Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

ΓΙΑ ΜΙΑ ΩΡΑΊΑ ΓΥΝΑΊΚΑ

 


ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΩΡΙΤΕΡΑ.
Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, νωρίς ήταν ακόμα δεν είχε πάει επτά. Άνοιξη ίσα που τέλειωνε ο Μάρτης, τέλειωνε ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου, για όσους ξέρουν από Μάρτιους ...
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα και σα είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε τη μηχανή κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα, πέρα από το νου. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω, έπεσε στην ανασφάλεια του είδους. «Πολύ νωρίς ακόμη για αγάπες» σκέφτηκε περνώντας ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση αλλά αυτός γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφ και φτάνοντας
Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο.
Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου όπου κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στη μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή μπροστά στην είσοδο, μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Ή σχεδόν άδεια.
Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που έμοιαζε με τον Στίβεν Μπλούμ, και που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Πήρε τη μπύρα και κάθισε σε ένα σκαμπό. [Καθίζω με γιώτα το θυμήθηκε, όλα τα εις ίζω με γιώτα.] Όταν την έφερε, μια στιγμή νωρίτερα, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια στον καθρέφτη πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Γυναίκα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Και του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν όμως πολύ όμορφη και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ και διέκρινε μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ' ότι δεν είχε σηκωθεί για να τη δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρις και την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε με ενδιαφέρον. Μοιάζει με την Οφηλία..
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, όχι δεν είναι η Οφηλία, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε- στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις αλλά τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δε γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες, του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρεσε.
-Πήγαινε με σπίτι, παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω, είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν' ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν' ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι' αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέχτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου, γαμώ το! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε,"μπορείς;"
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα κωλοναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο ...
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ΄έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί ...Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε κάτι της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις ...
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί, χωρίς λογική.
-Θα σου πω.. η παραλογία του είδους μας είναι η αγάπη.
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου, που πήγαν;
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν ... μου θυμίζεις τον Κούρκουλο στο Ορατότης μηδέν!
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα, απλά έκανε κάποιο τσιγάρο που και που, χαχα, σαρκαστικός Οιδίπους. Αυτόν που τον πονάνε τα πόδια; Ή που δεν έχει πόδια;
Πράγματι, είχε αρχίσει να συνέρχεται, έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Προσπάθησε να ψάξει τα μάτια της ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, πάντως εκείνη, ω, πάντα εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του κόσμου.
-Είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα κωλοναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν. Αλλά εσύ είσαι μια κούκλα σε βιτρίνα.
-Έχεις δίκιο έτσι νιώθω. Μια κούκλα. Αλλά και συ είσαι καλός! Καλός και όμορφος.
Τη χάιδεψε στα μαλλιά, για λόγους που αυτός ήξερε κι αυτή της άρεσε, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα. Να γαμηθεί. Περίεργο αυτό για μια τέτοια γυναίκα, τέτοια ώρα να θέλει. Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά. Ανακάτεψε τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας κάτι από μέσα της, την είσοδο να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της Σαντορίνης καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε απ τον κόλπο, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του ταβανιού που ήταν σκούρο προς το μπλε, όπως τα μάτια της στα μάτια του.
-Δεν το πιστεύω πως έχεις μάτια μπλε, της είπε.
-Ούτε εγώ το πιστεύω, του απάντησε.
Τι δεν πίστευε;
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; σηκώθηκε ολόγυμνος. Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Πάντα οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν αυτό που θέλουν να δείξουν.
Του έδωσε μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι. Σπάνιο ποτό.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
-Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε γαμήσει.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα. Είμαι κάποιος ξυλουργός
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι ...
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! έκανε. Πολύ ωραία. Θα μου απαγγείλεις; Η απαγγελία μοιάζει με δέντρο.
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας, ίσως Έλλης Λαμπέτης
-Ότι θέλεις. Μη μου διαβάσεις μόνο Φόκνερ είχε μια μεγάλη απέχθεια για τον Φόκνερ εκείνο το βράδυ, την άλλη μέρα μπορεί να άλλαζε το μότο.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ, τη διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής. Κλεμμένο πιθανώς από κάποιον μεγάλο εραστή της γλώσσας.
Η Μιράντα έτρεξε κοντά του- δε μ αρέσει τα όνομα αλλά τι να κάνουμε, δε βρήκα άλλο πρόχειρο γι αυτή την ηρωίδα κι αυτή τον τύλιξε μελαγχολικά απ το λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η σκόνη. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε το λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.
Τη σήκωσε προσεκτικά σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει, τόσο διάφανη ήταν. Τη φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Κι ύστερα, αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το ύφος να εισχωρεί στο υγρό. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη, η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον που τη γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης. Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι' αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός είχε μεθύσει από την ζωή και τη Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.
[Απ τα παλιά μου διηγήματα]

 

2 σχόλια:

  1. Πολύ καλό Κώστα. Απροσδόκητο για τον ήρωα και βιωματικό για τη γυναίκα. Από τα καλά σου διηγήματα. Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...