Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Η ΤΙΜΉ ΤΗΣ ΕΛΠΊΔΑΣ

 



 Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.

Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξαναφέραν σ αυτή ττη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.

 Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.

Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις;  απόρεσα, παρατώντας τα πινέλα.

Σαν πελάτης μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε, πέρασα και χτές, δεν ήσουν εδώ και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενω εγώ έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
  τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε. Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα τους καφέδες απο απέναντι, πάνε τα πέντε ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα αστραπιαία τα έκανα εγω- πως αν δεν εύρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το κινητό του βούιζε και απαντούσε ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε εντολές για το χρηματιστήριο, μου πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι δουλειές στη μέση.
  Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη, πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε, γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι, άμα σου λέω. Εγω τους τα πήρα. Πρόλαβα. Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Απο που; απόρεσα.
-Έλα ρε! Εδω πιο κάτω είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε. Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
  Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Εχω σκεφτεί να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό πίνακες, επι πέντε πενήντα χιλιάδες ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδω στον ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω απο κει να τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των πινάκων, για το περιεχόμενο και μου δειχνε κάποιους
  έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές; αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπά, του απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή. Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος. Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδω δεν έβγαλες πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του τόκλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω ενοχές. Όχι, τό είχα, αλλά το ταξί το πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο μηπως το ξέχασα σπίτι. Ελα Χριστίνα για κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου λεφτα πάνω μου και πρέπει να πάω στον Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη, έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα, ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου λεγε δεν τράχει τίποτα κι εγω σκεφτόμουν, ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη, εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια. Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα. Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε ξαφνικά. Όχι, εγνεψα. Να με πέταγες μέχρι τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε, γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί, έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφου ήξερα πως δεν είχα.
-Δεν έχω
 ρε γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα ..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει, μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές, σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα λεφτά.
-Οπως είπαμε, πέντε με πεντέμιση να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γειά.
-Γεια, είπα κι εγω και βγήκα στην πόρτα να το παρακολουθήσω που που έστριψε στην Καλλιδρομίου και χάθηκε απο τα μάτια μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα, έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός. Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς μου, για τά έξοδα και πόσα θα μου έμεναν απο αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα ξελάσπωνα απο τα χρέη και το κυριότερο θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα, άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι, πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης, εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση με τη γυναίκα του δάσους και τα χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό τζίνι. Κάθησα στο καβαλέτο αλλά δεν μου βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν περνούσε απο το μυαλό μου πως μπορούσε να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος, κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα -Γιάννη το γνωστο ταβερνείο στην Μπενάκη, να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο. Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε, να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και περίμενα προκαταβολή το απόγευμα. Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε, κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
  Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη, βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόδο ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες; δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα, μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα, κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα. Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε πέντε. Πήγε πεντέμισυ, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετα από το άλλο κι όσο περνούσε η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι, εξήμισυ. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο. Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε. Πράγματι. Η κρύα φωή της κασέτας με πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου σιγά-σιγά καταγάλιαζε. Έφερα πίσω όλες τις στιγμές της συνάντησης μου με τον μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα. Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη για άλλα τόσα κι εγω δεν είχα μία. Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά να την πάω στους γιατρούς.

ΤΕΛΟς
























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...