Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

ΑΓΡΙΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

 

 


 

Το λεωφορείο έτρεχε, κυλούσε τις ρόδες του στην άσφαλτο, βρωμούσε τσιγαρίλα και ανάσες πολλών επιβατών που οι περισσότεροι έκαναν εμετό, εμένα είχε σταματήσει πια να με πιάνει, ένιωθα κάποια αναγούλα αλλά δεν έκανα εμετό. Είχα βγάλει ένα πεντακοσάρικο από τα μεροκάματα στου παπά-Σπύρου, η μητέρα με αποχαιρέτησε με δάκρυα, πάντα αυτοί οι αποχαιρετισμοί ήταν γεμάτοι συγκίνηση, λες και θα πηγαίναμε στην Αυστραλία, λες και δε θα ξαναβλεπόμασταν και είχα πάρει το λεωφορείο της γραμμής Φιλιάτες-Αθήνα. Τι να έκανα πια στο Άγριο; Είχα στην κωλότσεπη τη σύσταση ενός φίλου που προ-ακολούθησε την ίδια κατάσταση  μ εμένα αφού συνεννοηθήκαμε να με φιλοξενούσε τον πρώτο καιρό, μια και κανένα από τα αδέρφια μου δεν έμενε πια εκεί, ο Χάρης με τον Δημήτρη και τον Αντώνη είχαν πάει στη Γερμανία, ο Σωτήρης ήταν στρατιώτης κάπου εκεί γύρω, δε θυμάμαι να τον συνάντησα ποτέ, έτσι κι αλλιώς αυτός ήταν ο πιο αδιάφορος για ότι συνέβαινε στην οικογένεια και προστάτευε μόνο τον εαυτό του. Είχα τη σύσταση ενός φίλου που είχε περίπου ίδια κατάληξη μ εμένα και είχαμε συνεννοηθεί να με φιλοξενήσει τον πρώτο καιρό μια και κανένα από τα αδέρφια μου δεν έμενε πια στην Αθήνα. Στην Αθήνα την πόλη των πόλεων, το κέντρο του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ω, Αθήνα, έρχομαι.
Έρχομαι και μπορεί να μη ξαναφύγω ποτέ!
Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετικά, απ ότι τα είχα υπολογίσει, στην τσέπη μου είχα μόνο δυο κατοστάρικα, μια σχεδόν άδεια βαλίτσα, τρία ρουχαλάκια ένα ζευγάρι παπούτσια και φτάνοντας γύρω στις τέσσερις το πρωί στο Μπραχάμι με το ταξί που με παράτησε στη Θουκιδίδου 64, ένιωσα φτωχός και κρύος ο Σεπτέμβρης ήταν στα τελειώματα του και προσπάθησα να βρω στα κουδούνια το όνομα του φίλου μου αλλά μάταια, δεν υπήρχε πουθενά τα όνομα του. Απογοητευμένος είπα να φύγω αλλά που θα πήγαινα; Και ασυναίσθητα περιεργάστηκα το μαγαζί με τα μισοκατεβασμένα ρολά  στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Τα τζάμια ήταν βαμμένα μ αυτό το άσπρο και κάπου μια τρύπα άφηνε να δεις στο εσωτερικό του. Κόλλησα το μάτι μου και στο μισοσκόταδο διέκρινα πάνω σε ένα ράντσο τον φίλο μου να κοιμάται, εδώ είμαστε μονολόγησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας και χτύπησα το τζάμι. Ξύπνησε κάποτε ο Βασίλης, Βασίλη τον έλεγαν, τώρα θυμήθηκα τα όνομα του, αγκαλιαστήκαμε, με καλωσόρισε, ήταν βρώμικος κι αξύριστος ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, φαλακρούλης από τότε, ντουβάρι ασοβάτιστο.
-Ήρθες!
-Ήρθα, του απάντησα.

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Συναρπαστικότητα της γραφής. Μυθιστόρημα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...