Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

το νερό κυλούσε

 


Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τις ομπρέλες, από μικρό παιδί. Τις έχανα, τις ξεχνούσα εδώ κι εκεί, αν και οι περισσότερες σκίζονταν, στράβωναν τα σύρματα, γύριζαν ανάποδα στο ξεροβόρι. Έτσι νευρίαζα πάρα πολύ γιατί συνήθως γινόμουν μούσκεμα μέχρι το κόκαλο κι αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα γιατί να είχα τόση ατυχία με τις ομπρέλες.
Έτσι φέτος το Χειμώνα αποφάσισα να αγοράσω μια ακριβή, μια πανάκριβη που τα σύρματα και ο κορμός να είναι από χρυσό. Πήγα σε ένα ομπρελάδικο και μόλις είπα την παραγγελία μου, ο ομπρελάς με κοίταζε με ανοιχτό στόμα. Του το κλεισα και επέμενα αν μπορούσε να μου τη βρει. Έξυσε τον κρόταφο, σκέφτηκε λίγο. «Θα σε στείλω σε έναν δικό άνθρωπο, εδώ παρακάτω. Αυτός έχει αντίκες, παλιά αντικείμενα κ αν θυμάμαι καλά είχε πάρει το μάτι μου μια χρυσή ομπρέλα με μεταξένιο πανί, εκεί να πας,» μου είπε και μου έγραψε σε ένα μαυρισμένο χαρτί τη διεύθυνση του αντικέρ. « Να ξέρεις όμως πως θα είναι ακριβή!» « Δε με ενδιαφέρουν τα λεφτά, έχω λεφτά, τι να τα κάνεις τα λεφτά όταν δεν είσαι ευτυχισμένος;» είπα. «Και η ευτυχία σου είναι μια χρυσή ομπρέλα;» είπε και μ έκοβε σαν βαρεμένο.

Δεν του δωσα άλλη σημασία, βγήκα στο δρόμο, έβρεχε σφοδρά, φυσούσε. Προσπάθησα ν ανοίξω τη σπασμένη ομπρέλα, βλαστήμησα, ο αγέρας τη γύρισε ανάποδα. Απογοητευμένος την παράτησα- ο αγέρας τη σκάλωσε πάνω σε μια τέντα, σε μια ακακία και δεν υπάρχει πιο οικτρή εικόνα από μια ξεσχισμένη ομπρέλα, ενώ εγώ τουρτούριζα ήδη με τα νερά να τρέχουν ανάμεσα από τα φρύδια μου. Ένα αυλάκι άνοιξε πίσω στη ραχοκοκαλιά μου. Ξεκίνησε πάνω από την πλάτη, άνοιξε δρόμο στην κατηφοριά, πέρασε τη ζώνη κύλισε μέχρι κάτω τα παντζάκια μου. Αφού πια το νερό κυλούσε παντού επάνω μου δεν υπήρχε λόγος να προφυλάσσομαι κάτω από τις στενές μαρκίζες και βάδιζα στην ‘ασφαλτο. Έτσι κι αλλιώς όλος ο κόσμος προσπαθούσε κα προφυλαχτεί κάτω από τις μαρκίζες, ιδιαίτερα οι γυναίκες. Δεν ξέρω γιατί αλλά νομίζω πως οι γυναίκες φοβούνται περισσότερο τη βροχή, τα μπουμπουνητατις αστραπές. Αυτή την εντύπωση την είχα από παλιά και δεν την άλλαζα. Μια πολλή όμορφη με μια κατακόκκινη ομπρέλα, ολοκαίνουργια χαμογελούσε, άστραφτε το τακούνι της στο δρόμο, μέχρι που ο αγέρας την περιποιήθηκε και αυτήν τη στιμή που προσπαθούσε να κρύψει τα γυμνά της πόδια. Όλος ο δρόμος στράφηκε κατά εκεί, εννοείται οι άντρες πιο πολύ. Ηγυναίκα με την κατακόκκινη ομπρέλα φορούσε και κόκκινη κυλότα. Όχι ακριβώς, λίγο προς το ροζέ ήταν. Ωραία ήταν, ευχαριστήθηκε κάμποσο το μάτι μου κι ύστερα τάχυνα το βήμα μου να φτάσω στον αντικέρ. Έπρεπε να βιαστώ, γιατί ήδη είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Οι σταγόνες τις βροχής με ράπιζαν ανεπανόρθωτα, τα παπούτσια μου είχαν γεμίσει νερά, οι κάλτσες μαζεύτηκαν στον αστράγαλο αλλά εγώ έπρεπε να φτάσω στον προορισμό μου. Κοίταζα τους αριθμούς στις γωνίες των κτιρίων της λεωφόρου, ήμουν ακόμα μακριά κανένα χιλιόμετρο μέχρι να φτάσω στο 817. Τι διάολο λεωφόρο ήταν αυτή; Δε θυμάμαι να έχω ξαναδει άλλη φορά τόσο μεγάλους αριθμούς. Άντε μέχρι τριακόσια θυμόμουν αλλά αφού έτσι μου είχε πει ο άνθρωπος μου τι να έκανα; Θα έφτανα κάποτε.
Πράγματι έφτασα κάποτε. Ήταν ένα μεγάλο ημιυπόγειο. Κατέβηκα δυο τρια σκαλιά, μπήκα στο χώρο. Πίνακες, εικόνες, παλιά βιβλία, μεταλλικά αντικείμενα, πάσης μορφής, μικροέπιπλα, ότι μπορείς να φανταστείς είδα εκεί μέσα. Αλλά ομπρέλα και μάλιστα χρυσή, πουθενά. Ούτε κανένας άνθρωπος φαινόταν, τι διάολο, εγώ αν έβλεπα τη χρυσή ομπρέλα θα την έκλεβα και θα το βαζα στα πόδια, έτσι για να μάθουν να μην αφήνουν τα μαγαζιά μόνα τους. Καθώς σκεφτόμουν την ανευθυνότητα των ανθρώπων από το βάθος ξεπρόβαλλε μια παφουμαρισμένη κυρία, βαμμένη έντονα, σαν από άλλη εποχή, ίσως του περασμένου αιώνα. Μου χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα μεγάλα δόντια της ανάμεσα από τα γερασμένα χείλια της.
-Τι θέλετε; Μου είπε μελιστάλλαχτα.
-Βρέχει πολύ έξω, της είπα.
-Ε, και;
Από ζάχαρη είσαι καλέ; Εσύ είσαι ολόληρος άντρας..
-Άκου κυρά, έκανα χωρίς περιστροφές. Έχω πρόβλημα με τις ομπρέλες μου..
-Α, γι αυτό ήρθες!
-Για ποιο;
-Για τη χρυσή ομπρέλα!
Κατάλαβα. Ναι αλλά να ξέρεις είναι πανάκριβη, έχεις χρήμα; Και με εξέταζε από πάνω μέχρι κάτω.
-Έχω, της απάντησα και σκεφτόμουν τον Ιάσονα που έψαχνε το χρυσόμαλλο δέρας.
-Γιατί να είχε μεγαλύτερη αξία ένα χρυσόμαλλο δέρας από μια χρόμαλλη ομπρέλα; τη ρώτησα. Φέρε μου την!
Η αστραποβαρεμένη κυρία του περασμένου αιώνα, έσυρε τα πασούμια της στο μαύρο τσιμέντο. Γιατί δεν έβαζαν μερικά πλακάκια; Τόσο ακριβά ήταν πια;
Ωστόσο η παφουμαρισμένη κυρία κτλ. Έφτασε κρατώντας ένα μικρό, μικρούτσικο αντικείμενο. Ίσως δέκα εκατοστών, όχι παραπάνω. Ήταν μια απομίση ομπρέλας του Μεσαίωνα. Η θήκη, χρυσή, όπως και το φερμουάρ. Το άνοιξε και την έβγαλε έξω. Άνοιξε θριαμβευτικά και την ομπρέλα με το χρυσό μπαστούνι, και τα χρυσά σύρματα.
-Νατή! Έκανε θριαμβευτικά.
-Τι είναι αυτό; ψέλλισα, εγώ έχω πρόβλημα με το νερό, με τη βροχή..
- Λοιπόν, θα την πάρεις τώρα;
Δεν έχω χρόνο για χάσιμο κύριε μου!
Έβγαλα το καρνέ των επιταγών της έγραψα το νούμερο που ήθελε, πήρα τη χρυσή ομπρέλα και βγήκα στο δρόμου όπου η βροχή και ο αγέρας.

 

ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΜΟΥ

















 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Η ΩΡΑΙΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΡΏΩΝ


Κάθονταν στην αυλή που έβλεπε στο πεζοδρόμιο. Ενός καφέ στο κέντρο της πόλης. Απόγευμα που σιγά-σιγά σουρούπωνε στο κέντρο της Αθήνας.
Η Μόνικα έκανε κινήσεις αργές, μετρημένες. Αέρινες σαν του κοριτσιού ενός κλασικού μπαλέτου.
-Δε μου έχεις πει αν ήσουν χορεύτρια; ρώτησε. Πίνοντας μια γουλιά μπύρα.
-Σου το είπα καλέ μου! Αλλά δεν το θυμάσαι! Εσύ είσαι ηλεκτρολόγος κι εγώ χορεύτρια, θα γίνουμε ένα υπέροχο ζευγάρι ε;, δε να με παντρευτείς καλέ μου;
Ο Μάικ γέλασε. Γέλασε χαρούμενα. Ναι, θα την παντρευόταν, το είχε πάρει απόφαση και της το επιβεβαίωσε.
Ωραία! Και πότε θα μου γνωρίσεις αυτόν τον φίλο σου; Τον Παράμετρο που είπες;
-Τώρα, όπου να ναι έρχεται δε σου είπα πως έχουμε ραντεβού εδώ; και δεν είναι φίλος μου, είναι αδερφός μου, να το θυμάσαι.
-Ναι καλέ, το θυμάμαι. Όπως θυμάμαι πως ήσαστε μαζί φυλακή..
-Τι σχέση έχει να κάνει αυτό; την έκοψε.
-Τίποτε μην κάνεις έτσι, εγώ θα ς αγαπώ κι αν μπεις ς όλες τις φυλακές του κόσμου.
Ωστόσο εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ο Γιάννης Παράμετρος. Αγαλιάστηκε με τον Μάικ, και γύρισε ευγενικά προς την Μόνικα.
-Η Μόνικα, έκανε τη σύσταση ο Μάικ. Και είχε ένα ύφος περήφανο.
Οι δυο τους είχαν κάνει παρέα με διάφορες γυναίκες στο παρελθόν αλλά ο Παράμετρος δε θυμήθηκε καμιά σαν αυτή που του γνώριζε τώρα ο φίλος του. Έμεινε να την κοιτάζει κανένα λεπτό με ύφος απορημένο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, κοιτάχτηκαν έντονα κι ύστερα τράβηξε το βλέμμα του αλλού. Κάτι δεν του άρεσε στο δικό του βλέμμα αλλά και της Μόνικα αλλά έδιωξε γρήγορα ότι κινήθηκε στον αέρα. Μέχρι τότε δεν είχε νιώσει τίποτε για οποιαδήποτε γυναίκα ήταν δεσμευμένη ή ακόμα χειρότερα παντρεμένη. Δεν παίρνω τη γυναίκα ενός άλλου, έλεγε. Δε νιώθω τίποτε όταν μια γυναίκα δηλώνει παντρεμένη, γιατί να ερωτευτώ μια παντρένη γυναίκα; και το χαν κουβεντιάσει πολλές φορές με τον Μάικ που συμφωνούσε μαζί του. Υπάρχουν άλλες ελεύθερες γυναίκες! Είχαν φωνάξει πολλές φορές μαζί. Όμως κατι στον τρόπο που κοιτάχτηκαν με τη Μόνικα, κάτι τον έκανε να νιώσει μια κάποια ενοχή, μια σκέψη γρήγορη πως κάτι θα συνέβαινε μεταξύ τους αλλά την έδιωξε ενοχλημένος.
-Τι συμβαίνει; τον έδιωξε από τις σκέψεις του ο Μάικ.
-Τι να συμβαίνει, χαμογέλασε. Όλα ωραία! Και φώναξε το γκαρσόν να παραγγείλει κάτι να πιει. Παράγγειλε ένα μπουκάλι ουίσκι, έβαλαν στα ποτήρια. Τσούγκρισαν γελαστοί, χαρούμενοι. Τι τους ένοιαζε; ήταν τρεις ευτυχισμένοι άνθρωποι που ζούσαν που στα πρόσωπα τους αντιφέγγιζε η νεότητα, το σφρίγος, η ζεστασιά. Όλα ήταν υπέροχα ενώ οι άνθρωποι διάβαιναν κρατώντας τις ομπρέλες του στον βρεγμένο δρόμο.


Όταν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί δεν πέταξε στ αστέρια, ούτε έγινε πιο χαρούμενος. Μάλλον τον έπιασε μια μεγάλη θλίψη για λίγο μετά από την πρόσκαιρη ευτυχία, το χρειαζούμενο χαμόγελο των στιγμών. Το δικό του αλλά και όσων βρίσκονταν δίπλα του εκείνες τις στιγμές της γέννησης του Ιωάννη Β Παράμετρου. Αυτό θα ήταν το όνομα του γιου του.
Η Ευγενία είχε μια εύκολη γέννα και ήταν όλη χαμόγελο . Άστραφε από ανείπωτη χαρά. Οργάνωσε μια γιορτή, πήγαν όλοι οι κοντινοί συγγενείς και φίλοι γεμάτοι δώρα και ευχές. Ο Ιωάννης Β έκλαιγε ασταμάτητα μέσα στις άσπρες πάνες, τις πιπίλες, τα μωρουδιακά αξεσουάρ. Γιατί κλαίνε τόσο πολύ τα μωρά; ρώτησε τον Μάικ, όταν κόπασε κάπως ο θόρυβος των ευχών και ήπιαν το πρώτο ποτό στην υγειά του μωρού.
-Δεν ξέρω...έσυρε τη φωνή του ο Μάικ. Εσύ ξέρεις;
-Νομίζω επειδή γνωρίζουν την τραγωδία που τα περιμένει..
-Η ζωή είναι τραγωδία; κελάρισε δίπλα απ τον Μάικ η φωνή της Μόνικα.
-Απόλυτη! Χαμογέλασε ο Παράμετρος.
Δεν καταλαβαίνω πως σκέφτεσαι! Απάντησε. Εσύ φαίνεσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος
Ωραίος χαρακτηρισμός για κάποιον που είχε την απελπισία κρυμμένη στα κατάβαθα της ψυχής του. Ευτυχισμένος άνθρωπος δεν ήταν ποτέ. Ούτε ο πιο απελπισμένος. Έκρυβε με επιτυχία ότι δεν του φαινόταν καλό για τη ζωή. Ανοιχτά έλεγε να μπορείς να ζεις για τη χαρά μέσα του έβραζε από τόσα ερωτήματα που δεν έβρισκαν απαντήσεις.
-Τα μωρά κλαίνε συνήθως γιατί πεινάνε. Επειδή κρυώνουν και το κυριότερο είναι που θέλουν χάδια κι αγκαλιές! Είπε κοιτάζοντας έτσι την Μόνικα που ο Μάικ έδειξε να ενοχλείται
-Τι συμβαίνει φίλε; τον γύρισε κατά πρόσωπο ο Μάικ.
Τα χέρια τους πιάστηκαν σε θέσεις μπράντεφερ. Ήρθαν αντιμέτωποι, έσμιξαν πολύ κοντά τα πρόσωπα, τα χέρια πίεσαν με όλες τις δυνάμεις, για το ποιος θα νικήσει. Με τα μάτια και με τα χέρια και, ήταν η πρώτη φορά που οι δυο φίλοι έρχονταν αντιμέτωποι.
-Οι άντρες δεν κοιτάν τη γυναίκα άλλων! Λόγια δικά σου! Είπε σκληρά ανάμεσα από τα δόντια του ο Μάικ.
-Έχεις δίκιο! Απάντησε σφιγμένα ο Παράμετρος.
-Ε, τότε; συμπέρανε ο Μαικ κατεβάζοντας την παλάμη του στο τραπέζι. Έχασες! Είμαι πιο δυνατός από σένα! Έχασες μια φορά Παράμετρε! Πανηγύρισε.
Κανείς δεν είχε πάρει μυρωδιά τι ακριβώς είχε συμβεί, όλοι νόμιζαν πως αστειεύονταν, όπως έκαναν συχνά οι δυο τους. Μόνο η Μόνικα κοίταζε απορημένη μια τον έναν και μια τον άλλον αν και είχε καταλάβει τι ακριβώς άρχισε να συμβαίνει. Το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή που είχαν συναντηθεί. Κάτι δεν θα πήγαινε καλά ς αυτή την ιστορία. Έτσι προσπάθησε να συναντήσει μια φορά τον Παράμετρο. Κρυφά από τους άλλους και του το είπε, μετά από εκείνο το γεγονός.
-Θέλω να μιλήσουμε εμείς οι δυο, του ψιθύρισε.
-Εντάξει, είπε αυτός και την παρέσυρε ς έναν καιάδα.
Η συνάντηση τους ήταν από εκείνες που καίγονται τα φύλλα. Δεν πρόλαβαν να πούνε γεια, χαμογελώντας και έπεσαν στην αγκαλιά. Φιλήθηκαν σαν να ήταν εραστές από παλιά, κυλίστηκαν κατάχαμα στο δάπεδο, ξέσκισαν τα ρούχα, γυμνώθηκαν, έκαναν έρωτα. Ίδρωσαν όταν σηκώθηκαν χωρίς ν ανταλλάξουν λόγια, μόνο κοιταζόντουσαν με πάθος.

 

Τρεις σελίδες από το μυθιστόρημα που γράφω τώρα... [Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ]

 



Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

ΑΣΠΡΟΠΑΊΔΙ

 

 


οι στάχτες των ονείρων μας
Πάλι γέμισε σκουπίδια η παλιά αυλή
πίσω απ την εσώπορτα, ανάμεσα στις ραφές μεταξύ τοίχου και σοβά,
εκεί που στριμώχνονται οι φασαρίες και οι στάχτες των ονείρων μας
Η μία λύπη διαδέχεται την άλλη
δεν είναι και τόσο κακό να λυπάσαι, επειδή έχασες το μεγάλο τρένο
όταν ακόμα ήσουν νέος, έλπιζες να το βρεις στον επόμενο σταθμό.
Πάλι η βροχή είχε σταματήσει
όταν πήρες την απόφαση να μείνεις μόνος με τη σκόνη των ονείρων σου
επειδή ο θόρυβος που κάνουν οι αγάπες σε ενοχλούσε-στο βάθος κήπος
γεμάτος σταφύλι και κρασί.
Ποτέ δεν κατόρθωσες να φύγεις να πας μακριά, ίσως να βρεις άλλη στάχτη
δε νομίζω πως ήσουν δειλός, ίσα-ίσα, μάλιστα, περιφρονούσες τον φόβο!
Μα η στάχτη των ονείρων μας
κοκκίνιζε τα μάγουλα των κοριτσιών
τα χείλη τόσων θαλασσών και τα νερά
έσκαγαν μ ορμή στην προκυμαία σας
Πάνω στον άσπρο αφρό των λιμανιών
οι γλάροι, άσπρα πουλιά, λευκά πουλιά
φιλούσαν τρυφερά το ασπροπαίδι μας
γλυκό φιλί, πικρό φιλί των γυναικών
που αγαπήσαμε με πάθος.
Πάλι έβρεχε στο μαρμάρινο παρτέρι
ανάμεσα από τα μικρά χώματα, πάνω στις μανταρινιές, εκεί που θυμάσαι
να κλάψεις επειδή κάποια ξέχασε να σημειώσει τον παραλήπτη στο γράμμα
που δεν έλαβες ποτέ.
Δεν είναι και τόσο άσχημο να μη σ αγαπούν όλοι, αλλά χωρίς να σ αγαπά μία
δεν μπορείς να ταξιδέψεις πουθενά, άμοιρε! θνητέ που νόμισες πως τα είχες όλα.
Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη
δεν ξέρω αν έπρεπε ν αλλάξω τη ζωή μου με μια καλύτερη που έχουν οι άλλοι
μα χαίρομαι στ αλήθεια εγώ, επειδή κατάφερα να ξεφύγω απ του κυνηγού το όπλο.
Κι αν χωρίς να κλίνουμε το κεφάλι δεξιά
αποφασίσαμε να χορεύουμε τον χορό που μας χτυπούν τα τύμπανα, είναι πολύ άσχημο
να υποκύπτεις στους νόμους της βαρύτητας, χωρίς ίχνος αντίστασης πως κάτι άλλο συμβαίνει.
[Νεώτερη ποίηση Κ, ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ]

 

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

ΧΕΙΜΌΝΙΟ 2

 


 

Είναι κακό να παραγνωρίζεσαι με τους ανθρώπους; μυστήριο πράγμα. Ιδιαίτερα με τους μικρούς. [Όχι στην ηλικία]
Θα υιοθετήσουμε τον πληθυντικό και την απόσταση;

Στη Γερμανία υπάρχουν εκατό χιλιάδες κτηνοβάτες, στην Ολλανδία υπάρχει κόμμα παιδεραστών!]

 Θεωρώ την παραδοχή μια απο τις μεγαλύτερες αρετές του σωστού ανθρώπου. Αν δεν ξέρεις να παραδέχεσαι την ικανότητα και την αξία των άλλων, μόνο κομπλεξικός ανθρωπάκος μπορείς να υπάρξεις. Εσείς....


Έφτασε και φέτος το Χειμόνιο
Γι αυτό έφαγα σήμερα
Δυό πιάτα φασολόνιο
Στις σκοτεινές διαδρομές
υπάρχει ένα τελώνιο
κι άλλα θεριά ανήμερα.
Ναζί κανείς ή να μη ζει;
Άλλοι αποκρίνονται, Ναζί! Ναζί! Ναζί!
Και μόνο μια κρεολή, θυμόταν
τον Ναζίμ, Ναζίμ, Ναζίμ.

Μου προξενεί θλίψη το γεγονός της διπλοπροσωπίας των ανθρώπων.Οι ίδιοι που τον έβριζαν και τον απεχθάνονταν οι ίδιοι τώρα τον τιμούν.Του βγάζουν λευκώματα και τα τοιαύτα.Κάποιοι που τον σεβάστηκαν, ακούνε τα τραγούδια του και κλαίνε...

 
Είναι κακό να παραγνωρίζεσαι με τους ανθρώπους; μυστήριο πράγμα. Ιδιαίτερα με τους μικρούς. [Όχι στην ηλικία]
Θα υιοθετήσουμε τον πληθυντικό και την απόσταση;
Αν δεν αλλάζαμε ματιές
τα λόγια μας δε βγαίνουν στον αέρα
και να χω τόσα να σου πω
και συ να λες μονάχα καλησπέρα.
Είναι που τόσο λαχταρώ
να φύγουμε ξανά για Φθινοπώρου
πες μου αλήθεια σ αγαπώ
και φτάσαμε εις το νησί του Πόρου!

Δεν γλιτώνουμε απ τους Εβραίους. Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Μπενζαμιν Λάμπατουτ, που έχει για μυθιστορηματικούς ήρωες μεγάλους και τρελούς επιστήμονες και αναμιγνύει τον Αντριαν Βαντερ Βέρφ με το περίφημο κυανό της Πρωσίας και...
"Είναι η ίδια εποχή που ένας άλλος χημικός ανέμειξε αυτό το πρωσικό μπλε με το θειικό οξύ και έτσι παρήγαγε το υδροκυάνιο, το περίφημο πρωσικό οξύ με το οποίο οι Γερμανοί παρήγαγαν το Zyklon B ‒ με αυτό εξόντωναν μαζικά τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης."
Είναι βέβαιο πως αυτοί οι Ολλανδοί ζωγράφοι έφτασαν σε μια μεγάλη τελειότητα απεικόνισης και ζηλευτής φιλοσοφίας πάνω στην εικόνα ταυτόχρονα με την σύλληψη μιας ιδέας. [Ο πίνακας αυτός του Βερφ έχει τίτλο ΜΗ ΜΟΥ ΆΠΤΟΥ! Δεν σας μεταδίδει μια αμηχανία;]

Εισαι καλογνωμος ...δηλαδη υποχωρεις με ευσχημο τροπο στην ακαμψια του αλλου χωρις να παραιτεισαι απο τη θεση σου ...ειναι ενα προσον κιαυτο.μια βαση φιλιας.
 
Μπορεί να είναι μια μέρα. Μόνον αυτό.
Αγγίζουν τα φύλλα το ένα το άλλο
μπαίνουν μέσα τους κίτρινα φύλλα που
τα ζιψε ο!
Το φως δε φέγγει για όλα
μπορεί να θέλει να πει κάτι αυτό. Ω! το άσπρο φως
κρέμεται από το ταβάνι σα μια μύγα νεκρή
πηγαίνει κι έρχεται
έρχεται και πηγαίνει
πηγαινοέρχεται μια και καλή!
είναι ένα πλαινό ασανσέρ γεμάτο ερωτευμένους σκύλους
η πείνα και το φως μοιάζουν
είναι αχρείαστα όταν πεθάνεις.
Όμως πάντα έτσι δεν ήταν;
όταν λείπει το φως
το εφάμιλλο φωμί, ε, πως;
Η σκόνη μπαίνει από παντού σαν απουσία χώρου.
K.Π.
 

 

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Ο ΜΠΆΤΣΟΣ 3 [η συνέχεια και το τέλος]

 



Ξέχασε τελείως τον απόγονο των Τρανταίων, στο νου του ήρθε η σκοτεινή φιγούρα του αρχηγού όταν του παρέδινε το φάκελο της υπόθεσης. Ο Αρχηγός ήταν ή κόντευε περίπου στα εξήντα, «ο μεγάλος ύπνος» που τον έλεγε η Μάριον και είχε δίκιο αφού τα βλέφαρα του κάλυπταν σχεδόν τα μισά μάτια και έπρεπε να σηκώνει το κεφάλι για να σε βλέπει. Βλογιοκομμένος, ανοικονόμητος, με φαλάκρα και κεφάλι κομμένο σχεδόν κάθετα στο πίσω μέρος, μια ζωή χασμουριόταν. Μιλούσε τσεβδά κι αυτό οφειλόταν περισσότερο σε μια ουλή από μια σφαίρα στο πάνω χείλος. «Θα πας στην Κοζάνη, πρόσεξε, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, αυτός ο άνθρωπος-δεν ξέρουμε ποιος είναι- μπορεί να θελήσει να σε σκοτώσει αν μάθει ποιος είσαι! Προσπάθησε ν ανακαλύψεις τι κρύβεται πίσω από την κλοπή ενός πρωτότυπου χειρόγραφου του Ρήγα Φεραίου. Σου παραδίδω το κλειδί της πόλης, προσπάθησε να δράσεις, στα κρυφά, μη κάνεις φανερή την ταυτότητα σου!»
Αντ αυτού ο Σενσιβέιλ είχε κάνει άμεσα γνωστή την ταυτότητα του και μάλιστα στον άνθρωπο εφημερίδα. Στον Αλκιβιάδη Τράντα! Έτσι, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα από τότε, η πόλη γνώριζε πως είχε καταφτάσει ο ατρόμητος μπάτσος και όλοι συνοφρυώθηκαν. Τι ήθελε εκεί; Γιατί να έρθει στην πόλη τους ένας τόσο γνωστός διώκτης του εγκλήματος; Α, έπρεπε να φυλαχτούν, να προσέξουν όσοι ήταν περιπλεγμένοι σε δολοπλοκίες κι ακόμα όλες οι γυναίκες κοιτάχτηκαν στους καθρέφτες τους, πήραν το πιο φιλάρεσκο ύφος για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του διάσημου επισκέπτη.
«Ο κλέφτης πρέπει να είναι από το σόι των Τρανταίων ή του Βούρκα, έχε τα μάτια σου τετρακόσια!» είχε τελειώσει την ενημέρωση ο αρχηγός. Ο Σενσιβέιλ πάντα είχε τα μάτια του ανοιχτά. Έτσι και τώρα που καθόταν στο γραφειάκι στο βάθος της βιβλιοθήκης, που του παραχώρησε η λιγδωμένη βιβλιοθηκονόμος. Μελετούσε τον Ρήγα Φεραίο αλλά ταυτόχρονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά του ερευνούσε το χώρο. Κάποιος τον παρακολουθούσε σίγουρα, το νιωθε, γιατί τον έτρωγε ο σβέρκος του πάντα πριν από τέτοιες καταστάσεις, καθώς και το αίμα κυλούσε πιο γρήγορα στο δεξί του μπράτσο. Χωρίς να δείξει το παραμικρό συνέχισε να μελετάει για τον Ρήγα, που θυμήθηκε ότι από παιδί του είχαν μείνει πολλές απορίες για τη δράση αυτού του ήρωα που θεωρούσε πως δεν ήταν προβεβλημένος όσο έπρεπε από την Ιστορία που διδασκόταν ακόμα και σήμερα στα σχολεία. Δεν είχε την ανάλογη προβολή σε σχέση με τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη κι αυτό ήταν αδικία κατά τον μπάτσο Σενσιβέιλ.


Οι λόγοι αυτής της λιγότερης προβολής του Ρήγα που το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής- όλοι οι επαναστάτες έχουν ψευδώνυμο, σκέφτηκε καθώς ξανακοίταζε τις εικόνες αυτού του ανθρώπου που είχε σκοτωθεί για κάποια ιδανικά που σήμερα μάλλον ξεπερασμένα θα θεωρούνται. Οι Έλληνες τον έκαναν εθνομάρτυρα για να τον πλαισιώσουν με τον Χριστιανισμό αλλά μάλλον αυτός ο επαναστάτης προς το άθρησκος έμοιαζε στον Σενσιβέιλ. Αυτό το συμπέρανε διαβάζοντας τις διάφορες μαρτυρίες και βιογραφίες του. Ο Ρήγας καταγόταν από εύπορη οικογένεια, άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για να γίνεις επαναστάτης, πράγμα που υπερτόνιζε σε όσους φτωχομπατίρηδες ήθελαν να κάνουν την επανάσταση τους σήμερα, ο διάσημος ήρωας μας. Οι φτωχοί δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση αλλά όταν την κάνουν θα είναι η πιο επιτυχημένη απ όλες τις επαναστάσεις που έγιναν μέχρι σήμερα, ήταν η θεμελιώδης αρχή του, παρ ότι άνθρωπος του κατεστημένου. Την προετοιμασία για την επανάσταση την είχε κάνει ο Ρήγας Φεραίος, αυτός ο οραματιστής, που είχε αναγκαστεί σε ηλικία είκοσι χρονών να σκοτώσει κάποιον Τούρκο και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος να βγει στα βουνά. Έγινε δάσκαλος, επηρεάστηκε από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό, έβγαλε χιλιάδες προκηρύξεις για την απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών, τύπωσε την Χάρτα της Ελλάδας και εν τέλει βρήκε απαίσιο θάνατο προδομένος όπως όλοι οι ήρωες, στραγγαλισμένος μετά των ομοϊδεατών του.
Εκείνο που ξαναέκανε μεγάλη εντύπωση στον Σενσιβέιλ για μια ακόμα φορά από τον Ρήγα ήταν ο θούριος. Έψαξε και βρήκε εκείνο το κομμάτι που τον έκανε ν ανατριχιάζει: »Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή». Δεν υπήρχαν σήμερα ανάλογοι άνθρωποι, ξανασυλλογίστηκε κοιτάζοντας πίσω από την πόρτα στο βάθος όπου η φιγούρα ενός μουλωχτού ανθρώπου τον παρατηρούσε. Αυτός έκανε πως δεν ενοχλήθηκε, πως δε συνέβαινε τίποτε και συνέχισε να πληροφορείται για τον Φεραίο. Έφτασε στο επίμαχο σημείο της Χάρτας. Τι ήταν αυτή η Χάρτα του Ρήγα; Κατ αρχάς ένα μεγάλο εκδοτικό κατόρθωμα της εποχής εκείνης. Το μέγεθος της ήταν 2,07 χ 2,07! Αποτελείτο δε, από δώδεκα φύλλα 50 χ 70 το ένα. Ένα από αυτά τα πρωτότυπα φύλλα είχε κλαπεί από την Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη της Κοζάνης. Γι αυτό το λόγο βρισκόταν τώρα εκεί και κινδύνευε τη ζωή του ο Σενσιβέιλ.
Αφού τέλειωσε με τη μελέτη του Ρήγα, σηκώθηκε αποφασιστικά. Τα μάτια του πήραν το σκληρό ύφος, οι αισθήσεις του ήταν όλες σε επιφυλακή. Κινήθηκε στην αρχή ήρεμος προς το βάθος, έφτασε στην εσωτερική πόρτα και ξαφνικά την έσπρωξε δυνατά περνώντας και ο ίδιος στο σκοτάδι πίσω και μέσα της. Μια υπόκωφη κραυγή κι ένα πέσιμο κορμιού στο δάπεδο τον διαβεβαίωσε πως αυτός που τον παρακολουθούσε βρισκόταν πεσμένος χάμω. Έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του να συνηθίσει στο σκοτάδι κι έβγαλε ταυτόχρονα το τριανταοχτάρι από τη θήκη. Ο τύπος στο βάθος είχε γλιστρήσει- πάντα οι κακοί γλιστράνε στο τέλος του έργου για να τους συλλάβει ο άνθρωπος του νόμου.
Με δυο πηδήματα αίλουρου ο Σενσιβέιλ έφτασε πάνω του και του κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφο.
-Λέγε ποιος είσαι, τι θέλεις εδώ και γιατί με παρακολουθείς! Του σφύριξε.
Ο άλλος έσφιξε τα μάτια, Φοβήθηκε.
-Όχι, μη! Μη με σκοτώσεις! Θα στα πω όλα!
Πιο εύκολη παραδοχή δε θυμόταν στην καριέρα του. Τράβηξε τον τύπο παράμερα.
-Λέγε! Του είπε σκληρά.
-Τη χάρτα την έκλεψε ο Τράντας, ο Αλκιβιάδης για να εκβιάσει το Δήμαρχο, επειδή δεν τον χωνεύει από μικρό παιδί. Έχουν προσωπικά από τότε.
-Αυτός σε έβαλε να με παρακολουθείς;;
-Ναι, κλαψούρισε ο άλλος.
-Το ξέρεις πως η παρακολούθηση αστυνομικού επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε ετών;
-Πέντε χρόνια; Άνοιξε τα μάτια του πελώρια.. Μη σε παρακαλώ, εγώ δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, εγώ είμαι φιλήσυχος πολίτης, ο Τράντας με έμπλεξε…
-Να μάθεις να μη μπερδεύεσαι εκεί που δε σε σπέρνουν, του είπε ο Σενσιβέιλ περνώντας του χειροπέδες. Πάμε τώρα να συλλάβουμε και τον Τράντα.
Προχώρησαν προς το αρχοντικό των Τρανταίων, μπήκαν στην είσοδο. Κατέβηκε μια υπηρέτρια.
-Φώναξε μου τον Αλκιβιάδη! Πρόσταξε ο Σενσιβέιλ.
-Δε χρειάζεται μπάτσε! Εδώ είμαι, ακούστηκε από το πατάρι η φωνή του Αλκιβιάδη. Σε περίμενα. Πέταξε το όπλο και γύρνα με τα χέρια ψηλά! Μην κάμεις την παραμικρή κίνηση, σε σημαδεύω με την καραμπίνα και σε πληροφορώ πως στο στρατό πήρα άριστα στη σκοποβολή. Δ θα λυπηθώ πολύ να σου καρφώσω μια σφαίρα στην άμυαλη καρδιά σου.
Ο μπάτσος Σενσιβέιλ, μούδιασε. Πέταξε το όπλο και γύρισε αργά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να περιμένει να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσει. Ήξερε καλά πως αυτού του τύπου οι παράνομοι είναι πολύ εύκολο να πατήσουν τη σκανδάλη κι αυτός δεν είχε καμιά διάθεση να συναντήσει τον άγιο Πέτρο.
-Τι το θέλεις το απόκομμα από τη χάρτα; Τι θα σε ωφελήσει; Ρώτησε για να κερδίσει καιρό.[ πάντα οι μπάτσοι σε τέτοιες περιπτώσεις ψάχνουν δευτερόλεπτα]
- Χαχα! Έκανε σαρδόνια, ο Τράντας. Θα τον πουλήσω στους Σκοπιανούς. Έπρεπε να ξέρεις πως από καιρό αυτοί προσπαθούν να κλέψουν τον ήρωα Ρήγα Φεραίο και να τον κάνουν δικό τους, συνέχισε και πλησίασε κοντά του στα τρία μέτρα
-Ξέρεις πως αυτό είναι Εθνική προδοσία;
-Τι μας λες! ποιος θα το αποδείξει; Εσύ δεν πρόκειται να ζήσεις, όπως και ο βλάκας που έβαλα να σε παρακολουθεί και σε ευχαριστώ που τον συνέλαβες. Η χάρτα σε λίγα λεπτά θα ταξιδεύει για τα Σκόπια, όταν εσείς οι δυο δε θα ζείτε. Λυπάμαι Σενσιβέιλ φέρθηκες πολύ ανόητα.
Το μυαλό του Σενσιβέιλ δούλευε πυρετωδώς, έπρεπε να δράσει. Είδε πως πάνω από το πατάρι ένας λύκος στεκόταν και τους έβλεπε.
-Δικός είναι ο λύκος; τον ρώτησε
Και καθώς εκείνος γύρισε για να δει ο ατρόμητος μπάτσος με ένα πήδημα όρμησε πάνω του. Του έπιασε το χέρι από τον καρπό, το σφιξε, έτσι που να παραλύσει. Η καραμπίνα ξέφυγε από τα χέρια του παράνομου. Ύστερα του χωσε δυο μπουνιές μια στα μούτρα και μια στο στομάχι. Τα υπόλοιπα έγιναν με διαδικαστικές κινήσεις. Ο μπάτσος Σενσιβέιλ είχε φέρει μια ακόμα δύσκολη αποστολή εις πέρας, παίζοντας τη ζωή του κορώνα γράμματα για να υπερασπίζεται την πατρίδα.



Ένα χάρτινο αεροπλάνο φτιαγμένο με τέχνη πετάει πάνω από μια γαλάζια λίμνη. Τα χρώματα γαλάζια, πράσινα και άσπρα. Μια χαρούμενη πραγματικότητα ήταν απλωμένη στο πρόσωπο του. Και γιατί να μην ήταν; Όλα του πήγαιναν καλά. Η υπόθεση Κοζάνη είχε λήξει, είχε γλιτώσει από το θάνατο παρά τρίχα κι έπρεπε ν ανταμειφθεί. Και η ανταμοιβή του ήταν που περίμενε τη Μάριον να χαρούν τον έρωτα τους.
Στην άκρη της λίμνης πάνω στο μοναδικό γκρίζο βράχο, καθόταν με ακουμπισμένο τον αγκώνα του δεξιού χεριού σε ένα υποθετικό τραπέζι και την παλάμη να αγκαλιάζει το απίστευτα λεπτό του πρόσωπο, ο μπάτσος του Σενσιβέιλ. Έχει μια ωραιότητα χυμένη στο πρόσωπο, ατενίζει το χάρτινο αεροπλάνο να συνεχίζει να πετάει πάνω και γύρω από τη λίμνη, έχει μια γλυκύτητα που σπάνια μπορείς να τη συναντήσεις σε άλλο πρόσωπο και μάλιστα άνθρωπο του νόμου. Γιατί τέτοιος είναι ο ήρωας μας. Ένας δαιμόνιος υποστηρικτής του δίκαιου, με μάτια πάντα ανοιχτά, έτοιμος να επιβάλλει παντού το νόμο.
Η αποστολή στην Κοζάνη είχε λήξει αισίως κι αυτός είχε εισπράξει όλους τους επαίνους από τον γκρίζο αρχηγό του όπως και από τη Μάριον που την περίμενε τώρα στην άκρη της λιμνούλας και έπρεπε να ξεχάσει τις ονειροπολήσεις αν ήθελε κάποτε να την κάνει γυναίκα του.
Η όμορφη Μάριον, που αργούσε να έρθει εξ αιτίας της δύστροπης μητέρας της που δε συμπαθούσε με τίποτα το μπάτσο Σενσιβέιλ.
Κι όπως πάντα, όταν δε θέλουμε να γίνουν έτσι τα πράγματα, αυτά ακολουθούν έναν άλλον δικό τους νόμο. Έτσι και τώρα. Πίσω από τη Μάριον που έφτασε για να τον αγκαλιάσει κατέφτασε και η άγρια Αντριάνα, παρέα με τον σκύλο Πάρε-Φύγε. Τους έστρωσαν στο κυνήγι κι ο καημένος ο Σενσιβέιλ προσπαθώντας να προφυλάξει τη Μάριον έφαγε τρεις σκουπιές από την Αντριάνα στο λεπτό του κεφάλι. Είδε τον ουρανό με τα άστρα αλλά δεν τον ένοιαζε. Αρκεί που ήταν κοντά του η Μάριον να τον κοιτάζει με τα υπέροχα μάτια της.

ΤΕΛΟΣ















 

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο ΜΠΆΤΣΟΣ [2]

 

 


Ένα χάρτινο αεροπλάνο φτιαγμένο με τέχνη πετάει πάνω από μια γαλάζια λίμνη. Τα χρώματα γαλάζια, πράσινα και άσπρα. Στην άκρη της λίμνης πάνω στο μοναδικό γκρίζο βράχο, κάθεται με ακουμπισμένο τον αγκώνα του δεξιού χεριού σε ένα υποθετικό τραπέζι και την παλάμη να αγκαλιάζει το απίστευτα λεπτό του πρόσωπο, ο μπάτσος του Σενσιβέιλ. Έχει μια ωραιότητα χυμένη στο πρόσωπο, ατενίζει το χάρτινο αεροπλάνο να συνεχίζει να πετάει πάνω και γύρω από τη λίμνη, έχει μια γλυκύτητα που σπάνια μπορείς να τη συναντήσεις σε άλλο πρόσωπο και μάλιστα άνθρωπο του νόμου. Γιατί τέτοιος είναι ο ήρωας μας. Ένας δαιμόνιος υποστηρικτής του δίκαιου, με μάτια πάντα ανοιχτά, έτοιμος να επιβάλλει παντού το νόμο.
Ο Σενσιβέιλ είναι εικοσιπέντε χρονών, το όνομα του το έδωσε ο παππούς, όταν τον βρήκε παρατημένο σε μια πόρτα, κάποιο σκοτεινό βράδυ που ο θεός έδερνε τον κόσμο αλύπητα με τις βροχές του. Ψηλός, περίπου στο ένα ενενήντα τέσσερα, η μύτη του σχεδόν πιο μεγάλη από του Πινόκιο αλλά κυρτή και ευθεία έτσι που να σχηματίζει ορθή γωνία. Στα χείλη του χαραγμένο το χαμόγελο της επιτυχίας, της σιγουριάς, είναι ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης. Αν και οι άνθρωποι του σιναφιού του είναι συνήθως σκληροί, ο Σενσιβέιλ, αντίθετα, είναι ρομαντικός, λεπτός στους τρόπους, ευγενικός. Τα χέρια του, το μπράτσο και ο βραχίονας, δεν είναι αυτό που λέμε γεροδεμένα. Καταλήγουν σε μια πολύ μεγάλη παλάμη. Λες και δεν ανήκει σ αυτά τα μπράτσα, σ αυτούς τους βραχίονες. Δάχτυλα χοντρά, δυνατά σαν τανάλιες, θα μπορούσαν εύκολα να θρυψαλιάσουν έναν κορμό δέντρου. Η μεγάλη δύναμη του βρίσκεται στα χέρια του και στο μοναδικό κι αλάνθαστο τριανταοχτάρι που φοράει πάντα κάτω από τη μασχάλη.
Καθώς κοιτάζει τα ωραία χρώματα γύρω του, το αεροπλάνο έπεσε τελικά στη λίμνη, δεν πρόλαβε να το πιάσει αλλά θα έφτιαχνε άλλο, γιατί δικό του ήταν. Αυτή ήταν και μια από τις τρεις μοναδικές εμμονές που είχε ο Σενσιβέιλ: έφτιαχνε μανιωδώς αεροπλάνα! Η άλλη ήταν το μπάσκετ και Τρίτη η Μάριον, η χοντρή αρραβωνιαστικιά του. Μη φανταστείτε καμιά τεράστια χοντρή, απλά μια συμπαθέστατη χοντρούλα, μετρίου αναστήματος, ευέλικτη, με σπινθηροβόλα μάτια, ντυμένη πάντα στο σικ. Το ίδιο ωραία ντυμένος πάντα, είναι και ο Σένσιβέιλ. Αυτός φοράει πάντα μια φανέλα λευκή, κοντομάνικη, το Χειμώνα ρίχνει μια λαδί καπαρντίνα πάνω της. Τα πανταλόνια του συγκρατούνται από τιράντες ιδίου χρώματος, οι κάλτσες άσπρες, τα παπούτσια, λουστρίνια πολύ αιχμηρά, συνήθως χρώματος ραφ.
Όταν περπατάνε αγκαζέ είναι ένα απίστευτα ταιριαστό ζευγάρι. Ο Σένσιβέιλ περπατά στητός, καμαρωτός, καθώς η Μάριον του κρατάει το μπράτσο και ευτυχισμένη λικνίζεται στο πλάι του.
Το μόνο εμπόδιο στην ευτυχία τους είναι η μητέρα της Μάριον η θηριώδης Αντριάνα που δε λέει να δεχτεί ένα μπάτσο για γαμπρό της. «Εσένα σε γέννησα να πάρεις από εφοπλιστή και πάνω!» της τονίζει συνέχεια και κυνηγάει τον Σενσιβέιλ με το σκουπόξυλο όποτε τον συναντάει. Η Μάριον είναι κι αυτή γύρω στα εικοσιπέντε, δηλαδή συνομήλικη του. Ξέχασα να σας πω πως όλοι οι ήρωες μας δεν μεγαλώνουν ποτέ. Μένουν πάντα στην ίδια ηλικία που τους πρωτοσυναντάμε.
Ο Σενσιβέιλ κάποια στιγμή αποφασίζει να συνέλθει από το ονειροπόλημα. Σηκώνεται, προχωράει προς το παγκάκι που βρίσκεται λίγο πιο πέρα. Εκεί κάθεται ο παππούς του. Ο παππούς Σένσι. Γύρω στα ογδόντα, καλοζωισμένος, κοντοστούπης με αετίσιο μάτι, στραβό χαμόγελο, φρύδια συνεχώς κατεβασμένα. Σπάνια χαμογελάει και ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ο Σενσιβέιλ αγαπάει παθολογικά τον παππού Σένσι, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Όταν ρωτάει τον παππού για την καταγωγή του, εκείνος σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Όταν πεθάνω θα σου πω, του λέει. Δηλαδή ποτέ, αφού αυτοί οι ήρωες είναι αθάνατοι.
Ο Σενσιβέιλ φτάνει κοντά στον παππού που σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει απορημένα.
-Πάλι χάζευες στη λίμνη; Του χαμογελάει.
-Δε χάζευα παππού, σκεφτόμουν.
-Τι σκεφτόσουν; Τη Μάριον; Αυτή δεν πρόκειται να σου τη δώσει ποτέ η Αντριάνα.
-Γιατί παππού; Αυτό είναι άδικο. Όχι, δε σκεφτόμουν μόνο αυτό, επανέρχεται στο θέμα. Ο αρχηγός μου ανάθεσε καινούρια αποστολή.
Η φωνή του ακούγεται ευχάριστα. Είναι ζεστή, ανθρώπου που νοιάζεται για τους άλλους.
-Α, ενδιαφέρον;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη..
-Την Κοζάνη;
-Ναι, είναι εκεί ένας τοπικός άρχοντας από τους παλιούς Βλάχους, που καταπιέζει τους μικροκτηματίες. Έχω όλον τον φάκελο με τις ενημερώσεις στο γραφείο. Ήρθα να σε χαιρετήσω, μπορεί να λείψω πολλές μέρες, ίσως βδομάδες, η υπόθεση φαίνεται αρκετά σκοτεινή..
-Ότι και να είναι, είμαι σίγουρος πως θα την φέρεις εις πέρας. Να πας στο καλό Σενσιβέιλ. Χαιρετιούνται σφίγγοντας τα στιβαρά τους χέρια.

Ο Σενσιβέιλ περπάτησε μέχρι το σπίτι της αγαπημένης του Μάριον. Έπρεπε να την χαιρετήσει και να φύγει, ο χρόνος είχε αρχίσει να τον πιέζει. Έφτασε την ώρα που έλλειπε η κακιά πεθερά του, η ανελέητη Αντριάνα που ήθελε να του ρημάξει τη ζωή.
-Έλα Μάριον, πάμε να φύγουμε προτού έρθει η μάνα σου και μας αρχίσει με το σκουπόξυλο! Της φώναξε από την εξώπορτα.
Άλλο που δεν ήθελε η χοντρούλα Μάριον, να είναι παρέα μαζί του! Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα γι αυτόν, ακόμα και να πεθάνει, τόση ήταν η αγάπη της.
-Που πάμε Σένσι;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη, άργησα κι ο αρχηγός θα φωνάζει. Έλα μαζί μου μέχρι το σπίτι, έπειτα παίρνω τα πράγματα μου και σε αφήνω ξανά εδώ.
-Πάμε!, είπε και η Μάριον.
Περπάτησαν χαρούμενοι στο δρόμο, το σπίτι του ήταν κοντά. Στα κεντρικά φανάρια έκαναν την απαιτούμενη καλή πράξη για να τους πάνε καλά τα πράγματα. Ένας οδηγός πολυτελέστατης μερσεντές αρνιόταν να αφήσει έναν φτωχάνθρωπο να του καθαρίσει τα τζάμια. Ο Σενσιβέιλ επέβαλλε την πράξη, βοηθώντας και ο ίδιος στον καθαρισμό και επιδεικνύοντας την ταυτότητα του μπάτσου, ενώ η Μάριον τον παρακολουθούσε εκστασιασμένη. Πάντα της άρεσαν αυτά που έκανε ο αιώνιος αρραβωνιαστικός της. Ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων τους ευχαρίστησε δακρυσμένος.
Οι δυο τους έφτασαν γοργά στο σπίτι, ο Σενσιβέιλ ετοίμασε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τα ντουβάρια, μπήκαν στο ετοιμοπόλεμο Σμάρτ. Γελώντας χαρούμενοι κίνησαν ξανά για το σπίτι της Μάριον.


Φτάνοντας κατέβηκε να αποχαιρετιστούν και την ώρα που φιλιόντουσαν κατέφτασε η Αντριάνα με το σκουπόξυλο και τον Πάρε-φύγε, τον αδέσποτο σκύλο της που κι αυτός με τη σειρά του δε χώνευε τον Σενσιβέιλ. Όλο του γαύγιζε, του ορμούσε πάνω, παρ όλα όσα κόκαλα κι αν του είχε προσφέρει ο δυστυχισμένος μπάτσος. Έτσι και τώρα, έγινε το μάλε-βράσε, τον έφεραν πέντε στροφές γύρω από το Σμάρτ, μέχρι να προλάβει ν ανοίξει την πόρτα, να χωθεί μέσα ιδρωμένος και να πάρει το δρόμο της μοναξιάς, γυρίζοντας μόνο μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει την Μάριον που μαλλιοτραβιόταν με τη μάνα της και τον αβάσταχτο σκύλο που τον έλεγαν Πάρε-φύγε.



Η Κοζάνη είναι μια όμορφη πόλη, αραγμένη στους πρόποδες του Βέρμιου και της οροσειράς των Πιερίων, όπου το χειμώνα ρίχνει πολύ χιόνι, το κρύο είναι αβάσταχτο και οι άνθρωποι δύσκολα ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους τέτοιες μέρες. Είναι μια παλιά πόλη με ιστορία- υπάρχει και η νεκρόπολη από την εποχή του σιδήρου- αυτήν θα την επισκεπτόταν ο Σενσιβέιλ άμα τελείωνε την αποστολή του, οπωσδήποτε, επειδή του άρεσε η Ιστορία. Το πρώτο της όνομα ήταν Κόσδιανη, μετά έγινε Κόζιανη, μέχρι να πάρει τη σημερινή της ονομασία. Είχε χτιστεί από Ηπειρώτες άποικους και σύμφωνα με ένα σουλτανικό φιρμάνι το 1528 αριθμούσε 91 σπίτια 23 εργένηδες, 15 χήρες! Κοίτα τι μετρούσαν οι Αχμέτηδες, σκέφτηκε πίνοντας το αγαπημένο του αναψυκτικό,- δεν έπινε ποτέ αλκοόλ κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν τον χώνευε η Αντριάνα αφού αυτή κατέβαζε το καταπέτασμα. Μετρούσαν τους εργένηδες και τις χήρες! Για τα ορφανά ούτε κουβέντα.
Διαβάζοντας κάποια ενημερωτικά φυλλάδια στην αρχή, έμαθε αρκετά αλλά δεν του αρκούσαν. Ύστερα, αργά το απόγευμα αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή της Αθήνας. Εκεί γνώρισε τον ευγενέστατο ευπατρίδη, γόνο παλιάς αρχοντικής οικογένειας με το όνομα Τράντας.
-Ο μεγαλύτερος ήρωας της Κοζάνης είναι ο Χαρίσιος Τράντας, μην ακούτε τι θα σας πούνε αγαπητέ Σενσιβέιλ. Εγώ θα σας ενημερώσω για την ιστορία της πόλης, όλοι οι άλλοι θα θελήσουν να σας εξαπατήσουν
«Γιατί θα το κάνουν αυτό;» πήγε να ρωτήσει αλλά ο Αλκιβιάδης Τράντας ήταν χείμαρρος. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του μίλησε για τις επιφανείς οικογένειες Λασσάνη και Βούρκα, για τις πλατείες που ήταν αφιερωμένες στο όνομα τους, ώσπου έφτασε και στην Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη, αυτή που βρισκόταν τώρα οι δυο τους και κουβέντιαζαν.
-Υπάρχουν εδώ 38
χειρόγραφα και 315 κώδικες! Τον πληροφόρησε. Άπειροι τόμοι βιβλίων που όρεξη να έχει κάποιος να διαβάζει. Υπάρχουν ακόμα και 17 σωζόμενα πρωτότυπα της χάρτας του Ρήγα Φεραίου..
-17;..τον έκοψε κοιτάζοντας τον με υποψία ο μπάτσος Σένσιβέιλ.
-Ε, ναι, χμ… το ξέρεις ε; έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. Δεν είναι πια 17, κάποιος αχρείος έκλεψε το πιο αξιόλογο από αυτά. Αλλά για συγνώμη, εσείς που το ξέρετε; Έκανε σαστισμένος ο απόγονος των Τρανταίων.
Ο Σένσιβέιλ χωρίς χρονοτριβή του έδειξε το δοξασμένο σήμα των ομοσπονδιακών. Ύστερα έκλεισε το δεξί μάτι κι άρχισε να σκέφτεται τον κλέφτη της χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

συνεχίζεται

 

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

ΤΑ ΠΟΥΛΙΆ

 

 


..κάποτε όλοι τον τραγουδούσαμε και είχαμε λόγους χίλιους ν ακούμε την φωνή του. Ν ακούμε τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό, τα λάφια όταν σκύβουν για νερό και να νιώθουμε θλίψη, ή ν ακούμε την Ρωμιοσύνη και να μας πιάνει επαναστατικός οίστρος, κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου και αλλού..
Σιγά-σιγά ο Γιώργος Νταλάρας έγινε ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, ένα αναπόσπαστο κομμάτι που όριζε ακόμα και κοινωνικές συμπεριφορές. Όπως επίσης αργά και σταθερά έφτιαχνε ένα προφίλ τέλειου εργασιομανούς ανθρώπου: Ο κάτοχος της εργασίας πρέπει να πουλήσει την εργασία του στον καπιταλιστή,αλλιώτικα είναι καταδικασμένος στην πείνα. Το κεφάλαιο αγοράζει την ανθρώπινη εργασία και την μετατρέπει σε κερδοφόρα επένδυση.
Αυτό θα πρέπει να το είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς, ο δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, και φυσικά έχει ξεπληρώσει με την φωνή του και τα χρήματα-κυρίως του Ελληνικού λαού-το χρέος του απέναντι στην τέχνη. Συσσώρευε αγαθά κι από νεκρά που είναι τα έκανε να έχουν μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη παρουσία, από την ανθρώπινη ενέργεια. Ο καθένας, βέβαια, αυτό προσδοκά από τον καπιταλισμό. Ο καπετάν -Μίκης Θεοδωράκης, λένε πως δεν ξέρει τι έχει, κατά τ΄άλλα γράφουμε τραγούδια για την φτώχεια. Είναι πολύ ψεύτικη πια η συμπεριφορά των ειδώλων μας.
Προσωπικά, δεν κρύβω πως μεγάλωσα με τα τραγούδια του και ούτε πως ακόμα με συγκινούν, ιδιαίτερα τα παλιά αλλά είμαι πια απρόθυμος ν ακολουθήσω μια τόσο ελιτίστικη συμπεριφορά. Αυτά είναι τ αποτελέσματα του καπιταλισμού που έκανε τον άνθρωπο να αποξενωθεί από τον εαυτό του, από τον διπλανό του και από τη φύση. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πια σχέσεις αλλοτριωμένων, είναι αυτόματες. Ο πολιτισμός μας γίνεται πολιτισμός της μοναξιάς, το μοναχικού ανθρώπινου είδους που προσπαθεί να μείνει κοντά στο κοπάδι για να ξεπερνάει τις ανασφάλειες του.

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΊΟ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ 2

 


Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του, τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα, πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του, κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.
Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.

 

ΓΑΜΏ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 Τι είναι πιο σπουδαίο; ν αρχίζεις ή να τελειώνεις; η ηδονή του τέλους ή το πάθος και η επιθυμία της αρχής; Ας πούμε: όταν αρχίζω ένα καινούργιο πίνακα νιώθω σα να γνωρίζω μια καινούργια γυναίκα. Όταν ξεκινώ ένα μυθιστόρημα με συναρπάζει η συνέχεια, η διαδρομή και πάντα το κλείσιμο, η τελευταία φράση. Σε όλα όμως τα πράγματα μου φαίνεται πως το τέλος είναι πιο συναρπαστικό

 


.Ήταν λέει, δεξιά η Μοσχολιού αλλά τραγούδησε τα... πιο αριστερά τραγούδια. [Από ραδιοφωνικό σχόλιο για τα δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο της.] Δεν του έχει μάθει κανένας πως το χρήμα δεν έχει ιδεολογία και πως τα ταλέντα υπάρχουν και δεξιά και αριστερά; η δε Μοσχολιού αγράμματη γκόμενα ήταν, τι ήθελες να είναι; με τον δεξιότατο Ζαμπέτα σύμπραξε το καράβι της και κατάλαβαν και οι δυο πως η αριστερά πουλάει! και άλλοι! και άλλοι! Νταλάρηδες και μη χωριά. Γαμώ την αριστερά σ αυτή τη χώρα. Όλοι αριστεροί είναι ακόμα και ο Ρουβάς. Και ο Θεοδωράκης. [μη μπερδεύετε την καλλιτεχνική αξία με την ιδεολογία.] Γιατί, κάποιοι νομίζουν πως οι καλλιτέχνες είναι ή αριστεροί ή πούστηδες.

 


ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΙΣΜΟ.Τζάκ Κέρουακ.Στο δρόμο,Μπάροουζ,Γκίνσμπεργκ,μαζί του.Τι ακριβώς ήταν αυτη η κωλοπαρέα των μπήτνικς;Αναρχικοί,αντικαθεστωτικοί; Τι πρόσφεραν στον κόσμο και παραμένουν τόσο γοητευτικοί;

δεν πρέπει να δίνεις το ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ στους ανθρώπους για την προσωπική ζωη σου-γενικώτερα για την ζωή,ιδιαίτερα στους μικρανθρώπους.Διαστρεβλώνουν την αλήθεια και την στρέφουν εναντίον σου

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

ΕΠΆΓΓΕΛΜΑ ΖΩΓΡΆΦΟΣ

 


Δεν υπάρχει χειρότερο από ένα παράθυρο κλειστό. Πόσο μάλλον και τα παντζούρια του.
Δε θα άντεχα σε έναν κόσμο χωρίς παράθυρα ανοιχτά. Αν πει κανείς πως τα ξέρει όλα θα πουν πως είναι βλάκας. Αν πάλι πει πως δεν ξέρει τίποτε πάλι βλάκας θα είναι, συμπέρασμα πως πρέπει να ξέρεις λίγα κι αυτά να μη τα λες. Υπερασπίζομαι το δικαίωμα να είμαι μόνος μου, μα κι αν σας μιλάω μου φαίνομαι πιο μόνος, Λογικά δεν πρέπει να σκέφτομαι, ούτε να μιλώ
 


Θα χρησιμοποιήσω τις λέξεις που χρειάζομαι, για να πω αυτό ακριβώς που θέλω, δηλαδή κάτι για την ζωγραφική τέχνη. [πολλές φορές μου φαίνεται αχρείαστη] Όμως, πολλά πράγματα είναι αχρείαστα στη ζωή αλλά υπάρχουν, έτσι και η ζωγραφική που σαν επάγγελμα, όλοι λένε πως δεν είναι είναι, άραγε γιατί δε είναι επάγγελμα η ζωγραφική; όταν ήμουν πολύ νέος μου άρεσε μέσα μου που μπορούσα εύκολα ν απεικονίσω ότι ήθελα κι ότι μου έλεγαν ή μου παράγγελναν οι γύρω δάσκαλοι, καθηγητές, κόσμος. Μεγαλώνοντας καταλάβαινα πως η ζωγραφική είναι πολύ δύσκολο πράμα και δεν είναι τα πινέλα, τα μολύβια, τα μοντέλα, η τέχνη της σκίασης, οι μετρήσεις και τα χρώματα, αλλά είναι κάτι άλλο: το μέσα της ψυχής, το πνεύμα του δημιουργού, η σκέψη του, το είναι του και άρα, αφού παραδεχτούμε αυτό, τότε πρέπει να παραδεχτούμε πως πράγματι είναι πολύ δύσκολο να γίνεις ζωγράφος. Επειδή πρέπει να ματώσεις, επειδή δεν μπορείς να κρυφτείς, επειδή είσαι συνέχεια εκτεθειμένος στα αδηφάγα βλέμματα του κοινού και επειδή τέλος πάντων κάποια στιγμή είναι απόλυτα κουραστικό να προσπαθείς να γίνεις, Ρενουάρ, Πικάσο ή Νταλί. Αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή όλοι αυτοί σου φαίνονται μύθος, δηλαδή μπερδεύεσαι μεταξύ της πραγματικότητας του Βαν Γκογκ, αυτός κι αν έγινε μύθος! και της δική σου μίζερης πραγματικότητας. Αλλά όσο πιο δραματική είναι η ζωή ενός δημιουργού τόσο ο κόσμος εκλιπαρεί για περισσότερη δυστυχία, βλέπε Μοντιλιάνι, Έγκον Σίλε. Δεν ξέρω αν σας φώτισα λίγο, αν δηλαδή κατάφερα να σας μεταφέρω τι κρύβεται πίσω από την ζωγραφική τέχνη σε προσωπικό επίπεδο που νομίζω πως είναι από τα πιο ματαιόδοξα ανθρώπινα σχέδια και επιδεικτικά και δραματικά, εγώ δε γνώρισα ποτέ έναν ευτυχισμένο ζωγράφο, από τον άσημο και αλκοολικό Στέλιο Αναστασιάδη, μέχρι τον διάσημο Τσαρούχη, ή τον ατάραχο φίλο μου Βασίλη Αράπη και άρα η ζωγραφική σαν τέχνη προάγει την απελπισία του δημιουργού, την απελπισία αυτού του κόσμου και θα μου πεις μόνο αυτό είναι η ζωγραφική; όχι δεν μόνο αυτό, είναι η χαρά της αρχής, είναι η ζωντάνια του πνεύματος, είναι η εξέλιξη του νου, στην αρχή μιας δημιουργικής καριέρας, ενός ανθρώπου, ενός νου και είναι πολύ σπουδαία σαν μάθημα από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο. Είπα πως θα ακριβολογήσω αλλά δεν ξέρω πόσο το καταφέρνω, να πω δύσκολα πράγματα γι αυτά που τουλάχιστον εγώ έκανα, δηλαδή να ζωγραφίζω περίπου εξήντα χρόνια τώρα, χωρίς να περιαυτολογήσω, αν είναι καλή ή κακή η ζωγραφική μου τέχνη

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

ΕΠΙ ΚΏΛΟΥ

 

Ο ΣΚΛΗΡΌς και ο χαλαρός κόσμος μας. ΔΙΑΛΈΞΤΕ!

Στυγερή πραγματικότητα
κανείς δεν υπάρχει
χειρότερος του Άμλετ εγώ
να ζει κανείς ή να μη ζει
το τέλος του κόσμου ήταν εδω
μου θυμίζουν οι άνθρωποι ότι υπάρχω
και γιατί θα το γράφαμε αυτό
κάθε Σάββατο με δυο β θα πεθαίνουν
αυτή ήταν η ζωή μας
ένα τίποτα
αν έγραφα και παραπάνω
ανόητη πραγματικότητα
αλλά έτσι θα ήταν πιο πικρός ο ζωισμός μας
Δε με ενδιαφέρει αν συμφωνείτε.
 
 
 

 
ΕΠΙ ΠΩΛΟΥ
[Και επί Πωλωνώ.]
Βεβαίως ο πώλος είναι ηδύστερος δια τούτον τινές χρειάζονται κατεπειγόντως πωλονοσκόπηση.
Φταίει και ο πωλόκαιρος αλλά αυτοί τα έκαναν πώλος και βρακί και γλίτωσαν. Όλα αυτά τα πωλόπανα έχουν πολλά πωλοσφούγγια. Έτσι δεν θα πάθει κρυοπαγήματα ο πώλος τους. Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο τέτοια παλιόσκυλα να τινάξουν τα πώλα τους. [φυλάγουν τα πώλα τους κι έχουν τα μισά πωλομέρια.]
Γενικά οι πόρτες πάντως, είναι ολάνοιχτες όταν κυκλοφορείς με τον πώλο.
Καλησπέρα πωλητές και πωλήτριες της Ελληνουσίας. Καλησπέρα δεινόσαυροι του Κατακώλου Κυνουρίας.

 

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

ΕΣΎ ΚΙ ΕΓΏ 2

 

 


Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
όλα φαίνονταν καλά.
Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
-να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
Εν ολίγοις
κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
Ο κόσμος δεν είναι κακός;
Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
Εσύ κι εγώ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

χωρίς αιτία

 


Δεν είμαι απελπισμένος για την πορεία του ανθρώπινου γένους. Αν ο Στάλιν σκότωσε τον σοσιαλισμό, εμείς θα σκοτώσουμε τον ηλεκτρονικό άνθρωπο, τον διαχρονικό Σωκράτη, της Δυτικής κουλτούρας, τον Θωμά Ακινάτη, τον Πλήθωνα τον Γεμιστό και όσους επέβαλαν στη Δύση αυτό που λέμε σύγχρονο πολιτισμό, για να μην ξεχάσω και τον Καλατράβα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Αδαμάντιο Κοραή, σύμβολα μιας αιώνιας πιστότητας, ο Κομφούκιος και πως θα ήταν ο κόσμος αν επικρατούσε ο Τρότσκι κι ακόμα καλύτερα ο Μπακούνιν με τον αξεπέραστο αναρχισμό του. Αναφερόμαστε συνέχεια σε άτομα που σημάδεψαν τον παγκόσμιο πολιτισμό, ανάμεσα τους ο ανεξιχνίαστος Κορτέζ με τον Πιζάρο, ο Τσε, διάσημος επαναστάτης με αιτία και ο Τζέιμς Ντιν χωρίς αιτία, ο Τζον Λένον και τα σκαθάρια που λευτέρωσαν τα παιδιά των λουλουδιών, δηλαδή εμάς και ο Αλμπέρ Καμί με τον ευτυχισμένο θάνατο του ή τον αιώνιο ξένο και τον Σίσυφο, μιας Ελληνικής πραγματικότητας....

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

ηδονών κράττει

 


 

Ηδονής κράττει για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Κλεόβουλου- εις εκ των επτά σοφών της Αρχαίας Ελλάδας- σημαίνει να προσπαθήσεις να κυριαρχήσεις στις επιθυμίες σου, κατ εμέ να κάνεις κράτει στις ηδονές σου, μάλλον ή ήττον ταις σωματικές αλλ΄ουδείς θνητός το κατορθώνει αυτό ακόμη κι αν είναι ο κακόμοιρος άγιος Αντώνιος που έβλεπε οράματα γυμνών γυναικών, τι άλλο να έβλεπε ο ανήρ; Ηδονών κράτει, νομίζω πως είπεν και ο Επίκουρος ο μέγας σοφός των ηδονών αλλά μάλλον ή ήττον για τους άλλους. Το σοφότερον τούτων είναι ηδονών απόλαυσε.

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...