Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ




Μυθιστόρημα

Τρομοκράτης δεν ήταν η σωστή λέξη. Κι ο ανακριτής έψαχνε πάντα με μανία για το σωστό. Σωστά γινόταν αυτό που του έμαθαν. Σωστό, όμως, ήταν και κείνο που δε γνώριζε. Τρομοκράτης, επέμενε, δεν ήταν η σωστή απόδοση. Τρόμο-κρατεί.
Ιδεοκράτης θα ήταν καλύτερα.
Ο τρόμος έχει μια άλλη σημασία. Προέρχεται από τον φόβο, που δεν ήταν αποτυπωμένος στο πρόσωπο κανενός τρομοκράτη. 
Ιδέα του ήταν και την πίστευε. Ιδέες όμως υπήρχαν πολλές.

Η Ελλάδα έσκαγε το πρόσωπο της στο μισό φεγγάρι του πρωινού, όταν τα βήματα του αγουροξυπνημένου ανακριτή, ακολουθούσαν τον ρυθμό μιας ζεστής μέρας του Οκτώβρη.
Την Ελλάδα που αγαπούσε "μοιρολατρικά" ο ανακριτής, μπορεί και παθολογικά, του την είχαν μάθει σαν μια όμορφη κόρη, απ όταν ήταν μικρός. Όλα τα πράγματα όταν είμαστε μικροί μοιάζουν όμορφα. Είναι όμορφα! Είναι ωραία!
Την έδειχναν, πάντα μ εκείνο το κοντάρι με τη γαλανόλευκη, τα λευκά μπράτσα που γύρω τους τυλιγόταν το μυστηριώδες πέπλο της λευκότητας και το στιβαρό, αγέρωχο βλέμμα που έδειχνε την αποφασιστικότητα, ίσως όλων εκείνων που υπήρχαν πίσω απ αυτήν.
Θα ήταν μια ωραία αρχή. Αν, κι έτσι τα πράγματα γίνονται πιο γρήγορα, θα ήταν μια ωραία αρχή. Η άλλη θα ήταν να ξεκινήσουμε με τον Νίκο Καζάρμα. Αλλά εκείνος τούτη την ώρα θα κοιμόταν βαθιά. Τι έχουν να πουν οι άνθρωποι που κοιμούνται; Τίποτε. Μόνο όνειρα. Και τα όνειρα δεν είναι ποτέ αληθινά.
Το όνειρο που έβλεπε ο Καζάρμας ήταν χαμογελαστό. Βρισκόταν, λέει, μέσα σε ένα ραφείο, αν και σήμερα δεν πηγαίνουν οι άνδρες σ ένα ραφείο, αυτός προβάριζε εκεί, ένα γυαλιστερό μαύρο ή μπλε κουστούμι, που θα του χρειαζόταν για κάποιες επίσημες βραδιές. Όμως, αμέσως μετά, το κουστούμι γινόταν πάνω του, φόρμα αθλητική. Μια καινούργια φόρμα, κόκκινη και άσπρη. Ήταν τα χρώματα του. Τώρα το ραφείο είχε γίνει γήπεδο, καταπράσινο, κερκίδες δεν υπήρχαν αλλά κόσμος ήταν αρκετός έξω από τα κάγκελα, σα να περίμενε μόνον αυτόν, που ακολουθώντας τους συμπαίχτες του, βγήκε από την καταπακτή των αποδυτηρίων, χαμογελαστός.
Του άρεσε αυτή η ώρα. Όπως του άρεσε και το ποδόσφαιρο. Έπαιζε με μανία, από μικρός ήθελε να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και τώρα του δινόταν αυτή η ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα. Έβγαινε  με μια ομάδα από τα αποδυτήρια, φορώντας στην πλάτη του το νούμερο δέκα που ήταν και το αγαπημένο του.
Και το παιχνίδι άρχισε ξαφνικά-αυτός όμως δεν μπορούσε ν ακουμπήσει τη μπάλα. Όλο ερχόταν κοντά του με καλοζυγισμένες πάσες  που θα μπορούσε εύκολα να τις κοντρολάρει και ν αρχίσει τις περίτεχνες ντρίπλες του αλλά, τίποτε. Μόλις προσπαθούσε να την αγγίξει, εκείνη έφευγε σα να την παρέσερνε ο αγέρας. Την πήγαινε σε άλλους, συμπαίχτες ή αντιπάλους.
Δεν ήξερε τι να κάνει κι ένιωθε σα μικρό παιδί έτοιμο να βάλει τα κλάματα, όμως δεν το κανε. Απλά συνέχιζε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που την πήγαινε όπου ήθελε ο άνεμος.
Τα όνειρα όμως δεν τελειώνουν πουθενά κι ο Νίκος Καζάρμας, γύρισε ανάσκελα, προχωρώντας γοργά για το καινούργιο.
Κι ο ανακριτής παρ όλα αυτά, προχωρούσε αργά. Σαν τον σαλίγκαρο που γυρίζει πίσω, μόλις τα κέρατα του συναντήσουν ένα εμπόδιο, σκέφτηκε και θυμήθηκε τον νεαρό. "Γαμιέσαι κερατά!" του είχε πει κατάμουτρα την περασμένη βδομάδα, την πρώτη στιγμή που τον έφεραν στο γραφείο του και τον κοίταξε κατ ευθείαν στα μάτια. Κι αυτός πετάχτηκε πάνω. Αγρίεψε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα κάθισε πάλι, ηρέμησε. Είχε προλάβει να σκεφτεί, πως ήταν, μονάχα, ένας ηλίθιος νεαρός, με γαλάζια, πιο ηλίθια μάτια.
Τον είχαν φέρει εκεί, γιατί έκανε μάτι στη σκοτωμένη φοιτήτρια. Κι αργότερα, είπαν πως αυτός την είχε σκοτώσει. Μάλλον κάτι τέτοιο θα ήταν. "Όμως δε φαινόταν εύκολο πράγμα" μονολόγησε προχωρώντας ακόμα πιο βαθιά στο στενό σοκάκι σε μικρή απόσταση από τον ουρανοξύστη, εκεί, όπου στον δέκατο τρίτο όροφο και στο δέκατο τρίτο γραφείο, τον περίμενε η πρωινή καρέκλα [την αγαπούσε την καρέκλα του] και ο γλυκός-πολύ γλυκός, πρωινός τούρκικος καφές.
Προληπτικός δεν ήταν με τα νούμερα, μόνο τις μαύρες γάτες φοβόταν. Αν τύχαινε και του κοβε καμιά τον δρόμο, ήταν ικανός να γυρίσει σπίτι του και να μείνει άρρωστος, μισή βδομάδα.
Στο ασανσέρ έκανε ν ανάψει τσιγάρο. Έπιασε την ταμπακιέρα, μάλλον χρυσή-ποιος ήξερε πόσα πράγματα ήταν αληθινά. 

συνεχίζεται

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΆ





ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
Ποτέ δεν του άρεσαν τα μπλεξίματα, από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών δεν ήθελε να μπλέκεται στα πόδια των άλλων. Ιδιαίτερα για τις ερωτικές του σχέσεις ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν πήγαινε με παντρεμένες, δε χαϊδευόταν με τις ξαδέρφες, δεν κοίταζε στα μάτια τις συντρόφισσες των φίλων.
Και τώρα που είχε μεγαλώσει, πλησίαζε τα τριάντα, ακόμα περισσότερο τηρούσε αυτούς τους δικούς του ηθικούς κανόνες και ήταν ήσυχος από αυτή την πλευρά γιατί έβλεπε τι μπλεξίματα τράβαγαν όσοι μπερδεύονταν στα μπούτια των διπλανών τους.
Τελευταία μέρα του Ιουνίου ήταν, Κυριακή, τριάντα του μηνός. Την προηγούμενη είχε κλείσει το ξυλουργείο του- φέτος θα έκανε διακοπές όλον τον Ιούλιο, σε αντίθεση με τα περισσότερα χρόνια που πήγαινε τον Αύγουστο. Αλλά είχε βαρεθεί πια τον Αύγουστο. Όλο Αύγουστο, Αύγουστο, έλεγε μέσα του. Φέτος θα πάω ή Ιούλιο ή Σεπτέμβριο. Και επειδή οι δουλειές του είχαν πάει περίφημα, αποφάσισε να το κλείσει τον Ιούλιο.
Σφάλισε τις πόρτες, κατέβασε τα ρολά, έγραψε στο χαρτάκι: Γειά σας φίλοι μου. Πάω διακοπές. Ο ξυλουργός θα είναι κοντά σας από την πρώτη Αυγούστου. Το κόλλησε στο τζάμι από μέσα για να μη το σχίσουν οι ζηλόφθονοι.
Μόλις ξύπνησε την Κυριακή το πρωί, έφτιαξε έναν ευτυχισμένο καφέ, βγήκε στο μπαλκόνι να τον πιει με την ησυχία του. Ξένοιαστος από τη βαβούρα της δουλειάς, λέφτερος από γυναίκα, μόνος με τον εαυτό του, ένιωθε υπέροχα στα τριάντα του χρόνια. Κι άρχισε να σκέφτεται που θα πήγαινε, ποιος να ήταν ο προορισμός του για τις διακοπές.
Στο νου του ήρθαν τα νησιά, η Ρόδος, η Σύρος, η Κέρκυρα κι άλλα. Είχε πάει όμως στα περισσότερα απ αυτά, κάτι άλλο σκεφτόταν να έκανε τούτες τις διακοπές. Στο νου του έφερε να πήγαινε στο χωριό του, είχε να πατήσει πέντε χρόνια, να έβλεπε και τους γέρους του γονείς. Το γυρόφερε λίγο ακόμη στο μυαλό του και είπε πως δεν ήταν άσχημη ιδέα. Εξ άλλου το χωριό του η Ασίνη στην Αργολίδα, δεν ήταν κανένα απομονωμένο χωριουδάκι. Δίπλα του το Τολό, η Ερμιόνη, απέναντι τα νησιά του Αργοσαρωνικού, θα έκανε ότι ήθελε, ναι εκεί θα πήγαινε, με βάση την Ασίνη θα έκανε το γύρω της Αργολίδας, το γύρω της Πελοποννήσου, με τη μηχανή του. Δε θα έπαιρνε αυτοκίνητο, άμα χρειαζόταν θα χρησιμοποιούσε τη σακαράκα του γέρου του.
Έφτασε στο χωριό το επόμενο βράδυ που είχαν πανηγύρι. Δεν το θυμόταν, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις γιορτές και τα πανηγύρια. Τους βρήκε όλους εκεί. Τους γονείς του, φίλους και ξαδέρφια. Ξαφνιάστηκαν όλοι που είχαν χρόνια να τον δουν. Άραξε τη σκονισμένη χάρλει Ντάβινσον, έβγαλε το κράνος, είδε την παρέα του πατέρα του, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν. Δάκρυσε κι ο ξυλουργός λίγο, κοιτάζοντας ένα γύρω, κι ακούγοντας τη λαϊκή ορχήστρα με τα κλαρίνα να βουίζουν τον τόπο, τα κορμιά να λικνίζονται στο χορό. Ένα μεγάλο κύκλο όλοι, νέοι και νέες, γέροι και γριές απολάμβαναν αυτό που τους χάριζε η ζωή.
Έφερε στο νου του αστραπιαία τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Δεν είχαν αλλάξει και πολύ τα πράγματα, σχεδόν ίδια, ίδιες φάτσες έβλεπε, απλά όλοι είχαν μεγαλώσει κατά τι.
Δίπλα ο πατέρας του τον σκούντηξε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια με το κρασί. Τη στιγμή που τσούγκριζε και έκανε να φέρει το ποτήρι στα χείλη, ένιωσε δυο γυναικεία χέρια να του κλείνουν τα μάτια. Το μισό κρασί χύθηκε, πρόλαβε να πιει λίγο.
-Ποιος είναι! Ρώτησε αιφνιδιασμένος.
Κανείς δε μίλησε. Το σκοτάδι κύλησε μέσα στη βροντώδη μουσική αλλά αυτός ένιωσε σαν να ήταν μόνος μ αυτά τα χέρια που του έκρυβαν το φως. Πέρασε ένα λεπτό. Δυσανασχέτησε, δεν του άρεσε το άγνωστο.
-Ποιος είναι; Ξαναρώτησε κάπως νευρικά.
-Βρέστην, άκουσε τον πατέρα του να του λέει από δίπλα, ενώ τα χέρια του χάιδευαν τα μάτια. Ναι, του χάιδευαν. Ένιωσε τα υγρά δάχτυλα ν απλώνονται στο μέτωπο του, ώσπου κάποια στιγμή, τον άφησαν.
Γύρισε και την είδε. Ήταν η ξαδέρφη του η Νίκη. Όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα. Αγκαλιάστηκαν και την θυμήθηκε αστραπιαία. Όλα αστραπιαία τα έκανε ο ξυλουργός.
Ήταν πέντε η έξι χρόνια μικρότερη του, χυμώδης, επιθετική. Τον φίλησε στο στόμα κατευθείαν ερωτικά. Με το ζόρι την ξεκόλλησε από πάνω του, ενώ είχαν έρθει τα σώματα τους σε επαφή κι ένιωσε ντροπιασμένος που κάτι φούσκωσε στο παντελόνι του. Προτού καθίσουν, αναψοκοκκινισμένοι, διόρθωσε το παντελόνι του και σ αυτή του την προσπάθεια, άγγιξε λίγο δίπλα από το μουνί της.
-Τη θυμάσαι τη Νίκη; Ρώτησε η μάνα του.
-Πως δεν την θυμάται; Είπε κάπως ενοχλημένος ο πατέρας του. Ποιος την ξεχνάει τη Νίκη.
-Ναι, βέβαια, πως, έκανε ο ξυλουργός. Δεύτερα ή τρίτα ξαδέρφια είμαστε; Τη ρώτησε κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια με κάποια νεύρα.
-Πρώτα, του απάντησε με νάζι, με σιγουριά.
Συνέχισαν να μιλάνε διάφορα, όλοι μαζί. Ήρθαν στο τραπέζι κι άλλοι, φίλοι, γνωστοί να τον χαιρετήσουν. Τον σήκωσαν στο χορό, χόρεψε μαζί τους, με την Νίκη να είναι πάντα δίπλα, να τον κοιτάζει, κι αυτός να προσπαθεί να την αποφύγει, χωρίς να δημιουργήσει επεισόδιο. Αναγκαστικά την κράτησε να χορέψει πρώτη, ήταν απίστευτη χορεύτρια, το κορμί της γλιστρούσε σα φίδι, σα λυγερό δέντρο στον άνεμο. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί πως ήταν πανέμορφη, πως δεν έπρεπε να ήταν ξαδέρφη του κι έσκυβε τα μάτια στην πλακόστρωτη πίστα της πλατείας του χωριού όπου γινόταν το γλέντι.
Ξανακάθισαν στο τραπέζι τους, οι γονείς του είπαν πως είχαν κουραστεί κι έπρεπε να πάνε για ύπνο.
Έφυγαν.
Έμειναν οι δυο τους στο τραπέζι.
- Θα με πας στο σπίτι; Τον ρώτησε μετά από κάμποση σιωπή.
-Θα σε πάω, φύγαμε;
Έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε η βουή του κλαρίνου να τους ακολουθεί καθώς έτρεχαν στο χωματόδρομο για το σπίτι της.
Κατέβηκαν. Χωρίς να πουν τίποτα προχώρησαν στο σκοτάδι. Δίχως να συνεννοηθούν μπήκαν στην αποθήκη σανού που είχαν οι γονείς της για τα ζωντανά. Του ξυλουργού του μύρισε ο σανός,του μύρισε μουνί, ένιωσε σαν άλογο, παρ ολίγο να χλιμιντρίσει. Η Νίκη ανάσαινε χαμηλά, πιάστηκαν αγκαλιά, έπεσαν στο σανό, λύθηκαν τα κουμπιά, έσπασαν τα φερμουάρ, τα κορμιά έγιναν ένα. Μπήκε μέσα της δυνατά, έσχισε τη σάρκα που έτριζε, η Νίκη ούρλιαζε σιγανά, τύλιγε τα πόδια της στη μέση του, στο στέρνο, στο λαιμό, αυτός ορμητικά, πιο βαθιά, μέχρι την άκρη του πάτου της ηδονής, μέχρι το στόμα της, ώσπου όλα να γίνουν κατακόκκινα, κατακίτρινα, ολόασπρα, όταν τα κορμιά τελειώνουν, όταν ξαναγυρνάνε ανάσκελα και τα μάτια κλείνουν ευτυχισμένα.

Ένα άγανο γυρόφερνε στα χείλη του, κιτρινωπό, προς την ώχρα καμένο απ του ήλιου τη φωτιά. Η γεύση του ξυλώδης, δεν μπορούσες να χορτάσεις μ αυτό, όσο κι αν το μασούσες. Το μάσησε λίγο ακόμη στα γερά του δόντια κι ύστερα το έφτυσε δίπλα.
Ήταν το απομεσήμερο της άλλης μέρας που είχε πάρει τους δρόμους αρκετά συννεφιασμένος από τις πράξεις του την περασμένη νύχτα. Αφού έκανε ένα μακρινό γύρω στον Αργολικό κάμπο, σταμάτησε στην Αρχαία Ασίνη να πιει ένα καφέ. Άραξε τη μηχανή, έβγαλε το κράνος, πήρε το άγανο, κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Παράγγειλε τον καφέ του και περίμενε. Απέναντι τα αρχαία ερείπια της Ασίνης. Πέτρες μεγάλες, πέτρες που θα χρειάζονταν γίγαντες για να τις χτίσουν, πέτρες Ελληνικές με μεγάλη Ιστορία. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα για τον τόπο του, θυμόταν μόνο που ο δάσκαλος στο σχολείο τους έλεγε πως έπρεπε να είναι περήφανοι που γεννήθηκαν σ αυτό τον πανάρχαιο τόπο. Εντύπωση του είχε κάνει το γεγονός ότι οι Αργείοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την Ασίνη -που ήταν μεγάλη πόλη και σύμμαχος τους- επειδή στράφηκαν εναντίον τους και τους πολέμησαν μαζί με τους Σπαρτιάτες. Τι περίμεναν; γέλασε πικρά από μέσα του. Είχαν κάνει μια προδοσία και οι προδοσία στη ζωή πληρώνεται. Ότι απόμεινε από την αρχαία Ασίνη ήταν αυτές οι λιγοστές σκόρπιες πέτρες, που τις έδερνε αλύπητα ο Καλοκαιρινός ήλιος.
Ήρθε ο καφές του, ρούφηξε την πίκρα του φραπέ, άναψε τσιγάρο. Είχε μετανιώσει γι αυτό που έκανε. Είχε πατήσει μια από τις πιο ουσιώδης αρχές του προσωπικού του κανόνα. Έδιωξε με το ζόρι της εικόνες από το μυαλό του, τις εικόνες της ηδονής που ήταν όντως καταπληκτικές όπως παραδέχτηκε για εκατοστή φορά αλλά που έπρεπε να τις ξεχάσει. Τις εικόνες που κυλίστηκε στο σκοτάδι με τη Νίκη, που ήταν πρώτη του ξαδέρφη. Δεν έπρεπε να το κάνει αλλά τώρα είχε γίνει και χρειαζόταν να επανορθώσει αλλιώς θα γινόταν σκάνδαλο στο χωριό. Πως θα κοιτούσε στα μάτια τον πατέρα του που μέχρι τότε τον είχε καμάρι για τις αρχές του και γενικότερα τη στάση του στη ζωή; Ή τη μάνα του που θα έβαζε τα κλάματα; Όχι, έπρεπε να προλάβει το κακό. Χωρίς να το καταλάβει γιατί, είχε μια έντονη ανησυχία που προερχόταν από τον χαρακτήρα της Νίκης που φαινόταν αυθόρμητη, γκροτέσκα, χωρίς φραγμούς ηθικούς, χωρίς τέτοιες ηθικολογίες.
Τέλειωσε τον καφέ βιαστικά. Ανέβηκε στη μηχανή. Σα σίφουνας έφτασε στο χωριό, πήγε κατευθείαν στο σπίτι της. Δεν ήταν εκεί. Τον καλοδέχτηκε ο θείος του ο Νίκανδρος, αδερφός του πατέρα του.
-Έλα, κάθισε, να πιούμε καφέ, του είπε. Η Νίκη κάπου εδώ γύρω θα είναι, άργησε να ξυπνήσει μετά από το χτεσινό γλέντι. Τα ήπιατε γερά,έμαθα.
-Ναι, τα ήπιαμε, απάντησε καθίζοντας.
Ή θεία του έφερε τους καφέδες, κάθισε κι αυτή μαζί τους, κουβέντιαζαν διάφορα.
-Ξέρεις που πάντα σ αγαπάμε ε; του λεγε συχνά ο θειος.
-Σαν παιδί μας σε έχουμε, συμπλήρωνε η θεία, αλλά έφυγες μακριά, πότε θα γυρίσεις πίσω;
-Δε θα γυρίσω θεία, της είπε απλά. Που είναι η Νίκη; Θα έρθει;
-Θα έρθει, μην ανησυχείς, θα μείνεις μέρες δε θα μείνεις; Έχετε καιρό να τα πείτε, κάτσε να σε δούμε κι εμείς λίγο.
Τι να καθόταν που ένιωθε πως βρισκόταν πάνω στη φωτιά; Αν δεν σιγουρευόταν για την εχεμύθεια της δε θα ηρεμούσε. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Τα ήθη και τα έθιμα εκεί στο χωριό ήταν παλιά, δε χωρούσαν τέτοιες αναλγησίες, τις θεωρούσαν έγκλημα, μέχρι που είχαν λιθοβολήσει μια πόρνη τη Σοφία, που είχε ξελογιάσει μερικούς νέους του χωριού. Τη θυμόταν αυτή την κακομοίρα που τελικά δεν τη γλίτωσε την τρέλα. Μετά το λιθοβολισμό,στο τσάκ την πρόλαβαν να μη πεθάνει, την έστειλαν στο ψυχιατρείο.Ένας από τους νέους που είχε «ξελογιάσει» ήταν κι αυτός.
-Τι απέγινε η Σοφία; ρώτησε ξαφνικά.
-Που τη θυμήθηκες; άνοιξε τα μάτια του ο θείος. Εδώ είναι, τη βγάλανε, δεν κάνει τίποτε τώρα πια, μεγάλωσε, γέρασε. Θα την δεις να τριγυρίζει ζητιανεύοντας.
-Μάλιστα, έκανε ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο.
Κάποια στιγμή μπήκε η Νίκη, όπως πάντα ορμητική. Κοιτάχτηκαν. Το δικό του βλέμμα ήτα σοβαρό, το δικό της παιχνιδιάρικο. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Δεν έκανε τίποτε να την αποφύγει, έπραξε φυσιολογικά.
-Πάμε μια βόλτα; Της πρότεινε.
-Φύγαμε! Έκανε ενθουσιασμένη.
Δεν την πήγε μακριά, λίγο πιο πέρα, έξω απ το χωριό σε μια καφετέρια.Άραξαν σε δυο καρέκλες.
-Πρέπει να σου πω, της είπε.
-Τι;
-Αυτό που κάναμε δεν πρέπει να επαναληφθεί, δεν έπρεπε να γίνει. Για μένα είναι σα να μην έγινε, έτσι θέλω να το πάρεις κι εσύ, είπε κοιτάζοντας το χώμα.
Η Νίκη του σήκωσε το πρόσωπο κατάφατσα. Το ύφος της ήταν σκληρό, πέτρινο.
-Όχι, φίλε μου. Έγινε και δε θα το ξεχάσω ποτέ. Θάρθεις το βράδυ; Εκεί μπορούμε να το κουβεντιάσουμε καλύτερα. Εγώ θέλω να παντρευτούμε.
-Τι; έκανε κέρινος.
-Γιατί; τι έγινε δηλαδή; Οι πρώτοι θα είμαστε ή οι τελευταίοι συγγενείς που παντρεύονται; Αφού το ξέρω πως με λατρεύεις! Πάντα με λάτρευες.
-Τι είναι αυτά που λες; αγρίεψε. Άκουσες τι σου είπα: να τα ξεχάσεις. Δε θα γίνω εγώ ρεζίλι για σένα. Εντάξει; Και πάμε να φύγουμε. Θα επιστρέψω αύριο το πρωί στην Αθήνα.
Τη βούτηξε απ το χέρι, ανέβηκαν στη μηχανή, έφτασαν έξω από το σπίτι της.
-Να έρθεις το βράδυ, να τα πούμε του ψιθύρισε στο αφτί.
-Δε θάρθω, της απάντησε, μη περιμένεις.
-Να έρθεις θα είναι η τελευταία μας φορά. Αν δεν έρθεις θα δημιουργήσω σκάνδαλο, θα τα πω όλα στον πατέρα σου. Εσύ έφταιγες, εσύ με πήδηξες!
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Παρ όλα αυτά προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν έβγαινε πουθενά με τα νεύρα.
-Αν έρθω, μου υπόσχεσαι πως θα τα ξεχάσουμε; Σε παρακαλώ…
-Εντάξει, του χάιδεψε τα μαλλιά. Εντάξει, θα σου κάνω τη χάρη, έλα το βράδυ και τα λέμε, εντάξει;
-Εντάξει, είπε και μαρσάρισε δυνατά στο χωματόδρομο.
Το βράδυ έφτασε νωρίς. Είχε κοιμηθεί, να ξεκουραστεί. Ύστερα έφαγε με τους γονείς του που ήταν τρισευτυχισμένοι που τον είχαν μαζί τους. Αυτός βέβαια ήταν ασυνήθιστα νευρικός.
-Αύριο θα πάμε στο Ναύπλιο για κάτι δουλειές, θα έρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε ο πατέρας του.
Τον βεβαίωσε πως θα πήγαινε παρέα τους αλλά για λίγο και συμφώνησαν.
Όταν εκείνοι έπεσαν για ύπνο, καμώθηκε πως θα ξάπλωνε κι αυτός και σε λίγο βγήκε σαν τη νυχτερίδα, σα σκιά στους έρημους δρόμους του χωριού.
Η ώρα θα πλησίαζε δυο. Το σκοτάδι τύλιγε τον κόσμο του και την ψυχή του. Είχε μπλέξει. Είχε μπλέξει άγρια και ήταν ανάγκη να ξεμπλέξει. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να μην πάει. Να έφευγε την άλλη μέρα για όπου στο διάολο ήθελε. Να πήγαινε διακοπές στη Γκουανταλαχάρα. Θα έβρισκε μια δικαιολογία στους γονείς του και πάει τέλειωσε αλλά… Ας έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει την τρελή, γιατί δε υπήρχε περίπτωση να μην ήταν τρελή, τρελή ήταν, συμφώνησε με τον εαυτό του. Όπως κι αυτός που έμπλεξε για χάρη του μουνιού σε μια τέτοια παλιοκατάσταση. Ναι, για χάρη του μουνιού.
Έφτασε έξω από την παράγκα, το φεγγάρι έσκαγε κείνη την ώρα πάνω από το βορρά, μισοφαγωμένο. Τρύπωσε μέσα στην παράγκα, μέσα στο σανό, την είδε να κάθεται σοβαρή, γυμνή κόντρα σε κάποια αχτίδα φωτός που έλουζε το άσπρο κορμί της. Πήγε κοντά της, κάθισε απέναντι της.
-Ώστε θέλεις να μ αφήσεις, μίλησε ακούνητη.
-Έλα, της είπε, τι ν αφήσω, μια φορά κάναμε έρωτα, δεν έγινε τίποτε σπουδαίο…
-Δεν έγινε τίποτε σπουδαίο; Πετάχτηκε πάνω. Τον άρπαξε από το λαιμό με τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες. Εγώ σε αγαπώ και συ λες πως δεν έγινε τίποτε σπουδαίο!
Προσπάθησε ν απαλλαγή από το σφίξιμο στο λαιμό και το αγκάλιασμα της, δεν ήταν εύκολο, ήταν γερή σαν τίγρη και η απελπισία της την έκανε ακόμα πιο δυνατή. Κυλίστηκαν στα άχυρα, εκείνο το άγανο ξαναμπήκε στο στόμα του, αυτή τη φορά με λίγο αίμα που έτρεξε ανάμεσα στα χείλη τους. Η Νίκη τον φίλησε στο στόμα, τον φιλούσε καθώς πάλευε να απελευτερωθεί από τα χέρια της.
-Θέλω να μου κάνεις έρωτα! του σφύριξε. Πήδηξε με μια φορά ακόμα και φύγε! άκουσες τι σου είπα; φώναξε γεμάτη κλάματα,
Αυτός πρόλαβε να της κλείσει το στόμα με την παλάμη, μασώντας πάντα εκείνο το άγανο, ανάμεσα στο αίμα του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα και λογικά. Και τα δυο μαζί ήταν δύσκολο αλλά αστραπιαία πίστεψε πως αν της έκανε έρωτα τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Αυτό έλεγε η λογική, άρα έπρεπε να φύγει τώρα. Τώρα αμέσως.
-Θα φύγω, της είπε και κεινης τα μάτια άστραψαν.
Έβαλε όλη τη δύναμη του, έφτυσε αίμα και άγανο, η Νίκη αντιστεκόταν πολύ δυνατά. Αυτή γυμνή εκείνος ντυμένος. Αυτή τρελή, εκείνος θεότρελος έτσι που είχε μπλέξει. Τον γρατσούνισε άσχημα στα μάγουλα, το μάτι του άστραψε κι αυτουνού. Σκόνταψαν σε κάτι γεωργικά εργαλεία που ήταν στηριγμένα στα τοιχώματα της παράγκας, έπεσαν δίπλα τους. Ανάσαιναν βαριά, τίποτε δεν υπήρχε ανάμεσα τους, μόνο ένας κόσμος ολόκληρος που χώριζε τους κόσμους τους. Γιατί πάλευαν; Ήταν αδύνατο να το καταλάβει, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά, να ξεφύγει από αυτόν τον διάβολο που τον είχε φέρει στην άκρη του γκρεμού. Θα μου πεις ήταν τεράστιο το έγκλημα τους; Όχι αλλά είπαμε. Τι θα έλεγε ο κόσμος, η δημόσια κατακραυγή, η αιμομιξία, δε θυμάται πόσες φορές είχε χύσει μέσα της το περασμένο βράδυ κι αν έμενε έγκυος η τρελή; Όλα μαζεμένα στο μυαλό του ξυλουργού. Στο μυαλό της Νίκης, ένα άδειο νόημα, ένα κενό, τόσο χαμένη ήταν; αυτή μια πανέμορφη γυναίκα, ένα εξαίσιο πλάσμα; Αλλά τι σχέση έχει η μορφή με το μυαλό; Αν ήταν έτσι όλες οι ωραίες θα ήταν πανέξυπνες, αν συμβάδιζε δηλαδή η ομορφιά με την εξυπνάδα. Αλλά τώρα; Τώρα που είχε φύγει για τις ωραίες διακοπές του κι αντ αυτού βρισκόταν να παλεύει με μια τρελή γυναίκα, τρεις-τέσσερις η ώρα το πρωί μέσα σε μια παράγκα που δεν την ήξερε ούτε ο θεός; Την κρατούσε με τη βια από τους ώμους να μη του ορμήσει ξανά. Είχαν σηκωθεί όρθιοι τώρα. Κοίταξε γύρω, έψαχνε τρόπο να το βάλει στα πόδια χωρίς να της κάνει κακό αλλά ούτε κι εκείνη σ αυτόν. Φοβόταν πως μπορούσε να τον χτυπήσει με ότι έβρισκε μπροστά της.
Πράγματι, του ξέφυγε και άρπαξε από δίπλα ένα αγροτικό μαχαίρι. Στάθηκαν απέναντι Κοιτάχτηκαν στα μάτια σα δυο μονομάχοι που ο ένας έπρεπε να πεθάνει. Τρόμαξε. Η Νίκη του όρμησε. Αυτός πρόλαβε και της έπιασε τον καρπό του χεριού που κρατούσε το μαχαίρι. Το γύρισε αργά πάνω στο πρόσωπο της, της άγγιξε με την άκρη τη λεπίδα το καρύδι στο λαιμό. Θα τη σκότωνε. Θα τη σκότωνε, δεν άξιζε να ζει.
Το άγανο ξαναήρθε στο στόμα του. Μάσησε την ξυλώδη ουσία που ανάδινε ο κόσμος μας, με το ξεραμένο αίμα, να ξανατρέχει από την άκρη των χειλιών του. Αίμα ζεστό, δικό του και δικό της. Αυτό το αίμα είναι δικό τους και δικό μας, σκέφτηκε, δεν μπορούσε κανείς να το πάρει. Μόνο εμείς μπορούσαμε να το κάνουμε ότι θέλουμε. Κοίταξε μια στιγμή το σκοτάδι κι ύστερα ξανά τη λεπίδα που έξυνε το λευκό δέρμα της. Της είχε στραβώσει το μούτρο με το άλλο του χέρι, έτσι που να μη μπορεί ούτε να στρίψει ούτε να φωνάξει μια και η παλάμη του της έκλεινε το στόμα. Με το σώμα του, είχε ακινητοποιήσει το δικό της, η Νίκη έμενε ακούνητη για λίγο. Λες και δεν υπήρχε. Η ανάσα της ελαφριά παραδομένη. Αν την άφηνε θα ήταν καλύτερα και ήρεμος να πήγαινε στο καλό. Το σκέφτηκε. Πίεσε λίγο ακόμη τη λεπίδα στο λαιμό. Η Νίκη κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια, τον κοίταξε.
Την κοίταζε κι αυτός με το άγανο πάντα στο στόμα του, με την ξυλώδη οσμή του ανάμεσα από το αίμα που έτρεχε στο πονεμένο σαγόνι του.
ΤΕΛΟς


Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΑΙΜΑ κυλάει ΣΤΑ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΑ....


Η ζωή μερικές φορές, είναι βαρετή για ανθρώπους ειδικά σαν εμένα. Και το λέω αυτό επειδή από μικρό παιδί τα είχα όλα. Γεννημένος στην Γλυφάδα, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια, από γένος αριστοκρατικό, πλούσιο, Τσιλιμηταίοι έλεγαν όλοι κι έτρεμε το σαγόνι τους από φθόνο. Ο πατέρας μου, γνωστός αρχιτέκτονας, είχε σχεδιάσει τα μισά από τα πιο ωραία κτίρια των Αθηνών και όχι μόνο: Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Πεκίνο, ήταν διάσημος. Η μητέρα μου ήταν κτηματίας. Η μισή γλυφάδα δικιά της από κληρονομιά. Λεφτά να φάνε κι οι κότες.
Έτσι, εμένα που με είχανε μοναχοπαίδι και άρα ήμουν μοναδικός κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, με προόριζαν για πολιτικό. Σπούδασα στα καλύτερα κολλέγια των Αθηνών κι ύστερα μεταπτυχιακά, ντοκτορά και τέτοιες αηδίες στη Ζυρίχη, όπου τελευταία, γύρω στα τριάντα μου, τελείωσα πολιτικές επιστήμες.. Εγκαταστάθηκα σε ένα πολυτελές, ιδιόκτητο γραφείο, τοποθέτησα μια σπουδαία επιγραφή στην πόρτα: Τσιλιμηταίος Εμμανουήλ. Πολιτικός επιστήμων.
Η εξωτερική μου εμφάνιση σπουδαία. Γύρω στο ένα ογδόντα ύψος, βάρος εβδομήντα πέντε κιλά. Σταθερά. Πρόσωπο γωνιώδες, από αυτά που λένε πως έχουν φωτογένεια. Μάτια γκριζοπράσινα, λαμπερά. Πηγούνι θεληματικό, όχι ακριβώς τετράγωνο. Γενικά είμαι ένα καλοβαλμένο, ωραίο πρόσωπο. Πρόσωπο και μυαλό. Φυσικά δεν δούλεψα ποτέ μου. Η δουλειά είναι για τα κατώτερα όντα, τους πληβείους. Κι όσο κι αν φαίνεται ρατσιστικό, αυτή είναι η αλήθεια. Ούτε με την πολιτική που σπούδασα, ασχολήθηκα. Τι ανάγκη είχα εγώ για όπλα αυτά; είμαι ένας βολεμένος άνθρωπος που του άρεσαν δυο πράγματα: οι γυναίκες και οι άντρες.
Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, έπινα τον μελαγχολικό εσπρέσο μου στο καφέ του Αστέρα Βουλιαγμένης, αυτό το γκέτο των πλουσίων. Δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα, καμιά αφορμή δεν μου δινόταν. Έτσι, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου-είμαι μανιώδης καπνιστής όπως οι περισσότεροι ηλίθιοι άνθρωποι. Ποτά δεν πίνω, τα θεωρώ επικίνδυνα για όλους τους ανθρώπους. Όπως και για τα ζώα. Θα είχε περάσει ώρα πολλή-ίσως κανένας αιώνας- κι ενώ συνέχιζα να πίνω τον εσπρέσο μου, δίπλα μου ξεφύτρωσε σαν από πουθενά, ένας φτωχός, πούστης κι άσχημος. Πως διάολο είχε εισχωρήσει στο γκέτο; Πως ξέφυγε από τους φύλακες; Αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία, αυτοί οι άνθρωποι μου προξενούν αηδία. Σιχαμάρα.
-Νομίζεις πως είσαι κάτι σπουδαίο, μου είπε απερίφραστα με φωνή αντρική, τραχιά.
-Σε μένα μιλάς; απόρεσα.
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; έσμιξε τα φιδίσια μάτια του.
Σκέφτηκα να φύγω αλλά γιατί;
-Πάρε δρόμο! του απάντησα εξ ίσου σκληρά.
Γέλασε σαρδόνια.
-Και να φύγω, εσύ δεν γλιτώνεις, είπε χαλαρά λες και δεν συνέβαινε τίποτε.
-Από ποιον; από σένα; χλεύασα.
-Από τον εαυτό σου. Γι΄αυτό ηρέμησε.
Έπιασα σκεφτικός το πηγούνι μου και τον παρατήρησα καλύτερα. Τι ποντικίσια φάτσα ήταν αυτή; Ίσια μαλλιά σαν πράσα, κακοχτενισμένα. Στόμα σαν μια σχισμή, πέντε τρίχες φύτρωναν εδω κι εκεί, σε ένα μαυριδερό σαγόνι. Σώμα λιγνό, νευρώδες, άτριχο. Φορούσε ένα μαγιό, από αυτά που λέμε κουραδοκόφτη, φαινόταν όλο το κωλαράκι του κι έσταζε νερά ενώ εγώ φορούσα Αρμάνι την τελευταία μόδα κατευθείαν από το Μιλάνο.
-Από τη θάλασσα ήρθες; τον ρώτησα.
-Οι φτωχοί από κει έρχονται, αφού συνήθως απαγορεύεται η είσοδος στα μέρη σας.
-Ξέρεις ότι μπορώ να φωνάξω να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές;
-Δε θα το κάμεις, είπε με πεποίθηση.
-Γιατί;
-Επειδή θέλεις ν αλλάξεις πρόσωπο. Επειδή, δεν σου αρέσει αυτό που είσαι κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω σ΄αυτό.
-Πως και πότε θα γίνει αυτό; είπα ξαφνιασμένος, γιατί πράγματι τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουν να γίνω κάτι άλλο.
-Μην έχεις αγωνία, θα σε βρω εγώ. Δουλεύω σε ινστιτούτο αλλαγής φύλου.
Απο μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών, που μπέρδεψα τα μπούτια μου με μια συνομήλικη ξαδέρφη, κατάλαβα τη διαφορά των δύο φύλων. Του αρσενικού και του θηλυκού, του άντρα και της γυναίκας. Απο τότε θυμάμαι πως με συνάρπαζε η ιδέα πως μπορείς να γίνεις το άλλο. Δηλαδή, εγώ σαν άντρας να μπορούσα να νιώσω τι ακριβώς αισθάνεται μια γυναίκα. Ο φόβος είναι άραγε ίδιος ή μια γυναίκα φοβάται περισσότερο; Η υπόσταση του σώματος μπροστά στον καθρέφτη, τι αναλογία ηδονής, χαράς, μίσους ευτυχίας, προσδίδει στη γυναίκα; Σαν αυτούσιο αρσενικό που ήμουν, γνώριζα ή τουλάχιστον πίστευα πως γνώριζα τι ακριβώς ένιωθα απέναντι στο σώμα μου και στο μυαλό μου. Το θηλυκό όμως; Λένε πως οι γυναίκες είναι πονηρές. Πως σκέφτονται αλλιώτικα από τους άντρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό και ποιος μπορεί να το βεβαιώσει απόλυτα αν δεν έχει βρεθεί και στις δύο πλευρές;. Όμως το συναρπαστικότερο μέρος αυτής της σύγκρισης, ήταν πρώτα η ηδονή κι ύστερα η εξίσωση των ειδών εγκεφάλου. Και η περιβόητη ισότητα των δύο φύλων, κατέληγε στον αδυσώπητο αγώνα του φεμινιστικού κινήματος. Γιατί μια γυναίκα να θέλει να εξισωθεί με τον άντρα; Τι νόημα είχε αυτό, αφού αποτελούν δυο αντίθετα πράγματα και ως εκ τούτου εξυπηρετούν διαφορετικούς κανόνες της ζωής.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Γυμνός στο τεράστιο σαλόνι περιφερόμουν εδώ κι εκεί. Πολλές φορές έπιανα τα στήθια μου να δω μήπως μεγάλωσαν και το πέος μου που βρισκόταν σε ακατάσχετη στύση από φόβο ενστίκτου μήπως αλλοτριωθεί σε αιδοίο. Ήταν όμως κι αυτός ο άτριχος σπουργίτης που είχε εμφανιστεί από το πουθενά να μου σπαράζει το μυαλό. Τι στο διάολο ήθελε; Εγώ ήμουν ένας βολεμένος μεγαλοαστός, ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στην εμβέλεια της πραγματικότητας, θα μου άλλαζε ένα τυχαίο γεγονός τη ζωή μου; Ή μήπως κατά βάθος, πράγμα που δεν ήθελα να ομολογήσω, ήθελα ν γίνω γκέι; Να αποποιηθώ δηλαδή τη φύση μου. Αλλά ποια ήταν η φύση μου; αναρωτήθηκα φωναχτά στον καθρέφτη. Ήμουν ένας ερμαφρόδιτος παπαγάλος ή μια ξεφωνημένη κολοσούσσα;
Πέρασαν δυο-τρεις μέρες. Συνηθισμένος στις μεγαλοαστικές μου ασχολίες, ξεχάστηκα. Ή μάλλον, σκέφτηκα, τελειωτικά, πως το γεγονός ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Πως δεν υπήρξε δηλαδή, κανένας ξεπουπουλιασμένος σπουργίτης που με είχε επισκεφτεί στην παραλία του Αστέρα Βουλιαγμένης. Έτσι, όταν εμφανίστηκε πάλι ξαφνικά από το βυθό της θάλασσας, δεν το πίστεψα.
Ήταν πρωί αυτή τη φορά κι απολάμβανα την ζέστη ενός ωραίου Φθινοπωρινού ήλιου.
-Είσαι έτοιμος; με ρώτησε
-Έτοιμος για πού;
-Ξέχασες; θα πάμε στο ινστιτούτο αλλαγής φύλων. Όπως συμφωνήσαμε, δεν είναι τίποτα φοβερό, θα δεις.
-Μιλάς σοβαρά; πήγα ν αστιευτώ. Και πότε συμφωνήσαμε;
-Πολύ σοβαρά! με αντέκρουσε με σκιώδη φωνή.
-Μήπως δεν πρέπει; έκανα αμφιταλαντευόμενος
-Ξέχνα το! Πρέπει να γίνει. Εξ άλλου, λεφτά έχεις, τι φοβάσαι;
-Δεν είναι αυτό..έκανα μια άλλη μορφή αντίρρησης σκεπτόμενος πως, άμα έχεις λεφτά, όλα είναι τέλεια, όλα είναι λυμένα.
-Πάμε, πάμε έκανε αποφασιστικά και με πήρε από το μπράτσο.
Η χειρουργική επέμβαση δεν διήρκεσε πολύ. Ίσως τέσσερις-πέντε ώρες. Εγώ δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, όπως δεν καταλαβαίνει κανείς. όταν βρίσκεται ναρκωμένος στο χειρουργικό κρεββάτι.
Άμα ξύπνησα, οι γιατροί έτριβαν τα χέρια τους.
-Μπράβο! είπαν. Όλα έγιναν στην εντέλεια.
Και με άφησαν μόνο μου.
Ή μάλλον μόνη μου.
Καθώς συνερχόμουν από την νάρκωση, έβαλα τα χέρια μου στο στήθος. Αναμαλλιασμένος χούφτωσα δυο υπέροχα γυναικεία στήθη. Ύστερα κατέβασα το χέρι μου χαμηλά.Στην αρχή δεν κατάλαβα αν έπιανα πέος ή κλειτορίδα.
Δυστυχώς ήταν κλειτορίδα.
Ή ευτυχώς.
Τώρα ήμουν μια τέλεια γυναίκα.
-Ν΄αφήσεις τα μαλλιά σου να μακρύνουν, άκουσα μια νοσοκόμα που εισέβαλε ξαφνικά στο θάλαμο. Θα είσαι πανέμορφη. Μια κούκλα!
-Αποτρίχωση; ψέλλισα πιάνοντας τα γένια μου.
-Μη σε νοιάζει! κελάρυσε. Σε λίγες μέρες δε θα βγαίνουν πια.
Έφυγε αφήνοντας με μόνη στην συμφορά μου,
Κι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, αφήνοντας με μετέωρο να χάσκω στο μακρύ βυθό της θάλασσας και της ανθρώπινης διάστασης.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

ΟΙΔΊΠΟΥς ΕΠΊ ΆΡΝΗΣΗΣ





Κάθισαν δίπλα μου και τους κοίταξα. Μη κοιτάς! μου είπε αυτός, ένας ασχημάντρας του κερατά. Αυτή, κούκλα, έτοιμη για κρεββάτι. Άνοιξα τα χέρια μου με απορία, ενω αυτή, ομορφούλα και ντελικάτη με έκοβε σαν στρογγυλό κρεμμύδι.
Πάντως ρε φίλοι, απόψε έχω μια πραγματική διάθεση να κουβεντιάσουμε γύρω από την αγάπη.Την ερωτική αγάπη. Πιστεύετε ειλικρινά πως σας αγάπησε κάποια;[ οι άντρες είναι πιο παραπονούμενοι.] Σας έδωσε δηλαδή τον εαυτό της; Και σεις κυρίες μου που τόσο κλάψατε για έναν άντρα, πόσο ήταν όλα αυτά πραγματικότητα; Δηλαδή, δυσκολεύομαι να σας πιστέψω, κάπου φούμαρα ήταν η αγάπη σας! Καλησπέρα.
Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος,[ εκτός αν είναι υποκείμενον ]
Δεν είναι θέμα αν η ζωή είναι άδικη ή ωραία. Εδώ μέσα, γνώρισα πολύ σπουδαίους άντρες και γυναίκες, που δε θα είχα μιλήσει ποτέ. Αυτό αξίζει από μόνο του και το παραδέχομαι, όπως παραδέχομαι πως οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη δημόσια εικόνα τους και δε θέλουν να την μουντζουρώσουν. Είναι κάτι κι αυτό.
Ρε συ, τι μου λες! οι άλλοι πιστεύουν ακόμα στα ιερά νερά του Γάγγη! Ένα δις άνθρωποι, με δουλεύεις τώρα; για ποια κοινωνική και πνευματική ισότητα των ανθρώπων να μιλήσουμε; Τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι; Θεωρώ αυτό το βούτηγμα στα θολά νερά [ για να βρουν το κάρμα, τη νιρβάνα, όπως διάολο θες πέστο] από τις χειρότερες απομένουσες προσβλητικές καταστάσεις για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Είναι το πορτρέτο μιας κυρίας που δε θυμάμαι τ όνομα της. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες που έκαναν "κότσους" τα μαλλιά τους, ακόμα κι αν ήταν"άσχημες"*.Πάντα υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα ξανακάνω, να τα ξαναθυμηθώ. Στη ζωγραφική έλεγαν παλιά, δεν μπορείς να ξαναζωγραφίσεις τον ίδιο πίνακα, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αλλά νομίζω πως οι ζωγράφοι μπορούν να κάνουν τα πάντα.
*[δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες]
Δε σκέφτομαι τίποτε. Γιατί να σκεφτώ; Τόσα χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο: σκεφτόμουν για σας πιο πολύ και λίγο για μένα, αν θέλετε να πω την αλήθεια κι αυτό φαινόταν πως ήταν λάθος. Κοιτάτε τώρα πως κατάντησα! Έρμαιο μιας τύχης που εξαρτάται από σας- αν αυτό δεν ήταν λάθος, τότε ποιο είναι; Καλύτερα θα ήταν να ορίζω εγώ τις τύχες σας γιατί είμαι πιο δίκαιος. Στο δρόμο όμως με τύφλωσαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες και Οιδίπους  γαρ, εκλιπαρώ την επιείκεια σας.
Η άρνηση είναι μια λέξη δύσκολη. Ποτέ δεν ξέρεις[ νομίζεις ότι ξέρεις!] αν έκανες καλά που αρνήθηκες τον έρωτα σε μια γυναίκα, σε έναν άντρα. Όταν κάποιος αποχωρεί μοιάζει κερδισμένος επειδή ελέγχει την απόφαση, σα νικητής. Όποιος εισπράττει την άρνηση νιώθει προδομένος. Είναι μια ήττα η ερωτική άρνηση;
Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλίσεις στη λάσπη. Οι ασφάκες δε γίνονται ποτέ δέντρο και οι μηχανές σφάζουν την άσφαλτο.Θέλω να πω φίλε πως η συνείδηση, μας την έχει στημένη, κάτι ξέρω κι εγώ μη νομίζεις. Όταν τελειώνει η μαλακία, λέμε γιατί το έκανα αλλά ήταν ωραίο. Δε θα σε πιέσω επειδή δεν ξέρεις.
Το θέμα είναι να μη σε πάρει από κάτω. Είτε γιατί η ζωή σου δεν έχει αξία, είτε γιατί όλο αυτό που ζούμε είναι μια ανοησία. Όταν καταρρέουν τα πάντα γύρω σου πως να σταθείς ακίνητος; Μπορεί όμως και να μεγαλοποιούμε τα πράγματα, να τα εξιδανικεύουμε και όταν βλέπουμε πόσο αλλιώτικα, πόσο χαμερπή είναι, τότε η συντριβή είναι μεγαλύτερη. 
Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

ΝΊΚΗ



ΝΙΚΗ

Παίρνω το δρόμο
Τη δημοσιά
Αλλάζω νόμο
 στην εκκλησιά
Βαρύ το βήμα
Νόθα η βρισιά

Κάποιος με πιάνει
Απ΄το μανίκι
Φωνάζει φτάνει
Ο δρόμος αυτός


Καλαμπαλίκι
 σαν το χαλίκι
Τι θες που πας
Ζητάω τη νίκη

Διάλεξες ώρα
Δε βλέπεις τα κράνη
Ούτε τη μπόρα
Που χει πικράνει
Όλη τη χώρα;

Παίρνω το δρόμο
Τη δημοσιά
Και σου φωνάζω
Δεν έχω άλλο
μέσα στο νου
απ’ το πιο μεγάλο
κομμάτι ουρανού

Σβηστά τα φώτα
τοίχοι θαμποί
κάνει να μπεις
μες το σκοτάδι;

Χάμω κυλάω
Σαν το χαλίκι
Με συντριβή
Και δεν μιλάω
Παραμιλάω
Για τη λαβή

Είναι ένας πόνος
Η σιγουριά
Πως είσαι μόνος
Δίχως κλειδιά
Μες το βοριά

Αύρα θανάτου
Ξυστά στα μαλλιά
Σαν το ξυράφι
Σε χέρι δραγάτου
Να μην περνά

Κάπου να φτάσω
Σαν το ποτάμι
Όπου κυλά
Σαν το καλάμι
Με λύπη μαβιά


Κάποιος με φτάνει
Και μου σφυρά
Με το δρεπάνι
Τα λόγια του χάνει
Για αρνησιά

Γιατί με τα μάτια
Στου δρόμου τα άτια
Χτίζω παλάτια
Γκρεμίζω παλάτια
Και προσπερνώ


Ποίηση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

πίκρα





Και το λιμάνι ήταν ρηχό
εσύ ήσουν πάντα όμορφη
κορμί που δεν περίμενες
άξια του κόσμου τύχη
Έτρωγες με τη λησμονιά
μιλούσες των κυμάτων
και των ματιών σου η σχισμή
έσπαγε των χρωμάτων
Εν άσπρο νυχτολούλουδο
νυχτοσυρμού Σαββάτου.
Κι η άμμο κύλησε μ οργή
εσύ ήσουν πάντα μόνη
φωνές πια δεν περίμενες
δεν έσπαζαν οι τοίχοι
Χάθηκες μες τη μοναξιά
άγγιξες των πραγμάτων
και του προσώπου η θαμπή
εικόνα, αγέρας των βημάτων.

Έν άσπρο νυχτολούλουδο
όμορφο, μέχρι θανάτου
ποίηση Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ




Για την αγάπη να μη γράψεις τίποτα

έφυγε με το χτεσινό τρένο
Κανείς δεν είναι εδώ
Ότι αγαπήσαμε ταξίδεψε μόνο
Το τρένο κουβαλούσε τις πέτρες
που αγαπήσαμε με πάθος
και κείνες όχι.
Τι θέλεις τώρα;
Ακόμα κι η τελευταία δεν ήξερε
να ταξιδέψει.
Δεν πόνεσε κανείς αυτή τη χώρα!
όλοι λαιμάργησαν τη λαμαρίνα, το φτηνό τσίπουρο
το γλύψιμο της δεκάρας
σιγά-σιγά το πριόνισμα της σάπιας σανίδας που πατάς
λιμάρισαν σίγουρα τις λέξεις, να πέσεις κάτω και να μη σηκωθείς μαλάκα!

Κάθισαν δίπλα μου και τους κοίταξα. Μη κοιτάς! μου είπε αυτός, ένας ασχημάντρας του κερατά. Αυτή, κούκλα, έτοιμη για κρεββάτι. Άνοιξα τα χέρια μου με απορία, ενώ αυτή, ομορφούλα και ντελικάτη με έκοβε σαν στρογγυλό κρεμμύδι.
Ο κύριος Πλιάτσικας είναι αποσυνδεμένος αλλά θα διαβάσει τα μηνύματα σας, θα δει τις γκριμάτσες σας, θ ακούσει τα παράπονα σας και θα σας απαντήσει καταλλήλως. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει κανείς. Τοποθετείστε σωστά τα χαρτονομίσματα στη σχισμή υπέρ των αδυνάτων...
Πάντως ρε φίλοι, απόψε έχω μια πραγματική διάθεση να κουβεντιάσουμε γύρω από την αγάπη.Την ερωτική αγάπη. Πιστεύετε ειλικρινά πως σας αγάπησε κάποια;[ οι άντρες είναι πιο παραπονούμενοι.] Σας έδωσε δηλαδή τον εαυτό της; Και σεις κυρίες μου που τόσο κλάψατε για έναν άντρα, πόσο ήταν όλα αυτά πραγματικότητα; Δηλαδή, δυσκολεύομαι να σας πιστέψω, κάπου φούμαρα ήταν η αγάπη σας! Καλησπέρα.
Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος, [ εκτός αν είναι υποκείμενον ]
Δεν είναι θέμα αν η ζωή είναι άδικη ή ωραία. Εδώ μέσα, γνώρισα πολύ σπουδαίους άντρες και γυναίκες, που δε θα είχα μιλήσει ποτέ. Αυτό αξίζει από μόνο του και το παραδέχομαι, όπως παραδέχομαι πως οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη δημόσια εικόνα τους και δε θέλουν να την μουντζουρώσουν. Είναι κάτι κι αυτό.
Ρε συ, τι μου λές! οι άλλοι πιστεύουν ακόμα στα ιερά νερά του Γάγγη! Ένα δις άνθρωποι, με δουλεύεις τώρα; για ποια κοινωνική και πνευματική ισότητα των ανθρώπων να μιλήσουμε; Τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι; Θεωρώ αυτό το βούτηγμα στα θολά νερά [ για να βρουν το κάρμα, τη νιρβάνα, όπως διάολο θές πέστο] από τις χειρότερες απομένουσες προσβλητικές καταστάσεις για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Είναι το πορτρέτο μιας κυρίας που δε θυμάμαι τ όνομα της. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες που έκαναν "κότσους" τα μαλλιά τους, ακόμα κι αν ήταν"άσχημες"*.Πάντα υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα ξανακάνω, να τα ξαναθυμηθώ. Στη ζωγραφική έλεγαν παλιά, δεν μπορείς να ξαναζωγραφίσεις τον ίδιο πίνακα, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αλλά νομίζω πως οι ζωγράφοι μπορούν να κάνουν τα πάντα.
[δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες]
Δε σκέφτομαι τίποτε. Γιατί να σκεφτώ; Τόσα χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο: σκεφτόμουν για σας πιο πολύ και λίγο για μένα, αν θέλετε να πω την αλήθεια κι αυτό φαινόταν πως ήταν λάθος. Κοιτάτε τώρα πως κατάντησα! Έρμαιο μιας τύχης που εξαρτάται από σας- αν αυτό δεν ήταν λάθος, τότε ποιό είναι; Καλύτερα θα ήταν να ορίζω εγώ τις τύχες σας γιατί είμαι πιο δίκαιος. Στο δρόμο όμως με τύφλωσαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες και Οιδίπους εκλιπαρώ την επιείκεια σας.
Η άρνηση είναι μια λέξη δύσκολη. Ποτέ δεν ξέρεις [νομίζεις ότι ξέρεις!] αν έκανες καλά που αρνήθηκες τον έρωτα σε μια γυναίκα, σε έναν άντρα. Όταν κάποιος αποχωρεί μοιάζει κερδισμένος επειδή ελέγχει την απόφαση, σα νικητής. Όποιος εισπράττει την άρνηση νιώθει προδομένος. Είναι μια ήττα η ερωτική άρνηση;
Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλίσεις στη λάσπη. Οι ασφάκες δε γίνονται ποτέ δέντρο και οι μηχανές σφάζουν την άσφαλτο.Θέλω να πω φίλε πως η συνείδηση, μας την έχει στημένη, κάτι ξέρω κι εγώ μη νομίζεις. Όταν τελειώνει η μαλακία, λέμε γιατί το έκανα αλλά ήταν ωραίο. Δε θα σε πιέσω επειδή δεν ξέρεις.

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...