Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΟΙ ΠΕΙΝΑΣΜΈΝΟΙ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ

 


 

Έπειτα, συνεχίζουμε να υπάρχουμε χειρότερα ξιπασμένοι από ποτέ, αμόρφωτοι και φθονεροί. Δε βλέπω κανέναν να επικροτεί τις έστω λίγες καλές προσπάθειες που γίνονται είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Είμαστε μια καταβροχθιτική κοινωνία, μια μισερή κοινωνία, που δε σέβεται κανένα νόμο και όσο για την περιβόητη εξυπνάδα του Έλληνα, την καπατσοσύνη, όλα είναι κολακείες. Σε τι συνίσταται η εξυπνάδα του μέσου Έλληνα; ποια είναι η προοδευτικότητα του; ποια είναι η μόρφωση του όταν τα 80% των νοικοκοιριών δεν έχουν βιβλιοθήκη σπίτι τους; Τους περισσότερους που ρωτώ δεν έχουν ανοίξει βιβλίο από τα γυμνασιακά τους χρόνια. Αυτή είναι μια άθλια διαπίστωση αλλά διαπίστωση: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι ανιστόρητοι, αγεωγράφητοι, ημιμαθείς στο έπακρον μπουρδολογούν και ψεύδονται ασύστολα, συνεχίζουν να πιστεύουν πως η καλύτερη γνώση τη ζωής, είναι του πεζοδρομίου. Στη δε πολιτική κατάρτηση είναι φωστήρες. Μπορούν να σου αναλύσουν με κομπασμό την όποια πολιτική κατάσταση, ξέρουν τα πάντα- να σου πω εγώ, εσύ δεν ξέρεις, είναι η συνηθέστερη φρασεολογία τους- και τους πάντες, χτες ένας μου λεγε πως μένει κοντά στο σπίτι του Σαμαρά και άρα, ξέρει περισσότερα για την πολιτική κατάσταση της χώρας!
Το μεγαλύτερο ίσως προσόν αυτού του λαού, είναι αυτό που λένε φιλότιμο. Μόνο με το φιλότιμο όμως δεν μπορείς να πας μπροστά.



Ξέφυγα πολύ από το δρόμο μου. Νιώθω σαν ένα πουλί εγκλωβισμένο στο κλουβί του, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ούτε να χτυπήσω το κεφάλι μου στα κάγκελα, πόσο μάλλον να κελαϊδίσει. Τα άλλα πουλιά διαβαίνουν απ έξω και με κοιτάνε με συμπόνια, πετάνε ολόγυρα, χτίζουνε φωλιές, γεννάνε τη ζωή. Τίποτα δε φαίνεται. Έξω από το κλουβί, όλα είναι υπέροχα. Η δικιά μου ελευθερία έγινε σκλαβιά, μέσα στο ίδιο μου το μυαλό, με τον άδοξο τρόπο να επιλέξω τη μοίρα μου και τη δυστυχία να ζω με άλλους σαν κι εμένα που είναι περιτριγυρισμένοι από τοίχους, από φράχτες, που κρύβουν κάθε τι ζωντανό μέσα τους.



Από τότε που συλλάβισα τα πρώτα μου γράμματα δε θυμάμαι τον εαυτό μου να μη διαβάζει. Ότι εύρισκα μπροστά μου. Από τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε, μου άρεσαν: Μικρός ήρως- α, ρε Γιώργο Θαλάσση!- Μικρός Σερίφης, ο Τζιμ Άνταμς, το ατρόμητο Ελληνόπουλο που επέβαλε το νόμο στην άγρια Δύση, Γκαούρ-Ταρζάν, Σεραφίνο που δε χόρταινε ποτέ ως αιώνιος πεινασμένος, Μικυ-Μάους, με τον Γκούφη τον Ντόναλντ τον Σκρούτζ και την παρέα τους. Σπαιντερμαν, Τεν-τεν, Μάσκα, Ζορρό, Μίστερ Νο, ατέλειωτες σελίδες. Μέχρι τα δώδεκα δεκατρία τα μάζευα και δεν ήθελα να μου τα πάρει κανείς- ακόμα και τώρα βρίσκονται κάποια στη βιβλιοθήκη μου. Αυτά τα περιοδικά είχαν έναν κοινό παρονομαστή. Τους ήρωες που μάχονταν πάντα υπέρ του καλού και του δικαίου, τους ήρωες που περίμενες πάντα να επιβληθούν απέναντι στο κακό. Ήταν κατα κάποιο τρόπο ηθικοπλαστικά, παρ ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές για άγνωστο λόγο τα απέρριπταν από τα παιδικά αναγνώσματα.
Τώρα που μεγάλωσα και τα θυμάμαι ακόμα σκέφτηκα, να πάρω τη θέση ενός απ αυτούς τους παιδικούς ήρωες. Διάλεξα τον Σπάιντερμαν, τον άνθρωπο αράχνη, το παιδί με το λαστιχένιο σώμα, αν και παιδεύτηκα στην εκλογή μεταξύ αυτού και του Ζορό. Μάλιστα. Ή Σπάιντερμαν ή Ζορρό ήθελα να ήμουν αν ξαναγινόμουν παιδί, για να τιμωρώ συνέχεια τους κακούς που παράγιναν στον κόσμο όλο.





Ήμασταν κόκκινοι στα δόντια και στα νύχια. Η ζωή μας ήταν γενικά μοναχική, φτωχή, άσχημη, κτηνώδεις και σύντομη.
Αυτά υποστηρίζει ο Thomas Hobbes.
Αναγκαστήκαμε όμως να συνάψουμε ένα κοινωνικό συμβόλαιο να συμφωνήσουμε να σεβόμαστε τη ζωή, την ελευθερία των άλλων με τον όρο να σέβονται κι εκείνοι τη δικιά μας. Να μη σκοτώνεις εσύ αλλά ούτε κι εκείνοι εσένα. Δεχτήκαμε να μην κλέβουμε τα αγαθά των άλλων ούτε κι εκείνοι τα δικά μας, να μην κάνουμε δούλους ούτε κι αυτοί να σκλαβώνουν άλλους. Με λίγα λόγια συμφωνήασαμε να αλληλοβοηθώμαστε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Και βάση αυτού του συμβολαίου φτάσαμε μέχρι εδώ. Πολύ απλά αθετήσαμε όλους τους όρους αυτού του φιλοσοφικού μας συμβολαίου.







 

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

ΑΝΑΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ

 

ΜΕΡΕς ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ.ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ. [Πλιάτσικας-Σπάρταλης]




Δεν μπορώ να πω πως δεν τον συνάντησα. Στην πραγματική ζωή όχι, μέσα από τις δημιουργίες του, τις ταινίες, κάποιες κουβέντες του που είχα ακούσει, με συνάρπαζε σαν σκηνοθέτης, σαν κάτι αόριστο, μαγικό, κάτι που είχε να πει κατά μυστηριώδη τρόπο επιβαλλόμενο. Με τον Δράκο του έκανα παρέα πολλές αξημέρωτες νύχτες, προβληματισμένος για το τι είναι ένας δημιουργός σαν τον Κούνδουρο, πόση μαεστρία χρειάζεται για το στήσιμο ενός αριστουργήματος- ο Δράκος είναι ένα αριστούργημα, ειδικά αν λάβουμε υπ όψιν την εποχή και με τα μέσα που δημιουργήθηκε- και γιατί όπου περισσεύει το ταλέντο περισσεύουν και οι δυσκολίες, για να θυμηθούμε πόσα ντράβαλα τράβηξε προσπαθώντας να δείξουν οι αίθουσες τον Δράκο. [Αυτό που πλήρωνε για να το προβάλλουν δεν το ξερα και με κανε να θαυμάσω τις ψυχικές αντοχές του τριαντάχρονου τότε Κούνδουρου αλλά και την πίστη του στην εργασία του.] Από τους ανθρώπους που τον έζησαν γνώρισα την τελευταία του "βοηθίνα" την Μαρία Περρή. Μου είπε πολλές φορές πως ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Αν κρίνω από την ομορφιά και την κουζουλάδα της Μαρίας, καταλαβαίνω πως διάλεγε τους συνεργάτες του. [Άνθρωποι δύσκολοι, αλλιώτικοι, επιμεριστικοί, τρελούτσικοι.]
1] Με την πρώτη ματιά δε μοιάζεις και για "βαρύς" δημιουργός, ο Κούνδουρος τι σου έλεγε επ αυτού; Κατ εμέ, ψυχογραφικά δείχνεις ανεμοστρόβιλος. Αυτό που έγραψε ο Στεφανίδης για το alter ego του Κούνδουρου, εσύ δηλαδή, δε στέκει. Τι διάολο! μπαστούνι του ήσουν όπως συνεχίζει να υποστηρίζει ο Στεφανίδης;
Ωραία ξεκινήσαμε! Λοιπόν, εσύ αποφάσισες να μου κάνεις κάποιες νόστιμες και προβοκατόρικες ερωτήσεις, προβοκάροντας τον προβοκάτορα, αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη την υπερβολή αυτή, τσάμπα σπαταλάς το ταλέντο σου! Μια λέξη να μου πεις, θα πω χίλιες. Θα πω εξυπνάδες, θα πω χαζομάρες. Θα είμαι τρυφερός, θα είμαι και βίαιος. Από μόνος μου! Τέλος πάντων, «βαρύς» δε θέλω να είμαι, ούτε και το «μπαστούνι» το παίζω καλά. Σκέψου όμως, ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του,  ο Κούνδουρος αναζητούσε νέους ανθρώπους στην παρέα του, έστω και μόνο για την φυσική τους ρώμη, για να μετακινήσουν ένα καναπέ, ας πούμε, ή για να σπρώξουν έξω από την πόρτα έναν ενοχλητικό επισκέπτη. Ε, κι ένας από αυτούς τους νέους ήμουν κι εγώ. Αυτό ήταν όλο. Ήμουν και ξύπνιος, οπότε καταλαβαίνεις τι έγινε!
2] Φυσικά με τον Κούνδουρο συναντήθηκα από τα μικρά μου χρόνια, με τον Δράκο. Και τη Μαγική πόλη, ίσως και τις Μικρές Αφροδίτες αλλά ο Δράκος είναι το σήμα κατατεθέν του. Μάλιστα στη ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ το τελευταίο μου μυθιστόρημα που διάβασες κι εσύ, υπάρχει μια αντιστοιχία ηρώων όπου ο ένας ήρωας [σωσίας] αντικαθιστά τον πραγματικό με τα όποια αποτελέσματα της ιδέας που όλοι θέλουμε κάποτε να είμαστε κάποιοι άλλοι.
Αυτή δεν είναι ερώτηση, μιλάς για σένα. Καλά κάνεις! Κι εγώ στο βιβλίο μου το ίδιο κάνω, παριστάνω ότι θα μιλήσω για τον Κούνδουρο, αλλά στο τέλος μιλάω για μένα.

3] Ένα βιβλίο χρειάζεται να είναι κοφτερό μαχαίρι για να τυπωθεί. Οι «Μέρες με τον Νίκο» τι μαχαίρι είναι; θέλω να πω ποια είναι η αναγκαιότητα αυτού και γιατί θα το διαβάσει κάποιος νοήμων άνθρωπος;
Το βιβλίο ήταν μια δική μου ανάγκη, να ιστορήσω, να μην χαθούν οι στιγμές μας με τον Κούνδουρο. Δική μου ανάγκη περισσότερο. Αν έχει κάτι «κοφτερό», εγώ θα το έλεγα καλύτερα «πικάντικο», είναι ότι ιστορώ μια σπουδαία προσωπικότητα -έναν άρχοντα- από μέσα, όχι απ’ έξω. Μιλάω για τον «ανεπίσημο» Κούνδουρο που έζησα.
4] Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου. Συγγραφέας είσαι επειδή διηγήθηκες τη ζωή σου; Έχει δηλαδή τόσο ενδιαφέρον για τον κόσμο να μάθει τις κουζουλάδες σου; Έκανα φύλλο και φτερό το βιβλίο σου που σημαίνει πως υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον. Ο υποφαινόμενος πετάει σαν σκούφια, με την πρώτη ματιά, με την ανάγνωση μιας αράδας, κάποιου βιβλίου, ξέροντας αν χρειάζεται να ασχοληθεί έστω κι ένα δευτερόλεπτο μαζί του. Από αυτή την άποψη κερδίζεις κάτι.
Ευχαριστώ πολύ. Το βιβλίο το έγραψα από «μέσα» ανάγκη –όχι για την κονόμα- και γι αυτό είναι φορέας αλήθειας.
5] Ο τίτλος δε μ αρέσει. Τι θα πει μέρες με τον Νίκο; Πατάτες. Στη δεύτερη έκδοση βρες άλλον. Πιο ελκυστικό, περισσότερο συναρπαστικό. Ένα βιβλίο δεν πρέπει να είναι παίξε-γέλασε.
Γράψε εσύ ένα βιβλίο ακόμα και βάλτου όποιον τίτλο θέλεις. Εγώ θα κάνω τα δικά μου. Αυτό το βρίσκω πιο τίμιο, από το να σχολιάζουμε ο ένας τους τίτλους του άλλου!
6]Τι σημασία έχει να γραφτεί κάτι παραπάνω για τον Κούνδουρο; [όσα θέλουμε να ξέρουμε γι αυτόν είναι γραμμένα στα λεξικά.] Και θ αρχίσω από τούτο: Οι μισοί Κρητικοί είναι κακοί και οι υπόλοιποι μισοί, καλοί. Δεν υπάρχεις μέσος όρος, δεν υπάρχει μέτριος Κρητικός, έτσι θέλετε να εμφανίζεστε. Μεγαλομανείς από τον Καζαντζάκη μέχρι τον Κούνδουρο που λίγο ή πολύ τον παρουσιάζεις σαν γίγαντα. Έλα ρε Σπάρταλη! για χαμήλωσε λίγο!
Δε χαμηλώνω Πλιάτσικα τον κώλο σου να χτυπάς! Τοπικιστής είναι αυτός που πιστεύει ότι ο τόπος του είναι καλύτερος από την Κρήτη! Πλάκα κάνω.
7] Η στίξη μοιάζε με την...στύση. Ή την έχεις ή δεν.. Υπερασπίζεσαι πως είναι διήγηση, σχεδόν προφορικός λόγος όσα μας γράφεις και το κατανοώ- και ο προφορικός λόγος όμως, όταν μεταφέρεται γραπτώς, έχει ανάγκη σωστής στίξης και η δικιά σας στύση και στίξη είναι κυριολεκτικά πεσμένη!
Δεν ξέρεις τι σου γίνεται! (Στο λέω με αγάπη)
8] Είπα πως δεν είναι ανιαρό βιβλίο σαν τέτοια που καταντούν συνήθως αυτά τα πονήματα που κολακεύουν ακόμα και τα ελαττώματα των ηρώων τους. Διαβάζεται. Στα προσωπικά σου, Σπάρταλη, στη σχέση σου με το ποτό είσαι ειλικρινής, όσο σε παίρνει. Μαζί έχουμε πιει κάμποσο. Κάμποσο-πολύ, μπορώ να πω. Δε μου κάνει εντύπωση που ο Κούνδουρος δεν έπινε. Μόνο γι αυτό, ήταν μεγάλος από τους μικρούς άντρες. [Συμπερασματικά, πάντως δε γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής στον αναγνώστη σου έτσι που τον παρουσιάζεις, εσύ σαν σαρκοαυτοβιογραφούμενος μέσα από όλο αυτό, μερικές φορές με εξέπληξες, διαφέρεις από την εν ζωή παράσταση σου.Γιατί;]
Με μπέρδεψες τώρα. Τέλος πάντων, οι άνθρωποι που ήξεραν πολύ καλά τον Κούνδουρο και οι άνθρωποι που ξέρουν πολύ καλά εμένα, δεν μου έχουν επισημάνει καμία αντίφαση ζωής-έργου μας. Το αντίθετο μάλιστα, όλοι λένε ότι το βιβλίο ζωντάνεψε μέσα στο νου τους τα θρυλικά μας κατορθώματα με τον Νίκο!
9] Οι άλλοι συντελεστές του βιβλίου λίγο ενοχλούν, ας πούμε η κυρία Μαζίρη και ο Στεφανίδης που διάκεινται φιλικά προς τον συγγραφέα, παραείναι μεγαλιότητες και καθόλου φειδωλοί στα κοσμητικά. [Χαριτωμένος! για σένα, μεγαλειώδης, μοναδικός για τον Κούνδουρο και άλλα που δεν χρειάζεται ν αριθμήσω και το ότι δε θα τολμούσες να γράψεις αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος δε μ αρέσει, δείχνει δειλία.]
Ο Στεφανίδης με εξάρει και η Ματζίρη μου «τα χώνει» χοντρά –και καλά κάνει–,  δεν το διάβασες καλά το βιβλίο, μου φαίνεται, ή με προβοκάρεις και πάλι κατά τη συνήθεια σου! Λοιπόν, έχω μια σειρά από αντιφάσεις στο σακούλι μου, μάθημα του Κούνδουρου κι αυτό. Βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα κι έτσι στρέφομαι από τρυφερός σε βίαιο και από γενναίος σε δειλό. Δε θα είχα εκδώσει σε καμία περίπτωση αυτό το βιβλίο αν ζούσε ο Κούνδουρος, αυτό είναι αλήθεια και γι αυτό… είμαι δειλός. Ζει όμως η σύζυγος του Νίκου, ο γιος και η κόρη του, πολλοί ένδοξοι φίλοι του και γι αυτό… είμαι γενναίος! Διάλεξε μόνος σου.
10] Όσο αφορά τη συνολική επίδραση του Κούνδουρου- ένας άντρας όταν φεύγει δείχνεται το έργο του, όσο κι αν αυτό είναι σχήμα οξύμωρο- ο πολύς κόσμος μάλλον τον αγνοεί. Ένα μικρό γκάλοπ για την αναγνωρισιμότητα του θα σε πείσει για το λεγόμενο μου κι αυτό με θλίβει γιατί όντως αυτός ο άνθρωπος πρόσφερε αρκετά, σημαντικά πράγματα στον χώρο της τέχνης. [Για την ίδια τη ζωή δε νομίζω πως χρήζουν ιδιαίτερης μνείας, ει μη μόνο για τους οικείους του.]
Έργο και ζωή για τον Κούνδουρο ήταν ένα. Κι εγώ το ίδιο κάνω κι εσύ το ίδιο. Γι αυτό πίνουμε και συζητάμε μαζί τόσα χρόνια. Ο Κούνδουρος έγινε πρωτοπόρος σκηνοθέτης γιατί ήταν πρωτοπόρος άνθρωπος, ενώ ο Αγγελόπουλος έγινε πρωτοπόρος άνθρωπος γιατί ήταν πρωτοπόρος σκηνοθέτης. Καλό έτσι? Σε κούφανα τώρα Πλιάτσικα! Σ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ. Φτάνει.
11] Προτού ... φτάσει, κάνε μια ερώτηση στον εαυτό σου και απάντησε.
Μου ζητάς να κάνω μια ερώτηση στον εαυτό μου. Τίμιο! Θα την κάνω. Με ρωτάω λοιπόν αν είμαι ευτυχισμένος. Και απαντάω μόνος μου. Ευτυχισμένος είναι ο ανόητος άνθρωπος ή ο μέθυσος, μέθυσος με οποιοδήποτε τρόπο. Εγώ ανόητος δεν είμαι, είμαι όμως "μέθυσος", με τη ρακή, το κρασί και τον έρωτα, τον κάθε έρωτα. Έζησα λοιπόν ευτυχισμένες στιγμές, πήγα μέχρι εκεί που πάει ο άνθρωπος. αυτό ήταν όλο. Η ευτυχία είναι στιγμές και είχα τέτοιες πολλές.
Ένας πίνει, δέκα μεθούν. Σπάρταλη. Το βιβλίο σου είναι καλό. Αυθεντικό πόρισμα.
Διαβάστε, λοιπόν φίλοι ένα καλό βιβλίο για μια αυθεντία: τον Νίκο Κούνδουρο.

Σάββατο 27 Μαΐου 2023

ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΠΩ ΤΗΝ ΑΛΉΘΕΙΑ

 


Θρηνώ ως Ινδιάνος
όρθιο ή καθιστό άλογο
γελώ όπως ο νάνος
κι αγαπώ το παράλογο
Κλαίω όπως η Μάρθα
σε θολή, γαλάζια οθόνη
ξέχασα από που ήρθα
και είμαι για πάντα μόνη
Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα
Λυπάμαι ως άρρωστος
εραστής, ωραίας Αρετής
ξακουστός κι άληστος
όπως ο μεγάλος απρεπής
Ωστόσο πρέπει να θυμηθώ
τι αγαπούσα πριν τη δόξα;
εύκολα μπορώ ν αρνηθώ
τίποτα δεν είναι, μια λόξα!
Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα
Πρέπει να πω την αλήθεια
που ξέρω για τον φονιά
όμως φοβάμαι από συνήθεια
έτσι δε λέω, λέξη καμιά
Άλλοτε κλαίω και για μένα
είμαι ένα τίποτε, μια λίγη σκόνη
που κύλισε εδώ, σιγά, χαμένα
και ποτέ δεν ξέφυγε απ την αγχόνη
Αλλά ποιος ξέρει τον ξένο χρόνο;
ποιος λυπάται για μας ή για σένα;
όλα γινήκαν δικά σου, αλίμονο!
της μοίρας σου, λένε τα γραμμένα
Καινούριες λέξεις από τον ΚΏΣΤΑ ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Η ΑΦΈΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΉ

 


ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΜΟΥΝ ΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΑ
 
Απ την αρχή σκεφτόμουν ήρωας να γίνω
σαν τον Αχιλλέα μα και τον Ρομπέν των δασών
το ίδιο με ενθουσίαζε
Ίσως ο Αλέξανδρος μου ταίριαζε καλύτερα
Μα και του Αριστοτέλη η ευρυμάθεια με κεντούσε
Των αρχαίων ειδώλων, μου κόστιζε η Ελένη
η κόρη του Τυνδάρεω [ωραίο όνομα αυτό]
γιατί ήταν η πιο όμορφη των γυναικών του κόσμου.
Κι ο Έκτωρ παιδιόθεν με κατεδίωκε
με τον αδιάλλακτο πατριωτισμό.
Απ την αρχή σκεφτόμουν να γίνω αρχιτέκτων
να μοιάσω πιο πολύ στον Καλλικράτη
κι ο Καλατράβα με συνάρπαζε όσο των Αχαιών τα τείχη
Γιατί και ποιητής αν γινόμουν-Όμηρος σίγουρα-
θα μ άρεσε αλλά και στίχος του Ρεμπό ή του Μποντλέρ.
Του Καβάφη ο θηλυπρεπισμός της Ιστορίας δε με ενοχλεί
όσο του Ελύτη η καπήλευση του Αιγαίου πελάγους
του Ρίτσου το εγκώμιο των αριστερών ηρώων.
Όμως από παιδί με κατέλαβε μια επιθυμία σφοδρή
να γίνω Σαίξπηρ, τρομερός Άμλετ
και του Ρακίνα ήθελα να μοιάσω, μα
αυτός που δε μ ενδιέφερε καθόλου αλλά ας ήμουν,
ήταν ο Τουρκουάτο Τάσο
Κι ο δικός μας ο Εγγονόπουλος που σαν ζωγράφο τον θαύμασα πολύ
αυτόν και τον Τουλούζ Λωτρέκ και ίσως τον Μαξ Έρνστ.
Ναι,
σαν αυτόν ήθελα να γίνω.
Και γιατί όχι στρατηγός, ω ναι, Επαμεινώνδας
της θηβαϊκής ηγεμονίας, πρώτος κατ εμέ μπροστά από τον Κίμωνα
χωρίς να εξαιρώ τον Ρόμελ και τον Σπάρτακο
Αυτών τα ιδανικά ήτο σπουδαία, όσο τα δικά μου
κι απ τους ηγέτες των λαών
ο Αττίλας
ο Μέτερνιχ
ο Ροβεσπιέρος
ο Καποδίστριας
Τον Χίτλερ επουσιωδώς δεν μίσησα όσο τον Μοντγκόμερυ
Ακόμη, ίσως ο Αντώνιος να ήτο από τις μορφές που μ άρεσαν
για την ανοησία, για το πάθος το ανθρώπινο.
Και αθλητής; Ως δισκοβόλος του Μύρωνα
θα ταίριαζε στο ωραίο μου σώμα αλλά και Μπέκαμ, ως ντελικάτη Αγγλιδόφατσα
παρ ότι λέω ειλικρινά πως δεν συγκρίνεται στο άθλημα
με τον Κροιφ.
Όμως, να, εκείνο που ήθελα να γίνω πάνω απ όλα ήταν σκηνοθέτης
Αγγελόπουλος, αιώνιο πέλμα στο κενό και Μάρτιν Σκορτσέζε
ή Άρθουρ Πεν
ή Ντέιβιντ Λιν
να έχω υπο τας διαταγας μου αστέρια.
Όπως την Μιρέιγ Ντάρκ, την Μέριλιν, τον Μάρλον Μπράντο
τον θλιβερό απολογισμό του Πήτερ Ο΄Τούλ
Ναι, Ο΄Τούλ ήθελα να γίνω
κάτι μεταξύ Δον Κιχώτη και Αλ Πατσίνο.
Παρ όλα αυτά δε θα λεγα όχι να γινόμουν μουσουργός
θεός της μελωδίας, Μπετόβεν ή Λίστ ή Μότσαρτ.
Ραχμάνινοφ θαρρώ μου ταίριαζε καλύτερα
Ποτέ δεν θα θελα να γίνω Χατζιδάκις-Θεοδωράκης
Δεν έτρεφα τέτοιες ελπίδες ούτε
ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου
Όπως δεν ταιριάζουν αν γινόμουν τραγουδοποιός
ο Παπακωνσταντίνου ο Βασίλης κι ο Πασχάλης
όσο αντίθετα θέλγομαι απ τον Μπομπ Ντίλαν
τον Νίκος Σιδηρόπουλος
τον Άσιμος
Και πάνω απ όλα ήθελα να γίνω
λίγο απ την αφέλεια του ποιητή
να νομίζει πως
ο κόσμος είναι όπως τον έφτιαξε αυτός.

 

ΑΠ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΆΤΩΝ

 


 

Είναι  ασύλληπτες οι σκέψεις ενός πραγματικά τυραγνισμένου ανθρώπου. Εκατό χρόνια γεννημένος πριν απο μένα,[1853-1954] μου φύτεψε απο μικρό παιδί την ακέραια φυσιογνωμία του στο μυαλό, μου μετέδωσε την αγωνία για την τέχνη και τη ζωή. Διαβάζοντας ξανά αυτές τις επιστολές προς τον αδερφό του Τεό, με πιάνει μια σφοδρή μελαγχολία, μια λύπη για την τραγικότητα και των δυο- ο Τεό πέθανε ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Βίνσεντ- αλλά και με γεμίζει με κάποια δύναμη, ο τρόπος που αυτός ο άνθρωπος έζησε τα λιγοστά του χρόνια. Περιπλανώμενος στην κεντρική Ευρώπη, αλήτης στα χωράφια της Ερλ, ανάμεσα σε στάχυα, σε κάμπους με ένα καββαλέτο στο χέρι, έναν καμβά, μερικά χρώματα, ζωγράφιζε αδιάκοπα τις λιγνές στιγμές του βίου απλών ανθρώπων-"θέλησα να προσπαθήσω ευσυνείδητα ν΄αποδώσω κι εγώ την εντύπωση, πως αυτοί οι άνθρωποι, που κάτω απ την λάμπα, τρώνε τις πατάτες με τα χέρια, που τα χώνουν μέσα στο πιάτο, δούλεψαν μ΄αυτά και την γη."- γράφει στον αδερφό του- και μου φαίνεται πολύ κοντινό σε μένα, που τα παιδικα και εφηβικά μου χρόνια τα έζησα στους κάμπους, στα χωράφια, ανάμεσα απο ζωντανά κι ανθρώπους με χοντρά χέρια, που έτσι ακριβώς τα βούταγαν στο πιάτο με τις ελιές, προτού πιάσουν το αλέτρι. "Το καρμίνιο είναι το χρώμα του κόκκινου κρασιού κι είναι ζεστό και σπιθοβόλο σαν το κρασί. Επίσης και το πράσινο σμαραγδί. Δεν κάνουμε οικονομία με το να μη χρησιμοποιούμε αυτά τα χρώματα. Το κάδμιο επίσης. Νομίζω πως νιώθεις αρκετά την σημασία ναμαι αληθινός, για να μπορέσω να σου μιλώ ελεύθερα.  Για τον λόγο που όταν ζωγραφίζω χωριάτισσες, θέλω ναναι χωριάτισσες, για το ίδιο λόγο κι όταν είναι πόρνες, θέλω ναχουν έκφραση πόρνης". Λόγια και σκέψεις ρεαλιστικές, αιτήματα προς τον αδερφό του, να του στέλνει υλικά. Πόσες φορές μου λείπει το άσπρο, μου λείπει το μπλέ κι η ώχρα, τα πινέλα έχουν φθαρεί και οι καμβάδες είναι ακριβοί ακόμα και μια γόμα κάποτε δεν βρίσκεται πουθενά, ένα κουράγιο να πεις γιατί ζωγραφίζεις, μια φωνή που να μην λέει, μην ζωγραφίζεις, εδώ η ζωή είναι αλλού, δεν σου δίνουν φαί αυτα τα πράγματα που φτιάχνεις, χαραμίζεις τη ζωή σου. Είναι η τέχνη πραγματικά απο τους πιο δύσκολους δρόμους. Μερικοί άνθρωποι σαν εμένα δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν κι ας με βασανίζει η φτώχεια, η ανημπόρια, η τρέλλα του μυαλού, η αποσιώπηση της συμφοράς, το κρύψιμο μιας "χαμένης αξιοπρέπειας" η επαιτεία του χρήματος, για ένα κομμάτι ψωμί. Έχω κάνει αρκετές αντιγραφες απο έργα του για παραγγελίες και θυμάμαι την πρώτη φορά που ζωγράφισα τα ηλιοτρόπια του, ένιωσα πραγματικά μια περίεργη αίσθηση για την ποικιλότητα των ζωντανών χρωμάτων του, ακόμα μια αίσθηση φοβερής απλότητας, ένα γέμισμα δημιουργικό και τότε ακριβώς σκέφτηκα πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί από όλους.







ΑΠΟΒΟΛΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ



Η Ελλάδα είναι μια λαικίστικη χώρα. Δεν πιστεύει στις αξίες.

[ Μπονζούρ και μπόν φιλέ μαντάμ ]

Δεν έχετε φάει μπουνιά απο καγκουρώ.



Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο, περισσότερο από είκοσι χρόνια.



Το Λονδίνο είναι ταυτόχρονα η πιο φιλική πόλη και η ..λιγότερο φιλική! Η Αθήνα μετέχει μόνο στην βρωμιά. Απο έρευνα στο ιντερνετ.

[ Καλά, τόσα χρόνια δεν παινευόμαστε πως είμαστε Ευρωπαίοι;]



Ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν πάω σινεμά,δεν πάω όπερα, δεν πάω θέατρο, δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δεν δουλεύω, δεν γαμάω.



Πρώτος στο μασάζ προσώπου, ο Γιουκονούκου Τανάκα.

Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο τριάντα χρόνια.



Απο τους ζωγράφους, μόνο ο Τσόκλης και ο Φασιανός επέζησαν του μνημονιαίου κατακλυσμού.



Να ξαναδιαβάσετε την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, της Άλκης Ζέη. Αν προλάβετε γιατί τα 200.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν. Φοβερό βιβλίο. Μπορείτε να στολίσετε με αυτο την βιβλιοθήκη σας.

Την νύχτα/όταν έπεσε να κοιμηθεί/ξέχασε να κουρντίσει/το ξυπνητήρι/Δεν ξύπνησε ποτέ. ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ



Μόνο ο Πρέκας και ο Παπαθεμελής, μόνο αυτοί θα μπορούσαν να μας σώσουν. Μόνο. [Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα οι σπηλιές στα Μάταλα.]

Α! και ο Θεοδωράκης.



Μην ξεχάσω τον Ιστορικό Τατσόπουλο. Τον Πέτρο.



Έχετε φάει ποτέ μπουνιά απο καγκουρώ;



Κάποιος δεν αγόραζε βιβλίο ποτέ.










Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

ΝΕΥΡΙΆΖΩ ΚΑΙ ΆΡΑ ΕΊΝΑΙ ΣΠΟΥΔΑΊΟ

 


Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

ΠΑΝΤΟΎ ΑΛΚΟΌΛΕΣ

 


 

Ωμή αλήθεια: το αλκοόλ βλάφτει σοβαρά την υγεία.
Μια από τις μεγαλύτερες εξαρτήσεις του ανθρώπου. Χειρότερο από ναρκωτικά. Αργός αλλά σταθερός θάνατος.
Ενας από τους κυριότερους λόγους αποτυχίας στη ζωή.
Μύθος τα περι έμπνευσης στη ζωγραφική, στο γράψιμο. Εαν δεν είσαι νορμάλ, θα δημιουργήσεις
λάθη. Και ούτε τα μισά από όσα θα μπορούσες.
Το αλκοόλ φυραίνει το μυαλό.
Μπορώ να πω πως δεν έπινα από μικρός. Το κρασί η μπύρα, το ούζο μου προκαλούσαν αηδία μέχρι ακόμα και που πήγα φαντάρος. Όχι δεν έπινα. Το σιχαινόμουν το ποτό, έπινε ο πατέρας μου, γινόταν έρμαιο του ούζου, δεν ήταν αλκοολικός ήταν μέθυσος, μέχρι τα 60 του. Ύστερα έκοψε ποτό και τσιγάρο κι έζησε ακόμα είκοσι χρόνια σαν "λογικός" άνθρωπος. Ντρεπόμουν για τα δυο μεγάλα μου αδέρφια που ήταν κι αυτοί μέθυσοι. Ο πρώτος κατάντησε αλκοολικός και πέθανε εξ αιτίας του πιοτού. Ντρέπομαι γιατί και οι περισσότεροι φίλοι μου είναι αλκοολικοί αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Ε, τρία τέσσερα πέντε ουίσκυ και μισό κιλό κρασί την ημέρα δεν πειράζουν, λένε αφελέστατα.
Μέχρι τα τριάντα μου κάπου εκεί, ζήτημα αν είχα πιει δέκα φορές και είχα μεθύσει δυο-τρεις. [ Αυτό με έχει σώσει, οι φίλοι μου που πίναν από τα εφηβικά τους χρόνια έχουν πεθάνει. Κίρρωση του ήπατος. Το σύνηθες. Απαίσσιος θάνατος] Από τα τριανταδυο, άρχισα να κουτσοπίνω. Δεν ξέρω πως, ε, αφού δε με πείραζε έλεγα, δε μεθούσα, δεν έκανα φασαρίες, δεν τσακωνόμουν, απλά με έπιανε σαν μια επιθυμία να ξεφεύγω λίγο με το ποτό και είναι αλήθεια πως αφού δεν έπινα κάθε μέρα ήταν κάπως υποφερτά τα πράγματα. Εργαζόμουν πάρα πολύ, δεκαπέντε ώρες την ημέρα, ήμουν νέος, δυνατός, αθλητικός. Τα χέρια μου, το μυαλό μου καθάριο αλλά σιγά σιγα γινόμουν κρυφοπότης. Έπαιρνα στο σπίτι διάφορα ποτά, έφτασα να πίνω ένα μπουκάλι κονιάκ μόνος μου. Κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τον επηρεασμό του ποτού αλλά μια οι παρέες μια το ένα, μια το άλλο, έπινα κάθε μέρα. Τα βράδια κοιμόμουν μεθυσμένος κι όταν το πρωί πάθαινα κενά μνήμης τρόμαξα. Σταμάτησα να πίνω ένα χρόνο. Ύστερα πάλι τα ίδια, πίναμε το βράδυ με τους φίλους ότι βρίσκαμε μπροστά μας, βότκες, τεκίλες σφηνάκια, και σιγά-σιγά απ΄το πρωί πάλι τα ίδια. Δικαιολογία: για να ξεμεθύσεις από το βραδυνό, το πρωί πρέπει να πιεις μια γουλιά από το ίδιο! Το κοβα μόνο όταν ήμουν άρρωστος και η πάλη με τι αλκοολικές ουσίες είχε αρχίσει να θεριεύει μέσα μου. Μην πίνεις Κώστα, έλεγα μην πίνεις. Όποιος πίνει καταστρέφει τη ζωή, θυμόμουν τα λόγια του Τ. Ουίλιαμς από τη Λυσσασμένη γάτα. Αλλά μετά πο μια βδομάδα πάλι τα ίδια. Το ποτό δε με μεθούσε κι αυτό μπορεί να ηταν χειρότερο. Γιατί άμα μεθούσα ή γινόμουν όπως οι άλλοι θα το καταλάβαινα και δεν θα ανεχόμουν τον εαυτό μου. Ελα όμως που δε φαινόμουν ποτέ μεθυσμένος μέχρι τότε;[ μεγαλώνοντας αλλάζουν τα πράγματα, λιγοστεύουν οι αντιστάσεις του εαυτού] όσο και να πινα, απλά μια ευθυμία, ένα κέφι που κι αυτό το κρυβα επιμελώς αλλά με έριχνε χαμηλά, μου διαστρέυλωνε την αισιοδοξία, τα βλεπα όλα μαύρα, ήμουν ντάουν και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως έπρεπε να το κόψω. Έγραφα, ζωγράφιζα, έπινα, χώρισα πιωμένος μια υπέροχη κυρία, παντρεύτηκα μια άλλη που δεν έπρεπε, χώρισα και μ αυτήν όταν πια είχα καταστρέψει μια ντουζίνα λεφτά, μια καριέρα που διαφαινόταν περίλαμπρη, μια ζωή υπεύθυνη όπως μου άξιζε και αντ αυτού πήρα αγκαλιά τις μπουκάλες όλου του κόσμου. Έπινα-έπινα-έπινα, μέρα νύχτα μια εικοσαετία περίπου μέχρι τα πενήντα μου. Τις σπάνιες φορές που το κοβα καταλάβαινα πόσο κακό μου είχε κάνει. Έβλεπα άλλα πράγματα, ένιωθα άλλα που δεν μπορούσα να τ αγγίξω πιωμένος. Ο αλοολικός μόλις ξυπνήσει σκέφτεται που θα βρει να πιεί, δεν έχει όρεξη για δουλειά, βιάζεται να πάει στον καφενέ, στο δρόμο, να βρει να πιεί, γίνεται σαν τον ναρκωμανή. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ αν δεν είχα πιεί, το πρόσωπο μου είχε αρχίσει να κοκκινίζει, τα ωραία μου χαρακτηριστικά αλλοιώνονταν, τσακονώμουν πιο εύκολα, εντάξει δεν ήμουν πολύ εριστικός αλλά πράγματα που θα μπορούσα να τ αποφεύγω εξ αιτίας του ποτού, δεν τα κατάφερνα. Έπειτα ένιωθα μια δυστυχία, μια ντροπή ας μην φαινόμουν μεθυσμένος-φτάνει που το ήξερα εγώ- πως δε θα μπορούσα ν αντιμετωπίσω τις καταστάσεις, ειδικά όταν είχα να κάνω με ξενέρωτους, όπως λέμε -κάκιστα- τους ανθρώπους που δεν αγγίζουν το αλκοόλ. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε όταν διάβασα πως ο Ζαμπέτας δεν έβαζε σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του όπως μεγάλη εντύπωση μου έκαναν οι πιωμένοι καλλιτέχνες και για όσους μάθαινα πως ήταν αλκοολικοί. Βαν Γκογκ,, Εντγκαρ Αλλαν Ποε, φρικτός θάνατος, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Ερνεστ Χεμινγουέη, το αλκοόλ σε σπρώχνει στην αυτοκτονία κατα έναν περίεργο τρόπο. Μοντιλιάνι, Τζάκσον Πόλλοκ, Γουίτνευ Χιούστον και τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι.
Ο αλκοολισμός είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που παραμένει άγνωστο στον περισσότερο κόσμο.
Ο αλκοολισμός είναι η τρίτη αιτία θανάτων μετά τα τροχαία και τις ασθένειες.[ Κι εκτός αυτου πρέπει να είναι φοβερά επώδυνος θάνατος.]
Αν έχεις ανάγκη να πιεις ένα ποτό την ημέρα είσαι δυνητικός αλκοολικός
Όλα αυτά τα ήξερα, τα γνώριζα. Αλκοολικοί καλλιτέχνες προβάλλονται παντού και θεωρούνται ινδάλματα.[ Ε, δεν είναι παρά ψυχικά ράκη.] Οι φίλοι μου όλοι πίνουν. Γιατί να μην πίνω κι εγώ; Ο γνωστός δημοσιογράφος δεν γράφει αν δεν κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκυ, η διάσημη Χίλτον κυκλοφοράει με τα μπουκάλια στις μέσα τσέπες, όπου να πας τα βράδυα γίνεται της τρελής από τις σαμπάνιες. Στα καφενεία, στα τσιπουράδικα, στις μπυραρίες το αλκοόλ τρέχει ποτάμι. Τα ξέρω όλα αυτά. Όπως γνωρίζω και τι γίνεται γύρω μου. Παντού αλκοόλ, η εύκολη λύση των νέων για να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και τον κόσμο, για να μην ασχοληθούν με τα προβλήματα. Περνάνε στους δρόμους με ένα μπουκάλι μπύρα ή ρετσίνα, αγόρια, κορίτσια ανεξέλεγκτα [ δε θυμάμαι την παλιά εποχή γυναίκες να πίνουν στο δρόμο αλλά και οι μπεκρήδες ήταν λίγοι τους ξέραμε με το μικρό όνομα τους. Τώρα ξεχύλησε γο κακό.] πίνουν, γίνονται κυνικοί, δυστυχισμένοι, χαμένοι στη σύγχιση.
Τώρα δεν πίνω και δεν καπνίζω. Είναι κάμποσος καιρός που βλέπω τα πράγματα καθαρά. Αυτά που δεν έβλεπα τότε. Οχι, δεν πέταξα μπουκάλια και πακέτα. Ούτε χρησιμοποίησα κανένα φάρμακο για να τα κόψω. Χρησιμοποίησα μονάχα τη δύναμη του εγκεφάλου. Του μυαλού. Αυτού που έχει ο άνθρωπος και δεν το χρησιμοποιεί σωστά.


 

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΟΕΟΕΟΕΟΕΟΕ!

 


...αλευροπίτουρες, τελειώσαν τα ψέμματα.Σήμερα δεν θα σας κατεβάσω από το τρένο. Απλά θα σας ρίξω στον Κορινθιακό. Θα πούμε μερικές αλήθειες και πολλά ψέμματα. Γιατί, η αλήθεια είναι σκληρή και πονάει. Τι σημαίνει αλήθεια;Η απόλυτη συμφωνία με την πραγματικότητα. Ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.Η λέξη αλήθεια, προέρχεται από το Α-ΛΗΘΕΣ-ΕΙΑ. Στην ουσία σημαίνει αυτό που δεν κάνει λάθος.Όχι αυτό που δεν θυμάται [α-λήθη] αυτό που δεν κάνει λάθος.ΚΙ ας πούμε τώρα μερικές αλήθειες, βατσιτζέλω-βατσιτζώ. Η πρώτη είναι αυτή που ξέρουμε.Η δεύτερη ,αυτή που λέμε και η τρίτη, αυτή που δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί όμως η αλήθεια πονάει; γιατί οι άνθρωποι φοβούνται την αλήθεια;Οι πούστηδες οι Εγγλέζοι, λένε truth και είναι απ΄αυτούς που δεν πιστεύουν σε καμιά αλήθεια.Πλιάτσικας σπίκιγκ, τώρα μαλάκα.Υπάρχει άραγε η αντικειμενική αλήθεια; για σκέψου το...Βέβαια, εγώ πιστεύω πως υπάρχει, το δέντρο είναι δέντρο και τα λοιπά αλλά εσύ, ξανασκέψου το. Τι είναι το truth και από που βγήκε;
Είναι πολύ ψεύτικος ο κόσμος μας.Πολύ lie,πολύ false. Αίφνης, μερικοί πιστεύουν πως δεν πήγαμε στη Σελήνη.Πως είναι το μεγαλύτερο ψέμα. Είναι τόσο ηλίθιο ψέμα αυτό; Ή μια μεγάλη αλήθεια; Το ψέμα δεν ξέρω από που βγαίνει αλλά είναι πιο γλυκό. Πιο παραμυθένιο. Αρχαία λέγεται ψεύσμα με περισπωμένη αλλά τώρα που να την βρεις. Λόγος όχι αληθινός λένε τα λεξικά.
Πήγαμε ή δεν πήγαμε στο φεγγάρι; Ο κόσμος χρειάζεται πολύ παραμύθι, η αλήθεια είναι πληκτική.
Ο Μπέρκλει, είπε πως τα πάντα είναι διπλή παράσταση στο μυαλό μας. Ξανασκεφτείτε το. Ο Μάρξ του απάντησε στο ΑΝΤΙΝΤΙΡΙΓΚ πως τότε δεν υπήρξε καθόλου αυτός. Δηλαδή ο Μπέρκλει. Και ο Μάξ Νορντάου[ωραίο όνομα] στα κατα συνθήκην ψεύδη, λέει πως δεν πρέπει να πούμε ποτέ στη γυναίκα μας ότι την απατήσαμε. Και στο πείραμα της Κοπεγχάγης, δεν ξέρουμε τελικά τι απέγινε η γάτα, αν δεν ανοίξουμε το κουτί. Πέθανε ή δεν πέθανε;
Λοιπόν, απαύτουρες με κούρασαν τα ψέμματα σας. Ας πούμε και μια αλήθεια βατσιτζέλω-βατσιτζώ,Οεοεοεοε.

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

ΣΑΝ ΝΕΟΈΛΛΗΝΑΣ

 


-Έλα δω ρε! του λέω
-Τι θές; μου βγάζει γλώσσα. [ ο καθένας ότι έχει βγάζει.]
-Ρε συ, εδώ που παρκάρεις απαγορεύεται…
-Γιατί; ποιος είσαι συ που θα μου το πεις! [συνεχίζει να παρκάρει πάνω στον πεζόδρομο, ο τσόγλανος.]
-Βρέ μαλάκα, τα παίρνω στο κρανίο, δε βλέπεις τις πινακίδες;
-Ε, ποιες πινακίδες; Και τι με νοιάζει εμένα για τις πινακίδες… εγώ ψάχνω μια ώρα να βρώ πάρκινγκ..
-Κι επειδή δε βρίσκεις πρέπει να κόψεις το δρόμο; [φανταστείτε πόσο μαλάκας είναι ανάλογα τη δικαιολογία του: επειδή δε βρίσκει αυτός πάρκινγκ πρέπει να βάλει την αυτοκινητάρα του πάνω στο σβέρκο μας!]
-Ποιο δρόμο; Ποιος περνάει εδώ… κοιτάζει γύρω σα μαλάκας
-Περνάνε τα νοσοκομειακά, τα αυτοκίνητα του δήμου, κάποιος που κένει μετακόμιση… κάποιος ανάπηρος..
-Και τι με νοιάζει εμένα; Εσύ είσαι ανάπηρος; Με εξετάζει περίεργα. Μήπως το θέλεις για πάρτι σου; με κοιτάζει καχύποπτα
Τι να του πεις; Μου ρχεται να του χώσω μια μπουνιά του νεοέλληνα
-Α, για πάρτι σου το θέλεις, εγώ εδώ θα παρκάρω!
-Θα σου το πάρει ο γερανός, η τροχαία, του λέω.
-Ποιος θα τη φωνάξει; Εσύ; Είσαι σπιούνος και βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο.
Μου ορμάει και γινόμαστε μαλλιά κουβάρια. Βαράει αυτός, βαράω εγώ, βαράει όλος ο κόσμος, γίνεται της πουτάνας, δεν ξέρω από πού να ξεφύγω, τι τον ήθελα εγώ τον νόμο; Γιατί να υπερασπιστώ τα δικαιώματα του πολίτη; Δεν καθόμουνα στ αβγα μου;

 

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΔΙΑΛΌΓΟΥ ΚΆΛΤΣΑ

 


Επειδή είναι επίκαιρο και καθημερινό θέμα, έκανα μερικές σκέψεις γύρω από τον διάλογο και την συζήτηση. Ο Διάλογος είναι κατ εξοχήν η συνομιλία, μάλλον ή ήττον ήρεμη, χωρίς οξείς διαξιφισμούς όπου οι συνομιλούντες προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν για την ορθότητα των λεγομένων τους, τον ή τους συνομιλητές. Στον διάλογο ο καλός συνομιλητής ακούει πρώτα τα λεγόμενα και ύστερα απαντάει αφού ταυτόχρονα πρέπει να σκέφτεται την ερώτηση ή τοποθέτηση του άλλου, δεν διακόπτει, δεν εμπλέκει τη φωνή του με αυτή των άλλων. Η καθαρότητα της φωνής, η ηρεμία των τόνων κάνουν έναν διαλεγόμενο συμπαθή ή αντίθετα αντιπαθή όταν προσπαθεί συνέχεια να διακόπτει τον ειρμό της κουβέντας. Δέον να ειπωθεί εδώ πως ο χρόνος ομιλίας εναπόκειται στη συναίνεση των δυο μερών, λαμβανομένου υπ όψι του καθενός πως δεν κάνει μονόλογο.
Η συζήτηση διαφέρει ως προς τον διάλογο παρ ότι πολλοί δεν το ξεχωρίζουν. Στη συζήτηση γίνεται εξέταση διαφόρων απόψεων για ένα θέμα, διερευνάται από κοινού η λύση ενός ζητήματος και συνηθέστερα καταλήγει σε λογομαχία δυο ή περισσοτέρων ατόμων. Και στη συζήτηση και στον διάλογο θεωρώ πρώτιστη αξία το ακούειν. Το πλείστον των ανθρώπων αδημονούν να πάρουν το λόγο χωρίς να έχουν προσέξει τι είπε ο συνομιλητής κι έτσι δημιουργούνται παρεξηγήσεις εκ του μηδενός έτσι που να μη βγαίνει άκρη. Πολλοί δε, πιστεύουν πως αν ανεβάζουν τον τόνο της φωνής μπορούν να επιβληθούν στον περίγυρο. [ τότε ο Στέντορας θα ήτο ο καλύτερος συνομιλητής.]
Παρακολουθώντας δε, αυτό τον καιρό, ιδιαίτερα στην τηλεόραση τους σύγχρονους πολιτικούς μας, τα συμπεράσματα μου είναι οικτρά. Οι ομιλητές είναι κάκιστοι χειριστές του λόγου, επαναλαμβάνουν διαρκώς τις ίδιες λέξεις και απόψεις, στερεότυπα, διακόπτουν, δεν ακούν ή βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου και κατ επέκτασιν δεν είναι γνώστες του θέματος που διαλέγονται. Αποτέλεσμα όλων των κακών αυτών, είναι η πρόσφατη ταυρομαχία-γρονθομαχία μεταξύ ανδρών τε και γυναικών ενώπιον όλου του κόσμου, μεταξύ Λιάνας Κανέλλη και Κασιδιάρη. Όταν δεν βάζεις γλώσσα μέσα [Κανέλλη] κι όταν δεν μπορείς να συγκρατήσεις τα νεύρα σου σε ένα δημόσιο διάλογο-συζήτηση, η ευτελής κατάληξη είναι η προσδοκώμενη: ύβρεις, απειλές, εκατέρωθεν και χειροδικία. Εν ολίγοις, έχω την πενιχράν εντύπωσιν πως απέχομεν μακράν των ημών προγόνων που είχαν εντάξει τον διάλογο στις τέχνες κι έτσι διέπρεψαν. Διατελώ υπεύθυνος για την καταγραφή των παραπάνω.





 

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Ο ΔΟΥΚΑΣ

 


 

Από τότε δεν την ακούμπησα. Θέλω να πω δεν την ξαναχαστούκισα ούτε γι αστείο. Μου είχε μείνει φοβερή ανάμνηση ο τρόπος που αντέδρασε αλλά δεν ήταν και ίδιον του εαυτού μου να επιδίδομε σε τέτοια κατορθώματα. «Τις γυναίκες δεν τις χτυπάνε, όσο σκάρτες και να είναι» μου είπε ο Δούκας, κάποια μέρα που τον φώναξα να έρθει στις πρόβες για να γνωρίσει και την Λουτσία.
-Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, του είπα με κάποια έπαρση
-Έχεις και γυναίκα; Έκανε περιπαιχτικά ο παλιοπίθηκας.
Άμα ήθελε να σε δουλέψει το έκανε στο άψε-σβήσε. Ιδιαίτερα αν έβλεπε κανένα άτομο λίγο μπόσικο, αγαθούλη ας πούμε, τρελαινόταν για καλαμπούρι. Όχι με τους εντελώς βλαμμένους αλλά μ αυτούς που τους είχε λασκάρει λίγο η βίδα, που ζύγιαζαν από την ελαφριά. «Να αυτός» έλεγε και σου δειχνε κανέναν αλαφροΐσκιωτο. Και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στις λέσχες, στα μπιλιάρδα, στα μπάρ, γνώριζε πολλούς τέτοιους . Τους φώναζε στο δρόμο, έσπαζε πλάκα μαζί τους, πέρναγε την ώρα του και αν δεν τον ήξερες, νόμιζες πως τα έλεγε σοβαρά όλα αυτά. Μερικές φορές, αστειευόμενος πήγαινε να το κάνει και σε μένα αλλά τότε έπαιρνα κ εγώ την ανάλογη θέση. Έτσι και τώρα που μου είπε περιπαιχτικά αν είχα γυναίκα, του απάντησα πως όχι, κατσίκα έχω.
-Κατσίκα ε; έκανε τρίβοντας τις φούχτες του. Καλή είναι και η κατσίκα από το καθόλου. Μπράβο!
Με τα θέατρα, τα διαβάσματα και τέτοια δεν είχε σχέση ο Δούκας. Αμφιβάλλω αν θα είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο. Στο θέατρο, ίσως να είχε πάει σε κάποιες επιθεωρήσεις, γι αυτό όταν του μιλούσες για βιβλία τον έπιανε ναυτία.
-Τι θέατρο είναι αυτό ρε Αλμύρα; Και τι θα κάνεις εσύ εκεί; Με ρώτησε.
-Πίθηκα να έρθεις και να δεις, να σου γνωρίσω και την ..κατσίκα μου, του απάντησα.
-Ωραία, εντάξει θα έρθω αλά δε μου είπες που γίνεται.
Μόλις του είπα το μέρος, στραβομουτσούνιασε. «Δεν έρχομαι, δεν έχω δουλειά εγώ μ αυτούς εκεί» μου είπε, αλλά παρ όλα αυτά ήρθε. Ήρθε όταν πια οι πρόβες είχαν προχωρήσει πολύ και ήμασταν λίγο πριν την πρεμιέρα και τις κάναμε κανονικά στην υπαίθρια σκηνή.
-Στην πρεμιέρα πρέπει να έρθεις, του υπενθύμισα.
-Θα έρθω και τότε απάντησε.
Του σύστησα τη Λουτσία, του έφυγαν λίγο τα μάτια και βρήκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει στο αφτί, ένα, αυτή είναι η κατσίκα;
Γελάσαμε πάλι κι ύστερα εκείνο το βράδυ, μας παρακολούθησαν σε γενική πρόβα, όλο τον θίασο, τους δυο μαύρους υπηρέτες, τη Μάργκαρετ, τον Μπρικ, τη Μάε, τον Γκούπερ, τον παππού, τη γιαγιά και πέντε-έξι ρολάκους ακόμα, αρκετός κόσμος. Ήταν εκεί, εκτός του Ντάφλου και της Έλεν Νασοπούλου, ένα φιλικό ζευγάρι, η Βαριεντίνα, ο επιστάτης του μουσείου, ο Δούκας και η Βασιλική. Ναι, μην εκπλήσσεστε ήταν και η Βασιλική. Είχαν πάρει κανονικά διαζύγιο αλλά συνέχιζαν να συναντιούνται μου είπε. Δεν έμεναν πια μαζί αλλά να τόσα χρόνια μαζί, έχουμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνεις δε γίνεται διαφορετικά, ολοκλήρωσε. Εγώ αυτό το δε γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλάβαινα.
-Θα ξαναπαντρευτείτε; Τον ρώτησα.
-Όχι ρε, γέλασε, θα είμαστε έτσι.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, έλεγε πως οι δυο τους αγαπιόνταν πολύ και θα ήταν μια ζωή μαζί. «Κλασσική περίπτωση μαζοχισμού» του είπα εγώ και μπήκα στα παρασκήνια..
Ένιωθα περίεργα, πρώτη φορά θα παίζαμε έστω και σε λίγο κοινό. Φαντάσου στην πρεμιέρα, μονολόγησα με τόσο κόσμο στην πλατεία να σε παρακολουθούν όλοι. Δεν ένιωθα τόσο σίγουρος, σε αντίθεση με τη Λουτσία και Τασούλη που πέταγαν, εμένα έφευγε η γη κάτω απ τα πόδια μου κι όλο προσπαθούσα να θυμηθώ τα δύσκολα κομμάτια, ιδιαίτερα κάποιες μεγάλες ατάκες του Μπρικ. Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου το χειρότερο στην περίπτωση, ήταν η τελειομανία μου Γι αυτό έδειχνα ανικανοποίητος. «Απίθανο, ωραίο!» έλεγαν οι άλλοι, «καταπληκτικό» συνέχιζαν κι αντί να με ανεβάσουν με χαμήλωναν πιο πολύ. «Χμ, καλούτσικο είναι» έλεγα αόριστα, ήταν που μου έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι αυτό που θα έκανα για πρώτη φορά και φοβόμουν μη τα θαλάσσωνα. Κάποια στιγμή, πήγα να το βάλω στα πόδια, ήμουν έτοιμος να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια αλλά με συγκράτησαν η Λουτσία με τον Τασούλη. «Τα πας περίφημα!» μου είπαν με ένα στόμα.
-Έχεις ένα ωραίο τρακ, μη φοβάσαι, ολοκλήρωσε η Λουτσία και μου έδωσε ένα φιλί.
Πιο πολύ με συγκράτησε η παραδοχή της, γιατί ξέχασα να σας πω, πως σε έναν από τους τελευταίους καυγάδες μας μου είπε πως ήμουν ο χειρότερος ηθοποιός που είχε γνωρίσει.
-Το παίζεις ωραίος, εντάξει, το ξέρουμε αυτό αλλά ηθοποιός είναι κι άλλα πράγματα, πιο σπουδαία. Υποκριτική, ταλέντο, ήθος, μάθηση και γνώση. Αυτά είναι ηθοποιός, όχι φρου-φρου κι αρώματα, μου είπε.
Κι έτσι με πλήγωνε.
Τότε της είπα κι εγώ, τρέμοντας από τα νεύρα μου, πως αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα παρατάω. Αφού δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά κι έχω το γνώθι σ εαυτόν και τη δύναμη να τα παρατήσω. Τα παρατάω, είναι καλύτερα έτσι, να βρείτε κάποιον άλλον για το ρόλο του Μπρικ.
Με κράτησε όμως γιατί κατά βάθος δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε για μένα, δηλαδή τα εναντίον μου. Πιο πολύ ήθελε να με κεντρίσει, να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα, να σκεφτώ πως αυτό που έκανα ήταν πιο σοβαρό απ όσο το έπαιρνα.
-Τι εννοείς σοβαρό; Τη ρώτησα. Εγώ δε σκέφτομαι να κάνω καριέρα ηθοποιού, έχω άλλα στο μυαλό μου. Αυτή η προσπάθεια γίνεται, πρώτα για να βοηθήσουμε το μουσείο του Ντάφλου κι ύστερα εσένα και τον Τασούλη που είσαστε κατ εξοχήν επαγγελματίες του είδους.
Κατά βάθος όμως, πίσω απ το κρανίο μου, υπήρχε η κρυφή γοητεία- ίσως η αλαζονεία. Που ξέρεις; όλα γίνονται, γιατί να μη γίνω κι εγώ ηθοποιός; με λεζάντες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις στα περιοδικά, μόστρες στην τηλεόραση;
Αυτό κι αν ήταν αλαζονεία!
Έτυχε όμως τα πράγματα να πάρουνε τη σωστή τους θέση και η περιπέτεια της θεατρικής μου καριέρας τελείωσε άδοξα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου πρεμιέρα από τότε δεν ξανασκέφτηκα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν ίσως κάτι παραπάνω για τον εαυτό μου ή κάτι ξένο προς τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να λέω κάθε βράδυ τα ίδια λόγια, να κάνω τις ίδιες κινήσεις. Μπούχτισα και το θεώρησα βασανιστικό. Από τότε εκτίμησα ακόμα περισσότερο την εργασία του ηθοποιού που οι περισσότεροι βλέπουμε μόνο την εξωτερική της θωριά. Αυτή της δημοσιότητας και της φανφάρας.
Απόσπασμα από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΥΣ ανέκδοτο μυθηστόρημα μου.

 

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Η ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΤΗΣ ΣΆΡΚΑΣ 2

 


Η ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΤΗΣ ΣΆΡΚΑΣ. Μελετώ το εσπερίδιο. Τη σάρκα μας. Η πορτοκαλέα είναι αειθαλές, εμείς δεν είμαστε. Δεν ξέρω γιατί καταπιάστηκα με το πορτοκάλι. Το πορτοκαλάκι είναι βασικό μας φρούτο, η ομοιότητα, η παρομοίωση με την υγρή γυναίκα. Όλοι περιμένουν στη γωνία να τουφεκίσουν. Μπαμ!
ΠΡΟΣΧΈΔΙΟ Η προετοιμασία μιας θεματικής έκθεσης με αντικείμενο το πορτοκάλι. Κάπως παραμελημένο, μου φάνηκε σε σχέση με άλλα φρούτα. Αχλάδια, μήλα, ροδάκινα και σταφύλια που παραείναι ζωγραφισμένα από τον Σεζάν μέχρι τον Τέτση.
Ζωγραφίζοντας δυο
φιλάκια
πορτοκαλιού-αρχή μιας καινούργιας αναζήτησης, έχω πάντα την αίσθηση πως ποτέ ένα πράγμα δεν είναι μόνο του, δε στέκει από μόνο του.
Ένα χέρι που δίνει, ένα άλλο χέρι που κρατάει, μάτια που κοιτάνε μέσα από τα σύννεφα, πίσω από τον ουρανό, ένας κόσμος χαρούμενος; βλέμματα ίσια, αγαπημένα- κάτω τα φρούτα, πηγή ζωής, αφθονίας, ένας κόσμος που καίγεται για να ζήσει και κάποιοι δεν τον αφήνουν, ένας Ανοιξιάτικος έρωτας, άνθρωποι που έτσι έμαθαν και τους άρεσε.
Αυτή η περιπέτεια με το πορτοκάλι συνεχίζεται και η γυναίκα που κοιτάζει το πρόσωπο της στο νερό, στη θάλασσα είναι μόνη. Όλες οι γυναίκες είναι μόνες. [Μοντέλο η Αριάνα.]
Τίποτε πιο λατρευτό από το ψέμα, πως θα μ αγαπάς για πάντα, όμως ο πίνακας είναι αληθινός, όπως κι εγώ που ζωγραφίζω εσένα, το κομμένο πορτοκάλι σε τομή εγκάρσια και τα λουλούδια και τα φύλλα, οι πορτοκαλανθοί που μάζεψα απ το πρωί και που θα βρουν κι αυτοί μια θέση στη ζωγραφιά μου, όλα είναι αληθινά εκτός από μένα και εσένα, γιατί έτσι το παραμύθι μας θα είναι πιο αληθινό, πως υπήρξαμε στη φαντασία του ζωγράφου, του ποιητή, σαν ιδανικοί εραστές της ουτοπίας.

 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΤΟ ΤΊΠΟΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

 


Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.

Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξαναφέραν σ αυτή ττη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.

 Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.

Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις;  απόρεσα, παρατώντας τα πινέλα.

Σαν πελάτης μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε, πέρασα και χτές, δεν ήσουν εδώ και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενω εγώ έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
  τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε. Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα τους καφέδες απο απέναντι, πάνε τα πέντε ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα αστραπιαία τα έκανα εγω- πως αν δεν εύρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το κινητό του βούιζε και απαντούσε ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε εντολές για το χρηματιστήριο, μου πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι δουλειές στη μέση.
  Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη, πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε, γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι, άμα σου λέω. Εγω τους τα πήρα. Πρόλαβα. Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Απο που; απόρεσα.
-Έλα ρε! Εδω πιο κάτω είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε. Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
  Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Εχω σκεφτεί να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό πίνακες, επι πέντε πενήντα χιλιάδες ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδω στον ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω απο κει να τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των πινάκων, για το περιεχόμενο και μου δειχνε κάποιους
  έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές; αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπά, του απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή. Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος. Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδω δεν έβγαλες πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του τόκλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω ενοχές. Όχι, τό είχα, αλλά το ταξί το πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο μηπως το ξέχασα σπίτι. Ελα Χριστίνα για κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου λεφτα πάνω μου και πρέπει να πάω στον Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη, έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα, ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου λεγε δεν τράχει τίποτα κι εγω σκεφτόμουν, ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη, εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια. Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα. Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε ξαφνικά. Όχι, εγνεψα. Να με πέταγες μέχρι τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε, γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί, έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφου ήξερα πως δεν είχα.
-Δεν έχω
 ρε γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα ..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει, μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές, σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα λεφτά.
-Οπως είπαμε, πέντε με πεντέμιση να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γειά.
-Γεια, είπα κι εγω και βγήκα στην πόρτα να το παρακολουθήσω που που έστριψε στην Καλλιδρομίου και χάθηκε απο τα μάτια μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα, έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός. Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς μου, για τά έξοδα και πόσα θα μου έμεναν απο αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα ξελάσπωνα απο τα χρέη και το κυριότερο θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα, άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι, πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης, εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση με τη γυναίκα του δάσους και τα χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό τζίνι. Κάθησα στο καβαλέτο αλλά δεν μου βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν περνούσε απο το μυαλό μου πως μπορούσε να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος, κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα -Γιάννη το γνωστο ταβερνείο στην Μπενάκη, να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο. Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε, να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και περίμενα προκαταβολή το απόγευμα. Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε, κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
  Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη, βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόδο ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες; δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα, μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα, κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα. Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε πέντε. Πήγε πεντέμισυ, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετα από το άλλο κι όσο περνούσε η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι, εξήμισυ. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο. Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε. Πράγματι. Η κρύα φωή της κασέτας με πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου σιγά-σιγά καταγάλιαζε. Έφερα πίσω όλες τις στιγμές της συνάντησης μου με τον μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα. Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη για άλλα τόσα κι εγω δεν είχα μία. Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά να την πάω στους γιατρούς.

ΤΕΛΟς

 

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...