Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 3




Το Καλοκαίρι ερχότανε πάλι ζεστό. Προβλέπονταν πως θα ήταν το πιο καυτό των τελευταίων χρόνων. Ο πατέρας μου, έλεγε, πως δε θυμόταν εδώ και είκοσι χρόνια τέτοιον καύσωνα. Να μας λυπηθεί ο θεός, συμπλήρωνε και η μάνα μου. Μη κατέβει ο ήλιος καν μέτρο κάτω και μας κάψει όλους! Τέτοια έλεγε η μάνα μου κι έτρεχε στις εκκλησιές, μια ζωή μαυροφορούσα. Με το μαντήλι στο κεφάλι- μαύρο κι αυτό- συνήθως αμίλητη, να στριφογυρνάει στο σπίτι, στις δουλειές. Όλο κάτι είχε να κάνει. Να πλύνει, να σιδερώσει, να μαγειρέψει. Σπάνια χαμογελούσε. Ιδιαίτερα τώρα που είχαν αρχίσει να την βαραίνουν τα χρόνια. Πιο νέα, είχε κάποιες αναλαμπές κεφιού και χαράς. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή της τη θλίψη που ίσως να οφειλόταν περισσότερο στην ανημπόρια και τη μιζέρια του πατέρα μου. Μια ζωή φτώχεια. Μεροκάματο στην οικοδομή, μαραγκός, ξυλουργός, όλες τις δουλειές του ποδαριού είχε κάνει. Ύστερα στα  μπεκρουλιά με τους φίλους, στα καφενεία χαρτοπαίγνιο κι άγιος ο θεός. Που να σιγουρευτεί και που να καταλαγιάσει τη θλίψη και τους πόνους η μάνα; Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα μου θύμιζε γυναίκα τραγωδίας. Ή γυναίκα από τα θλιβερά έργα του Τένεσι Ουίλιαμς. Και ειδικότερα από το Λεωφορείο ο πόθος. Μια από κείνες τις μαυροφορούσες που περνούσαν στη σκηνή και φώναζαν: «Φλόρες πορ λος μουέρτος! Φλόρες..»[ Λουλούδια για τους πεθαμένους! Λουλούδια..] Αυτή την εικόνα μου μετέδιδε και ο Τασούλης. Ο κατοπινός ήρωας.
Είναι κάποια πράγματα, κάποιες θύμησες που δεν αλλοτριώνονται ούτε με το χρόνο. Έτσι τα γνώρισες κι έτσι σου μένουν. Σαν εικόνες. Σαν σκέψεις.
Εν πάση περιπτώσει, το Καλοκαίρι εκείνο, λίγο προτού γίνει ο γάμος του Ντάφλου, είχα σταματήσει τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Είπαν, πως μπορεί να με χρειαζόταν πάλι από το Σεπτέμβριο.
Έτσι, άραζα στην καφετέρια πίνοντας καφέδες και καπνίζοντας αβέρτα τσιγάρα, με παροδικούς φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δούκας ή Πίθηκας. Έτσι τον κοροιδεύανε. Ο Πίθηκας. Και αυτός γελούσε, δε φαινόταν να τον πείραζε καθόλου. Ψηλός, γεροδεμένος με αδρές γωνίες στο πρόσωπο, ομορφάνθρωπος. Ή ομορφοπίθηκας. Αγράμματος, παιδί του λαού που λένε, παιδί του χωριού. Είχε έρθει πριν από κανα δυο χρόνια στη γειτονιά μας από κάποια χωριά της Ηπείρου.
Η αλητεία μας δεν είχε όρια. Γυναίκες της μιας μέρας, πουτάνες, μεγάλα μαλλιά, αχτενισιά, σχισμένα τζιν, καμπάνες και καμιά μικροκλεψιά ήταν κι αυτή στο πρόγραμμα. Φωνασκίες στις γειτονιές και ουκ ολίγες φορές στο τμήμα για εξακρίβωση. Τότε σε σταματούσε ο μπάτσος στο δρόμο, έτσι γιατί γούσταρε και σε μπουντρούμιαζε στο κρατητήριο, επειδή δεν είχες ταυτότητα μαζί σου.
Μια μέρα λοιπόν εκεί που καθόμαστε αραχτοί στην καφετέρια, μου λέει ο Δούκας:
-Πάμε να φύγουμε;
-Που να πάμε; Απόρεσα.
-Σ ένα νησί, όπου να ναι. Τώρα τα Καλοκαίρια στα νησιά γίνεται της πουτάνας.
-Δηλαδή;
-Τι, δηλαδή… γέλασε. Πάμε στη Ρόδο ή την Κέρκυρα. Διάλεξε!
-Ωραία ιδέα, είπα αλλά με τι λεφτά;
--Με τρία κατοστάρικα στην τσέπη, έχω εγώ μη σε νοιάζει. Έχω κι άλλα δυο για τα εισιτήρια, φύγαμε;
Μόλις το είπα στον πατέρα μου, έμεινε να με κοιτάζει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του, σα να μου έλεγε, κάνε ότι θέλεις, εσύ μυαλό δεν έχεις και πήγε μέσα στην κουζίνα να βάλει ούζο. Γύρισε με το ποτήρι στο χέρι και με ρώτησε τι θα κάνεις εκεί. Του απάντησα ψέματα πως είχα κλείσει δουλειά σε έναν φίλο μου, εργολάβο οικοδομών.
-Και κάνεις εσύ γι αυτή τη δουλειά; Με μισοκοίταξε.
-Γιατί δεν κάνω; Είπα. Θα τα καταφέρω, θα δεις. Μέχρι να δω τι θα κάνω, για λίγο, μετά βλέπουμε… τα ψιλομπέρδεψα και κατάλαβα πως δε με πίστευε.
-Και δε θα μείνεις για το γάμο του φίλου σου του Ντάφλου; Προσπάθησε να με τουμπάρει
-Θα μείνω, απάντησα. Ο γάμος γίνεται την Κυριακή. Από τη Δευτέρα θα κανονίσω να φύγω.
Έτσι έκλεισε εκείνη η κουβέντα μας. Ο πατέρας μου, βέβαια, προσπάθησε άλλη μια φορά μα με μεταπείσει, λέγοντας μου μάλιστα πως είχε κανονίσει με ένα φίλο του μαραγκό να πάω για δουλειά αλλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Με κέντριζε το νησί, η Ρόδος, το άγνωστο που ποθούσε η ψυχή μου. Ένιωθα κιόλας ναυαγός καταμεσής στο πέλαγο. Αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν το σκεπτόμουν και πολύ τότε. Ελλόχευε όμως μέσα μου, να φύγω, να πάω μακριά, σ άλλη γη, άλλους ανθρώπους, να μάθω κι εγώ τίποτε για τον κόσμο, να μην είμαι εδώ κλεισμένος σε αδιάφορα έως κυκλοθυμικά δωμάτια. Και μόνος μου να ζήσω για πρώτη φορά, μου φαινόταν γλυκό. Πως θα είναι μακριά; Ονειρευόμουν γυναίκες, περιπέτεια, θάλασσα. Να κινήσω έλεγα τη Γή με το πρώτο, να μάθω, να πικραθώ πιότερο. Πιο πολύ.
Ο γάμος του Ντάφλου γένηκε παρ όλα αυτά που είχαν προηγηθεί, χωρίς παρατράγουδα. Γλεντήσαμε με την ψυχή μας, απ το Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα το πρωί.. Μετά τη στέψη που έγινε στον Άγιο Αρτέμιο, πήγαμε σ ένα ταβερνάκι. Είχε καλέσει και νταούλι ο Ντάφλος. Ήταν όμως σοβαρός σε όλη τη διάρκεια του γάμου και του γλεντιού. Χόρεψε-ήταν χορευταράς- πολλές φορές με τη Μαγδαληνή, που καμάρωνε αλλά και συνήθως σκυθρώπιαζε. Κάτι φαινόταν να την απασχολεί. Δεν έμοιαζε και τόσο ευτυχισμένη όπως οι νύφες όλου του κόσμου.
Εγώ τα έτσουξα λιγάκι εκείνο το βράδυ, με έναν ξάδερφο μου μικρότερο. Πήραμε μπουκάλια από πορτοκαλάδες και τα είχαμε γεμίσει ούζο.. Άμαθοι καθώς είμαστε, μας βάρεσε κατακούτελα. Μεθύσαμε και σχεδόν ούτε ξέραμε τι κάναμε. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα τι ήταν αυτό που έλεγαν μεθύσι. Προτού όμως, είχε συμβεί, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, το σμίξιμο- εκείνο το παράξενο σμίξιμο που έλεγα πριν- των ματιών μου με αυτά τα καταγάλανα της Καίτης. Της μεσαίας κόρης του γένους των Σταυρέων, την αδερφή της Μαγδαληνής, που όλο με κοίταζε κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω ακριβώς. Είχα ζουρλαθεί από το βλέμμα της αλλά δεν εύρισκα τη δύναμη να της πω κουβέντα. Μου φαινόταν όνειρο φανταστικό, να βρεθώ κάπου μαζί της. Μόνοι οι δυο μας. Να χόρταινα αυτό που σκεφτόμουν από καιρό, για τις γυναίκες. Όχι εκείνα τα ψεύτικα ραντεβουδάκια με τις πιτσιρίκες του σχολείου στις γωνίες και τα κλεφτά φιλάκια στις πλατείες. Το ένιωθα πως κάτι θα γινόταν απόψε, υπήρχε φλόγα, κάψιμο, αγωνία. Ο χρόνος που έπρεπε να βρεθούμε μόνοι μαζί. Μόνοι σ ένα δωμάτιο. Δεν είχα μέχρι τότε ολοκληρωτική επαφή με γυναίκα και οι ορμές εκείνου του Καλοκαιριού ήταν μεγάλες. Μέσα στην παραζάλη του γλεντιού, ο Ντάφλος με παρέσυρε κάποια στιγμή στο χορό- έβλεπα παντού τα μάτια της Καίτης. Ήρθε και κείνη δίπλα μου να μου κρατήσει το χέρι, να χορέψουμε κι ο Ντάφλος όλο μου κλεινε το μάτι. Εγώ χαμογελούσα αυτάρεσκα, έφταιγε και το ποτό. Ο πατέρας μου σε κάποια γωνιά, τα λεγε με τον Σταυρέα και κάπου-κάπου με λοξοκοιτούσε.
Γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα κι ενώ το γλέντι συνεχιζόταν, ζαλισμένος καθώς ήμουν, σκέφτηκα να φύγω. Μάλλον το είπα δυνατά και με άκουσε η Καίτη.
-Θα σε πάω εγώ, μου είπε αναψοκοκκινισμένη αλλά με ωραίο μικρό χαμόγελο που κάτι εννοούσε.
Φύγαμε σχεδόν μουλωχτά, απαρατήρητοι για το σπίτι μου. Η Καίτη με κρατούσε σφιχτά μέσα στη νύχτα  κι ένιωθα το κορμί της να κολλάει πάνω μου.. Μια άλλη ζεστασιά ερχόταν εκτός από αυτή του Καλοκαιριού. Τα πάντα γύρω, μύριζαν έρωτα και θυληκάδα.
Σαν αποχαυνωμένοι τρυπώσαμε στο σπίτι βιαστικά. Στο σκοτάδι του διαδρόμου κι ενώ έψαχνα το διακόπτη, με φίλησε. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου και μου σταμάτησε το χέρι. «Μη!» μου είπε και χωθήκαμε στο μικρό δωμάτιο μου. Πέσαμε φουντωμένοι στο μονό κρεβάτι.
Ούτε που κατάλαβα πότε πέρασαν τόσες ώρες, πως ήταν ο έρωτας και πότε έφυγε η Καίτη. Φαίνεται κάποια στιγμή θα με πήρε ο ύπνος. Θυμάμαι πως με σκέπασε ελαφριά με το σεντόνι κι έφυγε σα νυχτοσκιά.. Ενδιάμεσα βέβαια, είχε επιστρέψει ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Τρόμαξα όταν φώναξαν απ την πόρτα, «μέσα είσαι;» Του απάντησε τάχα κοιμισμένος, ναι, πατέρα, μέσα είμαι, κοιμάμαι και ησύχασα μόνο όταν κατάλαβα πως πέσανε για ύπνο.
Το πρωί κι ενώ εγώ λαγοκοιμόμουν ακόμα, μπρούμυτα, ολόγυμνος, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ξαφνικά ο πατέρας μου.
Ξαφνιάστηκε, έμεινε λίγο μετέωρος, καθώς εγώ προσπαθούσα να σκεπαστώ με τα σεντόνια, έκανε μεταβολή και βγήκε. Δεν είπε τίποτα, Ούτε τότε, ούτε στο κοντινό μέλλον. Αργότερα- πολύ αργότερα- όταν είχα πια σχεδόν ξεχάσει, αν υπήρξε πραγματικά η μαγική εκείνη νύχτα, με ρώτησε γιατί ήμουν ολόγυμνος το βράδυ του γάμου του Ντάφλου. Καμώθηκα πως δε θυμόμουν τίποτε και το θέμα έληξε αλλά πάντα πίστευα πως ο πατέρας μου, ήξερε τι έκανα εκείνο το βράδυ.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 2




Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν. Και τον άκουγε και η μάνα του.
Έμεναν σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγο πιο πάνω από μας.
-Θα πάρω εκατόν πενήντα λίρες από τον Σταυρέα και θα καθαρίσω. Θα μου μείνουν και λίγα στην άκρη, μη σε νοιάζει,
-Μόνο γι αυτό; Τόλμησα
Μόνο γι αυτό, μου απάντησε μουτρωμένα.
Κι ύστερα πάλι γέλασε.
-Τι σε νοιάζει εσένα Αμβράζη; Θα πάρεις το μερτικό σου. Θα σου κάνω μερικά τραπεζώματα στα καλύτερα μαγαζιά. Να δεις, έτσι για να έχεις να λες και να θυμάσαι την παντρειά του φίλου σου. Που θα βρεις καλύτερο φίλο Αμβράζη; Τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εμένα δε μου άρεσε καθόλου. Είχα άλλη ιδέα για τη γυναίκα που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Ήθελα να είναι όμορφη, πολύ όμορφη και έξυπνη. Μόνο αυτό σκεφτόμουν και θυμάμαι μάλιστα, πως μ έπιανε κάτι σαν κόμπος στο λαιμό, όταν αναλογιζόμουν πως θα έπαιρνε αυτή!
Αλλά τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Τον έβαλε σε μια δουλειά ο Σταυρέας-σερβιτόρο σε κεντρικό ρεστοράν- κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Τον έβλεπα στις γειτονιές, μερικά απογεύματα αγκαζέ με τη Μαγδαληνή κι άλλαζα γωνίες. Ώσπου μια μέρα με σβέρκωσε.
-Άκου να δεις! Μου σφύριξε. Αν είναι να ντρέπεσαι για το φίλο σου, να μου το πεις. Άιντε γιατί πολύ ψηλά τον πήρες τον αμανέ Αμβράζη! Τι ήθελες να κάνω δηλαδή; Σου εξήγησα…
Εγώ δεν είπα τίποτε, τον κοίταζα μόνο στα μάτια έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Με κοίταζε και κείνος και σα να  δάκρυσε.
-Θα έρθω στο σπίτι με τη Μαγδαληνή ένα απόγευμα να τα πούμε και να τα πιούμε, μου είπε. Θα δεις, είναι καλή, μη νομίζεις. Επειδή δεν είναι όμορφη; Γέλασε. Δεν πειράζει. Και σκούπισε τα μάτια του και τα δικά μου.
Μετά από λίγες μέρες ήρθαν. Τους άνοιξε ο πατέρας μου και, πράγμα παράξενο, τους καλοδέχτηκε. Όχι πως ήταν κακός ο πατέρας μου, όχι. Αλλά να, μια ζωή αλήτη τον ανέβαζε κοπρόσκυλο τον κατέβαζε. Μα τώρα που παντρεύεται θα βάλει μυαλό- εγώ μόνο μυαλό δεν περίμενα να βάλει ο Ντάφλος. Θα βάλει γιατί παίρνει και καλή κοπέλα, συνέχισε ο πατέρας μου κι εγώ τον κοίταζα με μάτι αλλήθωρο. Καλό σόι ο Σταυρέας, του βρήκανε και δουλειά έμαθα. Μπράβο τους! Με αποτελείωσε.
Καθίσαμε έξω στην αυλή, η μάνα μου έφερε καφέδες. Μετά από λίγο ο Ντάφλος ζήτησε ούζα. Ήπια κι εγώ ένα μαζί τους και του πατέρα μου άσπρισε το μάτι. Αυτουνού που είχε πιει τα ποτήρια όλου του κόσμου. Άλλο τώρα που του το είχαν απαγορέψει οι γιατροί. Ένα-δυο ποτήρια κρασί του είχαν πει, είχε την καρδιά του. Άλλη ιστορία αυτή, στη συνέχεια, μπορεί να σας πω ορισμένα πράγματα από την ολοτάραχη ζωή του πατέρα μου. Προς το παρόν ο Ντάφλος είχε κατεβάσει το καραφάκι και παράγγειλε κι άλλο στη μάνα μου.
-Φέρε να πιούμε, της είπε σα διαταγή κι εκείνη έφερνε .Ώσπου έγινε δαυλί εκείνο το απόγευμα ο Ντάφλος. Η Μαγδαληνή τον κοίταζε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, τα σταύρωνε τα ξεσταύρωνε και η χοντρή μύτη της είχε τσουρουφλιστεί. Έμοιαζε να ντρέπεται έτσι που συμπεριφερόταν ο μέλλων σύζυγος της. Ο Ντάφλος  την αγκάλιαζε κι όλο «έλα εδώ μωρή!» της φώναζε. «Έλα εδώ, μη φοβάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ βασίλισσα, ε, μπάρμπα Φώτη; Πες κι εσύ τίποτα, δεν έχω δίκιο;» Η Μαγδαληνή αποτραβιόταν πέρα με συσπάσεις αηδίας στο πρόσωπο, δεν τον ήθελε, το έδειχνε σχεδόν από την αρχή . Σα να μην τον χώνευε. Σα να μην τον ήθελε καθόλου, ούτε να τον έβλεπε ποτέ στα μάτια της. Τέτοια ήταν τα κατάβαθα της ψυχής της κι αν είχες μάτια το έβλεπες. Αλλά όσο αποτραβιόταν, τόσο φούντωνε ο Ντάφλος. Το μάτι του κοκκίνιζε και γυάλιζε απ το ποτό.
Είναι ορισμένα πράγματα που μεγαλοποιούν τις πράξεις των ανθρώπων, σαν αυτή τώρα του Ντάφλου. Εγώ τότε διάβαζα μετά μανίας όλα τα κλασσικά βιβλία. Ότι εύρισκα μπροστά μου. «Θα κουτοβαρεθείς καημένε!» μου λεγε ο Ντάφλος. Άσε εκείνος ο Σταυρέας. «Δε βγάζουν ψωμί αυτά που κάνεις,» μου είπε μια μέρα που με βρήκε κατάχαμα να ζωγραφίζω και να διαβάζω.  «Τι είναι αυτά;» λες και έβλεπε σίχαμα. Το είπε στον πατέρα μου. «Μην τον αφήνεις να ζωγραφίζει και να διαβάζει, θα πάθει το μυαλό του»
Τέτοιος ήταν ο Σταυρέας, χουντικός, γουρούνι του κερατά. Έτσι τον μελετούσα και το είπα στο Ντάφλο αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τέτοια πράγματα και τα πολιτικά, τουλάχιστον τότε.
Εν πάση περιπτώσει που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, έλεγα για τις πράξεις που μεγαλοποιούν την εικόνα ενός ανθρώπου. Αρνητικά ή θετικά. Σκηνή σαν αυτή που ξετυλίχτηκε εκείνο το απόγευμα στην αυλή-τι απόγευμα, είχε βραδιάσει για τα καλά- μου θύμισε εικόνες από άλλες εποχές, άλλα βιβλία, ξένους, μυστηριακούς τόπους και ήρωες.
Ο Ντάφλος είπαμε, είχε γίνει δαυλί. Η Μαγδαληνή στεκόταν ανήμπορη κι απορημένη στην πόρτα κι ο πατέρας μου άκουγε το παραμιλητό του Ντάφλου. Τι του έλεγε; Πως καλά έκανε που παντρευόταν και θα νοικοκυρευτεί, πως έπαιρνε την καλύτερη γυναίκα και πως τώρα θα δεις μπάρμπα-Φώτη, θ αλλάξουν όλα. Κι ύστερα πάλι το γυρνούσε. Τι τα θέλεις μπάρμπα-Φώτη, να σου πω κάτι; Πες έγνεφε ο πατέρας μου. Να σου πω κάτι; Τι τα θέλεις; Ο γάμος είναι σκλαβιά και οι γυναίκες για σκότωμα. Όλες, να! έτσι τσίτωμα με το πιρούνι θέλουν! Και το κάρφωνε στο τραπέζι.
Ώσπου δεν άντεξε άλλο η Μαγδαληνή. Σηκώθηκε πάνω μπαρουτιασμένη, του πέταξε πέρα το χέρι κι έκανε να φύγει. Αλλά αυτός την πρόλαβε. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και τη σβούρισε. Την έφερε απέναντι του και της έσκασε ένα τρανταχτό σκαμπίλι. Ύστερα δεύτερο και τρίτο. Εκείνη ούρλιαζε με το πρόσωπο στα γόνατα κουκουβισμένη.
Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι. Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, κρεμάστηκαν σα μελισσολόι στα κάγκελα της αυλής να κοιτάζουν απορημένοι κι ο Ντάφλος να φωνάζει
-Σήκω πάνω μωρή! Σήκω πάνω μη σου γαμήσω τον κερατά που σε πέταγε. Σήκω πάνω μωρή! Κι εκείνη να κλαίει.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Ο Ντάφλος κοίταζε όλους τους άλλους αγριεμένος. Ύστερα την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα μάτια και φύγανε τρεκλίζοντας.
Έτσι, χωρίς μια καληνύχτα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ







ΚΩΣΤΑς ΠΛΙΑΤΣΙΚΑς



ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ


ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ






Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. 

Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου έβρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

ΑΣΚΟΎΠΙΣΤΑ





ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ


Πλατεία. Ο Καραμανλής όρθιος βηματίζει σκεφτικός.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: [ μισοκλείνοντας το μάτι κοιτάζοντας στο κοινό] Ε, το φανταζόσουν αυτό; Το φανταζόσουν να γίνεις πρωθυπουργός; [τραβάει τα χείλια του σα να μην το πιστεύει, πιάνει το πηγούνι του, κάνει αστείες γκριμάτσες] Μέχρι βουλευτής κάτι γινόταν. Άιντε και υπουργός αλλά όχι και αρχηγός κράτους! Αρχηγός κράτους! [πιάνει τα πέτα του σακακιού του με έπαρση] Τι άλλο μπορώ να γίνω τώρα; Ναπολέων; Γιατί όχι; Αυτός ο ρόλος θα μου πήγαινε..[σα να κοιτάζεται στον καθρέφτη] Του μοιάζω κιόλας…[παύση] Αλλά κι εδώ στην Ελλάδα παίζω χωρίς αντίπαλο. Είμαι ασυναγώνιστος! Ποιος Παπανδρέου τώρα και ποιος Βενιζέλος..αυτοί είναι για τα μπάζα. Ιδιαίτερα ο Γιωργάκης..[ξεκαρδίζεται στα γέλια]
Από την άλλη άκρη της πλατείας έρχεται ο Παπανδρέου.Κρατάει στα χέρια του μια σκούπα κι ένα φαράσι.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ:[ξαφνιάζεται] Επ, τι θέλεις εσύ εδώ Γιωργάκη;
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:[προσπαθεί να κρύψει τη σκούπα και το φαράσι] Δεν είναι όλη η πλατεία δικιά σου..
ΚΑΡΑΜ: Ρε Γιώργο, πως κάνεις έτσι; Οι δικοί μας ήταν φίλοι κατά βάθος..
ΠΑΠ.: [με υποψία] Ποιοι δικοί μας; Ο Αντρέας με τον θείο σου; Είσαι γελασμένος.
ΚΑΡΑΜ.:[φέρνει βόλτα γύρω του να δει τι κρατάει] Τι κρατάς ρε; [με απορία]
ΠΑΠ.: Να μη σε νοιάζει! [κάνει να φύγει]
ΚΑΡΑΜ.:[βλέποντας επιτέλους την σκούπα και το φαράσι] Ποιος σε έστειλε να σκουπίσεις ρε; Η γυναίκα σου; Η Άντα; Εγώ την Νατάσσα την έχω στείλει για κουνουπίδι από την πρώτη στιγμή, εσύ ακόμα ακούς τις γυναίκες;
ΠΑΠ.:[δείχνοντας τα σύνεργα] Αυτά κύριε Καραμανλή, μου τα έδωσε ο Ελληνικός λαός και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
ΚΑΡΑΜ.:[ξεκαρδίζεται] Ποιος;Αυτόν κι αν τον έχω στείλει για πιπεριές! Τι μου λες ρε Γιώργο.Αλλά για πες μου τώρα που βρισκόμαστε από κοντά. Τα πιστεύεις αλήθεια αυτά;[παύση].[στον εαυτό του[ Λες να είναι αλήθεια, όπως τον λέει ο λαός, αγαθούλης ή αγαθιάρης;
ΠΑΠ.: [περήφανα] Όπως ο Αντρέας σκούπισε τον θείο σου, έτσι θα κάνω κι εγώ με σένα. Εξάλλου, ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Σουηδία μιας χώρας που είναι η μαμά του σοσιαλισμού…
ΚΑΡΑΜ.:[τον κόβει, ξύνει τον κώλο του] Είναι μαμά σου εδώ; [κοιτάζει γύρω]
ΠΑΠ.: [χάνεται για λίγο, συνέρχεται] Δεν θα με κοροϊδέψεις εμένα όπως κοροϊδεύεις τον Ελληνικό λαό! Η μαμά το ξέρω είναι στο εξοχικό της.
ΚΑΡΑΜ.:Αμάν ρε Γιώργο! Ένα αστείο έκανα, πως κάνεις έτσι άνθρωποι είμαστε κι εμείς.Γέλα λίγο.Αλήθεια δεν θυμάμαι να σε έχω δει μια φορά να γελάς…
ΠΑΠ.:[μισογελάει] Νομίζεις πως δεν ξέρω εγώ από γέλια..
ΚΑΡΑΜ.: Έτσι μπράβο! Γέλα!
Ο ΠΑΠ. Γελάει πιο πολύ.Σιγά-σιγά ξεκαρδίζονται και οι δυο.
ΠΑΠ.: Γιατί γελάμε τώρα;
ΚΑΡΑΜ.: Για τον σοσιαλισμό, που γλίτωσε από τον Ζαχόπουλο.
ΠΑΠ.: [αλαφιασμένος] Που πήγε; Γιατί έφυγε; Ήταν σοσιαλιστής ο Ζαχόπουλος;
ΚΑΡΑΜ.: Μεγάλος.
ΠΑΠ.: Επειδή έδωσε προίκα στην γραμματέα του; Αυτή την Εύη..Τσέκου..Τσέκου την λένε τελικά;
ΚΑΡΑΜ.; Λίγο το χεις αυτό; Εγώ, έτσι κι αλλιώς θα τον τελείωνα αυτόν. Θα έβαζα την Βροχοπούλόυ να τον ερωτευθεί.
ΠΑΠ.: [απορημένος] Ποια είναι αυτή;
ΚΑΡΑΜ.: Δεν την ξέρεις; Δεν ξέρεις την Βροχοπούλου; Καλά δεν παρακολουθείς καθόλου τα δρώμενα;
ΠΑΠ.:Τα ιδρωμένα θέλεις να πεις;
ΚΑΡΑΜ.: [τον περιπαίζει] Ήταν ιδρωμένα τα κορμιά του Ζαχόπουλου και της άλλης;
ΠΑΠ.:[πειραγμένος] Εγώ πάντως φεύγω.
ΚΑΡΑΜ.: Γιατί;
ΠΑΠ.: Γιατί σε είχα για σοβαρό αλλά τώρα κατάλαβα τι σοι είσαι και συ. Κάθεσαι και ακούς αυτά που λένε στον Σκάυ και πας να με μπερδέψεις. Τα τρώω εγώ αυτά!
ΚΑΡΑΜ.: Τα ραδίκια;
ΠΑΠ.: Τι είναι τα ραγιάδικα; Τρώγονται; Να σου πω…εγώ προτιμώ το κουνουπίδι..
ΚΑΡΑΜ.; Τι…έγινες κουνουπίδι; Εσύ δεν πίνεις ρε!
ΠΑΠ.:[περήφανα] Ευτυχώς που σ αυτό δεν έμοιασα του Αντρέα.
ΚΑΡΑΜ.:[φτύνει τον κόρφο του] Ευτυχώώώς!
ΠΑΠ.:[απτόητος] Γι’ αυτό θα γίνω μεγαλύτερος από τον πατέρα μου.Θα τον ξεπεράσω όπως ο Ι σκεντερίν τον Φιλίπ. Ξέρεις ιστορία;
ΚΑΡΑΜ.:[με σιχασιά] Ποιος την γαμάει την Ιστορία! Και τους ιστορικούς![αναρωτιέται] Ποιος ξέρει τι αηδίες θα γράψουν για τον εκατοστό έκτο πρωθυπουργό της Ελλάδας, σ΄αυτόν τον χάρτη που κρεμάνε στα καφενεία.
ΠΑΠ.:Αμ, είδες; Δεν μπορούν ν α γράψουν Μέγας Καραμανλής! Δεν πάει..πάει; Ενώ Μέγας Γεώργιος..
ΚΑΡΑΜ.: Πάει ε; Σαν Τζώρτζ..ναι.. Σαν Τζώρτζ..[παύση] Δεν έπρεπε να είχα το όνομα του θείου μου..[συλλογίζεται[..Βλέπεις είχα αυτή την ατυχία. Μέγας Κώστας δεν γίνεται..δεν πάει .Ενώ Κωνσταντίνος ο δεύτερος ο Μέγας θα ήταν αλλιώς.Φτού σου! Την πάτησα σαν τον Κωνσταντίνο τον Μικρό στο Βυζάντιο..
ΠΑΠ.:[με ενδιαφέρον] Υπήρχε Κωνσταντίνος Μικρός;
ΚΑΡΑΜ.: [με δυσφορία] Ναι ο ΠΟΎΣΤΗΣ!
ΠΑΠ.; [τον συμπονάει] Μη στεναχωριέσαι..Ελα δεν κάνει.
ΚΑΡΑΜ.:Ναι αλλά η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι ανιψιοί ποτέ δεν γίνονται μεγάλοι. Αλλά για στάσου..ο Ιουστινιανός ανιψιός του Ιουστίνου δεν ήταν;
ΠΑΠ.;[γουρλώνει τα μάτια] Ποιος; Έζησαν αυτοί;
ΚΑΡΑΜ.:[σαν να αγανακτεί] Ναι μωρέ Γιώργο, έζησαν! Μη με μπερδεύεις κι εσύ! Άρα έχω ελπίδες…
ΠΑΠ.: [κουνάει το κεφάλι του] Λυπάμαι αλλά δεν έχεις καμιά ελπίδα κύριε Καραμανλή.
ΚΑΡΑΜ.: Κώστα με λένε.
ΠΑΠ.;Εντάξει, Κώστα.Κύριε Κώστα τελείωσες. Ο δίχρ..δίχρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.:Διαχρονικός θέλεις να πεις;
ΠΑΠ.: ΑΥΤΌ! Διαχρονικός. Ωραία λέξη.
ΚΑΡΑΜ.:[Βαριέται, αλλάζει θέμα] Πως τα κατάφερες με τον Βενιζέλο; Αλλά θα μου πεις τι λέω τώρα αφού κι εγώ να σου πω την αλήθεια, εσένα θα ψήφιζα.
ΠΑΠ.:[με χαρά, τον αγκαλιάζει]Σ’ευχαριστώ..σ’ ευχαριστώ..το ξερα πως είσαι φίλος!
ΚΑΡΑΜ.:[προσπαθώντας να ξεφύγει από το αγκάλιασμα] Σιγά ρε! Ούτε η Νατάσσα δεν με αγκαλιάζει έτσι!
ΠΑΠ.; Είσαι όμως και λίγο κατεργάρης..
ΚΑΡΑΜ.;[με παράπονο] Γιατί ρε Γιώργο; Γιατί το λες αυτό τώρα; Με πικραίνεις…
ΠΑΠ.: Εμ, πως..είσαι…φαίνεται αυτό. Το λέει κι ο Μητσοτάκης.
ΚΑΡΑΜ.;[ενοχλημένος] Ποιος τον χέζει αυτόν..τάκημήτσος..όνομα είναι αυτό για την Ιστορία;
ΠΑΠ.: Σ’ αυτό συμφωνώ.Βέβαια συμφωνώ αφού αυτός ήταν επιστάτης στα χρόνια του παππού.
ΚΑΡΑΜ.: Αποστάτης.
ΠΑΠ.: Υποστάτης, εντάξει, ξέρω εγώ τι λέω, με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα; Δεν ξέρω εγώ τι υποστάτης ήταν ο Μητσοτάκης; Επειδή λένε εκεί στο σκάι ότι δεν ξέρω Ελληνικά;
ΚΑΡΑΜ.:[ύπουλα, σκωπτικά] Ξέρεις.
ΠΑΠ. [στο κοινό] Είδατε; Και ο πρωθυπουργός συμφωνεί ότι ξέρω καλά Ελληνικά. Ευχαριστώ κύριε Καραμανλή αλλά δεν με ρίχνεις. Ο επόμενος πρωθυπουργός θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.[καμώνεται πως πέφτει ψυχολογικά] Γιατί ρε Γιώργο; Δεν είμαι καλός πρωθυπουργός;…
ΠΑΠ.:[τον παρηγορεί, τον χαϊδεύει] Εντάξει, καλός ήσουν. Τι να κάνουμε όμως; Ήρθε η σειρά μου.
ΚΑΡΑΜ.: Σε παρακαλώ, άφησέ με μια τετραετία ακόμα
ΠΑΠ.: Είναι πολύ. Φτάνει.
ΚΑΡΑΜ.: Μα δεν ολοκλήρωσα το έργο μου..όλοι στην Ελλάδα θέλουν να ολοκληρώσουν..[σιγανά] και η Νατάσσα το ίδιο. Η Άντα;
ΠΑΠ.: Είπα φτάνει!
ΚΑΡΑΜ.: Φτάνει η Άντα;
ΠΑΠ.:Φτάνει; Πότε φτάνει; Τι μου λες τώρα;
ΚΑΡΑΜ.;Καλά. αλλά σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Μια τετραετία ακόμη και μετά κάνε ότι θέλεις.Θα σε βοηθήσω κι εγώ.
ΠΑΠ.:[κλαίει, δακρύζει] Τι να σου κάνω που είμαι ευαίσθητη ψυχή! [στον εαυτό του] ήταν ανάγκη να σε βρω τώρα εδώ; [στο κοινό] Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός βλέπει την μεγαλοκαρδια του ΠΑΣΟΚ.
ΚΑΡΑΜ.: [αναπτερώνεται] Θα με αφήσεις;
ΠΑΠ.: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αλλά μια τετραετία, ούτε μέρα παραπάνω.
ΚΑΡΑΜ.: Σ’ ευχαριστώ! Είσαι μεγαλόκαρδος!
ΠΑΠ.: Μωρέ ξέρω εγώ τι είμαι, άσε με τώρα να φύγω.
ΚΑΡΑΜ.: [σπαραχτικά] Γι’ωργο μη φεύγεις!
ΠΑΠ.: [απορημένος] Τι να κάνουμε; Έχω και δουλειές. Έχω το λάπ τόπ…
ΚΑΡΑΜ.: Εγώ λέω να πούμε πρώτα ένα τραγούδι..
ΠΑΠ.: Ξέρεις κανένα τραγούδι;
ΚΑΡΑΜ.: Τα πουλιά του Νταλάρα.
ΠΑΠ.: Αυτό είναι δικό μας. Τι δουλειά έχει η Ν.Δ με τα πουλιά;
ΚΑΡΑΜ.: Τώρα όλα είναι ολονών.Πάμε;
Και αρχίζουν αγκαλιασμένοι να τραγουδούν.



ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο πλευρό
Τους δούλους όταν σκύβουν στο γκρεμό.
Μα του δυο μας που μαστε φίλοι στη ζωή
Μας συντροφεύει η κοινή πολιτική.


Φίλε μου σε παρακαλώ
Πες στους δυστυχισμένους
Πως τους δικούς μας αστακούς
Έχουμε πληρωμένους.


      ΑΥΛΑΙΑ

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΊΟ ΤΩΝ ΔΈΝΤΡΩΝ



ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ.
Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του, τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα, πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του, κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.
Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ



ΛΕΝΕ ΠΩς ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΤΡΕς
Περπατώ στην παραλία των Εξαρχείων και νομίζω πως δεν έχουμε πάθει κρίση αλλά παράκρουση. Είμαστε όλοι ένοχοι, λέει ένας μεσήλικας, ενώ οι γκόμενες λιάζουν τους αφαλούς σφαδάζοντας από την ανυπαρξία του πούτσου. Δίπλα ο μαυράκος κουβαλάει σίδερα, σίδερα, σίδερα.
Στη Μαυρομιχάλη κατάχαμα ένας μηχανόβιος τρώει την άσφαλτο. Μαύρο κατράμι, πετρέλαιο και αίμα. Κανείς δεν τον σηκώνει. Η γριά ρίχνοντας ένα απρόσμενο βλέμμα, με την ξεβαμμένη ανηψιά δίπλα της, μιλάει για την εκατοντάχρονη μάνα της που πέθανε χτες το βράδυ. Εικόνα δηλαδή ενός ξεχαρβαλωμένου τοπίου. Οι Αλβανοί ασυνάρτητοι παίζουν ντόμινο-πέρα βρέχει και ποιος νιάζεται; Στον κόσμο τους.
Και στην Μεθώνης τον πεζόδρομο, χέζουν και κατουράνε όλα τα σκυλιά. Σε πειράζει, μου λέει η άλλη, να μπω στο εργαστήρι σου με τον σκύλο μου; Δεν πειράζει, της απαντάω. Αφήστε τον εδώ γύρω να γαβγίζει, να μου δείχνει τα δόντια του, να χέζει-έτσι κι αλλοιώς μας έχουν χεσμένους όλοι. Για ένα σκύλο θα κάνουμε έτσι.
Στο περίπτερο όλοι οι σκεφτικοί διαβάζουν με προσήλωση τον τύπο. Το πρες. Το πιεστήριο. Εγώ δε λέω τίποτα. Τι να πω; Ο χοντρός αποφασίζει ν αγοράσει την Συντακτών, ο Αιγύπτιος επιμένει πως πρέπει να κάνουμε κάτι για το βασίλειο της Κλεοπάτρας. Ωστόσο, μπαίνει ένας άλλος στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στο εργαστήρι της τέχνης σέρνοντας ένα ντόπερμαν έτοιμο να μου φάει τα σωθικά, το μυαλό. Πειράζει που έχω τον Μπούμπι μαζί; Μου λέει. Να δούμε τους πίνακες;
Με τον Μπούμπι; Αμηχανεύομαι.
Βγάλτον έξω, στην παραλία.
Μα, επιμένει, δεν είσαι φιλόζωος;
Άμα είναι να μας χέσει ο Μπούμπις, όχι δεν είμαι φιλόζωος.
Αναγκαστικά φτιάξαμε έναν κόσμο παράλογο. Παλιά δεν ήμασταν έτσι, υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός στην ύπαρξη, στο θαυμασμό, στην αξία. Ενώ τώρα υπάρχουμε σε έναν κόσμο γερασμένο, αξιολύπητο, παραδομένο στην ανεπάρκεια.
Ας πούμε πως φταίω εγώ που τα βλέπω έτσι. Οι νέοι παραπονιούνται για τις γκόμενες που είναι ανοργασμικές. Οι γκόμενες λένε πως δεν υπάρχουν πια άντρες αλλά, δε θέλω να το ρίξω εκεί- ωραίο το ρίχνω-να χύσω στο ωραίο πρόσωπο των άλλων ήθελα.
Μάλλιασε η γλώσσα μου στην κυριολεξία, όχι από καθέδρας. Επί της ουσίας.
Πολλές φορές φαίνονται απλά, μα δεν είναι.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΓΥΝΑΊΚΑ






Η εξουσία της γυναίκας.
Ημέρες της γυναίκας. Πολλές. Όλες δικές της, τα πάντα για την γυναίκα, την εργαζόμενη, 
την ερωτευμένη, την όμορφη γυναίκα. Τη μητέρα με τη στοργική αγκαλιά, τη μάνα που αγαπάει, 
τη σύζυγο που υπομένει, την ερωτική Λαϊδα των ανάλαφρων ονείρων [ημέρα της πόρνης υπάρχει;], 
τη γυναίκα αγρότισσα, με τους ρόζους στα τραχιά χέρια, τη γυναίκα του λαού, τη γυναίκα που
 είναι το μισό του άντρα αλλά το ξεχνάμε.
Το στήριγμα του κόσμου είναι η γυναίκα. Και βέβαια ο αγώνας για την απελευθέρωση 

των γυναικών, πολλές φορές έχει φτάσει σε ακραίες καταστάσεις, τέτοιες που να χάνει
 το νόημα του, αφού εξίσωση με τον άντρα δεν έχει νόημα ει μη μόνο η οικονομική, 
προνομιακή, και δικαιωματική, πράξεις οι οποίες έχουν επιτευχθεί με βάση τα σημερινά 
δεδομένα και τις σημερινές συμμετοχές της γυναίκας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας μας. 
Οι γυναίκες είναι πια διευθύντριες, γιατρίνες, βουλευτές, πρωθυπουργοί, αρχηγοί κρατών.
 Δεν πρέπει να  έχουν παράπονα: η πλήρη ισότητα τους με τους άντρες έχει επέλθει αλλά 
δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα στο παγκόσμιο σκηνικό. Τα ίδια πράγματα συμβαίνουν
 και με τις γυναίκες στην εξουσία. Υπάρχει μια εύκολη ακολουθία των πεπραγμένων από τους
 άντρες εκατομμύρια χρόνια πριν. Δεν άλλαξαν το παραμικρό στις δομές της εξουσίας
[ εδώ εμφαίνεται μια αποτυχία στον όρο γυναίκα], στον τρόπο διακυβέρνησης των κρατών, 
δεν βρήκαν καινούριες λύσεις να σταματήσουν την παγκόσμια κατρακύλα και τον εκτραχηλισμό 
του ανθρώπινου είδους. Αυτό το πρόσωπο της γυναίκας, στην ουσία πρόκειται για ανδρογύναικο,
 δεν μπορείς να ισχυρισθείς πως η Μέρκελ είναι γυναίκα, ή η Θάτσερ- αυτό είναι ένα 
κατασκεύασμα του εξελισσόμενου xomo sapiens, ένα κατασκεύασμα του ρομποτικού 
συστήματος που ακολουθεί αναγκαστικά ο άνθρωπος του πλανήτη γη.
Αν παρατηρήσουμε τις γυναίκες αθλήτριες θα δούμε πως η εξομοίωση τους με το αντίστοιχο

 ανδρικό πρότυπο είναι τρομακτική. Χωρίς στήθος, γεμάτες τραχείς μυς, πλησιάζουν τον αντρικό
 σωματότυπο, μόνο γένια δεν τους επιτρέπουν ν αφήσουν. Σε αντίθεση με τα αντρικά πρότυπα,
 που μάλλον εκλεπτύνονται.
Η γυναίκα δεν πρέπει να χάσει τη φύση της. Την έννοια του θηλυκού. Όμως αυτό δεν μπορούμε

 να το σταματήσουμε. Η ροή του κόσμου- με την συμπαντική έννοια- είναι έξω από τις 
ελεγχόμενες ανθρώπινες δυνάμεις.
Χρόνια πολλά λοιπόν στις γυναίκες όλου του κόσμου!



Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΈΣ




Πακιστανός τις γαρ, περιφέρετο μεν εις κάδον τινά, εν μέρει και περί τας δειλινάς ώρας προτού ο ήλιος δύσει, ωμίλει δε εν τω άμα και ες το κινητόν εν ώ γέγραφε τηλεσημικά. Ύστερον έρριπτε τους οφθαλμούς εις το βάθος του κάδου εκτιμών το εν λόγω εμπόρευμα ό θα ήτο αρκετό δια το σημερινό του γεύμα μετά της συμβίας του ήν τώρα συνωμίλει ανέτως περί τον σκουπιδοτενεκέν.
Η ώρα θα είχεν παρέλθει περί της ημισείας ότε εμφανώς χαρούμενος, τοποτέτησε την συσκευήν της τηλεσημίας εν τινί θύλακα και ήρχισεν την εργασίαν του μετά μεγάλης αφοσιώσεως.
Πόθεν όμως ενεφανίσθη άλλος τις εξ Ασίας ορμώμενος, όστις ήτο έμπλεος νεύρων και επετέθη κατά του Πακιστανού ανδρός; Ουδείς αντελήφθη. Έγινε το μάλε βράσε, αίματα έτρεχον από τα παρειάς των, σχίστηκαν τα ιμάτιά των μέχρι να ομοφωνήσουν για να μοιράσουν τα πλούσια απορρίμματα.
[Έστι δε αύτη η γαία εις ην συνέβησαν τα παραπάνω, πατρίς αντρών τε και σπουδαίων, οίτινες δόξαν μεγάλην εκόμισαν αλλ αυτήν μόνο οι απόγονοι κατακράτησαν.]

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΌ





ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω από το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινά δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν  χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του. Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.
Με είδαν τ΄αστέρια
να κυλιέμαι καταγής
και στάθηκαν ακούνητα.
Νανανανά! νάνανα!νανανά!
Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.
Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.
Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.
 -Τι θέλεις; η φωνή της αντιβούισε σε όλο το δάσος.
-Ο Όρθιος άλλος έκλεψε την Όμορφη Επειδή, είπε αχνά.
- Και θέλεις να τη βρεις; ρώτησε με ζήλεια. Εμένα με φωνάζεις μόνο όταν με έχεις ανάγκη. Εξ, αιτίας σου έχασα το πρόσωπο μου!
-Θα σε βοηθήσω, της είπε κι έκανε να την αγγίξει.
-Μη μ αγγίζεις! αντιλάλλησε η φωνή της βροντερή έτσι που όλα τα φύλλα των δέντρων σάλεψαν, τόσο που να γίνει άνεμος φοβερός
Πέτρες σηκώθηκαν μαζί με τα σούφαρα, παλιόξυλα σαπισμένα σκόρπισαν δώθε-κείθε. Του ναύτη Όποιος Νάναι παραλίγο να του φύγει η αλυσσίδα απο τα χέρια αλλά την κράτησε, ήταν η ζωή του.
-Λοιπόν; θα με βοηθήσεις; ρώτησε όταν όλα ησύχασαν.
- Άκουσε τι πρέπει να κάνεις, δεν έχω καιρό, του απάντησε κι έδεσε τα χέρια της κόμπο σφιχτό μπροστα της. Η κοπέλα βρίσκεται πέρα από τα εφτά Δάση, μετά από τα εφτά Ποτάμια, ύστερα από τις εφτά Φωτιές. Υπάρχει μια πολιτεία μόνο με ουρανοξύστες. Εκεί θα την βρεις στον έβδομο Ουρανό, τρέξε να προλάβεις!
 Αυτά είπε η Μάγισσα Οπωσδήποτε και περνώντας πάνω του σαν αστραπή, ανέβηκε πάνω από τα δέντρα, εξαφανίστηκε στο άπειρο.
 Ποτέ δεν είχε δει μια τέτοια πολιτεία ο ναύτης όποιος Νάναι γι΄αυτό στάθηκε πάνω από το ύψωμα να την χαζεύει. Ήταν τόσο όμορφη, τυλιγμένη με όλα τα χρώματα της ίριδας! Τα πανύψηλα χτίρια έφταναν μέχρι τους ουρανούς, ακουμπούσαν οι σκεπές τους στα πουπουλένια σύννεφα. Αέρας δε φυσούσε καθόλου κι έμοιαζαν όα σαν σταματημένα στο χρόνο του απείρου. Αραχνούφαντα πέπλα, δαντελλένιες κουρτίνες, στόλιζαν την είσοδο και οι άνθρωποι φαινόταν όλοι ευτυχισμένοι. Χόρευαν στις πλατείες, έπιναν νέκταρ το κρασί των θεών, έτρωγαν αμβροσία, γελούσαν όλοι σαν παιδιά που τους χάρισαν ένα παιχνίδι. Ο Ναύτης όποιος Νάναι περπάτησε γρήγορα προς την είσοδο, μπήκε στους δρόμους, περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί ανάμεσα στο πλήθος. Όλοι τον χαιρετούσαν κάνοντας υπόκλιση κι αυτός ανταπέδιδε αλλά και σκεφτόταν πως θα έφτανε τώρα στον΄Εβδομο ουρανό. Ρώτησε κάποιον΄παππού που είχε μια κατάλευκη και μακριά γενειάδα.
-Δεν ξέρεις που είναι ο ΄Εβδομος ουρανός; Τρείς χρόνους μετά και δυο ημέρες πίσω, στην μεγάλη πλατεία. Εκεί θα πας, είπε και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Ο Ναύτης Όποιος Νάναι που βιαζόταν και δεν ήθελε τώρα να λύνει άλλα αινίγματα, άνοιξε την αλυσσίδα του και πέταξε μαζί της ανάμεσα από τα χτίρια. Οι τρείς Χρόνοι ήταν στη σειρά τα τρία μεγαλύτερα χτίρια που έγραφαν σε μια μεγάλη ταμπέλα ο καθένας το όνομα του: Γέννηση, Ζωή, Θάνατος. Πριν τον Θάνατο, έκανε δυο βήματα πίσω που ήταν οι δυο ημέρες. Κατέβηκε στην μεγάλη πλατεία, σκεφτικός. Τώρα χρειαζόταν βοήθεια. Έτσι έβαλε το μικρο δαχτυλάκι μέσα στον τελευταίο κροίο της αλυσσίδας του. Ένα χάος άνοιξε μπροστά του και μια σχοινένια σκάλα ταλαντευόταν πέρα-δώθε. Την άρπαξε κι άρχισε ν ανεβαίνει τους ουρανούς. Ο Έβδομος ήταν ο τελευταίος κι εκεί ήταν το παλάτι του, Άλλου όρθιου. Μπήκε στη σάλα παραμερίζοντας τους φρουρούς κι έφτασε μπροστά στον θρόνο. Η Όμορφη Επειδή μόλις τον είδε, ξέφυγε από τα χέρια του΄Άλλου όρθιου κι πήγε κοντά του με λαχτάρα. Ο Άλλος όρθιος μαυρισμένος από το κακό του, έκανε να ξεφύγει αλλά ο ναύτης τον άρπαξε από τον λαιμό. Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω, πήγε να τον πνίξει μα δεν του πήγαινε. Τον παράτησε κάτω να ξεφυσάει και να παρακαλάει.
-Μη! Μη μου κάνεις κακό, κλαψούρισε σηκώνοντας το χέρι του.
-Αν μου υποσχεθείς πως θα πάμε πίσω στην Γοργόνα να την παντρευτείς για να ξαναγίνει άνθρωπος θα σε αφήσω να ζήσεις, μίλησε ο ναύτης.
-Ναι, ναι, θα κάνω ότι πεις, γλύκανε το πρόσωπο του ο Άλλος Όρθιος.
-Πρώτα όμως θα μας παντρέψεις, εδώ μέσα στο παλάτι σου. Εσύ θα είσαι ο κουμπάρος. Κάνε γρήγορα γιατί θέλω να φιλήσω τη νύφη. Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να την φιλήσω πριν από τον γάμο; Εμπρός σήκω!
Έτσι και έγινε. Όλος ο κόσμος πήγε στο γάμο. Νέοι γέροι παιδιά. Ήταν ο πιο χαρούμενος γάμος που έγινε ποτέ. Μόλις τέλειωσε το μυστήριο ο ναύτης Όποιος Νάναι, φίλησε υπέροχα την αγαπημένη του. Ύστερα πήραν τα βουνά και τα όρη οι τρεις τους να γυρίσουν πίσω στην Γοργόνα. Ο Έβδομος ουρανός εξαφανίστηκε, η παραμυθένια πολιτεία χάθηκε στο βάθος του χρόνου. Οι τρεις τους έφτασαν στην γοργόνα που έκλαιγε πάνω στα κύματα. Μόλις τους είδε, σκούπισε τα μάτια της, βγήκε στη στεριά.
-Αγκάλιασε την! πρόσταξε ο ναύτης τον Άλλο όρθιο.
Αυτός την αγάλιασε και με μιας έφυγαν τα λέπια από πάνω της. Έγινε μια πανέμορφη γυναίκα. Ακόμα και ο κακός Άλλος Όρθιος έλαμψε, άλλαξε το πρόσωπο του από την αγάπη της Γοργόνας.
-Εμείς θα φύγουμε τώρα, είπε ο ναύτης Όποιος Νάναι.
-Εμείς θα μείνουμε εδώ να κάνουμε το σπιτάκι μας. Θα κάνουμε και πολλά παιδιά, πότε θα ξανάρθετε;
- Μετά από έναν αιώνα και δυο μέρες πίσω, χαμογέλασε με σημασία ο ναύτης. Γεια σας!
Ανοιξε τη χρυσή αλυσίδα του, τύλιξε μ΄αυτή και την Όμορφη Επειδή και πέταξαν κείθε. Πέρασαν ποτάμια, λίμνες, βουνά για να φτάσουν στο δάσος με τις πεταλούδες όπου κατοικούσε η καλή Μάγισσα Οπωσδήποτε. Έψαξαν, μα δεν την βρήκαν πουθενά. Μόνο το πέπλο  της σερνόταν στον ανθισμένο τόπο ανάμεσα από τις πεταλούδες. Ο ναύτης Οποιος Νάναι κατάλαβε. Η καλή μάγισσα είχε φύγει για τον άλλο κόσμο και αφού δεν είχαν τι άλλο να κάνουν εκεί, περπάτησαν μέχρι την καλύβα να προλάβουν τουλάχιστον τον γέρο πατέρα του ζωντανό, να του δώσουν το φάρμακο, να μην πονάει, να γίνει καλά. Έφτασαν κάποτε στην καλύβα, μπήκαν μέσα και γέρος ήταν κατάχαμα. Βογγούσε από τους πόνους. Ο ναύτης πήγε κοντά του, έβγαλε το μπουκαλάκι, του δωσε να πιει τρεις φορές. Με μιας ο πατέρας του σηκώθηκε, γέλασαν τα ματάκια του, άστραψε η χαρά στο πρόσωπό του. Αγκάλιασε τα παιδιά του κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟς

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...