Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

επάγγελμα ποιητής

 


Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.
Μη ρωτάς ποτέ άσχετους ανθρώπους γι αυτό που θέλεις να κάνεις.
Τρία μόνο κακά πράγματα μπορούν να σου συμβούν στη ζωή: Να γεννηθείς ο Σαλαβαντόρ Νταλί, να μην έχεις γυναίκα, και να πεθάνεις διά-άσημος σαν τον Κώστα Πλιάτσικα.
Το παράξενο της ύπαρξης είναι πως κανένας δεν μπορεί ν αλλάξει το χαρακτήρα του. Φοβερό.
Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το ενενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.
Μερικοί νομίζουν πως κλαίγοντας την αλήθεια τους, θα τους συμπαθήσουν οι άλλοι. Στην κυριολεξία πέφτουν έξω. [Οίκτος υπάρχει αλλά τι να τον κάνουν;] Βαρύ το συναίσθημα της λύπησης.
Αν αλλάξεις άσχημες, ακραίες κουβέντες με κάποιους ανθρώπους, ξέχασε τους -ποτέ δε θα επανέλθετε στην πρότερη σχέση. Γι αυτό, σκέψου πολύ πριν το κάνεις.
Δεν έχει σημασία τι λες. Αλλά ποιος το λέει. Είναι μια αλήθεια αυτό;
Καλύτερον να ξέρεις κάτι, από το να μη το ξέρεις καθόλου.
Το χειρότερο γι αυτόν που νομίζει πως τα ξέρει όλα, είναι η τιμωρία να μη μαθαίνει τίποτε πια. [Σάββατο μεσημέρι με φοβερή κουφόβραση, θα μου πεις τι μας λες τώρα ρε Πλιάτσικα!]
Απίστευτο πόσο πουλάει η δυστυχία! [Το ανθρώπινο γένος είναι αλληλέγγυο μόνο όταν γκρεμιστείς.]
Άμα ταίζεις γάτες θα γεμίσουμε ποντίκια.
Απορώ που ένας βλάκας μπορεί να κάνει λεφτά αλλά δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει πως δεν υπάρχει θεός.
Με μερικούς ανθρώπους δεν μπορείς να συνεννοηθείς ποτέ. [Μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών κατέχουν υψηλά αξιώματα αλλά προέρχονται απ όλες τις κοινωνικές τάξεις: αστική, μεσαία, κατωτέρα.]
Τα αρχαία ρητά, είναι πομπώδη και δυσνόητα- δεν ευνοούν τους φτωχούς να καταλάβουν περισσότερα, επειδή πάντα, έτσι κι αλλιώς, μένουν αδιάβαστοι.
Σκέφτομαι να γίνω κατασκευαστής συνθημάτων. Τι το σκέφτομαι, που έγινα κιόλας. Να, το πρώτο: Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτά τα βλήματα! κι ακολουθεί ένα πιο ελαστικής μορφής: Σιγά μη βρέξει!
Με τη γυναίκα που αγαπάς δεν πρέπει να μπλέκεσαι σε μεγάλες πνευματικές αναζητήσεις.
Άμα σου βγει μάπα το καρπούζι το πασπαλίζεις με..ζάχαρη και το τρως ή το πετάς στο κεφάλι
Πολλά πράγματα άμα τα πεις, δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω.
Ένας άντρας για να είναι ευτυχισμένος, πρέπει να έχει μια γυναίκα, πέντε γκόμενες και έναν υπηρέτη.
Λέω να πάρω ένα τρένο. Αυτό ή το επόμενο;
Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και τα ρεμάλια, έχουν κάποιον να τους περιμένει. Εκτός από μένα.
Δείξε ποιος είσαι. Ίσως εγωϊστική φράση. Μπορεί όμως και παρότρυνση. Ανέβασμα ψυχολογικό σε έναν κόσμο που περισσεύει η κακία; Ο δάσκαλος στο σχολείο πάντα ήθελε να δείχνουμε ποιοι είμαστε και τότε και τώρα. Έτσι για να συνεννοούμαστε καμιά φορά εμείς οι δυο. Εσύ που είσαι μετριόφρων κι εγώ που πετάω στα σύννεφα.
Οι θεοί δε βοηθάνε τους αδύνατους κι αυτούς που όταν συναντούν ντουβάρια επιστρέφουν σ αυτούς. Οι θεοί αν και ηλίθιοι ['οχι εντελώς λένε κάποιοι] είναι πάντα με τους δυνατούς επειδή αυτοί τους έφτιαξαν. Πείτε μου έναν φτωχό που έφτιαξε έναν θεό. Φτωχός εδώ και με την έννοια της φτώχειας του μυαλού.
Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος-δεν υποτάσσω τη ζωή μου σε φτηνές δικαιολογίες για όσα απέτυχα. Οι αρνήσεις μου, είναι πιο ισχυρές από τις καταφάσεις. Ένα όχι, αντιστοιχεί με χίλια ναι.
Όλο ήμουνα σαν κάπου να με περιμένουν.
Όλο είμαι σαν να έχω να πάω κάπου.
Από παιδί.
Έκανα μια βόλτα μικρή
στον κόσμο των παραισθήσεων,
παρέκαμψα επιμόνως να σε συναντήσω
-γιατί, εν παση περιπτώσει
μια παραίσθηση είσαι κι εσύ.
Φαντάζεσαι να συναντιόμαστε και εκεί;
Δεν έπρεπε να σ αφήσω να το κάνεις αυτό
Α, είμαι απαράδεκτος που σ άφησα να μ αγαπήσεις.
Απόσπασμα από το ποίημα μου ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ.
Από τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή είναι μάλλον η σύνεση. Είναι όμως πολύ δύσκολο να είσαι συνετός, γιατί θα είσαι συνέχεια συντροφιά με τη μετριότητα.
Ο καθένας γνωρίζει ποιος είναι.
Έκτοτε, μήτηρ τε, και όμαιμο θήλυ τοις εμοίς, ουκ εκπορνεύονται.
Οι άντρες λατρεύουν το γυναικείο σώμα. Οι ομοφυλόφιλοι το γυναικείο μυαλό.
Έχει σημασία τι είπαν ορισμένοι άνθρωποι κάποτε. Τα σχόλια, οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, τα συναισθήματα που προκάλεσαν κάποιες γραφές, σκέψεις, ο θυμός, η οργή, ο φθόνος, η κακία, η κολακεία. Νομίζω πως περισσότερη αξία έχουν εκείνα που γίνονται εν βρασμώ γιατί δείχνουν το ποιόν και τον χαραχτήρα εκείνου που τα εξσφενδονίζει...
Πολύ μ αρέσουν αυτοί που δηλώνουν επάγγελμα, ποιητής.
Πάντως οι γυναίκες χρησιμοποιούν πιο έξυπνα τη φράση, "Μη βιάζεσαι."
Είναι ολέθριο να είσαι έξυπνος-αυτόματα ανήκεις σε μια μειονότητα.
Δεν υπάρχει ο τέλειος ζωγράφος, ο τέλειος συγγραφέας, ο τέλειος άνθρωπος. Ούτε θα υπάρξει. Αντίκειται στους νόμους αυτής της ζωής που η ίδια είναι ατελής.


 

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

ΡΌΓΕΣ ΕΝΌΣ ΣΤΑΦΥΛΙΟΎ

 


Δύσκολο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, είπε η Μαριλένα, καθώς ο Τζον την κοίταζε από το φεγγάρι, νέος ήταν μπορούσε να πηδήξει από κει πάνω αλλά ο κόσμος ήταν το σκοτάδι που έκρυβε μέσα της η Μαριλένα και η ανοησία του Ντικ, ή του Παναγιώτη και του Βασίλη, ίσως και η Αντωνία, καλοβαλμένη να πλησιάζει έναν-έναν τους εραστές του Τζον, δεν έχω έρεισμα, είπε και ο κρότος των λόγων έκανε στροφές για να περάσει από αυτό το ποτάμι, είναι αδύνατος ο μύθος, εγώ δεν είμαι για έτσι, στέγνωσε ένα πικρό ύφος, για να με κερδίσεις χρειάζεται να φας πολύ μέλι. Εγώ δεν είμαι για έτσι, υπονοούσε μια ιδιαιτερότηα ύπαρξης, πως δεν άξιζε να της συμπεριφέρονται ούτως οι άντρες ή και οι γυναίκες, αν την θεωρούσαν υποδεέστερη αλλά δεν μπορούσε ν αλλάξει την εικόνα, η εικόνα είναι αυτό που βλέπουμε, τίποτε άλλο και πάρα πέρα.
Ο Μπεν και ο Τζωρζ ήταν από το Μπέρμιγχαμ ο ένας χοντρός και ο άλλος υπόχοντρος, αδυσώπητοι χτυπούσαν ρυθμικά τα δάχτυλα τος στο ξύλο περιμένοντας με αδημονία το επόμενο. Το κεφάλι τους μετρούσε τον ρυθμό.
Βββ Κι αμέσως η Μαριλένα τους έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στο στήθος που ο Τζον το κατάλαβε σαν ερωτικό αντίκρισμα και θα ήταν καλύτερα ν αποχωρήσει απ τη σκηνή, ενώ ο ουρανός σκοτείνιαζε. Σκοτείνιαζε οικειοθελώς. Πολλοί είμαστε μόνοι. Μόνοι, όταν χρειαζόμαστε άλλον έναν.
Τι κάνεις εκεί;
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, κοιτάω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ή πλέκω με τον άνεμο λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι μόνος σε έναν κόσμο που υπάρχουν πολλοί, είπε ο Ντικ και κανείς δεν του απάντησε και μόνο η Μαριλένα στεκόταν ακόμα γυμνή στο σκοτάδι που έπεφτε ραγδαία στους ώμους, στα χέρια και λίγο πιο κάτω από εκεί που ήθελε να μην υπάρχει η ντροπή, ίσως και η αγάπη, να είπες μια δύσκολη λέξη και είναι καλύτερα να μην πάει παρα πέρα ένας - ένας με μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ ο Μπεν και ο Τζωρτζ σταμάτησαν να χτυπούν τα δάχτυλα τους στο ξύλο και μουσικομανείς άνοιξαν τα αφτιά τους ν ακούσουν όσα ήθελαν να πουν, πάντα σε φόρμα. Ο Τζον και η Μαριλένα, άφησαν έναν πνιχτό ουρλιαχτό για την πεποίθηση τους πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτοί οι δυο να ενωθούν ποτέ, Γιάννη, είπε η Μαριλένα, καλύτερα να μείνουμε φίλοι, δεν πειράζει που με είδες γυμνή, εγώ δε σε είδα, αλλά μ αρέσεις, είσαι όμορφος, λάμπεις σ ένα σκοτάδι που υπάρχω εγώ, εγώ και οι άλλοι, που ορκίζονται στην τιμή τους, εγώ δεν έχω τιμή, αξίζω πολλά, δεν είμαι για έτσι.
Στο μισοσκόταδο, ο Γιάννης, ρουφούσε τις ρόγες ενός σταφυλιού, σάλπιζε την τρυφεράδα, πως κάποτε θα ήταν για πάντα δικιά του, όχι η τρυφεράδα, νέος ήταν εκ γενετής ηλίθιος, έπρεπε, οπωσδήποτε να ενηλικιωθεί, να γίνει πιότερο έξυπνος, φορώντας μια κουκούλα μέχρι επάνω, δεν έλεγε και τίποτε μια Μαριλένα στο σκοτάδι, α, μια πουτάνα του σοκακιού, ζζζ, άκουγε ακόμα τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα σε κορμούς πεύκων με γυαλιστερά μάτια, αλλά ένιωθε τόσο μόνος και θαρραλέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν είναι νέοι, αψίκοροι και βγήκε απ το μικρό πορτάκι, το τόσο δα, αναψοκοκκινισμένος που παράβλεψε τους νόμους της οικειότητας, βλέποντας ολόγυμνη την Μαριλένα, που παρ όλα αυτά, είπε πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα.
Γγγγ.
Τρία τσίπουρα! Παράγγειλε ο Τζον ή ο Γιάννης κι όλοι έμειναν κάγκελο κι άναψαν τσιγάρο με ευχαρίστηση, αγαλλιάζοντας σαν άγγελοι, ήσσονες με μικρά γόνατα, χαλύβδινοι, σιδερένιοι με μυώδεις γάμπες, ο μύθος συνεχίζει να μην υπάρχει, τι πιο πολύ αξίζει στη ζωή, εξόν από μια γυμνή γυναίκα που την είδες στο σκοτάδι ν ανεβάζει τα εσώρουχα της, ακόμα και ο θεός κολάζεται μ αυτό το άσπρο και το μαύρο των θηλυκών αισθημάτων, άρα πάμε καλά! Πάμε καλά!Για να πάρεις όμως πρέπει να ζητήσεις κι άμα ζητήσεις δεν ξέρεις αν θα σου το δώσουν, εκεί που το ποτό είναι φτηνό κι εκεί που η σάρκα είναι τρίφτηνη, έξω βρέχει και ποια είναι η γνώμη σου για τους εραστές είπε ο ένας από τους δυο χοντρούς, εμένα δε μου λένε τίποτε αυτοί που ερωτεύονται σφόδρα και ξεχνούν τα προβλήματα, ξεχνούν τα πάντα και νομίζουν πως ο κόσμος ανήκει μόνο σ αυτούς, έτσι είναι όσοι ερωτεύονται, έξω συνέχιζε να βρέχει, χωρίς λόγο, πάντα βρέχει χωρίς λόγο και οι άνθρωποι κρύβονται απ τη βροχή κι απ το χιόνι, έχοντας λίγη χαρά επειδή είναι μόνοι, έτσι ολοκλήρωσε μια άποψη για τη βροχή, τίποτε δε σκέφτομαι, απάντησε ο Ντικ που ήταν ξεχασμένος σε μια γωνιά περιπτέρου κι ανάλογου ύφους, αυτό ακριβώς ήταν το έναυσμα ν ανάψει μια φωτιά, χωρίς λόγο, έτσι επειδή μας άρεσε αυτό. Τίποτε άλλο. Αυτό. Η Μαριλένα και ο Τζον δεν έζησαν ποτέ μαζί, εκτός από αυτές τις πρόσκαιρες εικασίες του ενός για το σώμα του άλλου, για να μην ειπωθούν περισσότερα χυδαία για τα γόνατα μιας γυναίκας και τους ώμους ενός άντρα ή για τα μαλλιά της που έπεφταν σαν στάχυα στους λιγνούς και σαρκώδεις λόφους, ευρυμαθείς όπως τους αποκαλούσαν μερικοί, ένα γοητευτικό μέρος αυτών, ήταν, να φύγουν μακριά ο ένας από τον άλλον λες και δεν άντεξαν να ήταν μαζί, ευρυμαθείς και εγκρατείς, για να δεις πως αλλάζει η ιστορία, ένα βλέμμα αρκεί για ν αλλάξει το παν, αυτό ήταν εκείνο που επόθουν, τίποτε δε σκέφτομαι, είπε ο Τζον και η Μαριλένα έμεινε για πάντα γυμνή, μετέωρη σε έναν κόσμο όπως τον φανταζόμαστε όλοι.
ΤΕΛΟΣ

 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΚΑΦΕΤΖΉς ΕΊΝΑΙ ΤΡΕΛΌΣ

 


και άλλοτε πάντα
οφθαλμός εναντίον οφθαλμού γέγραπτε
αλλά ο the is not here
Δεν έχω το θάρρος να αντιμετωπίσω το μίσος
Θα κλάψουν μανούλες
Κάποτε η ζωή μπορεί να μη σημαίνει τίποτε
Κι άλλοτε τα πάντα
ο Τζον δεν είναι εδώ
κι ο καφετζής μου έφερε καφέ
εμένα που πίνω αστέρια
Ο καφετζής είναι τρελός
μου έφερε το τασάκι
εμένα που δεν καπνίζω
και με λένε Τζων
Είμαι ο Τζών απ τη Μασαχουσέτη
εις πολλά άρχοντα τα έτη
ο καφετζής είναι τρελός
Ο καφετζής είναι τρελός.
Ο καφετζης είναι τρελός.
Η σιωπή είναι αρρώστεια των φυτών
Ω! πάντα το μικρό τριανταφυλλάκι
αυτό το μικρό τριανταφυλλάκι
Ο Κριστ που πέθανε στο αβαείο του Μπραχάμιστερ
ο Κριστ ήταν καλό παιδί
Έπαιζε μπιλιάρδο
δεν είχε μάνα δεν είχε ταβάνι
Είχε μια γυναίκα και δυο περιστέρια
ο καρκίνος είναι αρρώστεια των ζώων
Όταν τη νύχτα κρυώνεις στο κρεβάτι σου
η Αλίνα δεν ήξερε τίποτα για τον καφετζή
όλη η ιστορία ήταν για τον Τζον
Και τον Κριστ
Το βράδυ ο πατέρας γλιστρούσε στο σεντόνι
Εδώ υπάρχει το σύμπαν είπε ο ο θείος Τζορτζ
Ξέρουμε τα πάντα.
Η Ντίνα είχε δυο ελιές στο λαιμό
μια πιο μεγάλη
μια πιο μικρή
και η Ντίνα ήταν τρελή
ήταν βελούδινη είχε τον αριθμό εφτά
πήγαινε πάντα με τον Κριστ
Και καθώς η Αλίνα ίππευε προς την Ιερουσαλήμ
δε με νοιάζει, φώναξε ο Τζον
θα φοβηθείς για τη ζωή σου
πήγαινε πέρα απ τις Ινδίες
Η δυστυχία των άλλων είναι των αίμα
αλλά ω Τζον, ξέχασες το Χριστόν
ξέχασες την αμαρτία
ξέχασες την αμαρτία
ξέχασες την αμαρτία
Η Ντίνα θυμήθηκε το τραγούδι που δεν είχε χρώματα
ήπιε μια ακόμα γουλιά
Μια ακόμα γουλιά, το μουγκρητό στάματαγε
στο έβγα του σινεμά
όταν τα παιδιά των μεγάλων τάξεων
έκλεβαν τον χρόνο
Αν δεν πονάει αυτό που κάναμε θα πονάει το επόμενο.
Εκείνη τη νύχτα θα πληρώσω τα χρέη των θεών
Η Αλίνα έφερε το μαχαίρι στο λαιμό
Ω, ελάτε εσείς οι ορθόδοξοι οι εκλεκτοί του θεού
ανέκραξε
Η Αλίνα έφερε το χέρι στο λαιμό
η Αλίνα αγκάλιασε τρυφερά το χέρι
τα μάτια όμως επανέλαβε ειρωνικά ο Τζον
Είναι η αλήθεια της ζωής.

 

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΆ!

 


Υπάρχουν και ωραία πράγματα στη ζωή μου. Το ΔΙΑΣΧΊΖΩ  έγινε περίπου είκοσι ετών, πέντε έντυπα και δεκαπέντε ηλεκτρονικά σαν σελίδα στην αρχή και σαν μπλογκ που συνεχίζει τώρα.
Υπάρχουν λοιπόν και ωραία πράγματα στη ζωή μας αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε. Λίγα μεν υπάρχουν δε. Ανακαλύψτε το καλό!
Χρόνια πολλά σε όλους.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

ΠΌΣΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΣ ΑΓΑΠΆΝΕ;

 

 


Δέκα και είκοσι ώρα για μια σκληρή ανάρτηση: Αν περνούσε από το χέρι μου τα αμερικάνικα βιβλία γεωγραφίας θα αποκαλούσαν τις ευρωπαϊκές χώρες με τα ονόματα που τους ταιριάζουν: "Αυτοκρατορία της σύφιλης". ¨Δημοκτρατία της αυτοκτονίας", "Βασίλειο της άνοιας", το οποίο φυσικά συνορεύει με το "Πριγκηπάτο της Παραφροσύνης". Τάδε έφα ο Κερτ Βόνεγκατ που παρέμεινε πιστός στις ανθρωπιστικές αξίες, όπως η φιλία, η δικαιοσύνη, η συντροφικότητα, η ευγένεια, η εμπιστοσύνη στη δύναμη της απλότητας, η αντίθεση προς κάθε δογματισμό. Δυνατός τύπος απέναντι σε μας που συνεχίζουμε να ζούμε αυτή την παράνοια.

Τώρα που περισσεύουν οι όμορφες, βρήκαμε καιρό κι εμείς να μην αγαπάμε.

Τώρα μου ήρθε: οι άνθρωποι είναι σαν τα τσουβάλια. Δεν μπορούν να στέκουν όρθια όταν είναι άδεια. Χχαχααχα! ωραίο πράγμα να είσαι ένα άδειο τσουβάλι! καταρρέεις σαν τον Άσιμο. [το άδειο τσουβάλι μπορεί να είναι και επιεικής χαρακτηρισμός για τους περισσότερους από εμάς.]

Δεν καταφέραμε να γίνουμε ήρωες. Γιατί, οι ήρωες πεθαίνουν για κάποια ιδανικά, ενώ εμείς ζούμε ακόμα δίχως ιδανικά.

Καλύτερα με τα ψάρια παρά μα τους ανθρώπους. Ελέχθη εν παρόδω σε μικρό αδιέξοδο του νου. Ένας οικίσκος παρακάτω του άστεως. Φρενοβλάβη. Πυροβολήστε τους καθρέφτες.

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με το χαμόγελο στο πρόσωπο. Πως μ αρέσουν αυτοί οι ανιδιοτελείς! που δε φοβούνται να σου πουν πως είσαι ωραίος, χωρίς να περιμένουν τίποτε από σένα παρά μονάχα το έργο που προσφέρεις και είναι λίγοι γαμώτο!

οι γυναίκες πάντα προσπαθούν κάτι να κρύψουν επιμελώς..

Υπάρχει και το πρόσωπο αλλά υπέγραψα ένα συμβόλαιο με τον διάβολο, έναντι αμοιβής, να μη δείχνω πρόσωτα.

Τελικά οι αναμνήσεις δεν είναι ότι καλύτερο για τον άνθρωπο. Ούτε οι καλές, μηδέ οι κακές. Οι μεν πρώτες επειδή δε θα τις ξαναζήσεις, οι δε δεύτερες επειδή θέλεις να τις ξεχάσεις και απορείς αν τις έκανες εσύ. Διαλέγεις και παίρνεις: καλύτερα να μη θυμάσαι!

Προυπάρχει μια αντιπάθεια με πρόφαση μικρές αιτίες, όταν η ζωή βαραίνει επικίνδυνα απ την πολλή συνάφεια.

Οι μικροί άνθρωποι είναι συκοφάντες. Στην αρχαία Αθήνα λέγαν έτσι όσους πρόδιναν τους παράνομους εξαγωγείς σύκων. Το κακό με τους συκοφάντες, είναι που υπάρχουν άλλοι ευάλωτοι και τους πιστεύουν κι έτσι δημιουργούν μια ψευτικη εντύπωση γύρω από πρόσωπα και καταστάσεις και εξ αιτίας αυτού χάνονται φιλίες αδερφικές και ιοκογενειακές καταστάσεις που τις περισσότερες φορές δεν επανέρχονται. Όταν σε κατηγορούν ψεύτικα είναι δύσκολο ν αποδείξεις την αντίθετη άποψη, όσο κι αν αυτό φαίνεται εύκολο.

Εγώ είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος αλλά αυτό δε σημαίνει πως υπερασπίζομαι ότι οι άνθρωποι ζωγράφοι δεν πρέπει να σπουδάζουν! αλοίμονο θα ήμουν ένας βλάκας, ίσα-ίσα που θεωρώ τις σπουδές σε όλα τα επίπεδα έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές του ανθρώπινου πολιτισμού. Κάνω μια μικρή επεξήγηση γιατί μερικοί νομίζουν πως επειδή από κάποιες συγκυρίες δεν πήγα στην καλών τεχνών πως είμαι ενάντιος στις σχολές[διαφωνίες επί μέρους μπορεί να έχω πολλές αλλά αυτό είναι άλλο], κάθε άλλο! και κάποιοι άλλοι μπερδεύουν την απόρριψη μου από το καλλιτεχνικό επιμελητήριο με τις σπουδές.. Ένας ζωγράφος όπως εγώ, -στο πέρασμα των χρόνων μελέτησα πάρα πολύ ιστορία τέχνης και συνεχίζω να μελετώ ούτως ώστε να αναπληρώσω το κενό . Ξέρετε πως στο υπουργείο εσωτερικών δεν υπάρχει το επάγγελμα του ζωγράφου και συγγραφέα;

Οι άνθρωποι έχουν ορίσει κάπως έτσι, ελεύθερα να μπορεί κάποιος να ασχοληθεί με την τέχνη. Η διαμάχη με τους ακαδημαικούς και τους αυτοδίδακτους θα συνεχίσει να υπάρχει εσαεί χωρίς να αποδείχνεται κάποιο δίκιο υπερ του ενος ή του άλλου μέρους και τα παραδείγματα είναι πολλά αλλά η παιδεία ωφείλει να είναι σκληρή.

Δεν κάνω καμιά απολογία ούτε νιώθω μειονεκτικά που δεν έχω ένα πτυχίο μα είμαι περήφανος για όσα κατάφερα με την τέχνη χωρίς δασκάλους, μόνο με τα βιβλία, τα πινέλα και τις λέξεις.

Ξέρω πως πολλοί θα με μισήσουν και πιο πολλοί θα μ' αγαπήσουν.


Oι άνθρωποι που μας αγαπάνε πραγματικά είναι λίγοι. Σχεδόν κανένας παραπάνω απ τον εαυτό μας.


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Η ΤΙΜΉ ΤΗΣ ΕΛΠΊΔΑΣ

 



 Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.

Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξαναφέραν σ αυτή ττη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.

 Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.

Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις;  απόρεσα, παρατώντας τα πινέλα.

Σαν πελάτης μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε, πέρασα και χτές, δεν ήσουν εδώ και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενω εγώ έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
  τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε. Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα τους καφέδες απο απέναντι, πάνε τα πέντε ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα αστραπιαία τα έκανα εγω- πως αν δεν εύρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το κινητό του βούιζε και απαντούσε ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε εντολές για το χρηματιστήριο, μου πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι δουλειές στη μέση.
  Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη, πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε, γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι, άμα σου λέω. Εγω τους τα πήρα. Πρόλαβα. Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Απο που; απόρεσα.
-Έλα ρε! Εδω πιο κάτω είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε. Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
  Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Εχω σκεφτεί να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό πίνακες, επι πέντε πενήντα χιλιάδες ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδω στον ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω απο κει να τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των πινάκων, για το περιεχόμενο και μου δειχνε κάποιους
  έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές; αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπά, του απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή. Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος. Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδω δεν έβγαλες πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του τόκλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω ενοχές. Όχι, τό είχα, αλλά το ταξί το πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο μηπως το ξέχασα σπίτι. Ελα Χριστίνα για κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου λεφτα πάνω μου και πρέπει να πάω στον Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη, έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα, ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου λεγε δεν τράχει τίποτα κι εγω σκεφτόμουν, ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη, εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια. Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα. Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε ξαφνικά. Όχι, εγνεψα. Να με πέταγες μέχρι τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε, γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί, έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφου ήξερα πως δεν είχα.
-Δεν έχω
 ρε γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα ..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει, μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές, σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα λεφτά.
-Οπως είπαμε, πέντε με πεντέμιση να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γειά.
-Γεια, είπα κι εγω και βγήκα στην πόρτα να το παρακολουθήσω που που έστριψε στην Καλλιδρομίου και χάθηκε απο τα μάτια μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα, έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός. Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς μου, για τά έξοδα και πόσα θα μου έμεναν απο αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα ξελάσπωνα απο τα χρέη και το κυριότερο θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα, άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι, πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης, εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση με τη γυναίκα του δάσους και τα χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό τζίνι. Κάθησα στο καβαλέτο αλλά δεν μου βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν περνούσε απο το μυαλό μου πως μπορούσε να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος, κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα -Γιάννη το γνωστο ταβερνείο στην Μπενάκη, να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο. Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε, να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και περίμενα προκαταβολή το απόγευμα. Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε, κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
  Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη, βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόδο ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες; δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα, μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα, κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα. Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε πέντε. Πήγε πεντέμισυ, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετα από το άλλο κι όσο περνούσε η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι, εξήμισυ. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο. Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε. Πράγματι. Η κρύα φωή της κασέτας με πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου σιγά-σιγά καταγάλιαζε. Έφερα πίσω όλες τις στιγμές της συνάντησης μου με τον μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα. Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη για άλλα τόσα κι εγω δεν είχα μία. Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά να την πάω στους γιατρούς.

ΤΕΛΟς
























Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

ΘΑ ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΑΥΤΟΊ ΉΤΑΝ ΓΕΛΟΊΟΙ

 


 

Η αλήθεια είναι πως έχουμε αδικήσει μερικούς στη ζωή μας.

Αν πει κανείς πως τα ξέρει όλα θα πουν πως είναι βλάκας. Αν πάλι πει πως δεν ξέρει τίποτε πάλι βλάκας θα είναι, συμπέρασμα πως πρέπει να ξέρεις λίγα κι αυτά να μη τα λες. Υπερασπίζομαι το δικαίωμα να είμαι μόνος μου, μα κι αν σας μιλάω μου φαίνομαι πιο μόνος, Λογικά δεν πρέπει να σκέφτομαι, ούτε να μιλώ. Είδες πως είναι ο τρόπος της γραφής;

Και κάτι άλλο προτού σας πάρει η κωλονύχτα: το όριο μας δεν είιναι δυο μέτρα χώμα ή το σφαγείο της αγοράς. Είναι που θα μας κάνουν εικόνισμα μιας εποχής και θα λένε αυτοί ήταν οι γελοίοι.

Εσύ δε μοιάζεις με τις άλλες. Το παραμύθι των αντρών, όταν γνωρίζουν μια γυναίκα. Υπάρχουν διαφόρων ειδών γυναίκες. Οι λίγες ντύνονται επί πιστώσει και όταν γδύνονται πληρώνονται μετρητοίς. Κάποιος το είπε αυτό, δε θυμάμαι. Οι πολλές, μοιάζουν μεταξύ τους: πως να τυλίξουν το κορόιδο, να βρούνε τον λεφτά που θα τ ακουμπάει όλα στην ποδιά τους. Παραμυθόσκονη. Καλησπέρα κορόϊδα.

Λυπάσαι για ότι έκανες ή για ότι θα κάνεις;

Αν σταματήσεις να μιλάς και να γράφεις θα σε διαγράψω! με απείλησε ένας φίλος.

Κοιτάζω πολλά έργα μου και σκέφτομαι πως, σήμερα δε θα τα ζωγράφιζα ποτέ έτσι! Μοιάζουν κι αυτά με τη ζωή μας που όλο λέμε πως αν την ξαναρχίζαμε θα την φτιάχναμε αλλιώς!

Ποια είναι η διαφορά της αποχής από την απόχη; Η απόχη είναι το δίχτυ που συλλαμβάνεται όποιος προσπαθεί να είναι ελεύθερος, να απέχει. Γιατί, δεν μπορείς


κύριε να απέχεις! πρέπει να είσαι μέρος ενός συνόλου.

Σκιές που έτρεχαν γρήγορα και το φως ποτέ δεν μπορούσε να τις νικήσει. Όσο υπήρχε το φως θα υπήρχαν και σκιές,

Μου αρέσουν οι έξυπνοι άνθρωποι. Τους συμπαθώ.

Εντάξει ρε. Μας έφτιαξε ένας θεός και μας έβαλε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας.

Οι εκδοτικοί οίκοι ζητάνε λεφτά από τους συγγραφείς που δεν έχουν. Έτσι βγάζουν τα βιβλία όσων έχουν αλλά αυτοί είναι ατάλαντοι . Εντάξει όχι όλοι. Οι γκαλερί επίσης ζητάνε χρήματα από τους ζωγράφους για να τους στήσουν μια έκθεση. Έτσι κάνουν εκθέσεις μόνο όσοι έχουν -επί το πλείστον μέτριοι έως κακοί. Εντάξει, όχι όλοι.

 

 

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΜΕΤΡΙΟΦΆΝΕΙΑ

 


 

Μερικοί νομίζουν πως αν φωνάζουν δυνατά, θα τους ακούσουν.

Απόλυτα μεταξύ θεών και ανθρώπου. Βασανισμένος κάτω από τη φοβέρα του θεού. Υποτίθεται πως ήταν άθρησκος αλλά δεν ήταν ποτέ ή δεν κατάφερε να ξεφύγει. Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Οι περισσότεροι στο διαδίκτυο προσπαθούμε να μοιάσουμε του Αϊνστάιν που μου θυμίζει βοσκό της Σαμοθράκης, όπου συμβουλεύει με σοφά λόγια τα πρόβατα του.

Δεν αρκεί να είσαι καλός ζωγράφος για να γίνεις μεγάλος ζωγράφος.

Μεταξύ ενός που κάνει τον έξυπνο κι άλλου που έχει μειωμένη αντίληψη, ποιον προτιμάτε για παρέα; Προσωπικά δεν μπορώ τους εξυπνάκηδες.

Έχω πει δεν είμαι φιλόλογος, οπότε κάνω λάθη, λίγα ή πολλά..[συνήθως ένα στις χίλιες λέξεις.]

Η αμφιβολία άμα ριζώσει στο μυαλό, δε βγαίνει, ούτε με αποδείξεις. Απίστευτο;

Ποτέ μου δε μίσησα το άφταστο

Ήταν δηλητήριο που χρειάστηκα για λίγο.

Μα φύσηξε το πρώτο Φθινοπωρινό αεράκι

κι άλλαξε η όψη του βιβλίου..

Πίσω απ το ύφασμα κρύβεται οριστικά η μετριοφάνεια μας. Η προσβολή της λήθης σαν απειλή της ευγένειας.

Μάλιστα.

Είμαστε πολύ ευγενείς.

Μη βάζετε τίτλους στα έργα σας. Έτσι κι αλλιώς τα νέα παιδιά πετάνε στους δρόμους τα κάδρα όταν πεθάνουν οι παππούδες.

Μια κριτική είναι αξιόλογη όταν μπορεί να διαβαστεί από αδιάφορους.

Ναι, η ποίηση από αυτή την άποψη είναι δυσπρόσιτη, η κατανόηση του θεατή της εικόνας χωρίς υπογραφή-πχ, Πικάσο, Τσαρούχης, Μαγκρίτ, και η ποίηση χωρίς Έλιοτ, Σεφέρης.Λόρκα κλπ. Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να τονίσω την ιδιαιτερότητα κάποιων κριτικών να κάνουν έργα τέχνης, λογοτεχνήματα, τις κριτικές των, έτσι που κάποιος άσχετος; με το εκάστοτε θέμα να μπορεί να διαβάσει.[Σε συσχετισμό άμεσο με τη μη παραδοχή του εύγε! πόσο καλός είσαι! τι μεγάλος και τι υπέροχος που άλλωστε ποιον θα ενδιαφέρουν σαν αμάσητη τροφή;]

Λυπάμαι πραγματικά τους ανθρώπους που τους αρέσει ν ακούνε μόνο μπράβο.

Με ενοχλεί που έχουμε χάσει την αυτοπεποίθηση μας, το χαμόγελο, την προσμονή, για κάτι καλύτερο.

 

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΝΉ ΒΌΛΤΑ

 

 


Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος;Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πηγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φεύ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζίν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τί ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρτίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καπαρτίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματά μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραββάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραββάτα, δεν μπορώ χωρις αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυιαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνοιωσα. Ποιός έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουν τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έρριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλομπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδυνή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλευ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρτίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλευ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.

Μπήκα στο τρόλευ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλευ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενω η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατι δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγώτερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρτίνας. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρός και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρτίνα μου και γενικά απο αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκώμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατα εκεί. Είχα νε έρθω εδω δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαξε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφησα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.

ΤΕΛΟς












Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

ΜΙΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΊΑ

 


Την Κυριακή μες την Αθήνα
θέριζε ένας θεός την πείνα
Κι έρχονταν ο Λυκαβηττός
όρθιο, παλιό βουνό, όμοια ωραίο
Της μοίρας μας να πλάσει τον καιρό.
Την Κυριακή στο μεσοχώρι
πλανιόταν η χαρά μας όλη
Ήλιος πικρός στου Φιλοπάππου
απ΄τη ματιά του ουρανού
Της νιότης μας μας να κάψει τον καιρό.
Είχες στο νου σου να μ άφήσεις
μια τέτοια μέρα πουθενά
Ούτε μια λέξη δεν ταιριάζει
Χωρίς εμένα που θα πας.
Η αγάπη όλα τα σκορπίζει
σ΄αυτά τα κρύα δειλινά
Χωρίς εμένα που θα γέρνεις
μονάχη σου στο πουθενά.
Της Κυριακής τα μεσημέρια
στα Εξάρχεια ανάβουνε φωτιές
της φλούδας μας τα μανταρίνια
τσούζει στα μάτια ο καπνός
Ξυνό κρασί, που καίει, μεγάλο βλέμμα.
Την Κυριακή η μελαγχολία
η στεναχώρια, αύριο, θαμπή
Περνάει στο δρόμο το κορίτσι
τσούζει στο μάτι ο χωρισμός.
Θολό νερό κυλάει, καμμένο γράμμα.
Εγράφη κάτω απο μυστηριώδης συνθήκες.
Πως νιώθουμε μερικές φορές το λευκό της ατμόσφαιρας που
θυμόμαστε και δε θυμόμαστε τίποτε;


 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΎΘΙ ΜΟΥ

 






ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ

Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω απο το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινα δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν  χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του.Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.

Με είδαν τ΄αστέρια

να κυλιέμαι καταγής

και στάθηκαν ακούνητα.

Νανανανά! νάνανα!νανανά!

Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.

-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.

-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!

-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.

Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.

-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.

Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.



ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...