Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΧΡΌΝΙΑ ΠΡΙΝ Ή ΜΕΤΆ

 


ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ.
Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο
επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια
βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον
κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν
και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν
πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον
μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι
γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του,
τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν
κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα,
πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το
γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και
μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις
τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης
πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του,
κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.

Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε
συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους
αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν
την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη
στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ
ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του
γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από
ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε
τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην
ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος
λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος
σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του
να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε
να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε
δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του
κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά
βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.


 

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΛΌΡΚΑ

 



Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια
  Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.

Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός;
  είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου


ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε
  ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.

Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.

ΤΕΛΟς

 

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Η ΠΕΊΝΑ, ΌΧΙ ΤΟΥ ΧΆΜΣΟΥΝ

 


Από τη μια σκέφτομαι να δίνω στα πουλιά
να τρώνε κι απ την
άλλη, τα πουλιά, λέω, βρίσκουν να τρώνε
μόνα τους. [μελαγχολικός ειδήμων.]

Εμένα μη με φορτώνεις με ευθύνες που
δεν έχω
Εγώ ότι ήξερα το έκανα

ΚΑΡΠΟΥΖΙ Η ΠΕΠΟΝΙ;

Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου 


και σήμερα είπα
να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι
φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για
αβγά. Τι να κανα; Όμως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα
όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε.
Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα
φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα.
Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω,
σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι
κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε
αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια
Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ…
Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα
που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από
αγγουροντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο
μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς
αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον
περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει
από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα
και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς
βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την
άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό
άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι
ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο
πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα
σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα
και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα
μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στο
μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας
σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του
λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ
τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι
βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια.
Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας
καμιά δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με
συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ
σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ!
Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε
πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ!
Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.

 

 

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

ΚΟΡΌΙΔΟ

 

 


ΠΟΙΟς ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
 -Ρε συ, κάτσε να κουβεντιάσουμε λίγο σοβαρά..
-Άιντε λέγε.
-Πιστεύεις πως αυτός ο Τζο κυβερνάει τον κόσμο;
-Την αλήθεια;
-Ε, ναι ρε μάπα! Την αλήθεια.
-Όχι.
-Και τότε τι γίνεται;
-Τίποτα ρε φίλε. Η Αμερική δε χρειάζεται πρόεδρο. Ο Τζο είναι κάτι σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι εκεί για να λέει αυτά που του υποδείχνουν οι πολυεθνικές. Μην είσαι κορόιδο!
-Γιατί με υποτιμάς ρε!
-Γιατί είσαι κορόιδο, γι αυτό. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός ο Μερντοχ χώρισε με κάποια Κινέζα.
-Τι λες μωρέ! Ποιος είναι ο Μέρντοχ;
-Αφού είσαι αδιάβαστος ρε νούμερο. Δεν ξέρεις τον Μέρντοχ και μου κάνεις τον έξυπνο. Ογδόντα φεύγα μεγιστάνας του τύπου. Και η Κινέζα Γουέντι σαραντάχρονη περίπου, χώρισαν.
-Ε και τι με νοιάζει εμένα;
-Καλά. Εσένα δε σε νοιάζει τίποτε, κάνει μουτρωμένος. Ε, γιατί θέλεις να κουβεντιάσουμε;
-Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον ξέρεις;
-Τι με ρωτάς; Πρέπει να τον ξέρω κι αυτόν;
-Όχι, είχε μια συνέντευξη και είπε πως η επανάσταση θα έρθει μόνο μετά την απόλυτη εξαθλίωση.
-Άρα δεν είναι τώρα; με αγωνία.
-Όχι, δεν είναι τώρα. Προς το παρόν φαίνεται πως κερδίζει αυτός ο χοντροκέφαλος, ο Βενιζέλος..
-Τι λες ρε μούργο; [του χώνω μια μπουνιά, διπλώνεται χάμω.] Θα ζήσουμε πάλι με τουςΒενιζελοπασοκικούς;
-Τι βαράς ρε; Επειδή σου είπα την αλήθεια, [σηκώνεται, κλαίει, τον λυπάμαι.]

-Όχι αλλά..
-Τι αλλά βρε νούμερο; Ξέρεις ότι ο Μαυροκεφαλίδης παίρνει πεντακόσιες χιλιάδες ευρω το χρόνο και δεν του φτάνουν;
-Τι λες μωρέ; Ποιος είναι πάλι αυτός; Μου επιτίθεται. Εγώ δεν θα πάρω μια ολόκληρη ζωή τόσα λεφτά….
-Μπασκετμπολίστας, του λέω ήρεμα.
-Θα πάω να γίνω κι εγώ, μου απαντάει κλαίγοντας.

 

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

ΚΡΑΚ!

 


 

ΤΑ ΒΛΙΤΑ

Το μεσημέρι καθάριζα βλίτα. Ήταν ωραία, δροσερά βλίτα που
έκοψα από τον κήπο. Τα έβαλα σε μια λεκάνη, κάθισα στο
τραπέζι της αυλής και δίπλα τοποθέτησα μια άλλη λεκάνη
για να ρίχνω τα καθαρισμένα. Ωραία, σκέφτηκα και στρώθηκα
στη δουλειά. Πολλοί νομίζουν πως είναι εύκολο να καθαρίζεις
βλίτα, για μένα όμως, θέλουν μια προσοχή, όχι άιντε ότι να ναι.
Έπαιρνα ένα –ένα, το εξέταζα, έκοβα πρώτα το κοτσάνι με τα
χέρια εκεί που έκανε κράκ για να φύγει το σκληρό, κοίταζα τα
βλαστάρια που βγαίνουν κάτω από τους μίσχους, τα έκοβα, τα παρατηρούσα μήπως είχαν τρυπημένα ή ξερά φύλλα, και με τα
δυο μου χέρια αφαιρούσα τις άκρες τους και τα ριχνα στην
καθαρή λεκάνη. Όταν τέλειωνα με τα βλαστάρια, έφτανα στην
κορυφή του φυτού, το έφερνα μπροστά στην όψη μου, πέταγα
τυχόν αγριάδες που μπλέκονταν ανάμεσα στις διακλαδώσεις-
σπάνια εκεί περπατούσε κανένα μυρμήγκι ή άλλο ζωύφιο, το
οποίο δυστυχώς έπρεπε να σκοτώσω- και αφαιρούσα όλα τα
μεγάλα φύλλα. Στο τέλος αυτής της δουλειάς, αφαιρούσα κι
όλες τις μύτες από τις κορφάδες του φυτού έτσι που ν απομένει
λιγνό, σχεδόν διάφανο σαν τσάκνο, δε θα τρωγα πρασινάδα, τα
κορμάκια και λίγο πράσινο έπρεπε ν απομένει. Όπως
καταλαβαίνετε για να φτιάξω μια μικρή κατσαρόλα έπρεπε να
καθαρίσω με αυτόν τον σχολαστικό τρόπο, περίπου εκατό βλίτα,
δεν τα μέτρησα κιόλας. [Την άλλη φορά θα το κάνω!]
Έτσι μου πήρε κάμποσο χρόνο, που κι αυτόν δεν τον μέτρησα
αφού ήμουν αφοσιωμένος σ αυτό που έπρεπε να κάνω γιατί,
διαφορετικά θα μπορούσα να πάρω μια μερίδα από το διπλανό
εστιατόριο αλλά περνώντας από κει την τελευταία φορά,
παρατήρησα τη γυναίκα που τα καθάριζε και είδα με τρόμο να
τα πετάει όλα μέσα στη λεκάνη της κουζίνας, να τα πλένει μια
σβούρα, να κόβει ελάχιστα τα κοτσάνια, όπως-όπως κι ύστερα να
τα ρίχνει στο μεγάλο καζάνι κι αποφάσισα από τότε να μην
ξαναπάρω βλίτα από εκεί.
Βέβαια σε όλη τη διάρκεια αυτής της δουλειάς, είχα το χρόνο
να σκεφτώ διάφορα πράγματα, όπως τι είναι το βλίτο, δε
θυμόμουν και πολλά πράγματα από τη Φυσιολογία που κάναμε
στο Δημοτικό γιατί στο Γυμνάσιο και μετά, ούτε λόγος για βλίτα. Θυμήθηκα-θαυμάστε μυαλό!- πως  είναι ποώδες, εδώδιμο φυτό
που η επιστημονική ονομασία του είναι,
Amaranhus  blitum.
Όπως, πως όσοι το τρώνε, φυραίνει το μυαλό τους. Άρα
ανοηταίνει. Γέλασα, μ αυτή την αφέλεια και με την άλλη που
όποιον αποκαλούμε βλίτο-συνήθως με νεύρα- τον θεωρούμε
ανόητο, βλάκα, εξ αιτίας της παραπάνω ιδιότητας που αποκτά
όποιος τρώει βλίτα. Φαντάσου, απολογήθηκα στον εαυτό μου,
ενώ τέλειωνα με τον καθαρισμό των βλίτων, με τι μας έχουν
θρέψει τόσα χρόνια για να μας κάνουν ακριβώς βλάκες.
Καλή όρεξη.

 

 

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...