Τρίτη 2 Μαΐου 2023

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΈΣ ΕΊΝΑΙ ΦΤΩΧΟΊ

 


 

 

Οι Φιλιάτες ήταν μια παλιά κωμόπολη, με ξενοδοχεία, δυο-τρία, με Δήμαρχο, με νοσοκομείο, με φαρμακείο, αρκετά μαγαζιά με ρούχα, περίπτερο, βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, είχε και πολλούς γύφτους γι αυτό και το αποκαλούσαν Γυφτοφίλιατο, -στην άλλη άκρη με τα τσαντήρια τους και τα άλογα που ήταν βασικό ζωεμπόριο εκείνες τις εποχές.
Ο Τάσο –Καλέσης δε μιλούσε πολύ, έλεγε μόνο όσα έπρεπε, δούλευε σα σκλάβος μέσα σ εκείνη την τρύπα στο έμπα, της πόλης, λίγο μετά το βεντζινάδικο, όταν με παρουσίασε σ αυτόν ο πατέρας μου δεν κατάλαβα ή δεν άκουσα τι είπαν, το μόνο που κατάλαβα ήταν πως ο Καλέσης ήταν καλός άνθρωπος και θα ήμουν κατά κάποιο τρόπο προστατευόμενος του, άρα έπρεπε να τον εμπιστεύομαι, αυτός θα είχε επαφή με τους καθηγητές, θα έπαιρνε τους ελέγχους μου και θα συνεργαζόταν με τη μητέρα μου μια και ο Φώτης Πλιάτσικας θα ταξίδευε ακόμα μια φορά πίσω στη Γερμανία.
Μετά από τη γνωριμία με τον Τάσο Καλέση, ο πατέρας μου με πήγε στο ραφείο του Γεωργίου που δε θυμάμαι το μικρό του όνομα, ενός συνομήλικου του και συμφώνησαν να μας νοικιάσει ένα μικρό δωμάτιο όπου θα έμενα και πήγαν στο καπηλειό να πιούνε το κρασί τους. Ο πατέρας μου μέθυσε, τον πήγα σέρνοντας μέχρι το πρακτορείο για να πάρει το λεωφορείο και γυρνώντας για την καινούρια μου κατοικία, προς την ανηφόρα, το σπίτι με τα νοικιαζόμενα δωμάτια ήταν στην κορυφή του λόφου, όταν μπήκα στο πολύ μικρό δωμάτιο, με ένα ντιβάνι, χωρίς ντουλάπα, χωρίς τίποτε άλλο, με μια εξωτερική τουαλέτα κοινόχρηστη από τους νοικάρηδες, που θα άρχιζα σιγά-σιγά να τους γνωρίζω, μαθητές οι περισσότεροι, με πρώτους τον Αριστείδη Μπαβάρα, τον Σωτήρη Καραδήμο που οι σχέσεις μου μεταξύ μας είχαν ψυχρανθεί κι έτσι ξεκινούσα την νέα μου ζωή, μόνος, κατάμονος.
Με τα πολιτικά δεν ασχολούμουν, για την ακρίβεια δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά, εκτός από την πραγματική έννοια της πολιτικής, όχι με την πολιτικολογία κι έτσι άκουγα εκείνο τον καιρό του 1966-67, για τον Καραμανλή, την Ένωση κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου που τον έλεγαν γέρο της Δημοκρατίας άνευ λόγου, τον Κανελλόπουλο που δεν μπορούσε να φτιάξει κυβέρνηση, το βασιλιά Κωνσταντίνο, που ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε η παρουσία του, την ΕΔΑ, που εκπροσωπούσε τους κομμουνιστές, κάπως είχα αρχίσει ν αριστερίζω, έτσι από ένστικτο και από μια πλαστή αλήθεια πως οι φτωχοί όφειλαν να είναι κομμουνιστές.
Ο Τάσο- Καλέσης, ο φτωχός σαμαράς ήταν τέτοιος. Κομμουνιστής. Ο Γεωργίου δεξιός και οι δυο, όμως μετριοπαθείς, χαμηλών τόνων άνθρωποι.

Ω, είμαι ένας κομμουνιστής γιατί δεν έχει να φάει!
Οι κομμουνιστές είναι φτωχοί. Οι δεξιοί είναι πλούσιοι.
Είναι καλοί άνθρωποι. Ο ι κομμουνιστές είναι συμμορίτες
που έσφαξαν τον κόσμο με κονσερβοκούτι.
Οι δεξιοί νίκησαν τους κομμουνιστές.
Την πρώτη φορά που βρέθηκα μόνος σε εκείνο το δωμάτιο, δεν το πολυσκέφτηκα, έπρεπε να γίνω ένας πρακτικός άνθρωπος, έπρεπε να προστατεύω τον εαυτό μου, μόνος μου από τότε που γεννήθηκα, αυτό γινόταν μια συμβουλή μέσα μου κι έξω μου, χωρίς κλάματα και μυξομουρμούρες κι άρχισα να μελετώ τα καινούρια μου βιβλία που ήταν πιο ογκωδέστερα από εκείνα που διάβαζα στο Άγριο. Τώρα πια είχα ηλεκτρικό, τσαφ! Άναβα τον διακόπτη και το δωμάτιο πλημμύριζε φως. Τι ωραία ήταν! Να έχεις κατευθείαν φως χωρίς ν ανάβεις τη λάμπα με το φυτίλι, χωρίς να μυρίζεις πετρέλαιο, που μου έφερνε αναγούλα και το άφηνα αναμμένο όλες τις νύχτες, είναι αλήθεια πως αρκετές φορές φοβόμουν το σκοτάδι αλλά ανέβαινε επάνω η κυρία Γεωργίου και μου φώναζε.
-Σβήσε το φως! Τρεις η ώρα μεσάνυχτα.
Το σβηνα, δεν απαντούσα, τι να λεγα; Και το άναβα ξανά ύστερα από πέντε λεπτά, φως-φανάρι που έλεγε συνέχεια ο Βίκτωρ Ουγκό, στους Αθλίους που είχα αρχίσει να διαβάζω εκείνες τις μέρες, τι μέρες, το τελείωσα σε ένα εικοσιτετράωρο κι ύστερα το ξαναμελετούσα, γιατί μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Αγιάννης, η Τιτίκα και ο Μάριος, ενώ δεν μπορούσα να καταλάβω τις κακίες του Ιαβέρη.
Οι πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές, ένας για κάθε μάθημα, όχι όπως είχα μάθει στο Άγριο, οι καινούριοι συμμαθητές, καμιά σαρανταριά σε κάθε τμήμα, ο καθένας με το επώνυμο του, όχι με το μικρό, ο Πλιάτσικας, ο Τσούνης, ο Στολάκης, ο Μιγκας, η Παπαθανασίου, η Γεωργίου, τα καινούρια κορίτσια, όμορφα, καθαροντυμένα με τις μπλε ποδιές τους κάτω απ το γόνατο, όμορφα και διαφορετικά από τη Λεφτερία και την Σταυρούλα του χωριού.
Είχα γραφτεί στο κέντρο Νεότητος, εκεί πήγαιναν όλα τα χωριατόπαιδα που δεν ήταν από τους Φιλιάτες, εκτός από τα πλουσιότερα που έμεναν στο οικοτροφείο του Ζούλα, κάτι σαν ιδιωτικό μέρος, και περνούσαν καλύτερα από εμάς και τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Εκεί στο κέντρο Νεότητος τρώγαμε τα μεσημέρια, πηγαίναμε στα σπίτια για λίγη ξεκούραση και από τις τέσσερις μέχρι τις οκτώ το βράδυ, ξανά στα θρανία να μελετούμε τα μαθήματα της επόμενης μέρας υπό την επίβλεψη των καθηγητών. Διευθύντρια στο κέντρο ήταν η κυρία Δέσποινα, ποτέ δεν έμαθα το επίθετο της, μια μελαχρινή σαραντάρα, που της είχε στραβώσει το στόμα, ή είχε γεννηθεί έτσι, ανύπαντρη, γεροντοκόρη αλλά πολύ γλυκιά κυρία που μου έδειχνε μια υπερβολική στοργή, ίσως γιατί καταλάβαινε την αγάπη μου για τα βιβλία, πράγμα που κι αυτή ένιωθε, μέσα σ εκείνη τη μεγάλη βιβλιοθήκη στον πάνω όροφο του κέντρου, όπου πήγαινα συχνά-πυκνά να δανειστώ βιβλία.
Οι καθηγητές ήταν όλοι σοβαροί, ντυμένοι με τις γραβάτες τους, ο Γυμνασιάρχης άψογος καιροφυλακτούσε, ερχόταν στις τάξεις για να παρακολουθήσει επ όλιγον την παράδοση των καθηγητών κι εμείς κάναμε ησυχία, όταν έμπαινε βλοσυρός. Λεγόταν Αθανάσιος Ντάγκας, κοντός, ανύπαντρος, μαθηματικός, παρέδιδε άψογα το μάθημα του, ακριβοδίκαιος κι αυτός όπως και ο πρώτος μου φιλόλογος, ο Στέργιος Τατσιόπουλος, που άμεσα τα παιδιά τον είχαν βγάλει ο μεθύστακας επειδή τα απογεύματα έπινε τα ουζάκια του στα καφενεία, χωρίς να πολυνοιάζεται αν τον έβλεπαν οι συνάδελφοι του και ο πολύς κόσμος που έβγαινε βόλτα κάθε απόγευμα στην πλατεία. Αυτός ο Τατσιόπουλος, εξαίρετος, πολυμαθής μας έκανε Αρχαία,Ιστορία και έκθεση, τα λεγόμενα Νέα, με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, μου έβαζε τους μεγαλύτερους βαθμούς. Τους πρώτους βαθμούς που πήγε και πήρε ο κηδεμόνας μου Τάσο-Καλέσης και όταν μου τους έδειξε, χαμογελούσε, πράγμα σπάνιο γι αυτόν. Ιστορία είκοσι, γυμναστική, θρησκευτικά, επίσης, δεκαεννέα Αρχαία, όπως και έκθεση, δεκαεφτά Φυσική και Χημεία αλλά εννέα! Στα μαθηματικά, παρ όλα αυτά με μέσο όρο δεκαεπτά και κάτι, ήμουν ο πρώτος μαθητής στο τμήμα μου και στα δυο τμήματα της Πρώτης Γυμνασίου αλλά αυτό το εννέα πολύ με είχε στεναχωρήσει. Στραβομουτσούνιασα, γιατί να μου το κάνει αυτό Ντάγκας, αφού ήμουν ο πρώτος μαθητής, ω, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής χωρίς να είμαι σπασίκλας, όπως ήταν συνήθως οι πρώτοι μαθητές, όπως και ο δεύτερος στη δική μου τάξη, ο Στολάκης που μούτρωσε επειδή τον είχα ξεπεράσει, αυτόν τον γιο ενός εύπορου Φιλιατιώτη που ο πατέρας του έκανε παρέα με τον Δήμαρχο και γενικά την αστική τάξη της κωμόπολης αλλά εμένα δε με ένοιαζε.
Α, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής και η μητέρα μου έκλαψε όταν της έδειξα τον έλεγχο, την Πέμπτη στη Λαϊκή, κάθε Πέμπτη γινόταν Λαϊκή αγορά στον κεντρικό δρόμο, όπου πουλούσαν απ όλα τα γύρω χωριά την πραμάτεια τους συνήθως οι γυναικούλες τα λαχανικά τους αλλά και διάφοροι άλλοι έμποροι με πολλά μπιχλιμπίδια, καραμέλες και παιχνίδια, και, θυμάμαι που με ενοχλούσε, με πείραζε που η μητέρα μου ήταν αναγκασμένη να στέκεται εκεί για να μαζέψει κανένα δίφραγκο για να μου δώσει χαρτζιλίκι, ένα δίφραγκο για όλη τη βδομάδα, ενώ τα άλλα παιδιά έπαιρναν τουλάχιστον ένα τάλιρο την ημέρα για ν αγοράσουν γλυκά από το ζαχαροπλαστείο, τυρόπιτες από τον επιστάτη στον προθάλαμο του Γυμνασίου και κοκκορέτσι ή σουβλάκι τα απογεύματα. Εγώ δεν ήμουν ούτε λιχούδης, ούτε τίποτε λαίμαργος, λιτοδίαιτος από τότε, λες και δε με ένοιαζε το φαγητό, έτρωγα μόνο για να συντηρώ το σώμα μου, τίποτε άλλο.
-Να, πάρε, μου δωσε ένα τάλιρο εκείνη την Πέμπτη που της έδειξα τον έλεγχο. Περήφανη, σκούπισε τα δάκρυα της, με φίλησε και την πήγα μέχρι το πρακτορείο το μεσημέρι να πάρει το λεωφορείο για το χωριό.
-Να προσέχεις παιδάκι μου! με συμβούλευε. Να κοιτάς τα γράμματα σου και τίποτε άλλου. Ακούς;
Τι να άκουγα; Μόνος σε έναν κόσμο θανάσιμο, έκανα του κεφαλιού μου. Έπαιζα μπάλα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο, έπαιζα και πραγματική μπάλα στο γήπεδο, έτρεχα ακόμα με κοντά παντελονάκια, σε λίγο θα φορούσα μακριά και ένιωσα άβολα όταν την επόμενη μέρα που πήραμε τους ελέγχους μπήκε στην τάξη ο Ντάγκας και ρώτησε με ένα μειλίχιο ύφος ποιος ήταν ο πρώτος μαθητής. Ο Πλιάτσικας, είπαν κάμποσα παιδιά και ο Ντάγκας με σήκωσε επάνω.
-Συγχαρητήρια! Μου είπε. Μπράβο! Πόσο σου έχω Μαθηματικά;
-Εννέα, κύριε καθηγητά, απάντησα αμήχανα.
-Εννέα; Άνοιξε τα μάτια του. Α, θα το διορθώσουμε, θα το διορθώσουμε στο επόμενο δίμηνο.
Και από τότε μου έβαζε δεκαπέντε, χωρίς να το αξίζω αφού είχα αρχίσει να παραμελώ το μάθημα των μαθηματικών.

απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΥΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...