μου βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν περνούσε από το μυαλό μου πως μπορούσε να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος, κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα -Γιάννη το γνωστό ταβερνείο στην Μπενάκη, να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο. Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε, να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και περίμενα προκαταβολή το απόγευμα. Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε, κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
  Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη, βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόιδο ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες; δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα, μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα, κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα. Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε πέντε. Πήγε πεντέμισι, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά από το άλλο κι όσο περνούσε η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι, εξήμισι. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο. Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε. Πράγματι. Η κρύα φωνή της κασέτας με πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου σιγά-σιγά καταλάγιαζε. Έφερα πίσω όλες τις στιγμές της συνάντησης μου με τον μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα. Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη για άλλα τόσα κι εγώ δεν είχα μία. Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά να την πάω στους γιατρούς.

ΤΕΛΟς

 

 

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...