Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Ο ΜΠΆΤΣΟΣ 3 [η συνέχεια και το τέλος]

 



Ξέχασε τελείως τον απόγονο των Τρανταίων, στο νου του ήρθε η σκοτεινή φιγούρα του αρχηγού όταν του παρέδινε το φάκελο της υπόθεσης. Ο Αρχηγός ήταν ή κόντευε περίπου στα εξήντα, «ο μεγάλος ύπνος» που τον έλεγε η Μάριον και είχε δίκιο αφού τα βλέφαρα του κάλυπταν σχεδόν τα μισά μάτια και έπρεπε να σηκώνει το κεφάλι για να σε βλέπει. Βλογιοκομμένος, ανοικονόμητος, με φαλάκρα και κεφάλι κομμένο σχεδόν κάθετα στο πίσω μέρος, μια ζωή χασμουριόταν. Μιλούσε τσεβδά κι αυτό οφειλόταν περισσότερο σε μια ουλή από μια σφαίρα στο πάνω χείλος. «Θα πας στην Κοζάνη, πρόσεξε, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, αυτός ο άνθρωπος-δεν ξέρουμε ποιος είναι- μπορεί να θελήσει να σε σκοτώσει αν μάθει ποιος είσαι! Προσπάθησε ν ανακαλύψεις τι κρύβεται πίσω από την κλοπή ενός πρωτότυπου χειρόγραφου του Ρήγα Φεραίου. Σου παραδίδω το κλειδί της πόλης, προσπάθησε να δράσεις, στα κρυφά, μη κάνεις φανερή την ταυτότητα σου!»
Αντ αυτού ο Σενσιβέιλ είχε κάνει άμεσα γνωστή την ταυτότητα του και μάλιστα στον άνθρωπο εφημερίδα. Στον Αλκιβιάδη Τράντα! Έτσι, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα από τότε, η πόλη γνώριζε πως είχε καταφτάσει ο ατρόμητος μπάτσος και όλοι συνοφρυώθηκαν. Τι ήθελε εκεί; Γιατί να έρθει στην πόλη τους ένας τόσο γνωστός διώκτης του εγκλήματος; Α, έπρεπε να φυλαχτούν, να προσέξουν όσοι ήταν περιπλεγμένοι σε δολοπλοκίες κι ακόμα όλες οι γυναίκες κοιτάχτηκαν στους καθρέφτες τους, πήραν το πιο φιλάρεσκο ύφος για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του διάσημου επισκέπτη.
«Ο κλέφτης πρέπει να είναι από το σόι των Τρανταίων ή του Βούρκα, έχε τα μάτια σου τετρακόσια!» είχε τελειώσει την ενημέρωση ο αρχηγός. Ο Σενσιβέιλ πάντα είχε τα μάτια του ανοιχτά. Έτσι και τώρα που καθόταν στο γραφειάκι στο βάθος της βιβλιοθήκης, που του παραχώρησε η λιγδωμένη βιβλιοθηκονόμος. Μελετούσε τον Ρήγα Φεραίο αλλά ταυτόχρονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά του ερευνούσε το χώρο. Κάποιος τον παρακολουθούσε σίγουρα, το νιωθε, γιατί τον έτρωγε ο σβέρκος του πάντα πριν από τέτοιες καταστάσεις, καθώς και το αίμα κυλούσε πιο γρήγορα στο δεξί του μπράτσο. Χωρίς να δείξει το παραμικρό συνέχισε να μελετάει για τον Ρήγα, που θυμήθηκε ότι από παιδί του είχαν μείνει πολλές απορίες για τη δράση αυτού του ήρωα που θεωρούσε πως δεν ήταν προβεβλημένος όσο έπρεπε από την Ιστορία που διδασκόταν ακόμα και σήμερα στα σχολεία. Δεν είχε την ανάλογη προβολή σε σχέση με τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη κι αυτό ήταν αδικία κατά τον μπάτσο Σενσιβέιλ.


Οι λόγοι αυτής της λιγότερης προβολής του Ρήγα που το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής- όλοι οι επαναστάτες έχουν ψευδώνυμο, σκέφτηκε καθώς ξανακοίταζε τις εικόνες αυτού του ανθρώπου που είχε σκοτωθεί για κάποια ιδανικά που σήμερα μάλλον ξεπερασμένα θα θεωρούνται. Οι Έλληνες τον έκαναν εθνομάρτυρα για να τον πλαισιώσουν με τον Χριστιανισμό αλλά μάλλον αυτός ο επαναστάτης προς το άθρησκος έμοιαζε στον Σενσιβέιλ. Αυτό το συμπέρανε διαβάζοντας τις διάφορες μαρτυρίες και βιογραφίες του. Ο Ρήγας καταγόταν από εύπορη οικογένεια, άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για να γίνεις επαναστάτης, πράγμα που υπερτόνιζε σε όσους φτωχομπατίρηδες ήθελαν να κάνουν την επανάσταση τους σήμερα, ο διάσημος ήρωας μας. Οι φτωχοί δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση αλλά όταν την κάνουν θα είναι η πιο επιτυχημένη απ όλες τις επαναστάσεις που έγιναν μέχρι σήμερα, ήταν η θεμελιώδης αρχή του, παρ ότι άνθρωπος του κατεστημένου. Την προετοιμασία για την επανάσταση την είχε κάνει ο Ρήγας Φεραίος, αυτός ο οραματιστής, που είχε αναγκαστεί σε ηλικία είκοσι χρονών να σκοτώσει κάποιον Τούρκο και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος να βγει στα βουνά. Έγινε δάσκαλος, επηρεάστηκε από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό, έβγαλε χιλιάδες προκηρύξεις για την απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών, τύπωσε την Χάρτα της Ελλάδας και εν τέλει βρήκε απαίσιο θάνατο προδομένος όπως όλοι οι ήρωες, στραγγαλισμένος μετά των ομοϊδεατών του.
Εκείνο που ξαναέκανε μεγάλη εντύπωση στον Σενσιβέιλ για μια ακόμα φορά από τον Ρήγα ήταν ο θούριος. Έψαξε και βρήκε εκείνο το κομμάτι που τον έκανε ν ανατριχιάζει: »Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή». Δεν υπήρχαν σήμερα ανάλογοι άνθρωποι, ξανασυλλογίστηκε κοιτάζοντας πίσω από την πόρτα στο βάθος όπου η φιγούρα ενός μουλωχτού ανθρώπου τον παρατηρούσε. Αυτός έκανε πως δεν ενοχλήθηκε, πως δε συνέβαινε τίποτε και συνέχισε να πληροφορείται για τον Φεραίο. Έφτασε στο επίμαχο σημείο της Χάρτας. Τι ήταν αυτή η Χάρτα του Ρήγα; Κατ αρχάς ένα μεγάλο εκδοτικό κατόρθωμα της εποχής εκείνης. Το μέγεθος της ήταν 2,07 χ 2,07! Αποτελείτο δε, από δώδεκα φύλλα 50 χ 70 το ένα. Ένα από αυτά τα πρωτότυπα φύλλα είχε κλαπεί από την Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη της Κοζάνης. Γι αυτό το λόγο βρισκόταν τώρα εκεί και κινδύνευε τη ζωή του ο Σενσιβέιλ.
Αφού τέλειωσε με τη μελέτη του Ρήγα, σηκώθηκε αποφασιστικά. Τα μάτια του πήραν το σκληρό ύφος, οι αισθήσεις του ήταν όλες σε επιφυλακή. Κινήθηκε στην αρχή ήρεμος προς το βάθος, έφτασε στην εσωτερική πόρτα και ξαφνικά την έσπρωξε δυνατά περνώντας και ο ίδιος στο σκοτάδι πίσω και μέσα της. Μια υπόκωφη κραυγή κι ένα πέσιμο κορμιού στο δάπεδο τον διαβεβαίωσε πως αυτός που τον παρακολουθούσε βρισκόταν πεσμένος χάμω. Έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του να συνηθίσει στο σκοτάδι κι έβγαλε ταυτόχρονα το τριανταοχτάρι από τη θήκη. Ο τύπος στο βάθος είχε γλιστρήσει- πάντα οι κακοί γλιστράνε στο τέλος του έργου για να τους συλλάβει ο άνθρωπος του νόμου.
Με δυο πηδήματα αίλουρου ο Σενσιβέιλ έφτασε πάνω του και του κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφο.
-Λέγε ποιος είσαι, τι θέλεις εδώ και γιατί με παρακολουθείς! Του σφύριξε.
Ο άλλος έσφιξε τα μάτια, Φοβήθηκε.
-Όχι, μη! Μη με σκοτώσεις! Θα στα πω όλα!
Πιο εύκολη παραδοχή δε θυμόταν στην καριέρα του. Τράβηξε τον τύπο παράμερα.
-Λέγε! Του είπε σκληρά.
-Τη χάρτα την έκλεψε ο Τράντας, ο Αλκιβιάδης για να εκβιάσει το Δήμαρχο, επειδή δεν τον χωνεύει από μικρό παιδί. Έχουν προσωπικά από τότε.
-Αυτός σε έβαλε να με παρακολουθείς;;
-Ναι, κλαψούρισε ο άλλος.
-Το ξέρεις πως η παρακολούθηση αστυνομικού επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε ετών;
-Πέντε χρόνια; Άνοιξε τα μάτια του πελώρια.. Μη σε παρακαλώ, εγώ δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, εγώ είμαι φιλήσυχος πολίτης, ο Τράντας με έμπλεξε…
-Να μάθεις να μη μπερδεύεσαι εκεί που δε σε σπέρνουν, του είπε ο Σενσιβέιλ περνώντας του χειροπέδες. Πάμε τώρα να συλλάβουμε και τον Τράντα.
Προχώρησαν προς το αρχοντικό των Τρανταίων, μπήκαν στην είσοδο. Κατέβηκε μια υπηρέτρια.
-Φώναξε μου τον Αλκιβιάδη! Πρόσταξε ο Σενσιβέιλ.
-Δε χρειάζεται μπάτσε! Εδώ είμαι, ακούστηκε από το πατάρι η φωνή του Αλκιβιάδη. Σε περίμενα. Πέταξε το όπλο και γύρνα με τα χέρια ψηλά! Μην κάμεις την παραμικρή κίνηση, σε σημαδεύω με την καραμπίνα και σε πληροφορώ πως στο στρατό πήρα άριστα στη σκοποβολή. Δ θα λυπηθώ πολύ να σου καρφώσω μια σφαίρα στην άμυαλη καρδιά σου.
Ο μπάτσος Σενσιβέιλ, μούδιασε. Πέταξε το όπλο και γύρισε αργά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να περιμένει να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσει. Ήξερε καλά πως αυτού του τύπου οι παράνομοι είναι πολύ εύκολο να πατήσουν τη σκανδάλη κι αυτός δεν είχε καμιά διάθεση να συναντήσει τον άγιο Πέτρο.
-Τι το θέλεις το απόκομμα από τη χάρτα; Τι θα σε ωφελήσει; Ρώτησε για να κερδίσει καιρό.[ πάντα οι μπάτσοι σε τέτοιες περιπτώσεις ψάχνουν δευτερόλεπτα]
- Χαχα! Έκανε σαρδόνια, ο Τράντας. Θα τον πουλήσω στους Σκοπιανούς. Έπρεπε να ξέρεις πως από καιρό αυτοί προσπαθούν να κλέψουν τον ήρωα Ρήγα Φεραίο και να τον κάνουν δικό τους, συνέχισε και πλησίασε κοντά του στα τρία μέτρα
-Ξέρεις πως αυτό είναι Εθνική προδοσία;
-Τι μας λες! ποιος θα το αποδείξει; Εσύ δεν πρόκειται να ζήσεις, όπως και ο βλάκας που έβαλα να σε παρακολουθεί και σε ευχαριστώ που τον συνέλαβες. Η χάρτα σε λίγα λεπτά θα ταξιδεύει για τα Σκόπια, όταν εσείς οι δυο δε θα ζείτε. Λυπάμαι Σενσιβέιλ φέρθηκες πολύ ανόητα.
Το μυαλό του Σενσιβέιλ δούλευε πυρετωδώς, έπρεπε να δράσει. Είδε πως πάνω από το πατάρι ένας λύκος στεκόταν και τους έβλεπε.
-Δικός είναι ο λύκος; τον ρώτησε
Και καθώς εκείνος γύρισε για να δει ο ατρόμητος μπάτσος με ένα πήδημα όρμησε πάνω του. Του έπιασε το χέρι από τον καρπό, το σφιξε, έτσι που να παραλύσει. Η καραμπίνα ξέφυγε από τα χέρια του παράνομου. Ύστερα του χωσε δυο μπουνιές μια στα μούτρα και μια στο στομάχι. Τα υπόλοιπα έγιναν με διαδικαστικές κινήσεις. Ο μπάτσος Σενσιβέιλ είχε φέρει μια ακόμα δύσκολη αποστολή εις πέρας, παίζοντας τη ζωή του κορώνα γράμματα για να υπερασπίζεται την πατρίδα.



Ένα χάρτινο αεροπλάνο φτιαγμένο με τέχνη πετάει πάνω από μια γαλάζια λίμνη. Τα χρώματα γαλάζια, πράσινα και άσπρα. Μια χαρούμενη πραγματικότητα ήταν απλωμένη στο πρόσωπο του. Και γιατί να μην ήταν; Όλα του πήγαιναν καλά. Η υπόθεση Κοζάνη είχε λήξει, είχε γλιτώσει από το θάνατο παρά τρίχα κι έπρεπε ν ανταμειφθεί. Και η ανταμοιβή του ήταν που περίμενε τη Μάριον να χαρούν τον έρωτα τους.
Στην άκρη της λίμνης πάνω στο μοναδικό γκρίζο βράχο, καθόταν με ακουμπισμένο τον αγκώνα του δεξιού χεριού σε ένα υποθετικό τραπέζι και την παλάμη να αγκαλιάζει το απίστευτα λεπτό του πρόσωπο, ο μπάτσος του Σενσιβέιλ. Έχει μια ωραιότητα χυμένη στο πρόσωπο, ατενίζει το χάρτινο αεροπλάνο να συνεχίζει να πετάει πάνω και γύρω από τη λίμνη, έχει μια γλυκύτητα που σπάνια μπορείς να τη συναντήσεις σε άλλο πρόσωπο και μάλιστα άνθρωπο του νόμου. Γιατί τέτοιος είναι ο ήρωας μας. Ένας δαιμόνιος υποστηρικτής του δίκαιου, με μάτια πάντα ανοιχτά, έτοιμος να επιβάλλει παντού το νόμο.
Η αποστολή στην Κοζάνη είχε λήξει αισίως κι αυτός είχε εισπράξει όλους τους επαίνους από τον γκρίζο αρχηγό του όπως και από τη Μάριον που την περίμενε τώρα στην άκρη της λιμνούλας και έπρεπε να ξεχάσει τις ονειροπολήσεις αν ήθελε κάποτε να την κάνει γυναίκα του.
Η όμορφη Μάριον, που αργούσε να έρθει εξ αιτίας της δύστροπης μητέρας της που δε συμπαθούσε με τίποτα το μπάτσο Σενσιβέιλ.
Κι όπως πάντα, όταν δε θέλουμε να γίνουν έτσι τα πράγματα, αυτά ακολουθούν έναν άλλον δικό τους νόμο. Έτσι και τώρα. Πίσω από τη Μάριον που έφτασε για να τον αγκαλιάσει κατέφτασε και η άγρια Αντριάνα, παρέα με τον σκύλο Πάρε-Φύγε. Τους έστρωσαν στο κυνήγι κι ο καημένος ο Σενσιβέιλ προσπαθώντας να προφυλάξει τη Μάριον έφαγε τρεις σκουπιές από την Αντριάνα στο λεπτό του κεφάλι. Είδε τον ουρανό με τα άστρα αλλά δεν τον ένοιαζε. Αρκεί που ήταν κοντά του η Μάριον να τον κοιτάζει με τα υπέροχα μάτια της.

ΤΕΛΟΣ















 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΌΣΜΟς ΌΠΩΣ ΤΟΝ ΈΜΑΘΑΝ;

    ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Είσαι έξω απ το πρόβλημα. Βλέπω τη ζωή όπως είναι χωρίς δογματισμούς. Μιλάω συγκεκριμένα όταν πρέπει. Δεν υπάρχει πε...