Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟΝ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟ.

 



 Ερημιά. Τόση ερημιά ποτέ δεν την είχα. Μέσα και έξω μου.
Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο έμεινα μόνος στην Αθήνα.
Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς
σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι
κρυβόταν αλλα δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός,
όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου,
ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από
ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό.
Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία.
Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους
σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-
τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε
αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή.
Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα,
με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά
που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι,
μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια,
στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου,
λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός
-στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν
επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω
και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς.
Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν
σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που
με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί
μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγω δεν περπατούσα, δεν
ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί;
Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω
διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν;
Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα
από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι
ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα
μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα
στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης
πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς
άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε
να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή
πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και
αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την
αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον
μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς-
και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα,
όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον,
σ αυτή την
ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη,
σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος.
Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός,
λες και θα έπεφτε αρρώστια,
άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά.
Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου.
Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα.
Παράτησα τις διόπτρες, έτσι
κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη
μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος
κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του.
Σταμάτησα κάτω
από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που
έκανε για να ξαπλώσω. 

Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι
που σκοτείνιασε ο κόσμος.

 

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Ι-ΔΑΝΕΙΚΉ ΖΩΗ

 

Ι-δανεική ζωή.

Χωρίς γυναίκας παρέα
μόνος δίχως χρήμα, το χάδι μιας χαριτωμένης εταίρας
στην ιστορία έγραφε σημάδι
πως αλίμονο δεν μπορούσα να τα πω όλα
αλλά τίποτε δεν είναι καλύτερο

Θα έλεγε κάποιος πως δεν ήξερε τίποτε
ούτε έμαθε ποτέ
να αρνηθεί ή να μην αρνηθεί;
Την ιδανική ζωή που του χάρισαν
-εύκολο είναι να πεις πως τίποτε δε χαρίζεται
και δύσκολο να πάρεις πίσω το λόγο σου.

Το χέρι μιας χαριτωμένης εταίρας
το σφυρί και το καλέμι
με νόημα εξηγούσε το αλάνθαστο αίμα
απλούστερα γιατί δεν είναι για χόρταση η ζωή
και η άρνηση
δε θέλω να κατηφορίζω άλλο έτσι
μα πως να το κάνεις;

[ΠΟΙΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ]

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΆΣΠΡΟ ΦΟΥΣΤΆΝΙ

 

Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον
ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση
που πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν
γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω την ανηφόρα.
Πιάστηκα από τις ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω
και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν,
η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα, έπιασα
ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα,
τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια
το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας.
Πεινούσα και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που
παίζαμε μπάλα είχαν χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που έφτασα σε λίγο.
Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του.
Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν!
όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της κότσο,
Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα και δε με  βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί,
σα να μη ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει
τη βαρέλα και πήραμε το δρόμο για το σπίτι. 

Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαί.

 

 

 

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

ΆΝΑΨΕ ΚΌΚΚΙΝΟ

 

 

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ

 

 Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Εστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζείς, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαιδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδεκάτη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοχτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατριδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μαυ φάτδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα απο εδώ έψαξα απο κεί, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.

Ξαναγύρισα στον εσπρέσσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την υπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον ανθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλόν ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό απο το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγω, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καυμένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιός ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτον τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγω που είχα αποφασίσει μετα απο ώριμη σκέψη να κάνω αυτη την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοχτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδυνό φαγητό του.

Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον ανθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγω μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μεσα στο σιελ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά απο πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου απο το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επιτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπά! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας άνθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα απο μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφτεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.

Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.

Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.

Όταν  θέλεις να περάσει η ώρα, δεν περνάει με τίποτε. Άιντε μια φορά να ξημερώσει στην ώρα του ρε! Πότε πεντέμιση, πότε εφτά, πότε οχτώμιση..Άστατος ο θεός σας, άστατοι και οι άνθρωποι που έφτιαξε. Ταξίδευα τότε με ένα καράβι μεγάλο, σε μια θάλασσα που δεν τελείωνε πουθενά. Έτσι ένιωθα, έτσι τα ζούσα. Δίπλα μου, η γυναίκα των ονείρων μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ούτε που φανταζόταν τι μπορούσε να κάνει ο μελλοντικός της άντρας. Την κοίταξα που ροχάλιζε ελαφρώς, δεν δυσανασχέτησα, έτσι είναι οι άνθρωποι, ροχαλίζουν, σκέφτηκα. Της χάιδεψα τα μαλιά, ανασάλεψε. Την άφησα να συνεχίζει τον ύπνο και ντύθηκα  βιαστικά. Πρωί της Κυριακής και είχα αργήσει λίγο. Ο Μαχόπουλος Άνρι θα γκρίνιαζε πάλι, κάθε Κυριακή, χρόνια τώρα, πίναμε τον καφέ μας στο Κολωνάκι. Εκει καταστρώναμε τα σχέδια μας για το μέλλον απο παιδιά με τον Ινδιάνο. Καβάλησα την Χάρλει για πολλοστή φορά και με ταχύτητες φωτός, έπιασα την Κηφησίας. Προσπερνούσα ανθρώπους αυτοκίνητα, κτήρια, δέντρα σαν να μην υπήρχαν. Στους καθρέφτες μου φαίνονταν ακίνητα όλα αυτά. Στην πραγματικότητα μόνον εγώ κινούμουν. Ούτε η γη, είχε σταματήσει και ο ήλιος γελούσε σαν καλοκαιρινός μπέμπης που μόλις είχε γεννηθεί, πάνω στον Λυκαβητό, όταν εγω, ο Περικλής, πάρκαρα στην Λυκόβρυση. Στην βρύση των Λύκων, κάποτε. Και τώρα. Έστησα τη μηχανή και σταμάτησα στο περίπτερο να διαβάσω τους τίτλους των εφημερίδων. Στυγνη απαγωγή αθώου πολίτη. Είμαστε δέσμιοι του καθενος. Φόβος και τρόμος για τους Έλληνες πολίτες. Κανείς δεν νιώθει ασφαλής σ΄αυτη την χώρα. Οι απαγωγείς ζητούν πέντε εκετομμύρια. Το κράτος διχάζεται κι άλλα τέτοια πολλά. Με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση τον Μαχόπουλο Άνρι, να μου γνέφει, λίγο αγαναχτησμένος, έλα, τι κάνεις στο περίπτερο τόσην ώρα, πήρα εγω εφημερίδες, ο καφές θα κρυώσει, εγω κρύο τον έπινα. Δρασκέλισα πέντε λουλούδια κι έφτασα. Έλα, μου είπε, μια ζωή εγω φτάνω πρώτος και χαμογέλασε ινδιάνικα. Πως χαμογελούν οι Ινδιάνοι; Έξυσα το πηγούνι μου, κάθισα. Γιατι χαμογελάς; ρώτάω. Πίνω καφέ, δεν παίρνω απάντηση. Ανοίγω εφημερίδα, ανάβω το πούρο, ο Ινδιάνος τσιγάρο. Δίπλα μας γίνεται οχλαβοή. Μπροστα μα και πίσω μας συζητούσαν όλοι το γεγονός. Οι περισσότεροι συμπονούσαν τον πολίτη Νικολάου. Αλλά ήταν κι αρκετοί με τους απαγωγείς. Τι λες εσύ τον άκουσα να με ρωτάει με κάποιο νόημα. Ενας δημοσιογράφος ωφείλει να είναι πιο επικίνδυνος απο έναν απαγωγέα, του απάντησα. Ωραία ιδέα, αναφώνησε. Για το γεγονός όμως δεν λες τίποτε. Να σου πω εγώ  που ξέρω τα πράγματα απο μέσα κι απ έξω. Θα τους τα δώσουν, δεν μπορούν να κάκουν διαφορετικά. Δεν μπορούν να εκτεθούν, θα είναι σαν να δολοφονούν τον πολίτη Νικολάου. Και γιατι να τους νοιάζει; μήπως είναι αδερφός τους; ρωτάω και τον κοιτω ξυστά, ξανά στα μάτια. Έπειτα δεν είναι σίγουρο πως θα τον εκτελέσουν. Ο Μαχόπουλος Άνρι ξαναχαμογέλασε. Είσαι αφελής, μου είπε. Δεν τους ξέρεις εσυ αυτούς τους τύπους. Αυτοί οι τύποι είναι αδυσώπητοι. Εσύ είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης. Γιατί με κάνεις παρέα; ρωτάω εντελώς ξαφνικά. Γιατί είσαι πλούσιος και δεν έχεις ανάγκη να κλέβεις,είπε με μυστηριώδες μισοχαμόγελο. Εγω γέλασα δυνατά. Πρώτη φορά μου το λεγε αυτό, τόσα χρόνια που κάναμε παρέα. Αλλά το μυαλό μου τώρα έτρεχε αλλού Στον τρόπο που θα έπαιρνα τα χρήματα. Θα έδενα κατάσαρκα στον πολίτη Νικολάου, μια βόμβα ικανή να καταστρέΨει την Αθήνα, το ξέραν αυτοί. Στο στρατό είχα κάνει πυροτεχνουργός που το συνέχισα στο κρυσφύγετό μου και μετά. Την βόμβα θα μπορούσα να την πυροδοτήσω απο όπου ήελα ανα πάν δευτερόλετπο. Κι αυτό το ήξεραν. Στην ανάγκη θα τους έκανα μια επίδειξη. Θα έστελνά στο ερημικό σημείο Δ τον πολίτη Νικολάου, όπου μόνο ένα παλιό χάλασμα υπήρχε. Είχα χαρτογραφήσει την περιοχή χρόνια, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα απο μένα. Θα τον πλησίαζε μόνο ένας άνθρωπος με το βαλιτσάκι των χρημάτων. Των πέντε εκετομμυρίων. Θα έδινε τα χρήματα και θα έφευγε. Μετά; με ρωτάει ο Ινδιάνος απο δίπλα μου. Τι μετά; έκανα απλά. Δεν ξαφνιαζόμουν εύκολα. Δεν θα πάμε για φαγητό μετά; συνέχισε. Όχι, φίλε μου. Με περιμένει η Φένια. Θα φάμε παρέα στον Διόνυσο. Για δώσε μου να δώ, τι έγραψες εσύ και τι υποστηρίζει η φυλλάδα σου για το θέμα της απαγωγής. Εσύ δεν φτιάχνεις το πρωτοσέλιδο και επηρεάζεις πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις; Ναι, εγώ! κορδώθηκε. Πάρε, κοίταξε. ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΝΑ ΔΩΣΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ και υπότιτλος να σωθεί ο πολίτης πάση θυσία. Γύρισα και κοίταξα τον Μαχόπουλο Άνρι στα μάτια. Με κοίταξε κι αυτός ζεστά. Είμασταν χρόνια φίλοι με τον ινδιάνο.

Πήγαμε πράγματι να φάμε με την Φένια. Ταξιδέψαμε με την χάρλει που της άρεσε πολύ κι έλεγε πως γίνεται ένα με τον αέρα, ένιωθε ελεύθερη και δεν φοβόταν τίποτε όσο ήταν μαζί μου. Και όταν δεν θα είμαστε μαζί; τη ρώτησα αφού είχαμε ήδη καθίσει. Τρεμόπαιξε τα μάτια της φευγαλέα, έτσι δεν λένε οι καθως πρέπει μυθιστοριογράφοι; κι ύστερα με περίσσια χάρη μου είπε πως αυτό θα το αποφάσιζε μόνο εκείνη επειδή πίστευε πως εγώ την αγαπούσα τόσο πολύ, πιο πολύ κι απο την ζωή μου, οπότε δεν θα εύρισκα ποτέ την δύναμη να ζήσω χωρίς εκείνη. Δεν, ξέρω γιατί αλλά ότι και να έλεγε ή να έκανε μου άρεσε, ήταν καλοβαλμένη, γνώριζε καλά τα όρια της, το παιχνίδι μας ήταν πολύ σημαντικό. Θα παντρευτούμε κάποτε; έγειρε το κεφάλι έτσι που να πέφτουν τα μαλλιά της στον ώμο μου και κοίταζε το γαλάζιο, το άπειρο. Με ξάφνιασε η ερώτηση της. Ποτε δεν μιλούσαμε για γάμους και μικροαστικά τερτίπια της κάθε κοινωνίας. Όχι, της απάντησα γλυκά, δεν θα παντρευτούμε ποτέ. Πότε θα κάνουμε παιδιά; Όταν πεθάνουμε κι οι δυό, ύστερα σιωπή. Σωπάσαμε, σαν να μην είχαμε τι να πούμε, εμεις οι δυο που πάντα είχαμε κάτι να πούμε και δεν ψάχναμε νε γεμίσουμε καμία σιωπή. Ύστερα η Φένια γύρισε το πρόσωπο μου απέναντί της. Πολύ κοντα στο δικό της πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάς έναν έξυπνο άνθρωπο στα μάτια, κάτι θα καταλάβει κι αν δεν είναι δικός σου, δεν έχει τόση σημασία. Έχεις καμία σχέση με τους εκβιαστές; με ρώτησε, όπως με ρώτησε. Η Φένια ήταν πάντα ενημερωμένη για ότι συνέβαινε γύρω της και μακριά της. Θέλω να έχω τα λογικά μου όταν οι γύρω μου τα έχουν χαμένα, χρησιμοποιούσε έναν στίχο του Κίπλινγκ, για να μην πάω τσάμπα στον άλλον κόσμο. Επειδή ξέρεις πόσο σ΄αγαπώ, δεν μπορώ να σου πω ψέματα- ήμουν έτοιμος να ομολογήσω, λέγε, μ΄έσπρωχνε η Φένια-  δεν θέλω τίποτα να σκιάζει τη σχέση μας φυσικά θα σου πω όχι. Αλλά πως σου ήρθε; Νομίζω πως κάτι τύποι σαν εσένα θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τέτοια φοβερή ιδέα. Εγω δεν την βρίσκω φοβερή, είπα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Ξέρεις τι είναι να απαγάγεις εναν οποιοδήποτε πολίτη, τον τελευταίο τροχό μιας άμαξας και ν απειλείς μια ολόκληρη κοινωνία; Και βέβαια ν αναγγέλεις πως τα χρήματα θα τα δώσεις στους φτωχούς; Πολυ αλτρουιστικό, γενναιόδωρο. Εγω θα πέθαινα για έναν τέτοιο τύπο,δεν βρίσκεις στη εποχή μας πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Πάντως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε πως δεν θα ενδώσουν. Δεν θα υποκύψουν σε κανέναν τέτοιου είδους εκβιασμό. Το είχα ακούσει αλλά δεν καιγόμουν, ήμουν σίγουρος πως μόλις τους ανακοίνωνα τα σχέδιά μου θ άλλαζαν αμέσως γνώμη. Εσύ τι λες; έλα σου μιλάω! με σκούντησε στο παρόν. Τι να πω, άνοιξα τα μάτια μου, πιστεύω πως πρέπει να δώσουν τα λύτρα για να σώσουν αυτόν τον κακομοίρη. Έχεις δίκιο, μου απάντησε, η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει πάνω  απο όλα τα λεφτά του κόσμου. Αυτός είναι ενας απο τους πιο θεμελειώδης νόμους της Δημοκρατίας.

 

Έφτασα το απομεσήμερο στο κρυσφύγετο μου στην Εκάλη, λίγο άκεφος, χωρίς λόγο. Δεν ήμουν εκνευρισμένος με την κατάσταση και την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, τα περίμενα αυτά. Άραξα τη μηχανή στο γκαράζ, ανέβηκα στο γραφείο, πήρα την κουκούλα, το όπλο. Κατέβηκα στο στρογγυλό δωμάτιο, φόρεσα την κουκούλα και μπαίνω, βλοσυρός. Κάτι έπρεπε να κάνω τώρα που δεν ήταν στο αρχικό σχέδιο. Έπρεπε να πιέσω τον πολίτη Νικολάου, να τους δείξω πως ήμουν αποφασισμένος για όλα. Έτσι το ύφος μου έγινε σκληρό, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια σμιχτά, ανθρώπου που έχει πάρει δύσκολη απόφαση. Ο πολίτης Νικολάου καθισμένος στον βελούδινο καναπέ, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πάω κοντά του, χωρίς περιστροφές, του βάζω το πιστόλι στη μούρη. Άκουσες τι είπαν; δεν σε υπολογίζουν για άνθρωπο λοιπόν. Άρα θα σε σκοτώσω, αφού δεν αξίζεις δεκάρα, δεν αξίζει και να ζεις. Και τον σπρώχνω κα κυλιστεί στο δάπεδο.Μή! μου φωνάζει απελπισμένα. Μην το κάνεις! έχει κιτρινίσει, το φως έχει χαθεί απο μπροστά του. Σε παρακαλώ μη με σκοτώσεις, τι φταίω εγώ; Άκου, του λέω. Φταίς γιατι αποτελείς έναν συνδετικό κρίκο ενός ληστρικού καθεστώτος, ενος διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που το ονομάζουν Δημοκρατία. Φταίς γιατί υπακούς τυφλά στις ορέξεις καθεμιάς ξεφτιλισμένης πολυεθνικής και δεν ξέρεις οτι πληρώνεις με το αίμα σου κάθε μέρα την καλοπέραση χοντρόπετσων κοιλαράδων που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Φταις γιατι είσαι ένα ανθρωπάκι, ένας νομοταγής πολίτης, ενω αυτοί που σε κυβερνούν δεν πιστεύουν σε κανέναν νόμο. Για όλα αυτά φταίς και για άλλα πολλά! Αυτός δεν έβγαζε άχνα, δεν μιλας, δεν λες τίποτα γι αυτά που σε κατηγορώ; Τώρα θα τους ανακοινώσω πως αν δεν δώσουν απάντηση, πως αν δεν φέρουν τα πέντε εκατομμύρια, εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου, θα βρούν το κεφάλι σου κρεμασμένο σε έναν στύλο στην πλατεία Συντάγματος. Δεν φταίω εγώ! στο ορκίζομαι! έπεσε στα γόνατα μου. Κι ύστερα σαν είδε το βλέμμα μου σκούρο, δεν πιστεύω πως μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, είπε και με κοίταζε λοξά. Σαν να είχε βρει κάποιο θάρρος που αποφάσισα να του το σπάσω. Πήγα γρήγορα κοντά του και του χώνω μια μπουνιά στο στομάχι. Ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι να φτύσει αίμα. Έπεσε κάτω, σύρθηκε ικετεύοντας ικετεύοντας. Σηκώνει το χέρι σαν πληγωμένο ζώο, το αίμα κυλούσε στα πλακάκια.  Εγώ έχω πάρει ωστόσο την κάμερα και βιντεοσκοπώ το πρόσωπο του. Μόνον αυτό και τις κραυγές του. Τον αφήνω εκεί, κατάχαμα και φεύγω, βγαίνω λουσμένος στον ιδρώτα. Ανεβαίνω στο γραφείο, πετάω τη μάσκα και το πιστόλι στο κρεβάτι και ίσα που προλαβαίνω να τρέξω στην τουαλέτα. Γεμίζω τον κόσμο ξερατά, κλαίω κάμποσο. Αυτό μου έκανε καλό. Σιγα-σιγά συνέρχομαι, σφουγγίζω τα δάκρυα και το ξερατό. Σφουγγίζω τον κόσμο μας. Πηγαίνω στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή. Στέλνω το βίντεο και την απόφαση μου προς όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν πάρετε την απόφαση να φέρετε τα λύτρα στο σημείο Δ ο πολίτης Νικολάου θα εκτελεσθεί και θα βρείτε το κεφάλι του κρεμασμένο σε κολώνα στην πλατεία Συντάγματος.

Ξύπνησα με ένα χαλίκι να κατρακυλάει ανάμεσα στο λάρυγγά μου. Άσπρο, κάτασπρο, όπως εκείνα στους παραπόταμους του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; Δεν ξέρω και δεν έλεγα να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, ύστερα μάλιστα απο μια τόσο μεγάλη επιτυχία στη ζωή μου. Τεντώθηκα κι ένιωσα όλα τα μέλη μου, ν ακολουθούν αυτή την γλυκιά αγαλίαση, της πιο μικρής -μεγάλης ευτυχίας. Μισοξυπνημένος, άνοιξα το ξεξί μου μάτι και είδα έναν κατακόκκινο πρωινό ήλιο στο μεγάλο μπαλκόνι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Αργά και με τον νου σε έναν διπλό καφέ, σηκωθηκα ολόγυμνος, έσμιξα τα χέρια μου να κάνουνε κράκ. Δυο-τρείς σουηδικές ανατάσεις, πέντε εν δυο κάτω, κανείς δεν με έβλεπε, γι αυτό μου άρεσε να μένω πάντα μόνος. Δεν ήθελα ούτε υπηρέτες και πόσο μάλλον γυναίκα που να κοιμάμαι κάθε μέρα μαζί στο ίδιο κρεβάτι, να ξυπνάμε χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι. Μου αρκούσε να κάνουμε έρωτα όσες ώρες θέλαμε κι ύστερα ο καθένας στο σπίτι του. Γι αυτό την αγαπούσα και με αγαπούσε η Φένια. Επειδή δεν μείναμε ποτέ κάτω απο την ίδια στέγη. Σκέφτηκα να κάνω ενα ντούς αλλά στην θέα της πισίνας χαμογέλασα. Πετάχτηκα έξω, βούτηξα μέσα της, και κείνο το χαλίκι έγινε μπλέ, έγινε ένα με το νόημα της απόλαυσης και της χαράς. Βγήκα με την σκέψη της μεγάλης επιτυχίας στο νου και το ύφος του νικητή στα γελαστά μου μάτια. Πήγα έφτιαξα καφέ, κάθισα στην ανοιχτή σαλοτραπεζαρία, ρούφηξα, άνάβω το πούρο. Μπαίνω σε κανονικούς ρυθμούς της μέρας. Ανοίγω την τηλεόραση. Επαναλαμβάνει συνεχώς την είδηση της ημέρας. Εληξε επιτυχώς  το θέμα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου που αφέθηκε ελεύθερος απο τους απαγωγείς μετα την παράδοση των λύτρων Τα πάντα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχα σχεδιάσει. Είχα τα δυόμισι εκατομμύρια στην δεξιά μου τσέπη, τα υπόλοιπα τα έδωσα στον πολίτη Νικολάου, όπως του είχα υποσχεθεί. Και πρέπει να ομολογήσω πως στάθηκε παληκάρι. Όταν του έζωσα τα εκρηκτικά, του εξήγησα και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω. Θα σταθείς σ΄αυτό το σημείο, του έδειξα στον υπολογιστή, θα έρθει ο απεσταλμένος του κράτους. Παίρνεις την τσάντα και ακολουθείς το μονοπάτι. Θα περπατήσεις περίπου δύο χιλιόμετρα μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν σε ακολουθεί κανείς. Θα συναντηθούμε στο σημείο Ε, θα σου αφαιρέσω τα εκρηκτικά, μην σκεφτείς να κάνεις τίποτε άλο. Θα σου δώσω τα μισά χρήματα και θα εξαφανιστείς. Προσπάθησε να φανείς παληκάρι, μην σε πάρουν μυρωδιά ότι έχεις λεφτά την έβαψες, εμένα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα με πιάσουν. Α, και φυλάξου απο τους δημοσιογράφους. Είναι πιο επικίνδυνοι απο τους Αστυνομικούς.

Ξύπνησα, την άλλη μέρα με ένα χαλίκι στο λάρρυγγα μου να κατρακυλάει άσπρο, κάτασπρο σαν ένα χαλίκι ενος παραπόταμου του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; αναρωτήθηκα αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ήταν ένα απο τα πιο ωραία πρωινά της ζωή μου και δεν μου έκανε κανένα κέφι να σηκωθώ. Γι αυτό και ήθελα να μένω πάντα μόνος μου, χωρίς γυναίκα που να κοιμάται και να ξυπνάει μαζί μου στο ίδιο μαξιλάρι, αυτή είναι ελευθερία, ομολόγησα. Τέντωσα όλα τα μέλη μου, μισάνοιξα το δεξί μάτι κι είδα στο μπαλκόνι τον κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στην πισίνα μου. Ξανακοιμήθηκα λίγο κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου γυμνόν να κολυμπάει μέσα της.Πράγμα που δεν άργησα να κάνω. Σηκώθηκα, έκανα δυο-τρεις σουδικές μερικά εν δυο κάτω, θυμήθηκα την Φένια, βγήκα κι έπεσα στο καταγάλανο νερό. Όχι δεν θα την παντρευόμουν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου κι ευχαριστήθηκα. Υστερα μπαίνω μέσα φτιαχνω τον διπλό μου καφέ, και κάθομαι στο σαλόνι να τον απολαύσω. Ανάβω το πούρο, ανάβω και την τηλεόραση. Είναι το κεντρικό δελτίο των δώδεκα. Φυσικά, πρώτη είδηση η απελευθέρωση του πολίτη Νικολάου. Έπειτα απο τις συντονισμένες ενέργειες κράτους και Αστυνομίας επιτέλους αφέθηκε ελεύθερος ο δυστυχισμένος πολίτης, αναφωνεί με χαμόγελο η παρουσιάστρια. Τα λύτρα αποδόθηκαν στους στυγνούς απαγωγείς. Η Αστυνομία σαρώνει στην κυριολεξία παντού αλλά δυστυχώς βρίσκεται σε μαύρα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα έχουμε την χαρά να είναι κοντά μας ο πολίτης Νικολάου. Θα μιλήσει στον δημοσιογράφο Μαχόπουλο Άνρι. Χαμογέλασα. Μέσα σε όλα ο Ινδιάνος. Ο παιδικος μου φίλος. Κάθισα πιο αναπαυτικά και περίμενα να τελειώσουν οι διαφημίσεις. Στο νου μου ξαναήρθε η Φένια. Την έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου. Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε καταφέρει τέτοιο πλήγμα. Σε λίγο στην οθόνη εμφανίστηκε ο Ινδιάνος με τον πολίτη Νικολάου. Αγαπητέ μου δεν θα σας κουράσω καθόλου, ξέρω πόσο ταλαιπωρημένος είστε απο αυτην την θλιβερή περιπέτεια σας, ο Νικολάου έγνεφε ναι, ναι, αλλά τέλος καλό όλα καλά αγαπητοί τηλεθεατές μετά απο αστραπιαίες ενέργειες του κράτους ένας συμπολίτης μας αναπνέει και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Πως νιώθετε κύριε Νικολάου, τώρα που είσαστε ήρωας, όχι δεν είμαι ήρωας, ψέλλιζε αυτός, πως δεν είστε, εδώ όλα τα κανάλια της υφηλίου μετέδωσαν την είδηση της απελευθέρωσης σας και εξαίρουν το Ελληνικό κράτος, που δεν άφησε ένα μέλος του να πεθάνει στα χέρια των στυγνών απαγωγέων. Σας ευχαριστούμε που είσαστε κοντά μας και μας δώσατε τόσο σημαντικές πληροφορίες. Να πάτε στο καλό. Αγαπητοί τηλεθεατές αυτά μας είπε ο πολίτης Νικολάου. Έκλεισα την συσκευή και πήγα να φτύσω αλλά δεν είχα που. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα.

Έφτασα στα γραφεία του πατέρα μου, πάνω απο κτήρια και ανθρώπους, πάνω από δέντρα και μικρούς ουρανοξύστες. Μέσα στις αστραφτερές ακτίνες του Καλοκαιριού, σταμάτησα στην είσοδο. Ανέβηκα. Κάθισα απέναντί του στο δικό μου γυαλιστερό γραφείο. Κοιταχτήκαμε. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ω, δεν υπήρχε αμφιβολία είχα τον καλύτερο πατέρα του κόσμου. Μας σερβίρανε δυο ποτήρια ψηλά, μπύρα. Μπύρα μαύρη που είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου. Η άλλη του αδυναμία ήταν η ποίηση. Ανασκάλευε μερικά χαρτιά. Ο άνθρωπος κατά τουν ρουν της μυστηριώδους ζωής του/ κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και/ αντάξια της αθανάτου καταγωγής του* τον άκουσα να απαγγέλει με την μεγάλη φωνή του. Κι εγώ σκεφτόμουν πως είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου ότι θα μοίραζα τα λεφτα απο τα λύτρα στους φτωχούς. Οι περισσότεροι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη απο τα χρήματα, μίλησε ο πατέρας μου. Τα χρήματα τα έχουν ανάγκη όσοι παράγουν έργο. Τώρα λοιπόν είσαι στην ηλικία να αποκτήσεις απογόνους. Και η Φένια είναι ότι καλύτερο σου έτυχε στη ζωή σου. Στην υγεια σας.

Ξανακαβάλησα την Χάρλει Νταβινσον και οδήγησα ανάποδα στην Πατησίων. Δεν με σταμάτησε κανείς. Κι ύστερα; θα έλεγα πως κάποιος κινδύνευε, πως ένας συνάνθρωπος μας ζητούσε αίμα Α κατηγορίας, κι ανέβηκα πάνω στο Γαλάτσι. Εστησα τη μηχανή, για λίγο. Παρατήρησα το χάος που λέγεται Αθήνα. Πάλι ο ήλιος στραφτάλιζε στο καμίνι των σαράντα τόσων βαθμών. Με πανοραμικό, έψαξα εκεί γύρω στην Φωκίωνος Νέγρη. Σε ένα τραπέζι, καθόταν κι έτρωγαν τα ψαράκια τους ο Μαχόπουλος Άνρι και ο πολίτης Νικολάου. Με ζουμ έφτασα κοντά τους.

ΤΕΛΟΣ

* Οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου απο την ΑΜΟΡΓΟ.

 

 

 

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...