Τρίτη 31 Μαΐου 2022

ΤΖΡΡΡΡΡ!

 


Κοίταζα προς τον τοίχο δεξιά και λίγο πιο πάνω από τον καθρέφτη.
Δεν είχε τίποτε, ούτε λευκός ήταν, ούτε άσπρος, μια μουντζουρωμένη σκιά έστεκε πιο δίπλα, εκτός πλάνου, δυο μυρμήγκια πήγαιναν την ανηφόρα, εκτός συναγωνισμού κι ο ήχος του κάτουρου συνόδευε κίτρινος αυτό το πρωινό που δεν είχα να κάνω τίποτα, δεν είχα να φοβηθώ την ερημιά, την ησυχία, τον κόσμο που ήταν μέσα και έξω από μένα. Το μικρό παράθυρο ευθεία μπροστά μου ήταν ανοιχτό, άφηνε τον αέρα της ταράτσας να εισέρχεται στο χώρο, την ψύχρα του κενού της αναπάντητης ερώτησης αν είμαστε καλά-ποιος δεν ήθελε να είναι καλά αλλά αυτό ήταν μια παλιά ιστορία. Αριστερά μου ο άλλος τοίχος, έστριψα το κεφάλι ενώ συνέχιζα να κατουράω τον κόσμο, ανέβαινε μια σωλήνα απ όπου φαντάζομαι θα περνούσαν τα σκατά των από πάνω μας, μιας κι εμείς, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, μέναμε στο υπόγειο. Αυτός ο άλλος τοίχος λοιπόν, ήταν γεμάτος γρατσουνιές, μολυβιές που σκεφτόμουν κάποτε να τις σβήσω- άιντε κάντο μια φορά κι ας πεθάνω φώναζε η Τούλα η γυναίκα μου που είμαστε χρόνια παντρεμένοι και με λατρεύει όπως κι εγώ αλλά που συνέχεια τσακωνόμαστε κιόλας, επειδή σπάνια έπαιρνα τέτοιες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή μου. Και πως να μην ήταν σημαντικές αφού εγω τις είχα κάνει πριν από έναν αιώνα κι ότι είναι παλιό, καταλαβαίνετε παίρνει μια άλλη αξία, γίνεται μυστηριακό, ίσως και χρυσαφένιο- έτσι μου φαινόταν τώρα αυτές οι γρατσουνιές, ενώ συνέχιζα να κατουράω τον πρωινό κόσμο μας. Τζζζρρρρρ
Βέβαια, στρίβοντας ακόμα πιο πολύ το κεφάλι μου προς τα πίσω, τόσο που κόντεψε να μου κοπεί ο σβέρκος, στην αριστερή γωνία ο γκρίζος σοβάς είχε σπάσει σε πολλές μεριές κι έδειχνε τα εντόσθια του τοίχου κατά το μήκος και το ύψος του χώρου. Έλειπε το πλάτος και ο χρόνος από τις διαστάσεις αν και κατ εμένα ο χρόνος δεν είναι πάντα παρών. Απουσιάζει.
Ένα τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσα από όταν σηκώθηκα στην παλάμη, μου θύμησε τα χρέη στην Εφορία, στον οδοντίατρο, στο μπακάλη, στο καφενείο, στα ενοίκια, στο ρεύμα, στο νερό. Μου το έβαλε εκεί η γυναίκα μου η Τούλα. Πάντα προσεκτική και φρόνιμη, πρέπει να τα πληρώσεςι μου είπε ενώ κεντούσε σαύρες με το μυαλό της . Πρέπει, είπα εγώ συνεχίζοντας να κατουράω, τζζζρρρρ! και να κοιτάζω τις ρωγμές του χρόνου στον τοίχο.

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΘΡΗΝΏ ΩΣ ΙΝΔΙΆΝΟΣ

 


Θρηνώ ως Ινδιάνος
όρθιο ή καθιστό άλογο
γελώ όπως ο νάνος
κι αγαπώ το παράλογο

Κλαίω όπως η Μάρθα
σε θολή, γαλάζια οθόνη
ξέχασα από που ήρθα
και είμαι για πάντα μόνη

Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας 
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα

Λυπάμαι ως άρρωστος
εραστής, ωραίας Αρετής
ξακουστός κι άληστος
όπως ο μεγάλος απρεπής

Ωστόσο πρέπει να θυμηθώ
τι αγαπούσα πριν τη δόξα;
εύκολα μπορώ ν αρνηθώ
τίποτα δεν είναι, μια λόξα!

Θρηνώ στους ξέσκεπους ορίζοντες της στέπας
τρώγοντας τη μπουκιά της αρχέγονης κρέπας 
την κόρη. Κανείς δε μ αγαπάει πια εδώ πέρα
και φεύγω βρίζοντας, παρέα με άλλον αέρα

Πρέπει να πω την αλήθεια
που ξέρω για τον φονιά
όμως φοβάμαι από συνήθεια
έτσι δε λέω, λέξη καμιά

Άλλοτε κλαίω και για μένα
είμαι ένα τίποτε, μια λίγη σκόνη
που κύλισε εδώ, σιγά, χαμένα
και ποτέ δεν ξέφυγε απ την αγχόνη

Αλλά ποιος ξέρει τον ξένο χρόνο;
ποιος λυπάται για μας ή για σένα;
όλα γινήκαν δικά σου, αλίμονο!
της μοίρας σου, λένε τα γραμμένα

Γι αυτό θα γράψω, μόνο δυο λέξεις
υπέρ του Ινδιάνου και της μνήμης 
όσα δεν μπόρεσες  μόνος να τρέξεις
σε έναν κόσμο αόριστης λήθης

ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ




Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

ΣΚΑΛΠ




Μου άρεσε παλιά ο κόσμος ήταν μια φρούδα σκόνη
Όταν το απόγευμα έβγαινες στο Αχίλλειο
Εκείνο το τεράστιο πράσινο κάλυπτε σαν εσάρπα τη μνήμη πως θα είμαστε καλύτεροι.
Ή χειρότεροι το βέλτιστο
Μου άρεσε παλιά ο κόσμος, ήταν μια μικρούλα, μικρούλα αράχνη να κατεβαίνει στα δάχτυλα σου.
Έτσι, αργά πάνω στο φύλλο της κίτρινης σκαμνιάς. Κίτρινης
[Έλαμπε τόσο το φως, κύκλωνε την αφράτη αύριο]
Πέρναγε πάνω της η μνήμη ενός καλύτερου κόσμου
πως αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν θολό τζάμι
ή γυαλί που η πάχνη σκούριασε ξαφνικά γύρω μας.
Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
ένα γάβ που κλείδωνε την πόρτα μας
μια καριόλα γυναίκα που αγάπησες τότε. Καριόλα.
Το σκοτάδι ήτανε τρύπιο, φώναζε το βράδυ μια ξυνή γριά
Έπαιρνε το σκάλπ κόκκινων ανθρώπων.[ Ινδιάνοι θα ήταν σκορπισμένοι στο αρχιπέλαγος Γκουλάκ.]
Η κίτρινη σκόνη του φωτός αψεγάδιαστη ύφους, σκότωνε την όποια αισιοδοξία μας για το μέλλον των παιδιών
Μελετώντας το ψήλωμα του τείχους για να μην περάσουν οι Μυρμιδόνες
Ανέβαινε η μικρούλα-μικρούλα αράχνη στη ραχοκοκαλιά
Έτρεμε το φύλλο της λεύκας κι εμένα αυτός ο κόσμος μου άρεσε.
Σπουδαίο ήταν ν αλλάξουμε φορεσιά να βάλουμε ένα καινούριο κουστούμι
αν μιλούσαμε σαν φίλοι από παλιά-χωρίς ίχνος οικειότητας
Θα λέγαμε ή θα τρώγαμε κάτω από το δέντρο της ματαιοδοξίας.
Το κέντρο του κόσμου είμαστε εμείς μια πέτρα
ριγμένη στο αρχιπέλαγος- πόσες φορές παφλάζει πάνω στο μπλε.
Κι ανήμποροι, λεφτερωμένοι από έναν θεό γλυκύτητας [ ο εμπαιγμός της τύχης είναι φανερός ]
Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη γυναίκα της Ζάκυθος
αιώνες πριν η ραχοκοκαλιά να στρίβει στη γωνία.
Πόσο λοιπόν ν αντέχουμε ακόμα;
Οι τρύπιες πατούσες μας αντηχούσαν στο αρχιπέλαγος. Τακ-τάκ!
Είχα καιρό να σκέφτομαι αλλιώτικα

κοντά στο χείλος του γκρεμού. 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

ΣΤΙΣ ΆΚΡΕΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΎ

 

 


Η πολλή ευτυχία με τρομάζει. Έχω συνηθίσει στη δυστυχία μου.
Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να κλείσει ένα βιβλίο που το θεωρεί κακό και να μην το ξανανοίξει ποτέ. Να το πετάξει στα σκουπίδια. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μιλάμε πάντοτε για ένα βιβλίο που έχει γράψει αυτός. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι να ψυχαγωγήσει το κοινό, να δημιουργήσει το ενδιαφέρον του κοινού, να κερδίσει χρήματα. Μπορεί να γίνει αθάνατος, διάσημος να μπει στην Ακαδημία, να φορέσει την τήβεννο. Όμως αυτός αγαπάει τις λέξεις, τη λογοτεχνία.
Ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει επανάσταση στην Ελλάδα: Να βγει ένας τρελός κυβερνήτης που να κλείσει τα καφενεία.
Οι άνθρωποι πολεμούν ακόμα και με τα μάτια.
Αν αναλύσομε τη ζωή, είναι θέμα δεξιοτήτων, άσχετο αν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Αν μπορούσες να το κάνεις καλύτερα, τότε θα μιλούσαμε για σένα και όχι για τον μέγα Αλέξανδρο.
Μοναχικός.
Βάζει το κρασί στο χαμηλό τραπέζι. Ένα σεντόνι έχει στρωθεί αντί για τραπεζομάντιλο. Δυο φέτες μουχλιασμένο τυρί, το στριφτό τσιγάρο τρώει τα καπνισμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Η τελευταία κόφτρα καίει στα χείλη, το πετάει και σκέφτεται το επόμενο. Σηκώνεται, μαζεύει απ το δάπεδο λίγο κρέας που δεν το τρώνε ούτε οι σκύλοι -το παραμύθι του αρχίζει- το ακουμπάει στη λαδόχαρτα με προσοχή. Λίγδες και μόχθοι στρώνονται στην εικόνα, μια ντομάτα άπλυτη ποιος ξέρεις από πότε, ένα σάπιο σκόρδο, το τρανζίστορ ουρλιάζει την ευθύτητα του, ναι, πρέπει να φάει σκόρδο, το σάπιο σκόρδο κάνει καλό στις αναμνήσεις, γλείφει τα δάχτυλα, το σώμα, την ψυχή του, ρουφάει κρασί, θυμάται τη φυλακή, χαμογελάει κάτω.
Ποτέ δε με ενδιέφεραν σημαντικά οι γιορτές και μάλιστα όσες έχουν σχέση με τις θρησκείες. Μου θύμιζαν πρωτόγονο που προσκυνάει τα τοτέμ. Από υποκρισία προς το σύστημα, όσο ήμουν μικρός, μετείχα αναγκαστικά σε κάποιες διεργασίες. Τώρα δε γιορτάζω τίποτα.
Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχυσμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Βέβαια, το παιχνίδι αποτελεί ένα μέρος της χαράς στη ζωή μου. Μου αρέσουν όλα τα παιχνίδια κι εννοώ εδώ όχι μόνο τα πνευματικά, απόλαυση είναι για μένα να παίζω με τις ώρες ρακέτα, να τρέχω στα βουνά και στις θάλασσες, το ποδόσφαιρο και ότι έχει σχέση με τον αθλητισμό, όπως οι πνευματικές ασκήσεις, το διάβασμα, το γράψιμο, η ζωγραφική.
 
στις άκρες των βιβλίων μου-σημειώσεις.

 

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Ο ΆΝΕΜΟΣ ΦΥΣΆΕΙ ΑΚΌΜΑ

 


ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΛΛΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΦΥΣΑΕΙ ΑΚΟΜΑ.
 
Πάνω στον λόφο έκοψαν τα δέντρα οι υλοτόμοι
Τα δέντρα δεν υπάρχουν πια
Αλλά ο άνεμος φυσάει ακόμα.
Εμείς περπατούσαμε κι αυτόν τον καιρό με πατερίτσες
Είχε σπάσει το πόδι μας ένας θεός που δεν τον ξέραμε και
χωρίς κανέναν λόγο ανεβαίναμε αυτόν τον λόφο που δεν είχε δέντρα.
Μόνο χώμα, πέτρες, κόκκινο χώμα σαν το αίμα των φίλων που δεν ζούνε πια.
Είναι λυπηρό να πεθαίνουν οι φίλοι και να μένουμε εμείς
Τι θα κάνουμε χωρίς τους φίλους;
Και οι υλοτόμοι ήταν κάποιοι φίλοι που αγαπούσαν το δάσος
Δεν είναι που θέλω να σου πω κάτι σπουδαίο για τον άνεμο
Ούτε και τα δέντρα με ενδιαφέρουν τόσο πολύ
Ξέρω πως κι εσύ πούστη, τα αγαπάς αυτά τα πράγματα
Είσαι όμοιος με μένα
με τον άνεμο που φυσάει ακόμα
Μπορείς ν ανέβεις μαζί του όπου θέλεις
Θα σε πάει στα πέρατα της γης
γιατί αυτό θέλεις.
Δεν είναι που δεν έχουμε πόδια, ούτε που θέλω να σου πω κάτι σπουδαίο. Πούστη.
Απλά γυρνάω στα ίδια λόγια.
Είναι κάτι σφήνες από παλιά
Τότε που στις Μυκήνες βασίλευε ο Αγαμέμνων
Και η Κλυταιμνήστρα ορμήνευε τον Αίγισθο
Ίδια είναι, όλα παλιά, ο λόφος με τις λεύκες, το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μας
Ω! πούστη μου, τα ρούχα που ήθελες να φορέσεις δεν ήταν δικά σου
Ούτε το αληθινό σπαθί σου
ούτε ο λόφος που δεν είχε δέντρα αλλά ο άνεμος που σφυρίζει ακόμα.
Γιατί σφυρίζει ο άνεμος;
Είναι που έχω παιδικές απορίες κι αν ανέβαινα μια φορά περισσότερο εκεί, το
έκανα για να σε συναντήσω

 

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΙΩΝ ΚΑΙ ΦΛΏΡΑ

 


Βραδάκι ήταν, ο καιρός δεν έλεγε τίποτε. Πήρα το αυτοκίνητο μου να πάω στο πουθενά. Οδηγούσα το σαράβαλο μου σε δρόμους ξένους, δεν είχα τι να κάνω. Έβαλα μουσική, δε με ευχαρίστησε, άνοιξα στη διαπασών το Στέλλα μωρ Στέλλα, κακιά κοπέλα, θυμήθηκα κάποια πραγματική Στέλλα που είχα γνωρίσει πριν χρόνια. Χάιδεψα τα γένια μου που τη θυμήθηκα; καλή ήταν είχαμε περάσει μερικούς μήνες μαζί, ύστερα χάθηκε, παντρεύτηκε κάποιον Βαγγέλη. Εγώ παρέμενα ανύπαντρος, μεγάλωνα όμως κι αυτό μου κακοφαινόταν. Πλησίαζα τα σαράντα δύο, γυναίκες; πολλές είχα αλλά εκείνη τη μία, τη μοναδική δεν την είχα βρει ακόμα. Και που να την εύρισκα; όλο στα κακόφημα καταγώγια της πόλης σύχναζα με κάτι αργοπορημένους φίλους σαν τον Περικλή που τον είδα μόλις πάρκαρα να κάθεται στο ακριανό τραπέζι του λεριασμένου καφενείου στην πέρα γειτονιά. Τον καλησπέρισα, δε μου απάντησε, μιλούσε στο κινητό,...με κάποια κοπέλα, με τη Φλώρα μιλάω μου είπε, θες να της πεις καλησπέρα; εγώ; παραξενεύτηκα, που την ξέρω την κυρία; Μίλα της ! μου έγνεψε σαν να μου έλεγε, μην κάνεις το βλάκα..σαν να μην καταλάβαινα, σαν να ήμουν από χωριό και μου την έδωσε. Μίλησα με μια άγνωστη φωνή, είπε πως της άρεσε η δικιά μου, πήγαινε να την πάρεις έλεγε σιγανά ο Περικλής από δίπλα κι εγω ασυναίσθητα κανόνισα να πάω να την πάρω κάτω απ το λιμάνι που περίμενε. Έκλεισα το κινητό και γύρισα στο φίλο μου. Άσε με του είπα, εγώ ήρθα να πιω ένα ποτό, δεν πάω πουθενά! Ποια είναι αυτή; καμιά ξενέρωτη; και τι με νοιάζει εμένα που είναι μόνη της απόψε! να πάω; Πήγαινε! επέμενε ο Περικής, είναι καλή και κατεβάσαμε στα γρήγορα δυο τεκίλες. Ας πάω αν και βαριέμαι, αν και δεν έχω εμπιστοσύνη στην κρίση των άλλων για το ποια είναι καλή. Πήρα το σαράβαλο και κίνησα. Έφτασα στο λιμάνι, πήγα στο απέναντι περίπτςερο που είπε πως θα στεκόταν, μια ξανθιά είχε πει πως ήταν με μπλέ Καλοκαιρινά ρούχα. Η Φλώρα. Ναι, Φλώρα. Εγώ σταμάτησα λίγο παράμερα να τη δω, μήπως ήταν κανένα σούργελο και δεν είχα καμιά διάθεση για τέτοια. Από τη φωνή όμως δε φαινόταν για τέτοια και μόλις την είδα, έπαθα! Ένα θεοκόριτσο, μια όμορφη γυναίκα με περίμενε στο περίπτερο κι εγώ καθόμουν σαν χαζός να την κοιτάζω!
Μπήκε στο κάθισμα δίπλα μου, δε με κοίταζε συνέχεια. Εγώ την έβλεπα προφίλ. Με λένε Ίων, είπα. Χαχα, γέλασε, λουλούδι είσαι; εμένα ξέρεις το όνομα μου γέλασε πάλι κι έσφιξε τα γόνατα της με τις δεμένες παλάμες της. Είχε σκύψει και με κοίταζε αστραφτερή από χαμηλή λήψη. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στο δάπεδο του αυτοκινητου. Είσαι πολύ γλυκιά! της χαμογέλασα και ξεκίνησα σίγουρος για το που θα πήγαινα και τι θα έκανα μαζί της. Περάσαμε το λιμάνι, σε πανοραμικό πλάνο, άναψε τσιγάρο, ήταν πολύ ευχάριστη, όπως κι εγώ για κείνη. Φτ'ασαμε στο βρώμικο καφενέ, δε στραβομουτσούνιασε, κάθισε αφού χαιρετήθηκαν με τον Περικλή. Ως εδώ όλα καλά, σκεφτόμουν και λέγαμε διάφορα, πίνοντας ένα ποτό ακόμα. Εγώ, παρότι είχα διάθεση να πιω παραπάνω εκείνο το βράδυ, συγκρατήθηκα. Σε λίγο ο Περικλής αφού κατάλαβε πως περίσσευε, καμώθηκε πως είχε κάπου να πάει. Έφυγε, μας άφησε μόνους. Πάμε να φύγουμε από εδώ; μιλήσαμε ή σκεφτήκαμε κι οι δυο ταυτόχρονα, πλησιάζοντας τα πρόσωπα μας. Οι δυό ανάσες έσμιξαν, α, τι ωραία!είπα και είπε.
-Τι ωραία που είναι η ζωή! Ίων; δεν είναι ωραία η ζωή; αναφώνησε εντελώς ξεδιάντροπα στο σκοτάδι και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της να με φιλήσει
-Ναι, είπα κι εγώ, ρουφώντας μια πικροδάφνη από τα ζεστά χείλη. Ναιααα! είναι πολύ ωραία η ρουφιάνα! Πάμε!
-Φύγαμεεεε και μστριφογύρισε στα πεδιλά της σαν κοπέλα του μπαλέτου
Μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο, φτάσαμε στην παραλία της πόλης με τα πολλά μαγαζιά, τα φώτα, τις φωνές των ανθρώπων. Ήπιαμε κάπου ένα ακόμα ποτό και επειδή βιαβόμασταν για την ωραία ζωή, περπατήσαμε στην παραλία. Καθώς το κ΄ύμα βούρκωνε πίσω από τα βούρλα, της ανασήκωσα το λινό φουστάνι. Της κατέβασα το κυλοτάκι. Ενα από τα πιο ηδονικά μέρη όλης της διαδικασίας και κεί, όρθια. πισωκολλητά, σεβαστήκαμε το σπουδαίο του έρωτα. Ύστερα, φύγαμε κι απο εκεί, αναψοκοκκινισμένοι συνθέμελα. Φτάσαμε σε κάποιο κρεβάτι, σε κάποιο ξενοδοχείο, ούτε μας ένοιαζε που. Κι ώρα πέρασε γοργά. Είχε φτάσει τρεις, όταν σηκωθήκαμε, να πάμε κάπου, για ένα ποτό, να μη χωρίσουμε, να ήμασταν μαζί λίγο ακόμα.
-Ναι, ίων, πάμε εκεί που θέλεις εσύ.
Μπήκανε στο λιμάνι, ένα σκοτεινό μαγαζί, δε σκεφτόμουν τίποτα, γιατί να σκεφτώ; Καθίσαμε στα σκοτεινά να κοιταχτούμε. Στο ημίφως το γκαρσόνι μας σερβίρησε και μας κοίταξε μάλλον περίεργα. Περισσότερο τη Φλώρα. Ήπιαμε μια στάλα ποτό και σφίχτηκε πάνω μου.
-Πάμε να φύγουμε από δω Ίων! είπε παρακαλεστά.
-Γιατί; απόρεσα κι άνοιξα τα χέρια μου. Μη φοβάσαι..
-Πάμε Ίων..
Μα δεν προλάβαμε. Τα φώτα άναψαν όλα και γύρω μας όρθιοι καμιά δεκαριά άντρες μας κοιτούσαν. Τι τρέχει; σηκώθηκα προς το μέρος τους. Κανείς δε μίλησε. Γέλασαν όλοι μαζί απαίσια, περπατώντας κύκλο γύρω-γύρω μας. Το γέλιο βρόντησε απειλιτικό. ο πρώτος με χτύπησε άξαφνα από πίσω κι ύστερα, έκαναν πιο γρήγορες κινήσεις, δεν πρόλαβα ν αμυνθώ με χτύπησαν στο πρόσωπο, γέμισα αίματα, κύλισα χάμω, στο δάπεδο ενώ η Φλώρα ούλιαζε: Ίωωωων!
Άκουγα τη φωνή της, δεν έβλεπα, είχα τυφλωθεί από τα χτυπήματα, ένα ολόκληρο μαύρο πλάκωνε την ύπαρξή μου, ταξίδευα στο κενό, χανόμουν στο υπερπέραν κι όταν το μαχαίρι μπήχτηκε στην καρδιά μου, κατάλαβα το τελευταίο μου αίμα ν αναπηδά στο στήθος μου ενώ ακουγόταν στον αέρα η σπαραχτική φωνή της Φλώρας!
-Ίωωωωωωωωων!
Από τα διηγήματα που έγραφα τότε. Σήμερα επ ουδενί λόγο θα έγραφα έτσι.

 

ΓΑΜΙΣΤΆ

 


Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΓΙΟΡΤΆΖΩ

 


 γιορτάζω, όχι επειδή με λένε Κώστα, ξέρω πως αυτός ο μέγας! Κωνσταντίνος υπήρξε ένα κάθαρμα, οπότε δεν μπορώ εξ αυτής της άποψης να χαίρομαι. εμπεριέχει ένα περίεργο συναίσθημα η γιορτή του καθενός μας, εξ αιτίας πως μας κάνει να νιώθουμε μοναδικοί ενώ δεν είμαστε, αλλά ότι όλοι φίλοι και εχθροί μας χρονοπολλιάζουν, τι λέξη! σκέφτομαι να γιορτάζω κάθε μέρα, αλλάζοντας δηλαδή τ όνομα μου σύμφωνα με τον κάθε εορτάζοντα, έτσι κι αλλιώς έχουμε χιλιάδες αγίους και ονόματα, οπότε έτσι θα είμαι κάθε μέρα γιορτινός. Τι ωραία!

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΔΈΚΑ ΕΠΤΆ ΜΑΊΩΝ

 

 


Δεκαεφτά Μαϊων σήμερα. Ωραία να είναι μια κοπέλα δεκαεπτά Μαϊων. Ή και κάποιος ανήρ. Είναι η εξάντληση της νεότητας-δεκαεπτά χρονών περνάς σαν αέρας, δε σε σταματάει τίποτε. Έχω κάποια φωτογραφία δεκαεπτά χρονών, ας τη θυμηθώ-ακριβώς όμως δεκαεπτά.

 

Το μέλλον στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Αν σκεφτούμε καλά είναι παράξενο που πιστεύουμε πως το μέλλον είναι κάτι που μπορεί να χαθεί. Πως μπορεί να χάσουμε κάτι που δεν υπάρχει. Προσπαθώ να συνδυάσω τη ματαιότητα της πράξης του Σίσυφου, δηλαδή το κουβάλημα της πέτρας και το ξανακύλισμα της. Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του. Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Υποθέτουμε πως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να έχουμε κάτι.Σε ορισμένες περιπτώσεις, στην Αμερικάνικη Δύση του δέκατου ένατου αιώνα, υπόσχονταν στους έποικους ότι θα είχαν τόση έκταση γης όση μπορούσαν να καλύψουν με το άλογο σε μια ημέρα! Αυτή η διαδικασία λεγόταν "αρπαγή γης", μας πληροφορεί ο Mark Rowlands.
Φαντάζεσθε ήδη και γνωρίζετε τι επακολούθησε. Μπορούμε ν αρπάξουμε ό,τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή-το νόημα της ζωής. Όλη μας η ζωή είναι η αρπαγή γης που μοιάζει με το κουβάλημα της πέτρας του Σίσυφου.
 

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

ΑΙΣΙΟΔΟΞΊΑ

 


Διάλεξα έναν μεγάλο ποιητή για να συμφωνήσω
ή να διαφωνήσω μαζί του. «Αυτά τα πρωινά ταξίδια
στο μέλλον ήταν εφικτά»
Διάλεξα έναν ποιητή
Να συγκεράσουμε τις σκέψεις μας
Να πιούμε ένα ρούμι
Φτιαγμένο από χρόνιο κώνειο.
Η αγάπη του μέλλοντος θα είναι επιρρεπής
Στην αισιοδοξία
Τόσο πολύ διαφωνήσαμε στις υπογεγραμμένες
Γιατί η υπόληψή μας κρεμόταν σε ένα σχοινί
Το τραβήξαμε, όταν είχαμε ρυμουλκήσει
Το καράβι στο γκρεμό
Χαλασμένοι από μια έννοια ευεληξίας*
Η διαφωνία μας ήταν στα δέντρα
 
*σωστά είναι γραμμένο: από το ευ-λήγω.
Πρόκειται για τον Σεφέρη. Στίχοι που έγραφα τότε.

 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ψυχόβλακας

 


Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος,[ εκτός αν είναι υποκείμενον ]

Φυσικά η πιο ηλίθια θρησκεία ο μωαμεθανισμός.

Γιατί δεν ζωγραφίζουν οι όμορφες γυναίκες; Φαντάζεστε την Μέριλιν με πινέλα;

Αν μου πεις πως είσαι έξυπνος και χριστιανός θα σε λυπηθώ.

Αν μια μέρα της ζωής σου δεν έχεις τι να κάνεις, έχεις αποτύχει.

Μερικές φορές θέλω να ζωγραφίσω χωρίς να λερωθώ, χωρίς να βάψω τα χέρια μου κόκκινα. Κι άλλες να κλαίω χωρίς να δάκρυα, δίχως να πρασινίσει το μάτι μου για όσα δεν μπόρεσα.



Μερος πεμπτο

Μερικοί νομίζουν πως αν φωνάζουν δυνατά, θα τους ακούσουν.

Απόλυτα μεταξύ θεών και ανθρώπου. Βασανισμένος κάτω από τη φοβέρα του θεού. Υποτίθεται πως ήταν άθρησκος αλλά δεν ήταν ποτέ ή δεν κατάφερε να ξεφύγει. Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Οι περισσότεροι στο διαδίκτυο προσπαθούμε να μοιάσουμε του Αϊνστάιν που μου θυμίζει βοσκό της Σαμοθράκης, όπου συμβουλεύει με σοφά λόγια τα πρόβατα του.

Δεν αρκεί να είσαι καλός ζωγράφος για να γίνεις μεγάλος ζωγράφος.

Μεταξύ ενός που κάνει τον έξυπνο κι άλλου που έχει μειωμένη αντίληψη, ποιον προτιμάτε για παρέα; Προσωπικά δεν μπορώ τους εξυπνάκηδες.

Έχω πει δεν είμαι φιλόλογος, οπότε κάνω λάθη, λίγα ή πολλά..[συνήθως ένα στις χίλιες λέξεις.]

Η αμφιβολία άμα ριζώσει στο μυαλό, δε βγαίνει, ούτε με αποδείξεις. Απίστευτο;

Ποτέ μου δε μίσησα το άφταστο

Ήταν δηλητήριο που χρειάστηκα για λίγο.

Μα φύσηξε το πρώτο Φθινοπωρινό αεράκι

κι άλλαξε η όψη του βιβλίου..

Πίσω απ το ύφασμα κρύβεται οριστικά η μετριοφάνεια μας. Η προσβολή της λήθης σαν απειλή της ευγένειας.

Μάλιστα.

Είμαστε πολύ ευγενείς.

Μη βάζετε τίτλους στα έργα σας. Έτσι κι αλλιώς τα νέα παιδιά πετάνε στους δρόμους τα κάδρα όταν πεθάνουν οι παππούδες.

Μια κριτική είναι αξιόλογη όταν μπορεί να διαβαστεί από αδιάφορους.

Ναι, η ποίηση από αυτή την άποψη είναι δυσπρόσιτη, η κατανόηση του θεατή της εικόνας χωρίς υπογραφή-πχ, Πικάσο, Τσαρούχης, Μαγκρίτ, και η ποίηση χωρίς Έλιοτ, Σεφέρης.Λόρκα κλπ. Δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να τονίσω την ιδιαιτερότητα κάποιων κριτικών να κάνουν έργα τέχνης, λογοτεχνήματα, τις κριτικές των, έτσι που κάποιος άσχετος; με το εκάστοτε θέμα να μπορεί να διαβάσει.[Σε συσχετισμό άμεσο με τη μη παραδοχή του εύγε! πόσο καλός είσαι! τι μεγάλος και τι υπέροχος που άλλωστε ποιον θα ενδιαφέρουν σαν αμάσητη τροφή;]

Λυπάμαι πραγματικά τους ανθρώπους που τους αρέσει ν ακούνε μόνο μπράβο.

Με ενοχλεί που έχουμε χάσει την αυτοπεποίθηση μας, το χαμόγελο, την προσμονή, για κάτι καλύτερο.

Για να πας μπροστά στη ζωή σου πρέπει να έχεις μελετήσει σωστά τις ανάγκες του ανθρώπινου σώματος. Είναι μια πρωταρχική, κυριαρχική σκέψη στην πρωινή μου γυμναστική-όχι τίποτε σπουδαίο, ανεβοκατεβαίνω στο λόφο του Στρέφη κάνω πέντε στροφές στο μικρό γήπεδο, περπατώ στους γύρω, έρημους δρόμους.


Σάββατο 14 Μαΐου 2022

ΣΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ

 



Αναμετάδοση

Πικρό το τσιγάρο, το σ΄αγαπώ στην άκρη του δρόμου
Φαντάρος που γύρισε και δεν θα ξαναπάει
Μικρή η ζωή, το φιλί, τα σ΄αγαπώ, τα λάικ επ΄ώμου
Κερδισμένος-χαμένος είναι αυτός που γαμάει

ΑΚΑΤΑΝΌΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΉ ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, 

 


ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά. 


 


 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

ΓΙΑ ΜΙΑ ΩΡΑΊΑ ΓΥΝΑΊΚΑ

 


ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΩΡΙΤΕΡΑ.
Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, νωρίς ήταν ακόμα δεν είχε πάει επτά. Άνοιξη ίσα που τέλειωνε ο Μάρτης, τέλειωνε ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου, για όσους ξέρουν από Μάρτιους ...
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα και σα είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε τη μηχανή κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα, πέρα από το νου. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω, έπεσε στην ανασφάλεια του είδους. «Πολύ νωρίς ακόμη για αγάπες» σκέφτηκε περνώντας ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση αλλά αυτός γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφ και φτάνοντας
Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο.
Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου όπου κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στη μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή μπροστά στην είσοδο, μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Ή σχεδόν άδεια.
Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που έμοιαζε με τον Στίβεν Μπλούμ, και που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Πήρε τη μπύρα και κάθισε σε ένα σκαμπό. [Καθίζω με γιώτα το θυμήθηκε, όλα τα εις ίζω με γιώτα.] Όταν την έφερε, μια στιγμή νωρίτερα, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια στον καθρέφτη πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Γυναίκα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Και του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν όμως πολύ όμορφη και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ και διέκρινε μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ' ότι δεν είχε σηκωθεί για να τη δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρις και την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Μοιάζει με την Οφηλία..
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, όχι δεν είναι η Οφηλία, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε- στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις αλλά τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δε γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες, του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρεσε.
-Πήγαινε με σπίτι, παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω, είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν' ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν' ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι' αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέχτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου, γαμώ το! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε,"μπορείς;"
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα κωλοναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο ...
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ΄έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί ...Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε κάτι της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις ...
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί, χωρίς λογική.
-Θα σου πω.. η παραλογία του είδους μας είναι η αγάπη.
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, που πήγαν;
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν ... μου θυμίζεις τον Κούρκουλο στο Ορατότης μηδέν!
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα, απλά έκανε κάποιο τσιγάρο που και που, χαχα, σαρκαστικός Οιδίπους. Αυτόν που τον πονάνε τα πόδια; Ή που δεν έχει πόδια;
Πράγματι, είχε αρχίσει να συνέρχεται, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Προσπάθησε να ψάξει τα μάτια της ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, πάντως εκείνη, ω, πάντα εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του κόσμου.
-Είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα κωλοναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν. Αλλά εσύ είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα.
-Έχεις δίκιο έτσι νιώθω. Μια κούκλα. Αλλά και συ είσαι καλός! Καλός και όμορφος.
Τη χάιδεψε στα μαλλιά, για λόγους που αυτός ήξερε κι αυτή της άρεσε, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα. Να γαμηθεί. Περίεργο αυτό για μια τέτοια γυναίκα, τέτοια ώρα να θέλει. Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά. Ανακάτεψε τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας κάτι από μέσα της, την είσοδο να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της Σαντορίνης καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε απ τον κόλπο, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του ταβανιού που ήταν σκούρο προς το μπλε, όπως τα μάτια της στα μάτια του.
-Δεν το πιστεύω πως έχεις μάτια μπλε, της είπε.
-Ούτε εγώ το πιστεύω, του απάντησε.
Τι δεν πίστευε;
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; σηκώθηκε ολόγυμνος. Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Πάντα οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν αυτό που θέλουν να δείξουν.
Του έδωσε μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι. Σπάνιο ποτό.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
-Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε γαμήσει.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα. Είμαι κάποιος ξυλουργός
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι ...
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! έκανε. Πολύ ωραία. Θα μου απαγγείλεις; Η απαγγελία μοιάζει με δέντρο.
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας, ίσως Έλλης Λαμπέτης
-Ότι θέλεις. Μη μου διαβάσεις μόνο Φόκνερ είχε μια μεγάλη απέχθεια για τον Φόκνερ εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα μπορεί να άλλαζε το μότο.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ, τη διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής. Κλεμμένο πιθανώς από κάποιον μεγάλο εραστή της γλώσσας.
Η Μιράντα έτρεξε κοντά του- δε μ αρέσει τα όνομα αλλά τι να κάνουμε, δε βρήκα άλλο πρόχειρο γι αυτή την ηρωίδα κι αυτή τον τύλιξε μελαγχολικά απ το λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η σκόνη. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε το λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.
Τη σήκωσε προσεκτικά σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει, τόσο διάφανη ήταν. Τη φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Κι ύστερα, αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το ύφος να εισχωρεί στο υγρό. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη, η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον που τη γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης. Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι' αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός είχε μεθύσει από την ζωή και τη Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.
[Απ τα παλιά μου διηγήματα]

 

Τρίτη 10 Μαΐου 2022

ΑΠΌΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΈΝΑΝ ΚΌΣΜΟ ΗΛΙΘΊΩΝ

 


Ακόμα και στην αναρχία υπάρχει ένα σχέδιο.
Εγώ δεν έχω σχέδιο απόδρασης από έναν κόσμο ηλιθίων.

 Υπάρχει ένα μοιρολατρικό: δεν μπορούμε να κάνουμε μεγαλύτερα πράγματα απ όσα μας έταξε η μοίρα. Μοίρα ίσον χρωματοσωμάτια, ίσον χημική ουσία την ώρα που γεννηθήκαμε και δεν φταίγαμε ή μετείχαμε εμείς σ αυτή τη συνουσία. Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, η μοίρα είναι υλιστική, καθένας μπορεί να τη αναποδογυρίσει γι αυτό πολλοί άνθρωποι είναι ανώτεροι της φύσης.

 

Τι αλλιώτικη μορφή ψυχολογικής βίας είναι αυτή που μας ψεκάζουν; όλη την ώρα να μας ειδοποιούν αν πληρώσαμε τους λογαριασμούς της ΔΕΗ του ΟΤΕ, των κοινοχρήστων; παλιά στέλνανε ένα χαρτί και μας ξεχνούσαν, τώρα μας τα ζαλίζουν με τα μηνύματα στο κινητό, στον υπολογιστή, εντάξει κύριοι ξέρουμε πως χρωστάμε αλλά δε ρωτάτε που θα βρούμε τα λεφτά να σας ξοφλήσουμε!

 

Είναι αλήθεια βαθύτατα μελαγχολικό να χάσεις μια αυταπάτη. Οι άνθρωποι ζούνε χιλιάδες μέρες μ αυτές. Με τις αυταπάτες που είναι κάποια όνειρα στηριγμένα στο πουθενά. Ή μάλλον στο κάπου. Πόσο οδυνηρό είναι να χάσεις ένα τέτοιο όνειρο; Πάντα υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα γινόταν κι όλα θ άλλαζαν.
Η αρχή στο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.
 
Γιατί αυτοκτόνησε ο Ιαβέρης; πραγματικά μεγάλο μούτρο αυτός ο Ουγκώ. [Η Ερωμένη του Ζιλιέτ Ντρουέ, τι ωραίο όνομα για ερωμένη, έτσι τον αποκάλεσε]. Ωραίος άντρας, φαίνεται στις φωτογραφίες, συγκρίνεται με τον Όμηρο! τον Δάντη, λογικά ήταν πανέξυπνος, η ποίηση του δεν μπορώ να πω, πως με κατενθουσίασε, η αθεΐα του σημαντική, το θέατρο του δεν το διάβασα, είδα κάποτε λίγο απ τον Ερνάνη και εντέλει, ξαναγυρνώντας στους άθλιους, Λες μισεράμπλες-ωραία Ελληνογαλλικά- Les miserable s, τι να πω, η αυτοκτονία του Ιαβέρη παραμένει ένα μυστήριο, αλλά δυο εκατομμύρια Γάλλοι παρέστησαν στην κηδεία του, δε νομίζω πως θα πήγαινα-αν και, είναι αλήθεια από τους συγγραφείς που με μεγάλωσαν.
 
 

 

Σάββατο 7 Μαΐου 2022

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

 

 


Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαικός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, ιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μηνύματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.

 

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...