Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

ΕΠΕΙΔΗ ΔΕ ΓΊΝΑΜΕ ΑΥΤ'Ο ΠΟΥ ΉΘΕΛΑΝ


 

ένα χρόνο λέγαμε
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σούρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
Ξέχωρη ερώτηση: Πόσο πρόστυχο είναι να ζει κανείς ευτυχισμένα, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο δυστυχία;
Έχετε πετάξει ποτέ κάτι στα σκουπίδια και μετά να το ψάχνετε; εγώ είχα πετάξει το μυαλό μου.
Άμα ήταν να μιλάμε μόνο όταν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό, μάλλον μουγκοί θα έπρεπε να έχουμε γεννηθεί.
Μ αρέσει και το άσπρο και το μαύρο, είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις, μπορώ να υπερασπιστώ και το ένα και το άλλο. Μπορώ να σε πείσω πως ο γάιδαρος πετάει, αλλά και δεν πετάει. Πολλές φορές θα ισχυριστώ κάτι λάθος και την άλλη μέρα το ίδιο λάθος να είναι σωστό. Δεν παραδέχομαι εύκολα τίποτε. [Τώρα ποιος μου ζήτησε να τα πω αυτά; κανένας; μμ, μπορεί να υπάρχει και κάποιος ή κάποια που νομίζει πως πρέπει να είμαι ένας καθώς πρέπει άνθρωπος.]
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι.
Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.
Μη ρωτάς ποτέ άσχετους ανθρώπους γι αυτό που θέλεις να κάνεις.
Τρία μόνο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή: Να γεννηθείς ο Σαλαβαντόρ Νταλί, να μην έχεις γυναίκα, και να πεθάνεις διά-άσημος σαν τον Κώστα Πλιάτσικα.
Το παράξενο της ύπαρξης είναι πως κανένας δεν μπορεί ν αλλάξει το χαρακτήρα του. Φοβερό.
Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το ενενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.
Μερικοί νομίζουν πως κλαίγοντας την αλήθεια τους, θα τους συμπαθήσουν οι άλλοι. Στην κυριολεξία πέφτουν έξω. [Οίκτος υπάρχει αλλά τι να τον κάνουν;] Βαρύ το συναίσθημα της λύπησης.
Αν αλλάξεις άσχημες, ακραίες κουβέντες με κάποιους ανθρώπους, ξέχασε τους -ποτέ δε θα επανέλθετε στην πρότερη σχέση. Γι αυτό, σκέψου πολύ πριν το κάνεις.
Δεν έχει σημασία τι λες. Αλλά ποιος το λέει. Είναι μια αλήθεια αυτό;
Καλύτερον να ξέρεις κάτι, από το να μη το ξέρεις καθόλου.
Το χειρότερο γι αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, είναι η τιμωρία να μη μαθαίνει τίποτε πια. [Σάββατο μεσημέρι με φοβερή κουφόβραση, θα μου πεις τι μας λες τώρα ρε Πλιάτσικα!]
Απίστευτο πόσο πουλάει η δυστυχία! [Το ανθρώπινο γένος είναι αλληλέγγυο μόνο όταν γκρεμιστείς.]
Άμα ταίζεις γάτες θα γεμίσουμε ποντίκια.
Απορώ που ένας βλάκας μπορεί να κάνει λεφτά αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει πως δεν υπάρχει θεός.
Με μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς ποτέ. [Μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών κατέχουν υψηλά αξιώματα αλλά προέρχονται απ όλες τις κοινωνικές τάξεις: αστική, μεσαία, κατωτέρα.]
Τα αρχαία ρητά, είναι πομπώδη και δυσνόητα- δεν ευνοούν τους φτωχούς να καταλάβουν περισσότερα, επειδή πάντα, έτσι κι αλλιώς, μένουν αδιάβαστοι.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Η ΚΑΡΔΙΆ ΤΟΥ ΜΉΛΟΥ

 

 


Η ΚΑΡΔΙΆ ΤΟΥ ΜΉΛΟΥ
 
Μια εποχή που έπρεπε να φύγουμε
Μακριά απ την τέχνη της αγάπης
αλήτες ως ο Ρεμπό
Πωλητές όπλων, ίσως κερδίζαμε
με τον ερχομό του νέου Αρκούδου
την πίστη πως είμαστε οι καλύτεροι.
Σαρδώνειο, μελαγχολικό χαμόγελο
πως τάχα καταλαβαίνουμε
από τεχνητή νοημοσύνη των πυροβολισμών
-ηλίθιοι μετανάστες, άνυδρων οάσεων.
Όχι πια ανώφελη ποίηση!
Είμαστε η γενιά των απελπισμένων υπολογιστών
Πως τρέχει ο χρόνος της ματαιοδοξίας;
  
[εγράφη κάτω από αόριστες συνθήκες τέσσερις μέρες πριν τον ερχομό του Αρκούδου 2024. Εμού του ιδίου.]

 

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

οι μεγάλες αγάπες

 


ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΧΟΥΝ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ. [μια επανάληψη που δε βλάφτει]
Το πρώτο βιβλίο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και παθιάστηκα μαζί του ήταν η Ιλιάδα. Αλλά δε θα μιλήσω γι αυτό εδώ.
Άρχισα να διαβάζω άλλα βιβλία, σχεδόν από τη δευτέρα Δημοτικού-από την τρίτη σίγουρα. Τα λογοτεχνικά βιβλία, οι εγκυκλοπαίδειες, τα παραμύθια, τα κλασσικά, τα εικονογραφημένα άρχισαν να γίνονται η παρέα μου έκτοτε και συνεχίζουν σε ρυθμό πολυβόλου. Έφτασα να διαβάζω πέντε βιβλία το εικοσιτετράωρο. Το έχω ξαναπεί αλλά μια επανάληψη δε βλάφτει. Για μένα το διάβασμα εκτός από επαγγελματική ταυτότητα αποτελεί και ηδονή. Απόλαυση.
Ο Ιούλιος Βερν, ο Έκτορας Μαλό, o Θερβάντες, ο Βίκτωρ Ουγκό! Αυτός! νομίζω πως με σημάδεψε με τους Αθλίους του. [Μαζί με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα από Ελλήνικής πλευράς.]
Το πρωτοδιάβασα σε κλασσικά εικονογραφημένα, κάτι τέτοιο θυμάμαι, κι ύστερα έπεσε στα χέρια μου δίτομο στην έκτη δημοτικού, μαζί με το Κελλί κάποιου διάσημου Αφροαμερικάνου Γουίλ, νομίζω τον έλεγαν, που πέθανε σε θάλαμο αερίων! [Δε θυμάμαι τώρα το όνομα αυτού του συγγραφέα αλλά αμα ψάξετε θα το βρείτε.]
Επανέρχομαι στους Άθλιους, το δίτομο εξακοσίων σελίδων που το διάβασα σε ένα εισκοσιτετράωρο. Αργότερα το μελέτησα, το είδα σε ταινίες και πριν λίγες μέρες ξαναείδα τον Γιάνη Αγιάνη στο πρόσωπο του καταπληκτικού Λιαμ Νίσομ.
Πάντως τότε, στην πρώτη μου ανάγνωση, είχα ερωτευτεί την Τιτίκα! Απίστευτο; όχι, ειλικρινές. Δεν ερωτευόμαστε τους ήρωες των βιβλίων; μ αυτόν τον ωραίο πλατωνικό έρωτα; φυσικά δε μου άρεσε ο Ιαβέρης αλλά αργότερα άρχισα να τον συμπαθώ, γιατί κατάλαβα πως αυτός κουβαλούσε κάποια κλειδιά στην φιλοσοφία του Ουγκο. Τότε, βέβαια σαν παιδί δεν μπορούσα να συλλάβω τη φιλοσοφία του Ουγκό που ήθελε να εξιλεώσει και το κακό με την αυτοκτονία του Ιαβέρη.
Ο Γιάννης Αγιάνης που έκλεψε μια φραντζόλα ψωμί και πήγε στα κάτεργα, όπως ο Ίογιαν Μόριτς ο ήρωας της Εικοστής πέμπτης ώρας, όπως οι περισσότεροι ήρωες των μυθιστορημάτων, σαν τον δικό μου τον Μπέρτα, ήταν τότε κάτι σαν δίδαγμα, κάτι σαν ένεση αισιοδοξίας μέσα στον πνιγηρό κόσμο που μεγάλωνα τη δεκαετία του εξήντα. Τα επαναστατικά συνθήματα, η φτώχεια, η αδικία, το κυνηγητό στους υπονόμους, η σύγκρουση του λεγόμενου καλού με το λεγόμενο κακό και τελικά ο τρόπος που εκθέτει την όψη της ζωής στους Αθλίους ο Ουγκό, διέπλασαν κατά μεγάλο και καλό μέρος της παιδικής μου οντότητας.

 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

ωραίος ο κόσμος;

 


 

Ο καθένας έχει Ιστορία, όμως τα νερά της γης δεν ανανεώνονται. εξατμίζονται και ξαναπέφτουν στη γη, φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. κι εγώ έχω τη δική μου ιστορία μ αυτόν τον πίνακα που προσπαθώ κάτι να πω, ν ανέβω σε μια σκάλα και να δω αυτό που λένε αφ υψηλού τον κόσμο. όμως κι ένα δέντρο προσπαθεί να κάνει το ίδιο ενώ ο δρόμος είναι άδειος από οτιδήποτε άλλο όταν, σκέφτηκα να λύσω τα κορδόνια της γυναίκας, έτσι που να μη μπορεί να κινηθεί εύκολα, να φύγει. Ένας ωραίος τρόπος είναι να φεύγεις κι ένας άλλος να μένεις κι έπειτα πως θέλω να μην είμαι δέσμιος της δυστυχίας ότι ο κόσμος μας είναι μόνο κακός, όπως θέλουν να μας τον καταδείξουν, ωμά, τώρα τελευταία, αφού και η βάση του ανθρώπινου είδους είναι συνυφασμένη με τις καταστροφές, με τις βαρβαρότητες κι αν θυμηθώ τους πίνακες του Καραβάτζιο, τον Ολοφέρνη σφαγμένον από τη Ρουθ, τον φρικαλέο κόσμο του Ιερώνυμου Μπος και γενικότερα τους απόψυχους πίνακες του χριστιανισμού, τι διάολο! πως ζωγράφιζαν μόνο θρησκευτικά έργα; δεν είχαν τίποτε άλλο στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι; και μας το άφησαν κληρονομιά μια φοβική αντίληψη για ότι υπάρχει κάτω από τη φοβέρα ενός θεού; α, ναι, δε θέλω να μπλέξω τους θεούς σ αυτή την εικόνα, στο βάθος του δρόμου που χάνεται στη στροφή δεν ξέρεις τι υπάρχει κι αυτό είναι σπουδαίο γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει να προσπαθούν να δουν το μέλλον αλλά να ζήσουν το παρόν

 

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΊ ΑΛΛΆΖΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΌΝΟ

 


Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πηγαίνοντας ν αγοράσει πηλό κόκκινο ή λευκό.
Του άρεσε ο πηλός. Η επαφή με το χώμα με τη γη. Στην ουσία από αυτό ζούσε. Τη σημειολογία την είχε παρατήσει σε κάποιες άκρες του μυαλού του. Εξάλλου στην Ελλάδα ποιος ήξερε τι είναι η σημειολογία; Τρίχες. Κάτι αφηρημένο, κάτι που δεν υπήρχε για τους πολλούς αλλά τίποτε τέτοιο δεν τον ενδιέφερε, νοώντας πως η σκέψη των πολλών για την ύπαρξη των πραγμάτων, δεν τον άγγιξε ποτέ. Όταν επέστρεψε από το Χιούστον, που ποτέ δεν παινεύτηκε πως τέλειωσε το πανεπιστήμιο όπως οι περισσότεροι έκαναν, παρατήρησε πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκιώδης. Στην κατοχή του είχε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, κληρονομιά από τους γονείς του, ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που νοίκιαζε κι ένα δικό του χώρο εργασίας περίπου τριακοσίων τετραγωνικών, όσο χρειαζόταν για ν αναπτύξει την αγγειοπλαστική του. Εκεί μέσα ήταν όλη η ζωή του Ντίνου Βελεμέντη. Ένας χώρος που θύμιζε αρχαϊκό εργαστήρι. Κροντήρια, κούροι και κόρες, πιάτα, θρύψαλα, κομμάτια από αγαλματένια κορμιά, τερακότες, λευκές, κόκκινες, βαμμένα ή ατέλειωτα, προτομές αντρών και γυναικών, γέμιζαν αυτά τα τετραγωνικά που είχε λατρέψει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Σιγά, καημένε! Του λεγε συχνά η Μαριλένα που δεν ήθελε να λατρεύει τίποτε περισσότερο από εκείνη αλλά όμως αυτός, τότε μούτρωνε. Όχι πως έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ίσα- ίσα, ξόδευε. Όλα τα υλικά ήταν ακριβά, από το ρεύμα που έκαιγε για τους δυο μεγάλους φούρνους που τους έλεγε χαϊδευτικά τα μεγάλα καμίνια, μέχρι τα πινέλα, τα χρώματα, οι πορσελάνες, όλα του κόστιζαν μια περιουσία. Αλλά…



Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»

 

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

ΚΑΝΈΝΑΣ ΉΡΩΑΣ

 


 

Ένα έργο τέχνης είναι καλό όταν προκαλεί συναισθήματα χαράς, αγάπης, θαυμασμού, ευχαρίστησης και τόσων άλλων. Αν δεχτούμε όμως πως προκαλεί μόνο ευχαρίστηση, τότε δεν είναι καλό έργο. Κι αν υποθέσουμε πως η τέχνη παράγει μόνο ομορφιά, ωραιότητα, υπεροχή-σ αυτόν που την ασκεί, ομοίως και σ αυτόν του την κρίνει- τότε, αν ένα έργο δεν πληρεί αυτούς τους όρους δεν χρειάζεται και να δημιουργείται!
Για να ορίσουμε όμως τι είναι και τι δεν είναι καλό έργο τέχνης, πρέπει να παραδεχτούμε πως το πρώτο ωφελεί μια κοινωνία και τα μέλη της, ενώ το δεύτερο την μειώνει και παρασύρει τα μέλη της σε συναισθήματα όπως της κακίας, του μίσους, της ανισότητας και εν τέλει της πολεμικής κραυγής και όποιος πιστεύει πως η τέχνη δεν επηρεάζει άμεσα την προσωπική, όσο και την δημόσια ζωή μας ανήκει, φυσικά στο άωτον αυτής της διαπραγμάτευσης.



Κατορθώσαμε να είμαστε όλοι απρόσωποι-αυτή είναι η τέλεια δημοκρατία-αυτό δεν επιδιώκαμε; να είμαστε όλοι ίσοι; δεν ξεχωρίζει κανείς. Όλες οι προηγούμενες γενεές είχαν τουλάχιστον έναν επαναστάτη, έναν ήρωα. Από εμάς κανείς δεν είναι ούτε ήρωας μηδέ επαναστάτης-το συζητάμε όσο θέλεις και μη μου πεις πως επαναστάτης ήταν ο Γρηγορόπουλος ή αυτός ο τραγουδιστής που σκοτώθηκε από υπερβολική ταχύτητα ή κόκα κτλ, ακόμα και η Γώγου είναι ανυπέρβλητη μπροστά μας, ακόμα και ο Άσιμος αυτό το ρεμάλι, όπως και ο Σιδηρόπουλος, ω, ναι, αυτοί ήταν ινδάλματα! σήμερα δεν υπάρχει κανείς καινούριος ήρωας γιατί υπάρχει ο υπολογιστής, αυτός είναι ο μεγάλος κυρίαρχος, ο μεγάλος ήρωας. Μπορεί, όντως να μη χρειαζόμαστε ήρωες πια, ο κόσμος μας άλλαξε ανεπιστρεπτί, ο δικός μας κόσμος, αυτός που εμείς νομίζαμε πως άγγιξε την τελειότητα του παντοτινού ανθρώπου με την ευμάρεια, τον πολιτισμό, τις τέχνες και όλη την εξέλιξη προς το τέλος του εικοστού αιώνα, που πραγματικά δεν υπάρχει προηγούμενο στην ιστορία του ανθρώπου και το συζητάμε όσο θες

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

ΌΛΑ ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΈΚΑΜΕΣ

 


Τότε πιο πολύ το μυαλό σου μίσησα
δε θα ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι
να μην αγοράζεις τίποτα από την ανθρώπινη μιζέρια
μόνος σε μια σκοτεινή νύχτα
να παλεύεις με τα κύματα της φαντασίας
τι νόημα έχει να ζεις έτσι;
Καθάρισα το μέρος του μυαλού
έβγαλα από την τρύπα
τη βροχή που λεγε πως θα πεθάνεις μόνος
κι όλα αυτά που έκαμες
δεν ήταν παρά μια ομίχλη
ξέρεις αυτή την βαριά ομίχλη που σκεπάζει
τις πράξεις των ανθρώπων
κι ακούω τις νύχτες να τρίζουν
ότι έκαμα ήταν για να σ αγαπήσω λένε
και στο νου μου καρφωμένη αυτή η σκέψη
πως μ αγόρασες!
Αγόρασες μια στάλα χιόνι

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΛΌΡΚΑ 2

 

 


 

Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός; είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.
ΤΕΛΟς

 

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ΟΙΚΟΝΟΜΟΚΡΆΤΟΡΕΣ

 


Η κατάσταση μας είναι δραματική αλλά εμείς αλλού κοάζουμε. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη χειρότερη θέση των μισθωτών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, και είμαστε τσίμα-τσίμα με την Πολωνία. Καά τ άλλα είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες! που μας κυβερνούν απατεώνες, οικονομοκράτορες, φρικτών σχεδίων, φατρίες που έχουν ακόμα τα μούτρα να εμφανίζονται και να διεκδικούν την ψήφο του αποβλακωμένου Έλληνα.
 
Κατά τ άλλα ο Μπομπ Ντίλαν και οι Αμερικανότροποι, μας ζωγραφίζουν. Αυτός ο διάσημος Εβραίος που έγινε χριστιανός και από τροβαδούρος έγινε ποιητής του Νόμπελ και τόσα άλλα, μεταξύ αυτών, στα 82 του χρόνια γίνεται και ζωγράφος! μάλιστα. Ένας αυθεντικός του πίνακας, ο πιο μικρός ξεκινάει από 200.000 ευρω! [μια μεταξοτυπία, ένα σκίτσο με μολύβι μπορεί να φτάσει 60.000 ευρώ] Τι να πει κανείς; είμαι μόνος μου και σεις όλοι οι άλλοι μαζί.
Καλημέρα σας.

 

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Η ΤΕΧΝΗ ΔΕΝ ΕΞΗΓΙΈΤΑΙ

 

 


Ζωγραφίζοντας τη "ΔΙΚΉ ΜΟΥ" Τζοκόντα.. Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί, είναι ένα σύγχρονο συμπέρασμα. Δε διαφωνώ μηδέ συμφωνώ. Πιστεύω πως είναι χρήσιμες μερικές εξηγήσεις για όσους τις έχουν ανάγκη. Για την Μόνα Λίζα έχουν χυθεί τόνοι μελάνης ανά τον πλανήτη γη-εγώ θα πω πως ένιωσα όταν πήρα την παραγγελία, όταν άρχισα να τη σχεδιάζω κι όταν τελείωσα . Είναι εύκολο να πω, ότι μου φάνηκε δύσκολο εγχείρημα, έχω φτιάξει πολλά αντίγραφα διάσημων ζωγράφων στο παρελθόν αλλά Ντα Βίντσι ποτέ. Οπότε, ένιωσα κάποια κρυφή χαρά που θα αναμετριόμουν μαζί του και μαζί με το χαμόγελο της Τζοκόντα. Διάλεξα τις ακριβείς διαστάσεις του έργου που είναι 77 χ 53 σε καμβά όμως και όχι σε ξύλο όπως είναι η αυθεντική. Το σχέδιο μου πήρε περίπου δυο μέρες, ή καλύτερα δυο πρωινά, μ αρέσει να ζωγραφίζω το πρωί.
Δε νομίζω πως είναι ένα "δύσκολο" σχέδιο. Το χρώμα ίσως είναι εκείνο που μ έκανε να πω τι έφτιαξες σενιόρ Νταβίντσι! κι ανάμεσα σ εκείνους που υποστηρίζουν πως χαμογελάει και σ εκείνους που λένε πως είναι λυπημένη, εγώ ξεχώρισα ανάμεσα στις πινελιές μου και συμφώνησα με όσους λένε πως ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα που σε λίγο καιρό θα γεννούσε!. Τελείωσα το έργο περίπου σε οκτώ μέρες. Ο Ντα βίντσι το "δούλευε" , λένε, δυο χρόνια.
Μέχρι να ολοκληρωθεί, κόσμος αρκετός στεκόταν στην πόρτα μου και παρακολουθούσε λέγοντας και εκφράζοντας τον θαυμασμό του αλλά και την ευκολία με την οποία αναγνωρίζουν την θρυλική μορφή. Και η αλήθεια είναι πως ένιωσα κάπως περήφανος που τα κατάφερα, όπως τα κατάφερα.

 

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΊΑ ΠΟΙΟς ΛΈΕΙ ΤΙ;

 


Νομίζω πως η ανάγκη είναι μια απ τις φρικτότερες ιδιότητες που απέκτησε ο άνθρωπος της Δύσης. Εξ αιτίας της ανάγκης υποδουλώνει τα σπουδαιότερα συναισθήματα του. Γίνεται χαμερπής, χάνει την αυτοεκτίμηση του, υποδουλώνει την ελευθερία του σε συμβιβασμούς ανελέητους, ιδιαίτερα οικονομικούς που έχουν αντίκτυπο στην προσωπική του ζωή. Καλησπέρα αναγκασμένοι όλου του κόσμου.
Μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ποιοι σ αγάπησαν και ποιους αγάπησες σ αυτή τη ζωή; Δραματικό ερώτημα αν μας αγάπησε περισσότερο ο φίλος, ο αδερφός, η μάνα, η γυναίκα, προτού φτάσεις να πεις πως είσαι - ήσουν πάντα ένας εντελώς μόνος.
Όταν γνωρίζεις την ιδεολογία του άλλου, είναι δύσκολο να τον πιστέψεις ότι και να σου πει. Ειδικά όταν υπερασπίζεται περί του αντιθέτου.
Μου αρέσουν οι εταίρες σαν γυναίκες αλλά δε μ αρέσουν οι γυναίκες που απατούν τον άντρα. Άλλο το ένα κι άλλο τ άλλο θα μου πεις. Δικαίωμα σου, μπορεί να μη σου έδωσα να καταλάβεις.
Δείξε μου τον...τοίχο σου να σου πω ποιός είσαι. Αν είναι από τούβλα ή απο πέτρα ή απο τσιμεντόλιθο. Έχει σημασία ο τοίχος σου.
Ευτυχία τελικά είναι να μη σου σταθεί ψάρι στο λαιμό. Όσο μεγαλώνεις αλλάζουν τα ψάρια. Γίνονται πουλιά. Και η ευτυχία είναι ένα πουλί που πετάει πάντα, δε στέκεται πουθενά
Είναι σπουδαίο κάποιος να είναι συνετός στη ζωή αλλά πόσοι το κατορθώνουν.
Έχει σημασία ποιος λέει, τι;
Ανασκόπηση! πίσω στις δημοσιεύσεις σας, να δείτε πόσες βλακείες έχετε πει.
Στην ουσία, η εντύπωση που θέλουμε να δώσουμε προς τα έξω, είναι η καλύτερη, δυνατή. Είναι παράξενο που ακόμα και ο πιο φτωχός, έχει αυτή την περηφάνια. Γιατί άραγε κρύβουμε τη φτώχεια μας; Τι μας ωθεί να δείξουμε μια ανωτερότητα; Είναι αυτό δείγμα πολιτισμού;
Έβλεπα τον εαυτό μου να σπάει το τζάμι
να κάνει συντρίμματα, αυτό που φτιάξατε.
Κάποτε ζωγράφιζα ότι ήθελα, έγραφα ότι ήθελα. Τώρα ζωγραφίζω κατά παραγγελία του εαυτού μου.
Γράφω. Σπουδαίο ρήμα, για να γράφεις σημαίνει πως έχεις κάτι να πεις. Να το διαβάζουν οι άνθρωποι και να χωράνε μες το μυαλό σου, πως έχεις κάτι να τους πεις κι αυτοί να σου απαντήσουν. Δεν είναι για μένα, τίποτα χωρίς ευθύνη. Μεγάλωσα.
Μόνο οι ερωτευμένοι βρίσκουν τον τρόπο να συναντιούνται, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Οκ, μετά τις εννιά τα πράγματα γίνονται σοβαρά. Ποιο νομίζετε πως είναι το χειρότερο που έχει πάνω του ένας άνθρωπος;
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια περίεργη μύτη.
Ξέρεις, η γνώμη που έχουν οι άλλοι για μας είναι λίγο παράξενη. Διαφέρει από αυτή που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας.
μερικούς ανθρώπους τους αγαπάμε χωρίς γιατί.
Νομίζω πως η τραγωδία σας ταιριάζει περισσότερο.
Χείριστοι των αναγνωστών είναι οι εμπαθείς κριτικοί που παριστάνουν τον έξυπνο-μη έχοντας παράγει σπιθαμή έργου.
Σας έχουν χειροκροτήσει ποτέ; Εμένα όταν χορεύω ζεϊμπέκικο. [Είναι λίγο παράξενη η αίσθηση που νιώθεις όταν σε χειροκροτούνε. Τακ-τακ! παλαμάκια.]

 

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΆΙΝ 2

 




Έξω ο κόσμος είχε αρχίσει ν αλλάζει επικίνδυνα. Ένας καινούριος τρόπος ζωής έκανε με ορμή την εμφάνιση του. Άμεσα νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, ένα ισόγειο γιατί πάντα του άρεσαν τα ισόγεια, μαζί με το νερό φοβόταν και τα ύψη, ποτέ δεν του άρεσαν τα μεγάλα διαμερίσματα και τα ρετιρέ.Τα λίγα χρήματα που είχε εξοικονομήσει μέσα στη φυλακή μετά από αυτό, τελείωσαν κι έπρεπε να βρει κάτι να κάνει, να βρει κάποια δουλειά για να μπορεί να συντηρείται. Έτσι βολεύτηκε προς το παρόν σε ένα λαϊκό εστιατόριο. Δεν του άρεσε να σερβίρει τους ανθρώπους να τρώνε ήταν κάπως μειωτική σαν δουλειά αλλά και ποια δεν ήταν! Θεωρούσε κατώτερα όντα όσους δούλευαν, τους έβλεπε περιφρονητικά όλους, εργάτες, υπαλλήλους δημόσιους και μη. Με λίγα λόγια μισούσε τη δουλειά, όχι τους ανθρώπους και ότι προερχόταν από αυτήν. Κόπωση, εξοικονόμηση χρημάτων, μονοτονία. Μια φορά είχε δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας και πίστεψε πως ήταν ένα εξάρτημα μηχανής, ένας ιμάντας που πηγαινοερχόταν και πάνω του κουβαλούσε άδεια τενεκεδάκια. Αυτό κι αν ήταν η καταβαράθρωση της ανθρώπινης υπόληψης αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να βγάζει τα προς το ζην. Το φαγητό και το ποτό του. Τα χρήματα ήταν απόλυτα απαραίτητα πια σ αυτή την κοινωνία. Όπως και τα τηλέφωνα όπως αυτό που αγόρασε και, πράγμα παράξενο, του άρεσε! Δεν είχε πολλούς να τηλεφωνεί αλλά αυτά δεν ήταν μόνο για να τηλεφωνεί κανείς. Έκανες μ αυτά διάφορες εργασίες Κι έπειτα, όπου και να πήγαινε για να ψάξει για δουλειά, όλοι του ζητούσαν τον αριθμό τηλεφώνου. Έτσι του μίλησε ο εστιάτορας όπου τελικά έπιασε δουλειά.
-Τηλέφωνο έχεις; δος μου τον αριθμό σου και μια-δυο μέρες θα σε ειδοποιήσω να έρθεις...είπες την ξέρεις τη δουλειά ε;
Τι να λεγε; πως δεν την ήξερε; σίγουρα δε θα τον έπαιρνε, εξ άλλου δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο. Μέσα σε λίγες μέρες εξοικειώθηκε κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Για το παρελθόν, ιδιαίτερα για τη φυλάκιση του δεν μίλησε σε κανέναν εξ άλλου ποιος ενδιαφερόταν; Ο Γιάννης Παράμετρος έγινε γρήγορα καλός στη δουλειά του. Τ αφεντικό τον εκτιμούσε, πράγμα παράξενο αλλά δεν ήθελε να μπλέξει με τα δικά του κι έτσι κρατούσε τους τύπους. Ήταν ευγενικός, με όλους. Με τους πελάτες που και αυτοί τον εκτιμούσαν. Συχνά του μιλούσε γι αυτούς που τους ήξερε χρόνια και παινευόταν πως ο τάδε ήταν εισαγγελέας, ο άλλος δάσκαλος, ο κοντός είχε επιχείρηση με ρούχα. Ένα σωρό άχρηστα πράγματα του μιλούσε όταν δεν είχαν δουλειά κι αυτό γινόταν, συνήθως λίγο πριν έρθουν οι πρώτοι πελάτες για το μεσημεριανό φαγητό.
-Αυτόν που μπήκε τώρα να τον προσέξεις ιδιαίτερα! είναι ο Αστυνόμος!του μίλησε συνωμοτικά εκείνο το μεσημέρι και του δειξε έναν που είχε καθίσει.
Είχε γυρισμένες τις πλάτες προς αυτούς και δεν είδε το πρόσωπο του αλλά το σουλούπι κάτι του θύμισε και βιάστηκε να πάει να τον εξυπηρετήσει.
- Καλημέρα σας. Τι επιθυμεί ο κύριος; ρώτησε και αλαφιάστηκε μόλις αναγνώρισε στο πρόσωπο του άλλου, τον Αστυνόμο Σαμσωνίδη.
-Τι μικρός που είναι ο κόσμος; του χαμογέλασε αυτός.
-Μη με κάψεις, δε χρειάζεται να ξέρουν αυτοί εδώ, μουρμούρισε λίγο ξαφνιασμένος.
-Μη φοβάσαι, άλλωστε γιατί; τώρα είσαι πάλι ελεύθερος..εξέτισες την ποινή σου! απάντησε επίσης χαμηλόφωνα. Φέρε μου μπάμιες με κοτόπουλο, μια φέτα, λίγο κρασί.
-Κόκκινο;
-Ναι, που το ξέρεις; βάλε κι ένα ποτήρι δικό σου..
-Απαγορεύεται εν ώρα υπηρεσίας..
-Έγινες καλό παιδί! γέλασε ο Αστυνόμος. Δεν πειράζει, δεν έχεις ακόμα κόσμο, φέρε το φαγητό μου κι έλα να κάτσεις λίγο μαζί μου! διέταξε.
-Τι σου είπε ο Αστυνόμος; τον ξέρεις; ρώτησε περίεργα τ αφεντικό μόλις πέρασε κοντά του και του εξήγησε.
-Να πας! μπράβο! αυτό σημαίνει πως είσαι καλός και σε εκτίμησε . Να πας θα κοιτάξω εγώ αν μπει άλλος πελάτης.
Του φάνηκε παράξενο αυτό που έκανε ο Σαμσωνίδης. Πήγε και κάθισε λίγο μαζί του.
-Να προσέχεις! του τόνισε. Αν ξαναμπλέξεις θα σε χώσω για πάντα μέσα.
-Θα προσέχω Αστυνόμε. Δεν θα ξανακάνω τα ίδια λάθη και δε θα με πιάσεις αυτή τη φορά.
-Δηλαδή σκέφτεσαι να ξανακλέψεις;
-Γιατί όχι; με τη δουλειά δε γίνεται κανείς πλούσιος. Έξυπνος είναι αυτός που κλέβει και δεν τον πιάνουν.
-Σωστή κουβέντα. Τέτοια έμαθες στη φυλακή! Ότι και να κάνεις, όπου κι αν κρυφτείς, αν παρανομήσεις θα σε ξαναπιάσω!
-Αυτή ναι η δουλειά σου, αλλά πρόσεξε γιατί μπορεί να βρεθείς και συ καμιά φορά κρατούμενος! και τότε θα καταλάβεις τη διαφορά, είπε και σηκώθηκε. Γειά σου Αστυνόμε, χάρηκα που σας γνώρισα, συνέχισε ευγενικά.
-Γειά σου και σένα, απάντησε ο Σαμσωνίδης αργά-αργά και τον παρατηρούσε που πήγαινε προς έναν καινούργιο πελάτη. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάποτε θα τον ξανάπιανε.
Αντίθετα ο Γιάννης Παράμετρος έσφιξε τα δόντια και μουρμούρισε ανάμεσα τους, ένα "έννοια σου και δε θα σου κάνω τη χάρη".
Μέσα του άρχισε να νιώθει πιο δυνατός, αυτό που είχε περάσει τέσσερα χρόνια στις φυλακές δεν ήθελε να το ξαναζήσει. Ένα από τα πιο σπουδαία ιδανικά του ανθρώπου, η ελευθερία δεν εξαγοραζόταν με όσα χρήματα κι αν έκλεβε. Έτσι συνειδητοποίησε πως θα έκανε τα πάντα για να μη βρεθεί ξανά σ αυτή την κατάσταση.
Είχε στο νου του να συναντήσει την Ευγενία μια από εκείνες τις μέρες που περνούσαν βιαστικά, καθώς έφτιαχνε το νέο του σπίτι. Αγόρασε μερικά έπιπλα, έναν καναπέ, κρεβάτι της προκοπής, ψυγείο μεταχειρισμένο, μια τηλεόραση. Γινόταν νοικοκύρης άνθρωπος, γέλασε που το σκέφτηκε καθώς έπινε μια παγωμένη μπύρα, το απόγευμα που αποφάσισε να πάει να βρει την Ευγενία, την κόρη του ισοβίτη Μπράτσου. Το ποτό δεν είχε σταματήσει στιγμή να του αρέσει και να πίνει κάθε μέρα. Στη δουλειά δεν έπινε ποτέ, δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα, όχι πως είχε αλλάξει, ο ίδιος πίστευε πως ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει ποτέ, απλά συμμορφώνεται με τα δεδομένα, αν είναι λίγο έξυπνος. Βέβαια, δεν είχε ξεκάθαρη ιδέα, τι ήταν ο εαυτός του, ούτε περηφανευόταν για όσα τον παίνευαν οι άλλοι. Αργά-αργά προσπαθούσε να νικήσει την επιπολαιότητα, που τη θεωρούσε μεγάλο μειονέκτημα για κάποιον που ήθελε να λέει, πως κάτι αντιλαμβανόταν γι αυτό που λέμε ζωή και βίος ενός ανθρώπου. Γι αυτό αργούσε να πάρει αποφάσεις και τις μελετούσε πολύ προτού τις ενεργοποιήσει. Αλλά και πάλι δεν απέφευγε τα λάθη-αυτό το καταλάβαινε αργότερα. Συνήθως μετά από κάποιο λάθος. Και πάντα μέσα σ αυτές τις σκέψεις ερχόταν ο Μπράτσος με τον θησαυρό του. Μέσα στο νερό. Πως θα κατόρθωνε να πάρει τα χρήματα; Και πόσα να ήταν άραγε; ο Μπράτσος είχε πει πως ήταν πολλά, πάνω από πενήντα εκατομμύρια δραχμές αλλά αυτός δεν είχε και πολύ εμπιστοσύνη στα λόγια των άλλων. Πίστευε πάντα πως οι άνθρωποι τα μεγαλοποιούν όλα.
Διάβαζε λίγα βιβλία στη φυλακή το είχε συνηθίσει αυτό συνήθως λογοτεχνικά, Ιστορικά, γενικά ότι έβρισκε μπροστά του κι όσα αγόραζε από τα μικρά βιβλιοπωλεία, τα φτηνά στα περίπτερα που τα πουλούσαν ένα κατοστάρικο-απ αυτά διάλεγε και ήταν ευχαριστημένος να κάθεται στα παγκάκια να διαβάζει πίνοντας μια μπίρα. Ή ένα μπουκάλι κρασί.
Ντύθηκε με κάποια βιασύνη, φόρεσε καθαρά ρούχα, ξαναέγραψε σ ένα χαρτάκι τη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου που εργαζόταν η Ευγενία, το βαλε στην τσέπη του. Ισαύρων 55, Νεάπολη. Τον ήξερε αυτόν τον δρόμο ήταν λίγο πιο πάνω απ τα Εξάρχεια, η ώρα ήταν επτά το απόγευμα, μέχρι να έφτανε με τα πόδια θα πήγαινε οχτώ, λίγο προτού κλείσουν τα καταστήματα. Υπολόγιζε αφού θα το πρότεινε στην Ευγενία, να καθίσουν κάπου και να μιλήσουν. Θυμόταν πως ο Μπράτσος του είχε πει πολλές φορές πως της είχε μιλήσει γι αυτόν και άρα, κάπως θα τον ήξερε. Ο ίδιος την είχε συμπαθήσει από τις φωτογραφίες που του είχε δείξει, πράγμα παράξενο, άλλους συμπαθούμε κι άλλους αντιπαθούμε χωρίς λόγο, σκέφτηκε καθώς βάδιζε στους δρόμους των Εξαρχείων.
Όταν έφτασε στο 55 της οδού Ισαύρων, στάθηκε απ έξω. Εξέτασε για λίγο την πρόσοψη, διάβασε την επιγραφή επάνω, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΌ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ, έγραφε με Βυζαντινή γραφή.. Ήταν αρκετά μεγάλο αν συμπέραινε από το μήκος της βιτρίνας και της εισόδου. Κοίταξε μέσα και δεν είδε κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε πάει ποτέ στο παρελθόν σε τέτοιο χώρο και δεν θυμήθηκε. Όχι, μάλλον δε θα είχε επισκεφτεί ποτέ ένα Χριστιανικό βιβλιοπωλείο. Ωστόσο, μόλις προχώρησε λίγα βήματα, κατέφτασε μια κυρία, ντυμένη καλόγρια.
-Παρακαλώ; σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; ρώτησε.
-Θα ήθελα να μιλήσω στην δεσποινίδα Ευγενία, απάντησε όσο πιο απλά μπορούσε.
-Είναι στα γραφεία αυτή την ώρα, δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ; τον εξέτασε στα μάτια.
-Όχι κυρία, είναι προσωπικό το θέμα, μπορείτε να τη φωνάξετε;
-Καλώς. Περιμένετε, έκανε και κατευθύνθηκε προς το βάθος.
Ο Γιάννης Περίμετρος βημάτισε λίγο, ύστερα έπιασε ένα βιβλίο απ τον πάγκο και το φυλλογύρισε. Σε δυο λεπτά, κατέφτασε η Ευγενία, στάθηκε κοντά του στα δυο μέτρα, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Ο κύριος; ρώτησε ευγενικά, εμένα ζητήσατε;
-Εσάς, είμαι ο Γιάννης Παράμετρος, είπε.
-Ο Γιάννης...ποιος;..Α, εσείς! μίλησε με συμπάθεια. Ελάτε να καθίσουμε στο σαλονάκι.
Ήταν ντυμένη σεμνά με ρούχα παλιομοδίτικα και πρόσεξε που την εξέταζε, μόλις κάθισαν
-Α, τα ρούχα, κοιτάζεις! δε σας αρέσουν αλλά έτσι είναι εδώ..
-Έξω φοράτε άλλα; της χαμογέλασε
-Ε, πως...αλλά εντάξει δεν φορώ σχισμένα τζιν..αλλά εντάξει, αυτά είναι γούστα. Για πείτε μου για σας; μου είχε μιλήσει πολλές φορές ο πατέρας.
Συζητούσαν χαμηλόφωνα σα να μην ήθελαν να τους ακούσει κανείς.
-Έχω να σας προτείνω να πάμε για φαγητό, έξω, να τα πούμε καλύτερα, αν συμφωνείτε κι σεις.
-Απόψε; τώρα;
-Ναι, άμα σχολάσετε, να σας περιμένω κάπου εδώ..
-Όχι, εντάξει, μπορούμε να φύγουμε τώρα, έτσι κι αλλιώς κλείνουμε σε λίγο. Περιμένετε να πάρω τα πράγματα μου δυο λεπτά, είπε σχεδόν χαρούμενη.
Περπάτησαν λίγο γύρω στα στενά, βρήκαν ένα ήσυχο ταβερνάκι. Συμφώνησαν με τα μάτια και μπήκαν. Δεν είχαν ανταλλάξει πολλά λόγια, ένιωθαν βολικά ο ένας δίπλα στον άλλον. Η Ευγενία γύριζε συχνά το κεφάλι της, τον κοίταζε και χαμογελούσε αλλά μόλις κάθισαν σε ένα τραπέζι, έβαλε τα κλάματα.
-Μη κάνεις έτσι προσπάθησε να τη σταματήσει.
-Ο πατέρας μου ήταν τόσο καλός, δεν έφταιγε αυτός ήταν ατύχημα, εμένα μου τα είχε πει όλα! η σφαίρα που σκοτώθηκε ο φύλακας όταν έκανε τη ληστεία, εξοστρακίστηκε, πήγε από αλλού, όχι από το δικό του όπλο! τα ξέρεις αυτά; σου τα είπε; ρωτούσε σφουγγίζοντας τα μάτια της από τα δάκρυα.
--Ναι, μου τα είπε πολλές φορές, τον πίστεψα αλλά τώρα πάνε αυτά. Ο πατέρας σου κάηκε στις φυλακές κι αυτό δεν αλλάζει όσο και να κλαις.
-Το ξέρω, εσύ φαίνεσαι καλός άνθρωπος. Άμα είσαι καλός άνθρωπος ο θεός σε βοηθάει. Φώναξε το γκαρσόνι να παραγγείλουμε, εσύ θα πεινάς, έχεις λεφτά; μη σε νοιάζει έχω εγώ, παράγγειλε ότι θέλεις.
0 Γιάννης Παράμετρος χαμογέλασε. Τίποτε δεν ήταν τραγικό αλλά ούτε και κωμικό. Τη ζωή την βλέπεις απ όποια μεριά θέλεις. Βέβαια κάπως έτσι την περίμενε την Ευγενία, ένα κορίτσι θρησκόληπτο, όχι απαραίτητα θεούσα σε όλες τις περιστάσεις της αλλά τα πάντα κινούνταν σ αυτόν τον ρυθμό. Ήταν καλοκάγαθη και θα ήταν απίστευτο αν του έλεγε κάποιος πως είχε κάνει έρωτα. Παράγγειλαν φαγητά και κρασί. Φυσικά η γυναίκα ήπιε ένα ποτήρι. Ο Γιάννης ένα κιλό.
-Είσαι καλός άνθρωπος, μην πίνεις τόσο, ο θεός βοηθάει τους καλούς ανθρώπους. Κι ο μπαμπάς έπινε αλλά όχι τόσο, εσύ γιατί πίνεις;
-Να μια καλή ερώτηση! γέλασε. Γιατί πίνω; αναρωτήθηκε περισσότερο. Όπως τρώω, έτσι πίνω, απάντησε για να δικαιολογηθεί παρά να πείσει τον εαυτό του
-Βρήκες σπίτι; που μένεις; έπιασες δουλειά; ρωτούσε μ αγωνία.
-Ναι, βρήκα και σπίτι και δουλειά. Βολεύτηκα προς το παρόν.
-Να σου δώσω λεφτά; άνοιξε την τσάντα της και βγάζοντας μερικά χαρτονομίσματα προσπάθησε να του τα βάλει στην τσέπη.
-Έχω λεφτά, της είπε και επέστρεψε τα χαρτονομίσματα στα χέρια της. Βάλε τα μέσα, θα τα χρειαστείς άλλοτε.
-Πότε; τον κοίταζε με αγωνία.

Αναρωτήθηκε μήπως έμπλεκε μαζί της κι αυτό του φάνηκε απίθανο αλλά η Ευγενία θα του γινόταν τσιμπούρι κι αυτό δεν ήθελε να γίνει με τίποτε. Δεν ήταν αυτός για τέτοια πράγματα, δηλαδή να μπλέξει με μια κοπέλα σαν την Ευγενία και πόσο μάλλον που ήταν κόρη του Μπράτσου. Εξ άλλου δεν ένιωθε παρά μια φιλική διάθεση απέναντι της κι αυτό επειδή ήταν κόρη ενός ανθρώπου που προσπάθησε να τον βοηθήσει. Δεν ήξερε αν όντως υπήρχαν αυτά τα χρήματα και για μια στιγμή σκέφτηκε να την ρωτήσει αν ήξερε τίποτε γι αυτό αλλά αμέσως απέρριψε την ιδέα. Δε θα ήταν καθόλου φρόνιμο. Ότι έπρεπε να κάνει θα το έκανε μόνος του όσο κι αν φοβόταν το νερό. Αλλά δεν ήταν φυσικά μόνο αυτός ο φόβος. Έπρεπε να βρει τρόπους για να μη τον αντιληφθεί κανείς και θα χρειαζόταν πολλές φορές να επισκεφτεί το μέρος που σημείωνε στο χάρτη. Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που βγήκε από τη φυλακή και δεν είχε κάνει καμιά ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση, να βρει δηλαδή τα χρήματα. Δε βιάστηκε. Δε βιαζόταν καθόλου, ότι θα γινόταν έπρεπε να γίνει με απόλυτη μυστικότητα. Σκέφτηκε πολλές φορές πως μπορεί να τον παρακολουθούσαν, ποιος ξέρει ποιοι, είτε μπάτσοι, είτε παράνομοι που μπορεί να είχαν ψυλλιαστεί κάτι γύρω από την ιστορία του θησαυρού, ο ίδιος δεν είχε ανακαλύψει τίποτε ύποπτο ακόμη γύρω του όλον αυτόν τον καιρό. Αλλά θα περίμενε. Θα περίμενε να έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες.
-Τι σκέφτεσαι; τον έβγαλε απ τους συλλογισμούς του η Ευγενία.
-Τίποτε και όλα! πως η ζωή είναι ωραία και μεις την κάνουμε δύσκολη!
-Ναι, έχεις δίκιο, είναι ωραία η ζωή κι θεός..
-Βοηθάει τους καλούς ανθρώπους! γέλασε τρανταχτά.
-Εσύ είσαι καλόγνωμος! μην το χαλάς! δεν πιστεύεις στο θεό;
-Σκέφτηκε να της πει την αλήθεια αλλά για ποιο λόγο; μερικές φορές το ψέμα είναι καλύτερο. Φυσικά και δεν πίστευε σε κανέναν θεό-ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος.
-Ναι, μουρμούρισε αλλά τον αφήνω στην άκρη του αφού δεν μπερδεύεται στα πόδια μου.
-Μπερδεύεται αλλά δεν το καταλαβαίνεις! τον κατακεραύνωσε!
Δεν ήταν τόσο αγαθή όσο έδειχνε; αναρωτήθηκε. Αλλά επειδή μεταξύ τους αναπτυσσόταν μια παράξενη έλξη, κάτι σαν δέσιμο, αρνήθηκε να προχωρήσει τις ακραίες θέσεις του. Τέλειωσαν το φαγητό τους σ εκείνη την πρώτη συνάντηση, χώρισαν αφού της έδωσε τη διεύθυνση του και το τηλέφωνο, να έρχεσαι όποτε θέλεις να τα λέμε, της είπε, εγώ δεν είμαι και τόσο τυπικός σ αυτά, εντάξει;

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ με τον ομώνυμο τίτλο, που γράφω αυτόν τον καιρό

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΓΙΑ ΈΝΑ ΤΈΛΟΣ

 


 

ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες –Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις…
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών. Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς…τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το ‘χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους.
Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική…ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος…ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ Μήτσο;
-Τι να πω εγώ;…πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ’ ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ. Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν –Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει.
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν –Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.
ΤΕΛΟΣ
 

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΚΑΛΎΤΕΡΟΣ ΈΡΩΤΑΣ

 

 




ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟς ΒΙΑΣΜΟΣ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟς ΕΡΩΤΑς
Πιο μικρόν, τον πείραζε η έννοια της απιστίας. Ο Στίβεν δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι νόμοι των ανθρώπων μπορούσαν να ξεπεραστούν εύκολα αν και
νόμιζε πως οι εραστές, έπρεπε να δηλώνουν αιώνια πίστη. Περισσότερο φυσικά, οι γυναίκες, αυτό ήταν κατάλοιπο της ανδροκρατικής κατάστασης σαράντα χιλιάδες χρόνια πριν που πίστευαν ακόμα πως ένας άνδρας πρέπει να πηγαίνει με μια γυνή μόνο. Στους άντρες εύρισκε μερικές δικαιολογίες, πίστευε λόγου χάριν πως, σαν άντρες μπορούσαν να κάνουν καμιά κουτσικέλα. Κουτσικέλα με την άποψη πως θα έμεναν ατιμώρητοι, ενώ για τη γυναίκα, ίσχυε, το αν, της καθίσουν ξένα μάτια, πάει, χάθηκε, έφυγε. Ο Στίβεν ήταν ένα ς αξιότιμος κύριος αυτής της σύγχρονης μηδενικότητας
Όλα αυτά, ήταν ή πραγματικές ή φιλολογικές έννοιες.
Είχε η γυναίκα του Στίβεν, μια φίλη, πραγματικό θωρηκτό. Δίμετρη, τριαντάρα, μελαχρινή με πράσινα μάτια, στην εποχή μας εξέλειπεν ο ρομαντισμός, η λογοτεχνία δε μας γλιτώνει από την τιμωρία, πράσινα, σκούρα, με ανταύγειες, τιρκουάζ, ευγάμητη φαινόταν η Αθηνά. Πως ταίριαζαν με τη γυναίκα του, μερικές φορές του έμοιαζε απίστευτο κι άλλες φορές, νόμιζε πως μπορεί να είχαν Λεσβιακές σχέσεις. Δεν τον ένοιαζε βέβαια, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος-παρ΄ότι δεν το είχε ξεκαθαρίσει- πως, έστω κάποια φορά, κάτι θα είχαν δοκιμάσει. Η Αθηνά άναβε την φαντασία του κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους ή πήγαιναν εκείνοι στο δικό της-τόσο άθβαθη είναι πολλές φορές η γλώσσα της αλήθειας κι όλο αυτό το διάστημα ήταν ξέμπαρκη, χωρίς άντρα, τουλάχιστον φανερό. Έναν ανεπαρκή χοντρό φίλο της που τον είχε παρουσιάσει κάποια βράδια, δεν έδειχνε ικανός να ικανοποιήσει τις ορέξεις της και ο Στίβεν το θεωρούσε πιθανό ν απιστήσει μια φορά στη ζωή του. Πάρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα κοντρολαρισμένη, δεν ξέφευγε, δεν έκανε ατασθαλίες, έδειχνε απροσπέλαστ, από μυαλό βέβαια, κουκούτσι-χειρότερα από ξανθιά, αλλά, φαίνεται πως η Αθηνά κατά λάθος θα είχε γεννηθεί μελαχρινή. [Αυτός, απορούσε με μερικούς που έμοιαζαν άλλο και ήταν εντελώς διαφορετικοί]
Ένα απόγευμα Σαββάτου καθόντουσαν στην βεράντα του δικού τους σπιτιού. Απολάμβαναν τον καθιερωμένο φραπέ με πολλά τσιγάρα.
-Που θα πάμε απόψε; ρώτησε η γυναίκα του.
-Όπου θέλετε, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε σε ένα ωραίο πιάνο-μπαρ, στον Χαρώνδα; πρότεινε η Αθηνά.
-Που είναι αυτό; ρώτησε.
-Πίσω από το Στάδιο. Στο Μετς. Πολύ ωραίο. Έχει έναν μαύρο που παίζει καταπληκτικό πιάνο. Σχεδόν πηδάει πάνω στο πιάνο! Έχετε δει μαύρο να παίζει Λίστ;
-Ωραία, συμφώνησαν ομόφωνα. Πάμε εκεί.
Ο Στιβεν σκέφτηκε πως κανένας μαύρος δεν μπορούσε να παίξει Λίστ.
Όταν έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου που πρέπει να πραγματοποιήσεις, δε σε σταματάει ούτε ο Κυναίλουρος, ούτε ο Κουναβίσιος, αστείο πράγμα να προσπαθείς να σταματήσεις τον διάβολο να μην κάνει αυτό που θέλει και η εντύπωση ήταν αρχική σαν εκτίμηση πως ο Στίβεν κάτι θα έκανε με την Αθηνά. Το βράδυ κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς, ανάμεσα στα ίδια βλέμματα που αντάλλασσαν οι τρεις τους. Η γυναίκα του, που ποτέ δεν φανταζόταν τίποτε- έτσι νόμιζε αυτός, ο Στίβεν ήθελε να πει πολλά γι αυτό αλλά του έλλειπε η αυτοπεποίθηση.
Τα χαμόγελά τους, ήταν αθώα, φιλικά, κανένας δεν έδινε λαβή για επεισόδια. Άκουγαν τον καταπληκτικό μαύρο στο πιάνο-είχε ένα ελεεινό μελαψό χρώμα, υπέροχο σώμα και πρόσωπο- έπιναν τεκίλα με σκουλήκι και ευημερούσαν. Ή ευηνυχτούσαν. Φαινόταν μια απίστευτη Ιουλιανή νύχτα στην Αθήνα του. Στην Αθήνα του Στίβεν που ποτέ δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί πως όσα συνέβαιναν ήταν απόρροια μιας λογικής πράξης ανθρώπων. Έτσι ήταν ο Στίβεν, έξω από τη σάρκα δεν αναγνώριζε τίποτα.
Η παρέα χάλασε, όταν χτύπησε το κινητό της γυναίκας του, φτηνή δικαιολογία για σενάριο τέτοιας μορφής αλλά τι να κάνουμε; Ήταν η άρρωστη αδερφή της κι έπρεπε να πάει την υπόλοιπη νύχτα να της συμπαρασταθεί. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο αλλά λεχώνα με Καισαρική, χρειαζόταν κουράγιο. Κουράγιο για να βρούμε κάτι άλλο μαν, όμως η γυναίκα του Στίβεν είχε δίκιο.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ, του είπε, λες και αυτός ήταν από τα γκράβαρα. Πήγαινε με τώρα εκεί, κι έλα την Δευτέρα να με πάρεις. Τα γκράβαρα απέχουν από το Λονδίνο δεκάξι ώρες, σαρκαστικός με τις λέξεις και τις έννοιες, αν και τίποτε δεν προδιέθετε την εξέλιξη μιας τόσο ενδιαφέρουσας νύχτας
-Θα έρθω κι εγώ μαζί. Στον γυρισμό με αφήνεις στο σπίτι μου. Να μην τρέχω τώρα με ταξί, είπε η Αθηνά.
Τα πράγματα έγιναν έτσι. Πήγε την γυναίκα του στην αδερφή της και επέστρεφαν με την Αθηνά. Πρώτη φορά έμεναν μόνοι οι δυο τους. Αυτός και η Αθηνά, τρεις η ώρα μεσάνυχτα και κάτι, το σκοτάδι να σου πνίγει το λαιμό, η σάρκα να καίει το τίποτα, δεν προλάβαινες να σκεφτείς, ο χρόνος ήταν λίγος και η Αθηνά συνέχιζε να υπάρχει δίπλα του στο μπροστινό κάθισμα.
Το σχιστό της φόρεμα, όλο κι άνοιγε περισσότερο, εδώ ο Στίβεν έριξε μια γρήγορη ματιά εκεί, σκέφτηκε να έχωνε το χέρι του στα μπούτια της αλλά, αν αρνιόταν; Πως μπορείς ν αγγίξεις έναν άνθρωπο; Για ποιο λόγο να της έπιανε τα μπούτια; Είχε κι ένα ύφος αμίλητο, λίγο απόμακρο, λες και δεν την ένοιαζε τίποτε κι ύστερα, μπορεί να μην της άρεσε, εξ άλλου γιατί να σου αρέσει αν κάποιος χώνει το χέρι του κάπου; Ούτε αυτός μίλησε, ο σεξουαλικός οδηγός έλεγε πως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο κι έτσι οδηγούσε ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβει, σταμάτησε έξω από το δικό του σπίτι.
-Γιατί σταμάτησες εδώ; ρώτησε ανυποψίαστη.
-Δεν έχω ύπνο, παραπονέθηκε. Μου κάνεις λίγη παρέα να πιούμε ένα ποτό; [Αστείο πράγμα για τον Στίβεν μια τέτοια φτηνή δικαιολογία για να την παρασύρει στο κρεβάτι.]
-Πάμε, κούνησε το κεφάλι της με κάποια αμφιβολία.
Μόλις μπήκανε στο σπίτι, κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
-Γιατί κλείδωσες; τρεμούλιασε εκείνη.
-Βάλε δυο ποτά και γδύσου! της είπε εξαφανίζοντας τα κλειδιά.
-Μα…
-Κάνε ότι λέω! είπε σκληρά, επιτακτικά.
Η Αθηνά έτρεξε προς την μπαλκονόπορτα. Κατάκλειστη. Τα παντζούρια το ίδιο. Πήγε στο ανοιχτό παράθυρο, κοίταξε έξω. Ανοιχτό αλλά στον έκτο όροφο, τι να έκανε; Δεν ήθελε ν αυτοκτονήσει.
-Θα με βιάσεις; γύρισε στο κέντρο του σαλονιού.
-Θα σε βιάσω! σάρκασε. Απλώς, θα γαμηθούμε. [ Δύσκολη λέξη αν λέγεται εκτός προγράμματος. Ο Στίβεν θέλει απλά να κάνει έρωτα μαζί της.]
-Δεν θέλω!
-Θα δεις που θα σου αρέσει, προσπάθησε να την χαϊδέψει.
Κι άρχισαν μια πάλη. Η Αθηνά αντιστεκόταν σθεναρά, αυτός που και που της κατέβαζε κανένα ρούχο- στην ουσία το ξέσκιζε, δεν χτυπιόντουσαν, απλά αυτός προσπαθούσε να την ξεγυμνώσει κι αυτή συγκρατούσε όσα από τα ρούχα της μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα καύλωνε κιόλας. [Δύσκολο ρήμα για τους ανερέθιστους.] Τότε ήταν που εύρισκε ευκαιρία και την άρπαζε στα βυζιά, στο μαύρο, έξω από την κυλόττα. Προσπάθησε να την βγάλει αλλά σφιγγόταν και την συγκρατούσε πάνω της σα στρείδι, οι γυναίκες αμύνονται με όλα τα μέσα, όταν νομίζουν πως έχουν δίκιο.
Τα δικά του ρούχα τα είχε σχεδόν πετάξει από πάνω του και έμενε μόνο με το σλιπάκι και ο πούτσος του έβγαινε ως τον αφαλό. Μούσκεψαν τα σώματά τους από την πάλη, κόλλησε ο ιδρώτας ανάμεσα τους όταν επιτέλους, κατάφερε να της σκίσει την κυλόττα και να δει το μουνί της.
-Μη! έκανε η Αθηνά και προσπαθούσε να κρυφτεί.
-Μην το κρύβεις, είναι υπέροχο και πήγε κοντά της κρατώντας τον.
Η Αθηνά κοίταζε το ξύλο του και κατέβασε τα χέρια, σαν παραδομένη. Οι γυναίκες έχουνε ένα ύφος ασυναγώνιστο τέτοιες ώρες, λες και κρατάνε κανένα ξύλο που το κουνάνε πέρα-δώθε με αμηχανία σα να μη ξέρουν τι θα κάνουν μ αυτό.
Αυτός στάθηκε να θαυμάζει το ωραίο της σώμα.
-Μείνε εκεί, δεν θα σε γαμήσω. Θα τραβήξω μια μαλακία, αυτή η πράξη είναι μεγάλη φιλοσοφία των αντρών, της είπε. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά αυτού του κόσμου: όλοι το πράττουν αλλά τον μαλάκα ουδείς ηγάπησε, τη πράξη αυτή, όλοι.. [Δύσκολο κείμενο, δεν είναι θέμα ντροπής αλλά να πεις τα πράγματα με τα όνομα τους δεν αρκεί. Γιατί θα είχε αξία μια τέτοια τέχνη; Ο ξυλουργός σαν ήρωας είναι λεπτεπίλεπτος, ευγενής, ραφινάτος, πως γίνεται να κάνει τέτοια πράγματα;]
Μόλις τον είδε να φουντώνει το πέος του, ένας άλλος το κουβαλούσε μέσα σε ένα σακί, δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε κοντά του. Τον πήρε στο στόμα της κλαίγοντας.
-Μην κλαις της είπε, ο κόσμος είναι αυτός που βλέπουμε, πολύ.
Του γύρισε την πυγή και τον έχωσε βαθιά, στο μαύρο πρώτα, ενώ συνέχιζε να κλαίει και αυτό τον ερέθιζε περισσότερο-πρέπει να πούμε πως η τέχνη αυτή είναι υψηλής περιεκτικότητας. Ύστερα την έβαλε στον καναπέ, της σήκωσε ψηλά τα πόδια στους ώμους του και έπαιξε με την άλλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος. Η Αθηνά βόγκηξε πιο πολύ, κατάλαβε πως της άρεσε, που δεν ήθελε να το κάνει, τάχα, έτσι μπαινόβγαινε στην τρυπίδα της, ώσπου την έκανε καρύδα. Οι άντρες παινεύονται πολύ γι αυτό, νομίζουν πως είναι ο άξονας της γης και ίσως μόνο ο Στίβεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, δηλαδή, πως χωρούσε όλος μέσα της; Και γιατί έκανε πως δεν ήθελε; Αυτός ποτέ δεν κατάλαβε πως την βίαζε. Έπειτα έχυσε το νερό, όπως μια χύτρα που βράζει σε μεγάλους βαθμούς, στο άσπρο της σάρκας, την γέμισε σπέρμα. Το σπέρμα τελικά δεν είναι μόνο για την αναπαραγωγή των ειδών, η φυσική επιλογή του Δαρβίνου, ή τα αστήρικτα όνειρα του Φρόιντ για την απελευθέρωση του σεξουαλικού λίμπιντο, εκείνες τις ώρες πάνε περίπατο σε έναν κάμπο με λεύκες.
-Φοβάμαι, του είπε και τον κοίταζε με τα τιρκουάζ μάτια της κρατώντας του το ξύλο της λεύκας.
-Τι φοβάσαι;
-Εσένα, είσαι άγριος..
-Αφού σου αρέσει..
-Δεν μου αρέσει! και στάθηκε αντιμέτωπή του. [Το πρόβλημα με τις γυναίκες είναι που ποτέ δεν ξέρεις τι θέλουν στην ουσία, μόνο οι νέοι εραστές μετράνε, στο σεξ δεν αξίζουν οι συναισθηματισμοί, αλλά σεξ, τι σκατολέξη είναι αυτή;]
-Πως σου αρέσει; Σάρκασε. Θέλεις βότκα;
-Βάλε.
Το βάλε υπονοεί άλλα.
Κάθισαν στον καναπέ και πίνανε.
-Να ξέρεις όμως ότι με βίασες! Του είπε και του ξαναγύρισε την πυγή.
Την πήδηξε απ το παράθυρο πάλι. Μιλάμε για δύσκολες λέξεις που κιτρινίζεις να τις πεις, ίσως, μια μέσα μια έξω-έξω-μέσα γλιστρούσε σαν χέλι στην ψυχή και το σώμα της. Η Αθηνά βογκούσε ξετρελαμένη, του τράβαγε τα μαλλιά, γύριζε και του φώναζε.
-Τι κάνεις.. δεν πρέπει.. έλα, βάλε.. αχ, τι κάνεις.. μη… μη.. βάλε κι άλλο, κι άλλο..πιο βαθιά, μη σταματάς!
Ήταν μια νύχτα αξημέρωτη, μιλάμε για απόρρητα πράγματα και οι ήρωες μας, κάποια στιγμή βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμήθηκαν για λίγο αγκαλιά σαν δυο ωραίοι άνθρωποι που συναντήθηκαν στο κενό και να το ξεχνούσαν κάποτε θα τους το θύμιζε η πραγματικότητα, παρ ότι έκαναν κάτι που το απαγόρευε η σύγχρονη ή και παντοτινή ηθική. Κατά τις εφτά το πρωί, μισοκοιμισμένοι, ξανακύλησαν. Έκαναν μια πράξη που πιθανώς ήταν μοναδική και στο πίσω μέρος του μυαλού τους γνώριζαν πως δε θα το ξανάκαναν.
-Δεν θέλω! έκανε η Αθηνά.
Του την έδινε η ψεύτικη άρνηση της και την σβέρκωσε, της έριξε μερικές μπάτσες στο λευκό της σάρκας, σ αυτό που ξεχωρίζει, σα να έχεις μια έννοια από κάτι που ξεχωρίζει, σα να σκέφτεσαι μια απεριόριστη μπουνιά στο κεφάλι και προσπάθησε να την ξυπνήσει.
Ξύπνησε.
Έκλαιγε πάλι και γαμιότανε, ενώ ο ίδιος της ξέσκιζε την απατηλή ονειροσύνη της
-Πάρτο μωρή σκύλα! της είπε, σκεφτόμενος πως όλοι άνθρωποι έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές
Κλαίγοντας κι αυτός, έσχυσε στα τιρκουάζ μάτια της.
-Θα μετανιώσεις γι αυτό που έκανες απόψε, τον κοίταξε κάποια στιγμή στα μάτια. Ξέρεις οι άνθρωποι απειλούν ευθέως.
-Θες να σε ξαναχτίσω; Δεν χόρτασες μωρή ;
-Όχι, όχι του κλαψούρισε και γύριζε σαν αόριστη .
Όρμησε πάλι πάνω της αφού πρώτα φίλησε τον ωκεανό κάνοντας την να σπαρταράει σαν ψάρι όπου δεν υπάρχει γυρισμός. Η αντίδρασή της μεγάλωνε το σφίξιμο των χειλιών της, έσφιγγε σαν κλοιός τον ποταμό.
-Άστον μέσα, του είπε. Μην τον βγάζεις ποτέ.
Κι έμεινε μακροσκελής, ακίνητος στο ανεκτίμητο κέλυφος της.
-Είσαι πούστης, του είπε κάποτε.
-Γιατί; απόρεσε
-Είχες τέτοιο ποτάμι και το έκρυβες!
Την έστησε πάλι όρθια απέναντί του, να τη δικάσει ήθελε
-Κάτσε εκεί της είπε. Θέλω να τραβήξω εκείνη την μαλακία..
-Αυτό θεωρείται, πρόστυχο του απάντησε, εγώ δεν ήθελα τίποτε απ’ όλα αυτά.
Μόλις του είπε έτσι, τα πήρε στο κρανίο, λογικά δεν υπάρχει τέτοια ύφανση, ο Στίβεν θα έλεγε εδώ πως δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τον βιασμό της μικρής Ελένης που κάθεται και κλαίει και την άρχισε στις μπουνιές και στις κλωτσιές-η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή απ την αλήθεια, δεν είναι τίμιο να δέρνεις μια γυναίκα αλλά έλα που έτσι συμβαίνει ακόμα και στα καλύτερα της ανθρώπινης διανόησης; Η Αθηνά αντιστάθηκε. Έριξε κι αυτή μερικές αλλά έφαγε το ξύλο της χρονιά της. Της μαύρισε τα μάτια, τα μπούτια, το λευκό της σάρκας παρθένας.
-Μη! τον παρακάλεσε γονατιστή. Εγώ ήμουν κάποτε παρθένα, όλα αυτά μου τα μάθατε εσείς.
Την έσπρωξε να γείρει κατάχαμα στο καταχθόνιο δάπεδο με όλο το βάρος μιας βάναυσης ηδονής, ενώ αυτή έκλανε από τη ναυτία. Τόση ναυτία.
Ύστερα την πήγε στο σπίτι της. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε να ξεμακραίνει, του φώναξε πως θα του έκανε μήνυση. Θα τον έστελνε στο διάβολο γιατί σ αυτή τη ζωή όλα πληρώνονται. Είναι απίστευτο πως μια μικρή λαβή μπορεί να γίνει στέρνα και πως θα πλήρωνε τώρα μια βραδιά τέτοια με όλη του τη ζωή, ίσως να πήγαινε φυλακή, ίσως να έχανε και τη γυναίκα του που την αγαπούσε, ξέρεις Στίβεν η άβυσσος είναι πολύ κοντά, δεν είναι τίποτα, ένας άνθρωπος που τρώει το λευκό της φάλαινας, ένα βράδυ ολκής θα έλεγαν οι τυραννισμένοι αλλά γιατί θα τον βασάνιζε υποχόνδρια η σκέψη πως έκανε κάτι κακό; Μεγαλουργούμε πίσω απ τον υπόκωφο κρότο μιας κοινωνίας στηριγμένης στο δίκαιο που δεν αποδεικνύεται, ε Στίβεν;
Πέρασαν κάνα δυο μέρες και δεν φάνηκε κανείς. Ποιος να φαινόταν, άλλωστε ή άραγε, η πραγματικότητα ήταν άρρωστη επειδή έτσι το ήθελαν οι νόμοι, κανένας δεν μπορεί να σου περάσει αλυσίδα στο πόδι αν δεν του το δώσεις κι ύστερα όλα μπορεί να είναι ένα τίποτα, αυτός δεν ένιωθε ένοχος επειδή αγάπησε μια γυναίκα ξένη.
Η γυναίκα του ανυποψίαστη, ρώτησε αν έγινε κάτι.
-Τι να γινόταν; απόρεσε φυσιολογικά.
-Ξέρω εγώ; τίποτα περίεργο, πως δεν εμφανίστηκε η Αθηνά..
-Αφού τα κουβεντιάζετε στο τηλέφωνο, δεν τα λέτε; [ρηχό είναι να μιλάς έτσι για μια τόσο βρώμικη ιστορία]
-Τα λέμε, είπε πως θα έρθει το Σαββατοκύριακο, είχε δουλειές.

Στον δρόμο, το βραδάκι, κι ενώ είχε πιστέψει πως το γεγονός θεωρήθηκε λήξαν, του επιτέθηκε ο χοντρός της Αθηνάς.
-Τι θέλεις ρε! του έγρουξε στην αλάνα κι έπιασε το ματωμένο του μάγουλο. Η γροθιά του ήταν γερή, η βία είναι αναπάντεχη, φοβήθηκε πως θα πέθαινε εκείνο το απόγευμα. Είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις για μια τόσο απλή υπόθεση.
Νευρίασε, τον αντιχτύπησε. Ο χοντρός σκύλιασε.
-Θα πεθάνεις κάθαρμα! σφύριξε. Η Αθηνά είναι σαν αδερφή μου, τι της έκανες ρε;
Είχε μπλέξει άσχημα. Αφού κουράστηκαν από τα απανωτά χτυπήματα, κουλουριάστηκαν, σταμάτησαν αντιμέτωποι, λαχανιασμένοι, κανένας ήρωας δεν πεθαίνει τόσο εύκολα Στίβεν, πίσω από αυτές τις ομολογίες, η στάχτη έκαιγε μια μικρή αλυσίδα καταστάσεων κι αυτός, ο Στίβεν δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί το λάθος, το λάθος που έκανε εκείνο το βράδυ και που τώρα καλούνταν να ξεπληρώσει απέναντι στην αδυσώπητη κοινωνία.
-Κανείς δε γλυτώνει αφού δεν σεβάστηκε την αθωότητα μιας γυναίκας! Φώναξε ο χοντρός κι ο Στίβεν φαινόταν ανυπεράσπιστος
-Η Αθηνά ήθελε να πάει στον εισαγγελέα, με το ζόρι την κράτησα… τι έκανες ρε; Αφού δεν ήθελε ρε!
Το ρε είναι μια άσχημη προσφώνηση σε έναν ευγενή επιβήτορα, όταν σε αποκαλύπτουν πέφτουν τα τσίνορα, ποτέ δεν ήθελε τα πράσα και τώρα ο χοντρός τον είχε στριμώξει στα σχοινιά, δεν άντεχε τη ρετσινιά του βιαστή. Γύρισε και τον κοίταξε καταματωμένος με σιχασιά, ήταν δυο μέτρα άνθρωποι χωρίς έλεος, δίχως ιστορία, χωρίς μέλλον σ αυτή την ιστορία. Του έριξε μια τελευταία μπουνιά, ο χοντρός κύλησε στο χώμα, μπορεί να είχε δίκιο αλλά που να το βρισκε;.
-Αυτή ήταν, για ότι δεν ήθελε, γρύλισε. Πες της ακόμα, πως άμα την συναντήσω θα τη σκοτώσω.

ΤΕΛΟΣ

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...