Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΓΙΑ ΈΝΑ ΤΈΛΟΣ

 


 

ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.
Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες –Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις…
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών. Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς…τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το ‘χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους.
Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική…ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος…ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.
Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ Μήτσο;
-Τι να πω εγώ;…πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ’ ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!
Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ. Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν –Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει.
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν –Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.
Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.
Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.
ΤΕΛΟΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ

    Το βράδυ δεν ήταν δικό μας Περιμέναμε κάποιους από μακριά να φτιάξουν τη διαβίωση μας Εμείς ήμασταν ξένοι εκεί, φερμένοι απ το βασίλειο ...