Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

ΥΠΟΧΘΌΝΙΟΣ

  


Η βάση της ερώτησης είναι εναντίον αυτών που υπερ-ζουν
στην χλιδή και την μακαριότητα τους αλλά και εμάς που δεν
έχουμε μάθει σε τέτοια ζωή. Φυσικά η αδιαφορία των
περισσοτέρων είναι εμφανής-επηρεασμένοι από σλόγκαν
της εποχής, Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν,
παραδινόμαστε με αφέλεια πως τάχα δε φταίμε εμείς!

 


Χρειαζόμαστε κάποιον που να μας αγαπάει περισσότερο
από τους άλλους.


 

Η γοητεία, ο κίνδυνος, η καταστροφικότητα και η συνήθως
χαμένη ζωή, το κρυμμένο γυμνό και φυσικά η μελαγχολία
αυτών των ηρώων, ανδρών και γυναικών, φτιάχνει το σύνολο,
που λέμε φιλμ νουάρ με τέτοιον τρόπο που συναρπάζει, επειδή κάπως έτσι είναι και η...πραγματική ζωή: ένα σκοτεινό φιλμάκι.
[Στη φωτογραφία όπως εμφανίστηκα, μετά το στρατιωτικό: ήτοι σαράντα χρόνια πριν.]
 

Οι γυναίκες έχουν ξεσπαθώσει μιλάνε πολύ "βρώμικα"από τους άντρες εδώ μέσα. Γιατί;
 
Η αλήθεια είναι πως έχουμε αδικήσει μερικούς στη ζωή μας.
 

Αν πει κανείς πως τα ξέρει όλα θα πουν πως είναι βλάκας.
Αν πάλι πει πως δεν ξέρει τίποτε πάλι βλάκας θα είναι,
συμπέρασμα πως πρέπει να ξέρεις λίγα κι αυτά να μη τα λες. Υπερασπίζομαι το δικαίωμα να είμαι μόνος μου, μα κι αν
σας μιλάω μου φαίνομαι πιο μόνος. Λογικά δεν πρέπει να σκέφτομαι, ούτε να μιλώ. Είδες πως είναι ο τρόπος της γραφής;
 
Απουσιάζουν γενικώς οι ευμενώς κείμενοι των πραγμάτων
ευφυώς κινούμενοι. Άσε τους νεκρούς να προχωρούν.
Χείριστον της απαξίας ουδέν.
 

δεν παραδέχομαι αυτούς που συμφωνούν μαζί μου χωρίς
να πουν μια γνώμη.
 
Οι υπερβολικά ζωόφιλοι είναι κατώτερα όντα.
 

Διεύρυνση συνείδησης. Υπάρχει αυτό το πράγμα;

 
ΥΠΟΧΘΌΝΙΟς. Δηλαδή κάτω από τη γη. Αντεργκράουντ.
Χθόνιος εγώ. Χθον της χθονός.
 

Στη ζωή δεν μπορείς να κρυφτείς. Φαίνεσαι ποιος είσαι 

     

 

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ 2

 


Εγώ γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 70 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρηνικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αϊνστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα το είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να αιματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυΐας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και άντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατώνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακόλουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΚΛΈΦΤΕς ΤΩΝ ΤΕΧΝΏΝ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

Η ΠΕΙΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ 2

 

 


 

Εκείνο το διάστημα, ήμουν άνεργος και μπατίρης. Έψαχνα καμιά δουλειά του ποδαριού, περιστασιακά να βγάζω τα τσιγάρα αλλά τίποτε δεν γινόταν. Μια μέρα εδώ μια μέρα εκεί, τα πράγματα δυσκόλευαν άγρια.
Ένα βράδυ που τριγύριζα στα παγκάκια της πλατείας, πεινούσα πολύ το στομάχι μου ούρλιαζε, είχα τρεις μέρες να βάλω κάτι στο στόμα μου, είδα την φάτσα ενός γνωστού ζητιάνου της γειτονιάς. Με κοίταζε μάλλον χαρούμενος και κάθισε στο παγκάκι απέναντί μου. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος αλλά σίγουρα μεγαλύτερος μου. Εγώ πλησίαζα τα τριάντα, εκείνος θα σαραντάριζε.
Ντυμένος με κουρέλια, όπως είναι συνήθως αυτοί οι άνθρωποι, συνέχιζε να με κοιτάζει.
Πράγμα περίεργο για μένα, δεν ενοχλήθηκα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχε σχηματιστεί η ιδέα, πως κάτι θα έπαιρνα από αυτόν τον άνθρωπο. Τσιγάρα πάντως σίγουρα γιατί ήδη είχε ανοίξει ένα πακέτο Καρέλια άφιλτρο. Άναψε δικό του κι ύστερα μου πέταξε το πακέτο.
Το άρπαξα στον αέρα με βουλιμία. Εγώ που κάπνιζα Μάρλμπορο και σιχαινόμουν τον Καρέλια με τα κωλοτσίγαρά του!
Αλλά, ανάγκα και οι θεοί πείθονται. Έτσι άναψα ένα κι έκανα να το επιστρέψω στον ζητιάνο. Αυτός μου γνέψε με μια κίνηση που έλεγε «κράτησε το όλο έχω άλλο»
Τσιγάρα λοιπόν είχα βρει για απόψε, τα κρυψα στην τσέπη μου βαθιά μην μου πέσουν αλλά τι θα έτρωγα; Πεινούσα αφόρητα, δεν ξέρετε τι είναι να πεινάς, επειδή δεν είχα λεφτά. Έτσι είναι, αν είχα λεφτά δεν θα πεινούσα, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Η ώρα θα ήταν εννιά, έφεγγε ακόμα. Καλοκαίρι καιρός ήταν, Ιούλιος μήνας και η ζέστη να σου τρώει το μεδούλι. Στην μεγάλη πλατεία της Καλλιθέας, έσταζε ιδρώτας και αίμα. Μια ξεραμένη φλούδα από τα χείλη μου κόλλησε στο χαρτί του τσιγάρου και καθώς δεν πρόσεξα, το αίμα κύλησε στο πηγούνι και στο χέρι μου. ΤΟ σκούπισα και ο λιγοστός κόσμος που κυκλοφορούσε με κοίταζε περίεργα Μα δεν με ένοιαζε Συνταξιούχοι, μικροαπατεώνες, μικροπωλητές. Ένας τέτοιος μπήκε ανάμεσα μας. Στάθηκε πρώτα μπροστά μου επιδεικνύοντας το εμπόρευμά του. Εγώ, έγνεψα αμέσως όχι, αυτό μου έλειπε. Οπότε στράφηκε στον ζητιάνο. «Κονόμησες τώρα, τα πιασες τα λεφτά σου» σάρκασα από μέσα μου.
Ο Ζητιάνος ωστόσο κοίταζε το εμπόρευμα με ενδιαφέρον. Αναπτήρες, διόπτρες, μπιχλιμπίδια.
-Πως σε λένε εσένα; Ευριπίδη; Ρώτησε τον Κινέζο.
Εγώ έσκασα στα γέλια παρ’ όλο το χάλι μου. Ο κινέζος χαμογελούσε κινέζικα κι έφευγε με αργά βήματα.
-Έλα εδώ ρε, που πας συνέχισε ο ζητιάνος, δώσε μου δύο αναπτήρες.
Ο Κινέζος γύρισε του έδωσε τους αναπτήρες, πήρε τα λεφτά, τον ευχαρίστησε χίλιες φορές κι έφυγε.
-Μπορεί να ξέρω τον πατέρα του, στράφηκε σε μένα
-Τον πατέρα του Κινέζου; Αλληθώρισα.
-Ναι, γιατί; Τον πατέρα του Κινέζου, είπε σοβαρά κι εγώ ανταριάστηκα.
Τι νόημα είχαν τώρα όλα αυτά; Η κοιλιά μου νιαούριζε κι έπρεπε κάτι να κάμω από το να κάθομαι και ν ακούω τις βλακείες του καθενός.  Έτσι, σηκώθηκα να φύγω. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα κι άκουσα την φωνή του να μου λέει:
-Που πας ρε; Δεν πεινάς ; έλα πίσω, πάμε να φάμε.
Γύρισα και τον κοίταξα αμήχανος.
-Έλα μαζί μου, συνέχισε. Θα πάρουμε ένα κοτόπουλο, ψωμί και τα σχετικά. Έλα. Πάμε.
Δεν είπα τίποτα. Τι να λεγα; Απλά τον ακολούθησα.
Μπήκαμε σ΄ένα κοτοπουλάδικο όπου δυο-τρεις πελάτες περίμεναν στη σειρά. Στάθηκε πίσω τους. Εγώ πιο πίσω σχεδόν να μου τρέχουν τα σάλια από τις μυρουδιές. Ρε, τι είχα πάθει ο κακομοίρης! Τέτοια λιγούρα δεν την είχα νιώσει ποτέ. Κάποια στιγμή, έστρεψε πίσω με κοίταξε και με καθησύχασε με το βλέμμα σα να μου λεγε, μη μιλάς, εντάξει, περίμενε.
Όταν ήρθε η σειρά μας, παράγγειλε, ένα κοτόπουλο, πατάτες, ψωμί. Η καταστηματάρχης τα ετοίμασε, τα έβαλε σε μια μπλε νάιλον σακούλα και του τα έδωσε λέγοντας πως έκαναν δώδεκα εύρο.
-Εντάξει, της είπε σοβαρά με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Είναι της κυρά Μαρίας, απέναντι, ξέρεις εσύ.
-Της κυρά –Μαρίας, έσμιξε τα φρύδια της να θυμηθεί. Α, της κυρά-Μαρίας έκανε σα να θυμήθηκε. Εντάξει, εντάξει, ευχαριστώ..Εσείς τι θέλετε; Απευθύνθηκε στον επόμενο.
Εμείς πήραμε τα πράγματα και φύγαμε. Μόλις βγήκαμε έξω, σφούγγισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου.
-Μην κάνεις έτσι, είπε ο ζητιάνος. Μην είσαι βλάκας, ολόκληρη Καλλιθέα, ξέρεις πόσες Μαρίες έχει; Πάμε να φάμε τώρα, έχεις αυτοκίνητο;
Ναι, αλλά το έχω στο συνεργείο! Ακολούθησα το πνεύμα του σαν συνήλθα λίγο.
-Καλά, φώναξε ένα ταξί. Πάμε στο σπίτι μου να πιούμε και καμιά μπύρα.
-Μένεις μακριά;
-Στην Ηλιούπολη.
-Και θα πάμε εκεί; Απόρεσα.
-Έχεις κάτι καλύτερο; Πάμε και θα δεις. Πως σε λένε;
-Παναγιώτη.
-Παναγιώτη, τι;
-Παναγιώτης Χυλοπίτας.
-Χαίρω πολύ, είπε σοβαρά. Αντώνης Τραχανάς κι έπιασε την κοιλιά του από τα γέλια.
Συνέχισε να γελάει και μέσα στο ταξί όταν επιτέλους βρήκαμε ένα και μπήκαμε εκείνος μπροστά κι εγώ στο πίσω κάθισμα με το κοτόπουλο στη μπλε σακούλα να μου σπάει την μύτη. Ο ζητιάνος έδωσε μια διεύθυνση στις παρυφές του Υμηττού.
-Πολύ ψηλά μένεις, είπα.
-Έχω φτιάξει ένα σπιτάκι, θα δεις.  Κι έπιασε κουβέντα με τον ταξιτζή.
Εγώ σκεφτόμουν να ανοίξω την σακούλα και να τσιμπήσω τουλάχιστον λίγο κοτόπουλο γιατί αλλιώς θα έπεφτα κάτω.
 -Πεινάει το παιδί, είπε στον ταρίφα . Δεν σε πειράζει αν φάει λίγο κοτόπουλο. Θα πληρώσουμε κάτι παραπάνω.
Ο ταρίφας γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε με συμπόνια.
-Μόνο να μην λερώσεις τίποτα, είπε.
-Όχι, όχι, πρόλαβα ν ‘απαντήσω προτού χώσω το μισό μπούτι στο στόμα μου.
Έφαγα κάμποσο ενώ άκουγα τον ζητιάνο να συζητάει με τον ταρίφα.
-Από πού είσαι πατριώτη; ρώτησε ο ζητιάνος.
-Από την Μεγαλόπολη.
-Α, κάτω από τα’ αυλάκι, καλοί είσαστε εσείς, ας λένε, ξέρω εγώ….
Εγώ, σκεφτόμουν να φάω και το άλλο μπούτι, αλλά το μετάνιωσα. Φτάνει πια! Σκέφτηκα. Μην το παρακάνεις με την κωλοπείνα σου. Συμμάζεψα τα πράγματα μου προσεκτικά Ο ταρίφας που είχε το νου του με κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη, σε κάποιο φανάρι. Σαν με είδε που καθόμουν ήσυχος, ηρέμησε. Του χαμογέλασα κι εγώ συγκαταβατικά. Έτσι έληξε το θέμα της πείνας μου τουλάχιστον προς το παρόν.
Φτάσαμε κάποτε στο σπίτι του Αντώνη. Αν τον έλεγαν έτσι, γιατί το Τραχανάς ήμουν σίγουρος πως ήταν ψέμα. Όπως φυσικά κι εμένα δεν με λένε Χυλοπίτα.
-Πως σε λένε τελικά; Με ρώτησε ανοίγοντας την εξώπορτα ενός πραγματικά υπέροχου σπιτιού.
-Αυτό είναι το σπιτάκι σου; έμεινα κεραυνόπληκτος.
-Κι αυτό είναι το αυτοκίνητό μου γέλασε δείχνοντας μια μαύρη μερσεντές αραγμένη στο γκαράζ. Λοιπόν; Θα μου πεις το όνομα σου;
-Α, ναι, ξεχάζεψα. Παναγιώτη Παναγιωτόπουλο, εσένα;
-Αντώνη Ράτζικα. Από το σόι των Ρατζικαίων. Μεγάλο σόι, αγωνιστές στην επανάσταση του 21, είπε περήφανα. Θα σου δείξω φωτογραφίες, έλα, πάμε.
Μπήκαμε στο σπίτι. Ένα πραγματικό αρχοντικό, εγώ ούτε στ όνειρο μου δεν θα αποχτούσα τέτοιο σπίτι.
Ο Αντώνης αφού μου είπε ένα σαν στο σπίτι σου, άραξε , εγώ θα κάνω ένα ντους κι έφτασα» εξαφανίστηκε στο βάθος. Ακούμπησα τα πράγματα στο τραπέζι του σαλονιού και περιεργάστηκα τον χώρο. Ο Αντώνης δεν άργησε. Σε λίγο εμφανίστηκε φορώντας μια  ρόμπα παντόφλες κλπ..
Καθίσαμε στην τραπεζαρία, φάγαμε και ήπιαμε μπύρες. Πιάσαμε την κουβέντα σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι, μέχρι αργά.
-Το πάν είναι να μην πιάνεσαι κορόιδο, αυτή είναι φιλοσοφία μου μικρέ, επαναλάμβανε συχνά. Να μην πιάνεσαι κότσος.
Κι όταν κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω, μου έδωσε ένα πενηντάρικο και μου είπε με νόημα:
-Σκέψου τι μπορείς να κάνεις στη ζωή.
Πέρασε καμιά βδομάδα έτσι κι αλλιώς. Τίποτα σπουδαίο βέβαια, μια από τα ίδια. Τον Αντώνη τον έβλεπα που και που αλλά στην πλατεία δεν στεκόμουν πολύ μαζί του. Φοβόμουν τα μπλεξίματα. Ταυτόχρονα έψαχνα για δουλειά. Μια δουλειά αξιοπρεπή Γκαρσόνι, φύλακας, οικοδομές, μπετατζής και όλα εις –τζης. Κοίταζα και τις μικρές αγγελίες. Οι πιο πολλές ζητούσαν πλασιέδες. Πωλητές βιβλίων, οικιακών συσκευών, μικρούς με μοτοποδήλατο. Υπήρχαν και οι μεγάλες αγγελίες που ζητούσαν διπλώματα, βιογραφικά και τέτοια αλλά εγώ δεν ήμουν μορφωμένος. Έτσι κατέληξα κηπουρός σε μια βίλα κάποιου πλούσιου με τρεις κι εξήντα τον μήνα και να μου βγαίνει και το λάδι στα σκαψίματα ,τα κλαδέματα και τόσες άλλες δουλειές που χρειαζόταν ο τεράστιος κήπος του πλούσιου αφεντικού μου.

Μόλις το είπα στον Αντώνη, «κρίμα ,σε είχα για πιο έξυπνο» μου είπε σχεδόν απογοητευμένος και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Για κάνα δυο μήνες δούλευα στο κηπουριλίκι. Έσκαβα, πότιζα, σκάλιζα για πενταροδεκάρες στην βίλα και κορόιδευα τον εαυτό μου πως κάποτε θα γινόμουν σπουδαίος κηπουρός. Ο κήπος του εφοπλιστή είπαμε ήταν τεράστιος.
Καθημερινά σκοτωνόμουν στην δουλειά. Ψαλίδια, κλαδευτήρια, τσουγκράνες, όλα τα σχετικά εργαλεία. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα. Ώσπου μια Κυριακή πρωί που ήμουν στο μαύρο μου το χάλι, με πήρε τηλέφωνο ο Αντώνης.
-Έλα, μου είπε. Έχω μια δουλειά για σένα.
Πήγα στο σπίτι του, έφτιαξε καφέ, καθίσαμε στην μεγάλη βεράντα να τον πιούμε. Καθώς άναβα τσιγάρο, παρατήρησα πως τα έπιπλα έλειπαν.
-Είχαν παλιώσει και τα πέταξα, γι αυτό σε φώναξα, θέλω να πάρω καινούρια.
-Και τι σχέση έχω εγώ; Απόρεσα.
-Έχεις. Θέλεις να βγάλεις χίλια εύρο;
-Χίλια εύρο!
-Χίλια σε μια μέρα. Σ’ ένα βράδυ.
-Τι θα κάνουμε; Ψυλλιάστηκα.
-Υπάρχει μια αριστοκρατική καφετέρια που δεν κλειδώνει τα έπιπλα την νύχτα..
-Και θα πάμε να κλέψουμε;
-Να κλέψουμε, μόρφασε. Θα αφαιρέσουμε μερικά που τους περισσεύουν, έχουν αυτοί. Να, ας πούμε, τρεις πολυθρόνες, δυο –τρία τραπέζια, έξι εφτά καρέκλες βεράντας , μερικά σκαπώ για το μπαρ. Στην ουσία μετακόμιση θα κάνουμε.
-Είναι σίγουρο;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.

Πήγαμε το βράδυ της ίδιας Κυριακής. Σηκώσαμε τη μισή καφετέρια και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα ρίξαμε στο κλειστό φορτηγό του Αντώνη και τα πήγαμε στην βεράντα του. Τα τοποθετήσαμε ήρεμοι και ήπιαμε πάνω τους ένα μπουκάλι Σίβας.
-Να τα χαίρεσαι, του είπα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Σ’ ευχαριστώ. Έλα, πάρε.
Με πλήρωσε την αμοιβή  μου, χίλια εύρο!
Τον ευχαρίστησα με την σειρά μου και πήρα τον δρόμο μου. Από τότε ευχαριστώ και τον θεό που έγινα ζητιάνος παρά οτιδήποτε άλλο.

 

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΉΣΙ

  


 

Ποδοβολητά των αλόγων, στην παχυλή σκόνη, κουρνιαχτό. Χούγιαξε τ άλογα! φρουμ! φρούμ! φρούμ. Το δικό μου σπίτι είναι γκρεμισμένο σ αυτό το χωριό. Έπεσε. Μισό. Δε θυμάμαι;
Όλα καλά στη σκαμνιά τρέχουν τα παιδιά στον κωλόριζο. Κωλόριζο. Η ρίζα του κώλου. Τρώγαμε κάτω από τον ίσκιο με τον Φώτη τον πατέρα μου και η μάνα. Ω! η μάνα. Σφούγγιζε στην ποδιά τα χέρια και χαμογελούσε σαν εγώ. Οι πέτρες έτριζαν, τα σχίνα σέρνονταν στο δρόμο για το σχολειό, για την εκκλησιά. Την παλιά. Γι αυτό και Παλαιοκκλήσι. Ένας χώρος που ήταν πολύ μεγάλος όταν ήμουν μικρός και μικρός όταν μεγάλωσα. Τώρα. Τι απίστευτα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή μας; όλα αληθινά.  στη Γκορτζοπούλα λίγο πιο πάνω απ τα ριζά του βουνού Αη-Λιά, ένα δέντρο, μόνο αυτή και γύρω-γύρω ασφάκες, ασφάκες, ασφάκες με κίτρινο λειρί στο άνθος των.
Στην πλατεία όλα είναι λεία κι ο Βασίλης Πλιάτσικας πίνει ένα τελευταίο τσίπουρο προτού τραβήξει για τον κάμπο. στο καφενείο του. Ω! Ω! Ω! είχαμε καφενείο. Πίναμε, παίζαμε, γελούσαμε, οι μεγάλοι φώναζαν, τραβούσαν αφτιά, ήταν μια ωραία ζωή, μπλούμ! στο ποτάμι, στον Καλαμά, στον κάμπο που δε ζωγράφισα, που είναι στην άλλη ανατομία κι ο Τσιάβος με τον Φωκά μεγάλοι άνθρωποι έστριβαν τσιγάρο, Δεξιοί κι Αριστεροί, ο Τέλιος, ο Θωμά Ζαχάρως, ο Στέφος κι ο Μέλης με το Ελαιουργείο! χα! φρέσκο, καινούργιο, μηχανήματα, όχι άλογα πια κι η θεία Λευκοθέα, όμορφη πανέμορφες ήταν όλες οι γυναίκες η Ασημούλα, η Ντίνα, η Τασία κι έρχονταν από πέρα ο Θωμα-Φώτος έεεεειεειεειιιειιιιι! ακούγεται ακόμα η φωνή στον Αη-Λιά, στα γίδια για να πάρουν τον ίσιο δρόμο, τον ίδιο λόγγο.
Ήταν όλοι τους παληκάρια ο Λία Μποροδήμος ο πατέρας του Κώστα, ο Ζήκο Αυγέρης τι ονόματα κύριε, και οι Χαλασταναίοι, ώουου! το θυμάσαι το καφενείο του Λάμπρου Χαλαστάνη; χαχαχαχα. με την οκά τι πούλαγαν οι παλιοί άνθρωποι και τι οι νέοι; κινητά. Πέντε δεκάρες ο χρόνος, ο Πάντο Μποροδήμος με τα δυο παιδιά του τον Βασίλη δάσκαλο και τον Σωτήρη Δικηγόρο, καλοί φίλοι. ποδοβολητά άλόγων, τα γαιδούρια και οι ημίονοι στέναζαν κάτω από το βάρος, κάτω από το φόρτωμα των δεματιών, προεξείχαν μόνο τα κεφάλια τους. Τι γαϊδούρια! το δικό μου το γαιδούρι η Μάρκοβα για τον Νικηφόρο, χαιδευτικά, τι άλλο; κι ο Θωμα Γιέπης, η Σόφω, ο Τσιάβο Κύλλας, οι Κυλλαίοι, φίλοι παιδικοί, ο Νάσιος κι ο Σπύρος, όλοι μαζί κι Λάμπρο Πλιάτσικας, ο θείος μου με την άτυχη θεία την όμορφη Ντίνα αλλά κι ο παπα-Σπύρος! με τον Γιώργο Μποροδήμο την θεϊκή φωνή; και την Γιαννούλα, αυτή και η Έφη Πλιάτσικα, και η Αγαθή Τσιάτση, είχαν κάψει καρδιές. Ώοοουου ! αυτές οι γυναίκες, η θεία Βασίλενα με τις τέσσερις κόρες και τον μονάκριβο ξάδερφο, τον Άλκη και πέρα, πέρα όπως βλέπεις στο κάδρο, εκεί που χαληλώνει το βουνό, είναι το Χλωμό, το χωριό των Μπαλαούρηδων, τι Χλωμό ήταν αυτό και γιατί το έβγαλαν έτσι; Α, ναιααααιαιαιαι όλοι μαζί, αστείρευτο πάθος,  οι Τσιουτσαίοι, στο τελευταίο σπίτι προς την Κάτω Βρύση η μάνα του Γρηγόρη, της Βασιλικής και της Έλενας, που έλεγε εκείνα τα φοβερά και πονηρά αστεία κι ο πάππου-Φίλης, εσμέ κι εστέν ω Έλληνες, κωμωδία των αχράντων μυστηρίων και, ίσως ο πιο γενναίος ο θείος μου ο Γρηγόρης Κούλας μαζί με τον Περικλή και τον Βαγγέλη, αχ αυτός ο Κυριάκος, παρέα με τον Χαρίλαο Πλιάτσικα, πέθαναν απ το ποτό σκασμένοι σε έναν κόσμο παράλογο.

Ποδοβολητά αλόγων και οι παλαιοί Πλιατσικαίοι πολεμούν τον Τούρκο. Σημάδι στο κούτελο, στην Κουμαριά, στο μετερίζι περιμέναμε τον εχθρό. Ποιος ήταν; ποιος είναι ο εχθρός; το κρύο σφύριζε, ο αέρας κίτρινο μπαρούτι, ο εχθρός, ο εχθρός, ο εχθρός, οι άσπρες πέτρες στους τοίχους, οι γκρίζες στις σκεπές, τα Καλοκαίρια και οι Χειμώνες, πόσα νερά, πόσοι χείμαρροι δεν κατρακύλησαν στις καρδιές των παλιών αυτών ανθρώπων που έζησαν στο Παλαιοκκλήσι;

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ 2

 

 


Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Οι άνθρωποι πάντοτε μου προξενούσαν μια αλγεινή εντύπωση.
Από μικρό παιδί, σκεφτόμουν γιατί να ζούνε τόσοι άνθρωποι. Άνθρωποι χωρίς καρδιά. Κοντοί, κουτσοί, στραβοί, ανισόρροποι. Φάτσες που δεν γουστάρεις να δεις πουθενά. Γκαρσόνια, που στριφογυρίζουν, γκόμενες[γυναίκες!] που δεν έχουν μυαλό παρά μόνο για τον έρωτα, παιδάκια που σου σπάνε τα νεύρα, γιατί ξέρεις πως κάποτε θα μεγαλώσουν.
Τι αξία έχει να ζούνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εξυπηρετούνε κανένα λόγο;
Ένας άνθρωπος μονάχα έπρεπε να υπάρχει: Εγώ.

Καθισμένος στη στριφογυριστή  πολυθρόνα, μέσα στο υπέροχο γραφείο μου, ανασκάλευα τα χειρόγραφα μου. Άναβα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου, έπινα μαύρη βότκα. Συγγραφέας γαρ. Όλοι οι συγγραφείς πίνουνε. Εκτός από κάτι ξενέρωτους Καζαντζάκηδες.[Η χολή που στάζει δεν είναι δικιά μου.]Στο σκοτεινό, πίσω μέρος του μυαλού μου, ήθελα να ξεκαθαρίσω την ατμόσφαιρα. Να σμίξω το φως με το σκοτάδι, να αφαιρέσω κι απ’ τα δυο τους ανθρώπους. Πιο  πολύ τους ανθρώπους.
Προσπαθούσα λοιπόν, μέρες τώρα μου είχε καρφωθεί ή ιδέα, να βρω έναν πιο εύλογο τρόπο για να οικειοποιηθώ την άποψη, πως δεν χρειαζόταν να υπάρχουν όλοι αυτοί.
Η γραμματέας μου στο βάθος καθισμένη στο γραφείο της, διόρθωνε κάποιες σελίδες μου στον υπολογιστή της. Σηκώθηκα αποφασισμένος και πήγα κοντά της. Την κοίταξα και ανασήκωσε τα μάτια.
Μάτια κουρασμένα, επουσιώδη. Χέρια λευκά, πρόσωπο κέρινο, ασυμμάζευτο. Επίτηδες την είχα διαλέξει έτσι, μέσα από ένα τσούρμο υποψήφιες.
Τι είναι κύριε Κρίστο; Με ρώτησε σβησμένα.
-Τίποτα, της είπα. Μια ιδέα μόνο; Εσύ τι λες , αν σκοτώσω όλον τον κόσμο;
-Στη συνέχεια του βιβλίου; Αναπήδησε ακόμα πιο αχνά, λίγο.
-Όχι, στην πραγματικότητα.
-Και μπορείτε; Γέλασε ακόμα αχνότερα.
-Ο συγγραφέας όλα τα μπορεί.
-Σ’ αυτό συμφωνώ.
Μόλις το είπε αυτό κι έσκυψε στη δουλειά της, ένα μυρμήγκιασμα κύλησε στη ραχοκοκαλιά μου. Ο πρώτος που έπρεπε να σκοτώσω ήταν αυτή. Την παρατήρησα λίγο ακόμα άφωνος και πισωπάτησα προς το γραφείο μου. Άναψα ένα άλλο τσιγάρο, ρούφηξα λίγη μαύρη βότκα. Μ’ έπιασε μια μικρή απελπισία, έχασα την όρεξη για να γράψω αλλά δεν λύγισα. Αυτό, γιατί πάντα είχα μες το μυαλό μου μαύρες σκέψεις.
Για να μην υποθέσει όμως κανείς πως τα λέω όλα αυτά εξ αιτίας κάποιας απογοήτευσης ή αποτυχίας, οφείλω να πω, πως στην ζωή μου όλα πήγαιναν ρολόι. Και πηγαίνουν.
Τα βιβλία μου γίνονται ανάρπαστα. Το αναγνωστικό κοινό[σιχαίνομαι την έκφραση] περιμένει πως και πως το επόμενο βιβλίο μου. Το βιβλίο του Κρίστο Αγκάθινου.
Κρίστο Αγκάθινος δεν είναι το πραγματικό μου. Στην ουσία κανείς, εκτός από πέντε –δέκα συγγενείς, δεν γνωρίζει, πως ο Νίκος Μπουρμπουλιάρης και ο Κρίστο Αγκάθινος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Εγώ.
Τις περισσότερες φορές, γράφω ιστοριούλες, τύπου Άρλεκιν. Αυτά που γουστάρει το κοινό.[Πάλι αυτή η ανούσια λέξη]
Βαριεστημένος, σηκώθηκα από την στρογγυλή μου θέση. Δεν είχα διάθεση να συνεχίσω το γράψιμο. Εξ άλλου δεν καιγόμουν εγώ. Οι εκδότες μου  και ο κόσμος ναι. Εγώ όχι.
Σκέφτηκα κάπου να πήγαινα. Η ώρα ήταν προχωρημένη, γύρω στις εντεκάμισι το βράδυ.. Γνωστούς δεν ήθελα να συναντήσω, ιδιαίτερα κάτι σαλιάρηδες, αποτυχημένους και μη του σιναφιού. Άρρωστοι άνθρωποι, καρφωμένοι στην ιδέα να κάνουν μια επιτυχία, ένα μπέστ-σέλερ.
Ακόμα χειρότεροι οι κριτικοί. Άνθρωποι για κλωτσιές. Αποτυχημένοι συγγραφείς που στάζουν φαρμάκι ή γλίτσα, ανάλογα.
Ενώ εγώ είμαι ένας ακραιφνής, ζωντανός πενηντάρης άνθρωπος με αποκρυσταλλωμένες ιδέες για την ζωή, για την φιλοσοφία. Τι δουλειά είχα με όλους αυτούς τους σκατιάρηδες;
Έτσι σκοτεινιασμένος, πήρα το αυτοκίνητο μου να πάω μια μακρινή βόλτα. Ασυναίσθητα οδήγησα στις βραδινές λεωφόρους. Όλως περιέργως δεν είχε πολύ κίνηση. Βγήκα γρήγορα στην Εθνική από την Κηφισιά και κατευθύνθηκα προς την Χαλκίδα. Νοστάλγησα την πατρίδα. Ηεπιστροφή, ο νόστος είχε πάντα μια σημασία για τους ήρωες.
Έβαλα κάποιον σιγανό Ραχμάνινωφ, να μου τριβιλίζει το μυαλό και τα’ αφτιά, μα πάντα είχα κατά νου την αρχική μου έμμονη ιδέα: Πως θα εξαφάνιζα όλους τους ανθρώπους. Κατέφυγα για λίγο στον ακαιριώδη Νίτσε και τον ιδεάνθρωπο του. Νοστάλγησα και τον Μπέρκλευ με την ουτοπία του πως τα πάντα είναι διπλή παράσταση στο μυαλό μας, μα τον απέρριψα. Το είχε κάνει άλλωστε πολύ εύκολα, ο ασυγχώρητος Καρλ Μαρξ, λέγοντας στο «Αντιντίριγκ», πως για τα πράγματα μπορεί να ισχύει, για τους ανθρώπους ‘όχι. Δεν μπορεί να μην υπάρχεις εσύ για μένα κι εγώ για σένα. Είναι άτοπο. Άρα υπάρχουμε και οι δυο. Εσύ κι εγώ. Υπάρχουμε όλοι. Έξι δις άνθρωποι. Αυτοί που πέθαναν δεν υπάρχουν. Το βάρος της ψυχής τους θα γκρέμιζε την γη. Για φαντάσου να ζούσε έστω κι ένα γραμμάριο απ’ όλους αυτούς που έζησαν;
Με τις σκέψεις και τον Ραχμάνινωφ, έφτασα στα τρελά νερά. Άραξα στην γέφυρα που αυτά τα νερά, πηγαίνουν έξι ώρες πάνω κι έξι ώρες κάτω. Παράγγειλα πετροσωλήνες και ούζο. Έτρωγα και έπινα σαν ένας ηλίθιος άνθρωπος. Ένας ευτυχισμένος ζωντανός.
Απέναντι μου καθόταν ένα άλλος ηλίθιος. Έτρωγε και έπινε σαν ζώο. Χοντρός, τεράστιος, βουβαλώδης. Γεμάτος τρίχες ακόμα και στα παχουλεμένα , γυμνά μπράτσα του.. Τον κοίταζα, και μου ερχόταν να σηκωθώ, να πάω κοντά του ξαφνικά και να του μπήξω το μαχαίρι στην καρδιά.! Αν ήξερα πως θα το πετύχαινα με την μια, θα το έκανα. Αλλά με τόσο λίπος μέσα σ’ αυτό το τσουβάλι, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι θα συμβεί..
Όπως καταβρόχθιζε ότι πήγαινε στο τραπέζι του, έβγαζε άναρθρες λεπτές κραυγές ευχαρίστησης. Λες και γαμούσε. Ή γαμιόταν.
Κάποτε τέλειωσε με βρυχηθμούς λιονταριού. ΄Η καλύτερα ύαινας. Ναι, ύαινας. Γιατί, όλα αυτά τα σάπια κρέατα, μόνο ένα τέτοιο ζώο θα μπορούσε να τα καταβροχθίσει.
Ρούφηξε το εικοστό λίτρο μπύρας κι άφησε τον αφρό της να κυλήσει στο δασώδες στήθος, στο ανοιχτό πουκάμισο. Ύστερα, σφουγγίζοντας τα χείλια του, ήρθε ακάλεστος στο τραπέζι μου.
-Σε ξέρω εσένα, μου είπε με την λεπτή, τσιριχτή, γυναικεία φωνή. Δεν είσαι ο Κρίστο Αγκάθινος;
-Τι σημασία έχει; τον κοίταξα με σιχασιά.
-Έχει γιατί νομίζεις πως κάποιος είσαι.
-Εσύ δεν είσαι κάποιος; Αντιπρότεινα.
-Μην πας να ξεφύγεις! με αντέκοψε απειλητικά. Απόψε θα πεθάνεις.
-Και πως θα γίνει αυτό; ρώτησα ήσυχα.
-Θα σε σκοτώσω εγώ. Προτού προλάβεις να σκοτώσεις εσύ όλους τους ανθρώπους.
Με έπιανε στον βρόντο μου.
Αλλά δεν φοβήθηκα, όσο χοντρός και να ήταν, φαινόταν του χεριού μου. Εξ  άλλου είχα το πιστόλι μου στην μασχάλη. Ποτέ δεν το ξεχνούσα, γιατί με ένα όπλο στην τσέπη σου, αισθάνεσαι πιο ασφαλής.
-Δεν θα προλάβεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γράπωσε το δεξί μου χέρι με το δικό του σαν τανάλια.
Ο κόσμος είχε φύγει από το μαγαζί. Κοίταξα γύρω μου και μόνο τα γκαρσόνια στο βάθος συμμάζευαν τα τραπέζια για να κλείσουν. Στο τελευταίο που καθόμασταν εμείς, υπήρχε μισοσκόταδο. Κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν.
Χωρίς φόβο και με το ένστικτο πως ήμουν δυνατότερος από αυτόν, τίναξα το χέρι του από πάνω μου..Ταυτόχρονα με το αριστερό, έβγαλα το σαρανταπεντάρι. Του το κάρφωσα στη μούρη.
-Προχώρα! του είπα.
Γρυλίζοντας σαν σκυλί σηκώθηκε.
-Θα περάσουμε την γέφυρα ήσυχα, του είπα γλυκά, με το όπλο καρφωμένο στα πλευρά του. Σαν δυο καλοί φίλοι. Μην κάνεις καμιά εξυπνάδα. Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν κάμεις καμιά εξυπνάδα.Προχώρα!
Καθώς αποχωρούσαμε, τα γκαρσόνια φώναζαν, κάτι σαν « ε, κύριοι ξεχάσατε το λογαριασμό» αλλά ποιος τους άκουγε.
Περάσαμε την γέφυρα αμίλητοι. Στρίψαμε δεξιά, στην παραλία, στον χωματόδρομο. Ησυχία. Η ώρα ήταν τρεις. Χειμώνας καιρός κι η θάλασσα αργούλιαζε. Έξι ώρες πάνω, έξι ώρες κάτω.
-Γιατί θέλεις να με σκοτώσεις; Τον γύρισα πάντα σημαδεύοντας τον. Ποιος είσαι εσύ;
-Είμαι όλοι οι άνθρωποι. Αυτούς που εσύ θέλεις να εξαφανίσεις. Εδώ μέσα, συνέχισε σχίζοντας το λευκό του πουκάμισο και δείχνοντας το στήθος του, κατοικούνε όλοι. Χτύπα λοιπόν!
-Το λες για να σε λυπηθώ;
-Το λέω με την γνώση, πως όλος ο κόσμος τούτη την ώρα, είμαστε εσύ κι εγώ. Ένας από τους δυο μας πρέπει να πεθάνει. Κι αυτός θα είσαι εσύ! Κι έφτυσε στο σκοτάδι.
Το σάλιο του γέμισε τον αγέρα. Η μπόχα του καταραμένου σαρκοφάγου, γέμισε την πλευρά της άγριας θάλασσας, που υποχωρούσε προς τον βορρά. Τα νερά άλλαζαν γοργά, πρώτη φορά τύχαινε να παρακολουθεί την αλλαγή τους. Τεράστιες ψιχάλες χώριζαν τον κόσμο μας.
Αυτό ήταν το τελευταίο που πρόλαβα να σκεφτώ. Αυτό που δεν πρόλαβα ήταν το τεράστιο χέρι του που έπεσε σαν οβίδα στον σβέρκο μου. Σωριάστηκα κατάχαμα, το πιστόλι έφυγε από τα χέρια μου. Σύρθηκα λίγο κι έμεινα ακούνητος, άψυχος στην βρεγμένη παραλία, βορειοδυτικά της Χαλκίδας.

Όταν συνήλθα δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ήξερα πως κανένας δρόμος δεν έβγαζε πουθενά. Μούσκεψα ως το κόκαλο, το κρύο έκοβε φέτες όσα είχαν συμβεί και το μυαλό μου πονούσε αλλά έπρεπ να πάρω έναν δρόμο. Πονούσε και ο σβέρκος μου που είχε κάνει ένα τεράστιο καρούμπαλο. Το έπιασα με συμφορά, αναμοχλεύοντας την μνήμη μου. Που στο διάολο ήταν ο χοντρός; Και γιατί δεν με είχε σκοτώσει;
Το πιστόλι ήταν δίπλα μου, κύλησε καθώς πήγα να σηκωθώ. Το πιασα σκοτωμένος,  το σκούπισα. Σκέφτηκα να το πετάξω αλλά μετάνιωσα. Το τοποθέτησα πάλι στη μασχάλη μου.
Η βροχή είχε σταματήσει. Κοίταξα το ρολόι μου. Οχτώ παρά τέταρτο. Χάραζε ένας απέραντος ουρανός, γαλάζιος, μετά την νυχτερινή καταιγίδα, κι εγώ είχα μείνει λιπόθυμος περίπου τρεις ώρες. Πως δεν με κατασπάραξαν οι ύαινες; Οι λύκοι και οι νυχτόβιοι γύπες; Α, ήμουν πολύ τυχερός φαίνεται. Α λάκι μεν.
Πήρα τον δρόμο σιγά-σιγά προς την παραλία. Κανείς δε υπήρχε. Μέχρι να περάσω την γέφυρα και να φτάσω στον κόσμο, σκεφτόμουν τον χοντρό. Αν δεν υπήρχε το καρούμπαλο στο σβέρκο μου, θα νόμιζα πως το είχα ονειρευτεί. Αλλά τώρα;
Πήγα στο αυτοκίνητο μου άλλαξα ρούχα. Πάντα κουβαλούσα μαζί μου μερικά. Ύστερα κάθισα σε ένα καφέ, κοντά στη γέφυρα. Παράγγειλα εσπρέσο, ρούφηξα, άναψα τσιγάρο, ψιλοσυνήλθα.
Τότε εμφανίστηκε πάλι ο χοντρός. Γελώντας, ήρθε προς το μέρος μου. Κάθισε απέναντί μου.
–Γιατί δεν με σκότωσες;τον ρώτησα.
-Πλάκα μου κάνεις; Να γλιτώσω το λογαριασμό ήθελα, χαχάνισε. Ξέρεις πόσα είχα παραγγείλει; Τουλάχιστον διακόσια εύρο. Κι εγώ είμαι φτωχός Εσύ θα με σκότωνες αλήθεια; Δεν το πιστεύω.
-Ναι, αλλά με χτύπησες άσχημα, παραπονέθηκα.
-Δεν είναι τίποτα, ήδη έχει περάσει, ψαχούλεψε το σβέρκο μου
-Πως ήξερες ότι θέλω να σκοτώσω όλο τον κόσμο.
-Τυχαία το είπα. Εξ άλλου τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται. Θ κεράσεις καφέ;
-Ότι θέλεις.
Ήρθε ο καφές, άναψε απανωτά δυο-τρία τσιγάρα, αμίλητος. Ύστερα, μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά στο αυτί μου:

-Υπάρχει ένας καθρέφτης μπροστά σου. Βλέπεις το είδωλό σου απέναντι. Πυροβόλησε το. Έτσι, αφού θα σκοτώσεις τον εαυτό σου, οι άλλοι δεν θα υπάρχουν πια.

ΤΕΛΟς

 

 

ΜΑΚΙΑΒΕΛΙΣΜ'ΟΣ

 Χωρίς συναίσθημα. Πιο σπουδαίο να σε φοβούνται παρά να σ αγαπούν. Μακιαβέλι. Μακιαβελισμός. Απόλυτα εναρμονισμένος με έναν διαχρονικό άνθρω...