Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΌ





ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω από το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινά δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν  χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του. Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.
Με είδαν τ΄αστέρια
να κυλιέμαι καταγής
και στάθηκαν ακούνητα.
Νανανανά! νάνανα!νανανά!
Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.
Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.
Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.
 -Τι θέλεις; η φωνή της αντιβούισε σε όλο το δάσος.
-Ο Όρθιος άλλος έκλεψε την Όμορφη Επειδή, είπε αχνά.
- Και θέλεις να τη βρεις; ρώτησε με ζήλεια. Εμένα με φωνάζεις μόνο όταν με έχεις ανάγκη. Εξ, αιτίας σου έχασα το πρόσωπο μου!
-Θα σε βοηθήσω, της είπε κι έκανε να την αγγίξει.
-Μη μ αγγίζεις! αντιλάλλησε η φωνή της βροντερή έτσι που όλα τα φύλλα των δέντρων σάλεψαν, τόσο που να γίνει άνεμος φοβερός
Πέτρες σηκώθηκαν μαζί με τα σούφαρα, παλιόξυλα σαπισμένα σκόρπισαν δώθε-κείθε. Του ναύτη Όποιος Νάναι παραλίγο να του φύγει η αλυσσίδα απο τα χέρια αλλά την κράτησε, ήταν η ζωή του.
-Λοιπόν; θα με βοηθήσεις; ρώτησε όταν όλα ησύχασαν.
- Άκουσε τι πρέπει να κάνεις, δεν έχω καιρό, του απάντησε κι έδεσε τα χέρια της κόμπο σφιχτό μπροστα της. Η κοπέλα βρίσκεται πέρα από τα εφτά Δάση, μετά από τα εφτά Ποτάμια, ύστερα από τις εφτά Φωτιές. Υπάρχει μια πολιτεία μόνο με ουρανοξύστες. Εκεί θα την βρεις στον έβδομο Ουρανό, τρέξε να προλάβεις!
 Αυτά είπε η Μάγισσα Οπωσδήποτε και περνώντας πάνω του σαν αστραπή, ανέβηκε πάνω από τα δέντρα, εξαφανίστηκε στο άπειρο.
 Ποτέ δεν είχε δει μια τέτοια πολιτεία ο ναύτης όποιος Νάναι γι΄αυτό στάθηκε πάνω από το ύψωμα να την χαζεύει. Ήταν τόσο όμορφη, τυλιγμένη με όλα τα χρώματα της ίριδας! Τα πανύψηλα χτίρια έφταναν μέχρι τους ουρανούς, ακουμπούσαν οι σκεπές τους στα πουπουλένια σύννεφα. Αέρας δε φυσούσε καθόλου κι έμοιαζαν όα σαν σταματημένα στο χρόνο του απείρου. Αραχνούφαντα πέπλα, δαντελλένιες κουρτίνες, στόλιζαν την είσοδο και οι άνθρωποι φαινόταν όλοι ευτυχισμένοι. Χόρευαν στις πλατείες, έπιναν νέκταρ το κρασί των θεών, έτρωγαν αμβροσία, γελούσαν όλοι σαν παιδιά που τους χάρισαν ένα παιχνίδι. Ο Ναύτης όποιος Νάναι περπάτησε γρήγορα προς την είσοδο, μπήκε στους δρόμους, περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί ανάμεσα στο πλήθος. Όλοι τον χαιρετούσαν κάνοντας υπόκλιση κι αυτός ανταπέδιδε αλλά και σκεφτόταν πως θα έφτανε τώρα στον΄Εβδομο ουρανό. Ρώτησε κάποιον΄παππού που είχε μια κατάλευκη και μακριά γενειάδα.
-Δεν ξέρεις που είναι ο ΄Εβδομος ουρανός; Τρείς χρόνους μετά και δυο ημέρες πίσω, στην μεγάλη πλατεία. Εκεί θα πας, είπε και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Ο Ναύτης Όποιος Νάναι που βιαζόταν και δεν ήθελε τώρα να λύνει άλλα αινίγματα, άνοιξε την αλυσσίδα του και πέταξε μαζί της ανάμεσα από τα χτίρια. Οι τρείς Χρόνοι ήταν στη σειρά τα τρία μεγαλύτερα χτίρια που έγραφαν σε μια μεγάλη ταμπέλα ο καθένας το όνομα του: Γέννηση, Ζωή, Θάνατος. Πριν τον Θάνατο, έκανε δυο βήματα πίσω που ήταν οι δυο ημέρες. Κατέβηκε στην μεγάλη πλατεία, σκεφτικός. Τώρα χρειαζόταν βοήθεια. Έτσι έβαλε το μικρο δαχτυλάκι μέσα στον τελευταίο κροίο της αλυσσίδας του. Ένα χάος άνοιξε μπροστά του και μια σχοινένια σκάλα ταλαντευόταν πέρα-δώθε. Την άρπαξε κι άρχισε ν ανεβαίνει τους ουρανούς. Ο Έβδομος ήταν ο τελευταίος κι εκεί ήταν το παλάτι του, Άλλου όρθιου. Μπήκε στη σάλα παραμερίζοντας τους φρουρούς κι έφτασε μπροστά στον θρόνο. Η Όμορφη Επειδή μόλις τον είδε, ξέφυγε από τα χέρια του΄Άλλου όρθιου κι πήγε κοντά του με λαχτάρα. Ο Άλλος όρθιος μαυρισμένος από το κακό του, έκανε να ξεφύγει αλλά ο ναύτης τον άρπαξε από τον λαιμό. Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω, πήγε να τον πνίξει μα δεν του πήγαινε. Τον παράτησε κάτω να ξεφυσάει και να παρακαλάει.
-Μη! Μη μου κάνεις κακό, κλαψούρισε σηκώνοντας το χέρι του.
-Αν μου υποσχεθείς πως θα πάμε πίσω στην Γοργόνα να την παντρευτείς για να ξαναγίνει άνθρωπος θα σε αφήσω να ζήσεις, μίλησε ο ναύτης.
-Ναι, ναι, θα κάνω ότι πεις, γλύκανε το πρόσωπο του ο Άλλος Όρθιος.
-Πρώτα όμως θα μας παντρέψεις, εδώ μέσα στο παλάτι σου. Εσύ θα είσαι ο κουμπάρος. Κάνε γρήγορα γιατί θέλω να φιλήσω τη νύφη. Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να την φιλήσω πριν από τον γάμο; Εμπρός σήκω!
Έτσι και έγινε. Όλος ο κόσμος πήγε στο γάμο. Νέοι γέροι παιδιά. Ήταν ο πιο χαρούμενος γάμος που έγινε ποτέ. Μόλις τέλειωσε το μυστήριο ο ναύτης Όποιος Νάναι, φίλησε υπέροχα την αγαπημένη του. Ύστερα πήραν τα βουνά και τα όρη οι τρεις τους να γυρίσουν πίσω στην Γοργόνα. Ο Έβδομος ουρανός εξαφανίστηκε, η παραμυθένια πολιτεία χάθηκε στο βάθος του χρόνου. Οι τρεις τους έφτασαν στην γοργόνα που έκλαιγε πάνω στα κύματα. Μόλις τους είδε, σκούπισε τα μάτια της, βγήκε στη στεριά.
-Αγκάλιασε την! πρόσταξε ο ναύτης τον Άλλο όρθιο.
Αυτός την αγάλιασε και με μιας έφυγαν τα λέπια από πάνω της. Έγινε μια πανέμορφη γυναίκα. Ακόμα και ο κακός Άλλος Όρθιος έλαμψε, άλλαξε το πρόσωπο του από την αγάπη της Γοργόνας.
-Εμείς θα φύγουμε τώρα, είπε ο ναύτης Όποιος Νάναι.
-Εμείς θα μείνουμε εδώ να κάνουμε το σπιτάκι μας. Θα κάνουμε και πολλά παιδιά, πότε θα ξανάρθετε;
- Μετά από έναν αιώνα και δυο μέρες πίσω, χαμογέλασε με σημασία ο ναύτης. Γεια σας!
Ανοιξε τη χρυσή αλυσίδα του, τύλιξε μ΄αυτή και την Όμορφη Επειδή και πέταξαν κείθε. Πέρασαν ποτάμια, λίμνες, βουνά για να φτάσουν στο δάσος με τις πεταλούδες όπου κατοικούσε η καλή Μάγισσα Οπωσδήποτε. Έψαξαν, μα δεν την βρήκαν πουθενά. Μόνο το πέπλο  της σερνόταν στον ανθισμένο τόπο ανάμεσα από τις πεταλούδες. Ο ναύτης Οποιος Νάναι κατάλαβε. Η καλή μάγισσα είχε φύγει για τον άλλο κόσμο και αφού δεν είχαν τι άλλο να κάνουν εκεί, περπάτησαν μέχρι την καλύβα να προλάβουν τουλάχιστον τον γέρο πατέρα του ζωντανό, να του δώσουν το φάρμακο, να μην πονάει, να γίνει καλά. Έφτασαν κάποτε στην καλύβα, μπήκαν μέσα και γέρος ήταν κατάχαμα. Βογγούσε από τους πόνους. Ο ναύτης πήγε κοντά του, έβγαλε το μπουκαλάκι, του δωσε να πιει τρεις φορές. Με μιας ο πατέρας του σηκώθηκε, γέλασαν τα ματάκια του, άστραψε η χαρά στο πρόσωπό του. Αγκάλιασε τα παιδιά του κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟς

2 σχόλια:

  1. Να και παραμύθι Κώστα! Χάρηκα τα ευρηματικά σου ονόματα. Παράξενα. Περιφραστικά. Αλλά εκείνο που ξεχώρισα ήταν τα πανέμορφα τοπία μέσα στη φύση και οι εικόνες που βγήκαν από εκεί. Πολύ το χάρηκα αυτό το ταξίδι.
    Απλοϊκό, όμορφο, παραμυθένιο. Όπως δηλαδή του πρέπει. Μπράβο φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ε, ναι Τζον, κάπως έτσι δεν είναι τα παραμύθια; όσο για τα ονόματα, ναι, είχα μια ευρηματική κατάθεση, καλή σου μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...