Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο ΜΠΆΤΣΟΣ [2]

 

 


Ένα χάρτινο αεροπλάνο φτιαγμένο με τέχνη πετάει πάνω από μια γαλάζια λίμνη. Τα χρώματα γαλάζια, πράσινα και άσπρα. Στην άκρη της λίμνης πάνω στο μοναδικό γκρίζο βράχο, κάθεται με ακουμπισμένο τον αγκώνα του δεξιού χεριού σε ένα υποθετικό τραπέζι και την παλάμη να αγκαλιάζει το απίστευτα λεπτό του πρόσωπο, ο μπάτσος του Σενσιβέιλ. Έχει μια ωραιότητα χυμένη στο πρόσωπο, ατενίζει το χάρτινο αεροπλάνο να συνεχίζει να πετάει πάνω και γύρω από τη λίμνη, έχει μια γλυκύτητα που σπάνια μπορείς να τη συναντήσεις σε άλλο πρόσωπο και μάλιστα άνθρωπο του νόμου. Γιατί τέτοιος είναι ο ήρωας μας. Ένας δαιμόνιος υποστηρικτής του δίκαιου, με μάτια πάντα ανοιχτά, έτοιμος να επιβάλλει παντού το νόμο.
Ο Σενσιβέιλ είναι εικοσιπέντε χρονών, το όνομα του το έδωσε ο παππούς, όταν τον βρήκε παρατημένο σε μια πόρτα, κάποιο σκοτεινό βράδυ που ο θεός έδερνε τον κόσμο αλύπητα με τις βροχές του. Ψηλός, περίπου στο ένα ενενήντα τέσσερα, η μύτη του σχεδόν πιο μεγάλη από του Πινόκιο αλλά κυρτή και ευθεία έτσι που να σχηματίζει ορθή γωνία. Στα χείλη του χαραγμένο το χαμόγελο της επιτυχίας, της σιγουριάς, είναι ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης. Αν και οι άνθρωποι του σιναφιού του είναι συνήθως σκληροί, ο Σενσιβέιλ, αντίθετα, είναι ρομαντικός, λεπτός στους τρόπους, ευγενικός. Τα χέρια του, το μπράτσο και ο βραχίονας, δεν είναι αυτό που λέμε γεροδεμένα. Καταλήγουν σε μια πολύ μεγάλη παλάμη. Λες και δεν ανήκει σ αυτά τα μπράτσα, σ αυτούς τους βραχίονες. Δάχτυλα χοντρά, δυνατά σαν τανάλιες, θα μπορούσαν εύκολα να θρυψαλιάσουν έναν κορμό δέντρου. Η μεγάλη δύναμη του βρίσκεται στα χέρια του και στο μοναδικό κι αλάνθαστο τριανταοχτάρι που φοράει πάντα κάτω από τη μασχάλη.
Καθώς κοιτάζει τα ωραία χρώματα γύρω του, το αεροπλάνο έπεσε τελικά στη λίμνη, δεν πρόλαβε να το πιάσει αλλά θα έφτιαχνε άλλο, γιατί δικό του ήταν. Αυτή ήταν και μια από τις τρεις μοναδικές εμμονές που είχε ο Σενσιβέιλ: έφτιαχνε μανιωδώς αεροπλάνα! Η άλλη ήταν το μπάσκετ και Τρίτη η Μάριον, η χοντρή αρραβωνιαστικιά του. Μη φανταστείτε καμιά τεράστια χοντρή, απλά μια συμπαθέστατη χοντρούλα, μετρίου αναστήματος, ευέλικτη, με σπινθηροβόλα μάτια, ντυμένη πάντα στο σικ. Το ίδιο ωραία ντυμένος πάντα, είναι και ο Σένσιβέιλ. Αυτός φοράει πάντα μια φανέλα λευκή, κοντομάνικη, το Χειμώνα ρίχνει μια λαδί καπαρντίνα πάνω της. Τα πανταλόνια του συγκρατούνται από τιράντες ιδίου χρώματος, οι κάλτσες άσπρες, τα παπούτσια, λουστρίνια πολύ αιχμηρά, συνήθως χρώματος ραφ.
Όταν περπατάνε αγκαζέ είναι ένα απίστευτα ταιριαστό ζευγάρι. Ο Σένσιβέιλ περπατά στητός, καμαρωτός, καθώς η Μάριον του κρατάει το μπράτσο και ευτυχισμένη λικνίζεται στο πλάι του.
Το μόνο εμπόδιο στην ευτυχία τους είναι η μητέρα της Μάριον η θηριώδης Αντριάνα που δε λέει να δεχτεί ένα μπάτσο για γαμπρό της. «Εσένα σε γέννησα να πάρεις από εφοπλιστή και πάνω!» της τονίζει συνέχεια και κυνηγάει τον Σενσιβέιλ με το σκουπόξυλο όποτε τον συναντάει. Η Μάριον είναι κι αυτή γύρω στα εικοσιπέντε, δηλαδή συνομήλικη του. Ξέχασα να σας πω πως όλοι οι ήρωες μας δεν μεγαλώνουν ποτέ. Μένουν πάντα στην ίδια ηλικία που τους πρωτοσυναντάμε.
Ο Σενσιβέιλ κάποια στιγμή αποφασίζει να συνέλθει από το ονειροπόλημα. Σηκώνεται, προχωράει προς το παγκάκι που βρίσκεται λίγο πιο πέρα. Εκεί κάθεται ο παππούς του. Ο παππούς Σένσι. Γύρω στα ογδόντα, καλοζωισμένος, κοντοστούπης με αετίσιο μάτι, στραβό χαμόγελο, φρύδια συνεχώς κατεβασμένα. Σπάνια χαμογελάει και ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ο Σενσιβέιλ αγαπάει παθολογικά τον παππού Σένσι, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Όταν ρωτάει τον παππού για την καταγωγή του, εκείνος σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Όταν πεθάνω θα σου πω, του λέει. Δηλαδή ποτέ, αφού αυτοί οι ήρωες είναι αθάνατοι.
Ο Σενσιβέιλ φτάνει κοντά στον παππού που σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει απορημένα.
-Πάλι χάζευες στη λίμνη; Του χαμογελάει.
-Δε χάζευα παππού, σκεφτόμουν.
-Τι σκεφτόσουν; Τη Μάριον; Αυτή δεν πρόκειται να σου τη δώσει ποτέ η Αντριάνα.
-Γιατί παππού; Αυτό είναι άδικο. Όχι, δε σκεφτόμουν μόνο αυτό, επανέρχεται στο θέμα. Ο αρχηγός μου ανάθεσε καινούρια αποστολή.
Η φωνή του ακούγεται ευχάριστα. Είναι ζεστή, ανθρώπου που νοιάζεται για τους άλλους.
-Α, ενδιαφέρον;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη..
-Την Κοζάνη;
-Ναι, είναι εκεί ένας τοπικός άρχοντας από τους παλιούς Βλάχους, που καταπιέζει τους μικροκτηματίες. Έχω όλον τον φάκελο με τις ενημερώσεις στο γραφείο. Ήρθα να σε χαιρετήσω, μπορεί να λείψω πολλές μέρες, ίσως βδομάδες, η υπόθεση φαίνεται αρκετά σκοτεινή..
-Ότι και να είναι, είμαι σίγουρος πως θα την φέρεις εις πέρας. Να πας στο καλό Σενσιβέιλ. Χαιρετιούνται σφίγγοντας τα στιβαρά τους χέρια.

Ο Σενσιβέιλ περπάτησε μέχρι το σπίτι της αγαπημένης του Μάριον. Έπρεπε να την χαιρετήσει και να φύγει, ο χρόνος είχε αρχίσει να τον πιέζει. Έφτασε την ώρα που έλλειπε η κακιά πεθερά του, η ανελέητη Αντριάνα που ήθελε να του ρημάξει τη ζωή.
-Έλα Μάριον, πάμε να φύγουμε προτού έρθει η μάνα σου και μας αρχίσει με το σκουπόξυλο! Της φώναξε από την εξώπορτα.
Άλλο που δεν ήθελε η χοντρούλα Μάριον, να είναι παρέα μαζί του! Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα γι αυτόν, ακόμα και να πεθάνει, τόση ήταν η αγάπη της.
-Που πάμε Σένσι;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη, άργησα κι ο αρχηγός θα φωνάζει. Έλα μαζί μου μέχρι το σπίτι, έπειτα παίρνω τα πράγματα μου και σε αφήνω ξανά εδώ.
-Πάμε!, είπε και η Μάριον.
Περπάτησαν χαρούμενοι στο δρόμο, το σπίτι του ήταν κοντά. Στα κεντρικά φανάρια έκαναν την απαιτούμενη καλή πράξη για να τους πάνε καλά τα πράγματα. Ένας οδηγός πολυτελέστατης μερσεντές αρνιόταν να αφήσει έναν φτωχάνθρωπο να του καθαρίσει τα τζάμια. Ο Σενσιβέιλ επέβαλλε την πράξη, βοηθώντας και ο ίδιος στον καθαρισμό και επιδεικνύοντας την ταυτότητα του μπάτσου, ενώ η Μάριον τον παρακολουθούσε εκστασιασμένη. Πάντα της άρεσαν αυτά που έκανε ο αιώνιος αρραβωνιαστικός της. Ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων τους ευχαρίστησε δακρυσμένος.
Οι δυο τους έφτασαν γοργά στο σπίτι, ο Σενσιβέιλ ετοίμασε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τα ντουβάρια, μπήκαν στο ετοιμοπόλεμο Σμάρτ. Γελώντας χαρούμενοι κίνησαν ξανά για το σπίτι της Μάριον.


Φτάνοντας κατέβηκε να αποχαιρετιστούν και την ώρα που φιλιόντουσαν κατέφτασε η Αντριάνα με το σκουπόξυλο και τον Πάρε-φύγε, τον αδέσποτο σκύλο της που κι αυτός με τη σειρά του δε χώνευε τον Σενσιβέιλ. Όλο του γαύγιζε, του ορμούσε πάνω, παρ όλα όσα κόκαλα κι αν του είχε προσφέρει ο δυστυχισμένος μπάτσος. Έτσι και τώρα, έγινε το μάλε-βράσε, τον έφεραν πέντε στροφές γύρω από το Σμάρτ, μέχρι να προλάβει ν ανοίξει την πόρτα, να χωθεί μέσα ιδρωμένος και να πάρει το δρόμο της μοναξιάς, γυρίζοντας μόνο μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει την Μάριον που μαλλιοτραβιόταν με τη μάνα της και τον αβάσταχτο σκύλο που τον έλεγαν Πάρε-φύγε.



Η Κοζάνη είναι μια όμορφη πόλη, αραγμένη στους πρόποδες του Βέρμιου και της οροσειράς των Πιερίων, όπου το χειμώνα ρίχνει πολύ χιόνι, το κρύο είναι αβάσταχτο και οι άνθρωποι δύσκολα ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους τέτοιες μέρες. Είναι μια παλιά πόλη με ιστορία- υπάρχει και η νεκρόπολη από την εποχή του σιδήρου- αυτήν θα την επισκεπτόταν ο Σενσιβέιλ άμα τελείωνε την αποστολή του, οπωσδήποτε, επειδή του άρεσε η Ιστορία. Το πρώτο της όνομα ήταν Κόσδιανη, μετά έγινε Κόζιανη, μέχρι να πάρει τη σημερινή της ονομασία. Είχε χτιστεί από Ηπειρώτες άποικους και σύμφωνα με ένα σουλτανικό φιρμάνι το 1528 αριθμούσε 91 σπίτια 23 εργένηδες, 15 χήρες! Κοίτα τι μετρούσαν οι Αχμέτηδες, σκέφτηκε πίνοντας το αγαπημένο του αναψυκτικό,- δεν έπινε ποτέ αλκοόλ κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν τον χώνευε η Αντριάνα αφού αυτή κατέβαζε το καταπέτασμα. Μετρούσαν τους εργένηδες και τις χήρες! Για τα ορφανά ούτε κουβέντα.
Διαβάζοντας κάποια ενημερωτικά φυλλάδια στην αρχή, έμαθε αρκετά αλλά δεν του αρκούσαν. Ύστερα, αργά το απόγευμα αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή της Αθήνας. Εκεί γνώρισε τον ευγενέστατο ευπατρίδη, γόνο παλιάς αρχοντικής οικογένειας με το όνομα Τράντας.
-Ο μεγαλύτερος ήρωας της Κοζάνης είναι ο Χαρίσιος Τράντας, μην ακούτε τι θα σας πούνε αγαπητέ Σενσιβέιλ. Εγώ θα σας ενημερώσω για την ιστορία της πόλης, όλοι οι άλλοι θα θελήσουν να σας εξαπατήσουν
«Γιατί θα το κάνουν αυτό;» πήγε να ρωτήσει αλλά ο Αλκιβιάδης Τράντας ήταν χείμαρρος. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του μίλησε για τις επιφανείς οικογένειες Λασσάνη και Βούρκα, για τις πλατείες που ήταν αφιερωμένες στο όνομα τους, ώσπου έφτασε και στην Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη, αυτή που βρισκόταν τώρα οι δυο τους και κουβέντιαζαν.
-Υπάρχουν εδώ 38
χειρόγραφα και 315 κώδικες! Τον πληροφόρησε. Άπειροι τόμοι βιβλίων που όρεξη να έχει κάποιος να διαβάζει. Υπάρχουν ακόμα και 17 σωζόμενα πρωτότυπα της χάρτας του Ρήγα Φεραίου..
-17;..τον έκοψε κοιτάζοντας τον με υποψία ο μπάτσος Σένσιβέιλ.
-Ε, ναι, χμ… το ξέρεις ε; έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. Δεν είναι πια 17, κάποιος αχρείος έκλεψε το πιο αξιόλογο από αυτά. Αλλά για συγνώμη, εσείς που το ξέρετε; Έκανε σαστισμένος ο απόγονος των Τρανταίων.
Ο Σένσιβέιλ χωρίς χρονοτριβή του έδειξε το δοξασμένο σήμα των ομοσπονδιακών. Ύστερα έκλεισε το δεξί μάτι κι άρχισε να σκέφτεται τον κλέφτη της χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

συνεχίζεται

 

1 σχόλιο:

Ο ΚΌΣΜΟς ΌΠΩΣ ΤΟΝ ΈΜΑΘΑΝ;

    ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Είσαι έξω απ το πρόβλημα. Βλέπω τη ζωή όπως είναι χωρίς δογματισμούς. Μιλάω συγκεκριμένα όταν πρέπει. Δεν υπάρχει πε...