Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 2




Θες η φτώχεια, θες η μάνα του- ο πατέρας του δε ζούσε- που του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί; Θες πως ο ίδιος λιγουρεύτηκε τις εκατόν πενήντα λίρες που του έταξε ο κουνιάδος του ο Σταυρέας, τελικά το είχε πάρει απόφαση. Θα παντρευόταν την άσχημη Μαγδαληνή.
Άλλο πράμα κι αυτός ο Σταυρέας. Προϊστάμενος στην Εθνική τράπεζα, έκανε το σκατό παξιμάδι για να προικίσει τις τρεις αδελφές του. Τη Μαγδαληνή, την Καίτη και την Αννούλα. Η πρώτη ήταν άσχημη, η Μαγδαληνή, αυτή που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Κοντόχοντρη, ασουλούπωτη, μύτη μεγάλη, μισοστρουμπουλή. Μαλλιά μαύρα, γεμάτα ψαλίδα, προς το καστανό στις άκρες, ίσια σαν πράσα. Αλλά αυτό που  την ασχήμαινε περισσότερο ήταν οι χοντράδες της. Ποτέ δεν κατάλαβα πως πήγε να παντρευτεί μια τόσο χαζή γυναίκα ο Ντάφλος. Μόνο για το τι αγόραζε στη Λαϊκή μιλούσε και για το πόσο κοστίζουν σήμερα οι αγκινάρες. Κι ύστερα γελούσε στα χαμένα. Οι άλλες ήταν ομορφούλες. Με πρώτη και καλύτερη τη Καίτη. Γύρω στα είκοσι, ξανθιά, γαλανή- δυο χρόνια μεγαλύτερη μου. Σπαθάτη ματιά, περίγυρος θηλυκάδας. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα, μου φυγε το μυαλό. Με κοίταζε όμως σα να μου έλεγε πως ήμουν μικρός. Εγώ παρ όλα αυτά, εκείνο το βλέμμα της ποτέ δε θα το ξεχάσω. Ήταν μια καλή αντίληψη κι αυτή για τη ζωή- αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε για μένα.
Η Αννούλα ήταν η πιο μικρή. Δεκαπέντε χρονών, με βυζάκια πεταχτά, μικρούλικα, βελονωτά. Αν τα άγγιζες, νόμιζες πως θα σε τρυπήσουν. Μόνο το βλέμμα της ήταν λίγο απλανές, λες και χανόταν τις πιο πολλές φορές στο άπειρο.
Τη Μαγδαληνή τόλμησε και την έφερε μια μέρα στην καφετέρια ο Ντάφλος. Είχε ντυθεί και φτιασιδωθεί αλλά και πάλι κρυφόγελα και αλλαξοματιές προκάλεσε στην παρέα. Ο Ντάφλος, βέβαια, αγριοκοίταξε μερικούς κι έτσι έληξε το θέμα. Ήρθε στο τραπέζι μου και μου τη σύστησε σαν αρραβωνιαστικιά του.
Χρόνια προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα ήταν. Μεσουρανούσε η χούντα, οι συνταγματάρχες, στη μόδα οι καμπάνες και τα πολύχρωμα, εφαρμοστά πουκάμισα. Τσιτωμένα παντελόνια φορούσαν αδιάκριτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τέτοια φορούσε και η Μαγδαληνή και την έκανα ακόμα πιο γελοία. Μόνο τα χοντρά της πόδια και τα ψηλά τακούνια να έβλεπες, έφτανε. Μου θύμισε τον κακομοίρη βιβλιοπώλη των Εξαρχείων που δούλευα. Μια μέρα που άλλαξε παντελόνι στο μαγαζί και τον πήρε το μάτι μου, έσκασα στα γέλια, πίσω από τον πάγκο. Κοντός σα λεμονιά, είχε βγάλει το παλιό παντελόνι της δουλειάς και προσπαθούσε να φορέσει το καλό που σερνόταν είκοσι πόντους στο σκονισμένο δάπεδο και το πατούσε με τα πόδια του. Ύστερα, αφού κατάφερε να το φορέσει, ψήλωσε είκοσι πόντους.
Ο Ντάφλος όλα αυτά τα κορόιδευε αν και έκανε τα ίδια και αυτός. Είχε όμως τον τρόπο του, να δείχνει πιο αρσενικός αν και είχε μεγάλα μαλλιά και καμπάνες.
Στην αρχή δεν τον πίστεψα αλλά μετά από ένα μήνα που έγιναν επίσημοι αρραβώνες, σκέφτηκα να του πω καμιά κουβέντα και με πρόλαβε.
-Είναι τα γραμμάτια για το σπίτι, μου είπε. Θα μας το πάρουν. Και τον άκουγε και η μάνα του.
Έμεναν σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγο πιο πάνω από μας.
-Θα πάρω εκατόν πενήντα λίρες από τον Σταυρέα και θα καθαρίσω. Θα μου μείνουν και λίγα στην άκρη, μη σε νοιάζει,
-Μόνο γι αυτό; Τόλμησα
Μόνο γι αυτό, μου απάντησε μουτρωμένα.
Κι ύστερα πάλι γέλασε.
-Τι σε νοιάζει εσένα Αμβράζη; Θα πάρεις το μερτικό σου. Θα σου κάνω μερικά τραπεζώματα στα καλύτερα μαγαζιά. Να δεις, έτσι για να έχεις να λες και να θυμάσαι την παντρειά του φίλου σου. Που θα βρεις καλύτερο φίλο Αμβράζη; Τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εμένα δε μου άρεσε καθόλου. Είχα άλλη ιδέα για τη γυναίκα που θα έπαιρνε ο Ντάφλος. Ήθελα να είναι όμορφη, πολύ όμορφη και έξυπνη. Μόνο αυτό σκεφτόμουν και θυμάμαι μάλιστα, πως μ έπιανε κάτι σαν κόμπος στο λαιμό, όταν αναλογιζόμουν πως θα έπαιρνε αυτή!
Αλλά τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Τον έβαλε σε μια δουλειά ο Σταυρέας-σερβιτόρο σε κεντρικό ρεστοράν- κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Τον έβλεπα στις γειτονιές, μερικά απογεύματα αγκαζέ με τη Μαγδαληνή κι άλλαζα γωνίες. Ώσπου μια μέρα με σβέρκωσε.
-Άκου να δεις! Μου σφύριξε. Αν είναι να ντρέπεσαι για το φίλο σου, να μου το πεις. Άιντε γιατί πολύ ψηλά τον πήρες τον αμανέ Αμβράζη! Τι ήθελες να κάνω δηλαδή; Σου εξήγησα…
Εγώ δεν είπα τίποτε, τον κοίταζα μόνο στα μάτια έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Με κοίταζε και κείνος και σα να  δάκρυσε.
-Θα έρθω στο σπίτι με τη Μαγδαληνή ένα απόγευμα να τα πούμε και να τα πιούμε, μου είπε. Θα δεις, είναι καλή, μη νομίζεις. Επειδή δεν είναι όμορφη; Γέλασε. Δεν πειράζει. Και σκούπισε τα μάτια του και τα δικά μου.
Μετά από λίγες μέρες ήρθαν. Τους άνοιξε ο πατέρας μου και, πράγμα παράξενο, τους καλοδέχτηκε. Όχι πως ήταν κακός ο πατέρας μου, όχι. Αλλά να, μια ζωή αλήτη τον ανέβαζε κοπρόσκυλο τον κατέβαζε. Μα τώρα που παντρεύεται θα βάλει μυαλό- εγώ μόνο μυαλό δεν περίμενα να βάλει ο Ντάφλος. Θα βάλει γιατί παίρνει και καλή κοπέλα, συνέχισε ο πατέρας μου κι εγώ τον κοίταζα με μάτι αλλήθωρο. Καλό σόι ο Σταυρέας, του βρήκανε και δουλειά έμαθα. Μπράβο τους! Με αποτελείωσε.
Καθίσαμε έξω στην αυλή, η μάνα μου έφερε καφέδες. Μετά από λίγο ο Ντάφλος ζήτησε ούζα. Ήπια κι εγώ ένα μαζί τους και του πατέρα μου άσπρισε το μάτι. Αυτουνού που είχε πιει τα ποτήρια όλου του κόσμου. Άλλο τώρα που του το είχαν απαγορέψει οι γιατροί. Ένα-δυο ποτήρια κρασί του είχαν πει, είχε την καρδιά του. Άλλη ιστορία αυτή, στη συνέχεια, μπορεί να σας πω ορισμένα πράγματα από την ολοτάραχη ζωή του πατέρα μου. Προς το παρόν ο Ντάφλος είχε κατεβάσει το καραφάκι και παράγγειλε κι άλλο στη μάνα μου.
-Φέρε να πιούμε, της είπε σα διαταγή κι εκείνη έφερνε .Ώσπου έγινε δαυλί εκείνο το απόγευμα ο Ντάφλος. Η Μαγδαληνή τον κοίταζε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, τα σταύρωνε τα ξεσταύρωνε και η χοντρή μύτη της είχε τσουρουφλιστεί. Έμοιαζε να ντρέπεται έτσι που συμπεριφερόταν ο μέλλων σύζυγος της. Ο Ντάφλος  την αγκάλιαζε κι όλο «έλα εδώ μωρή!» της φώναζε. «Έλα εδώ, μη φοβάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ βασίλισσα, ε, μπάρμπα Φώτη; Πες κι εσύ τίποτα, δεν έχω δίκιο;» Η Μαγδαληνή αποτραβιόταν πέρα με συσπάσεις αηδίας στο πρόσωπο, δεν τον ήθελε, το έδειχνε σχεδόν από την αρχή . Σα να μην τον χώνευε. Σα να μην τον ήθελε καθόλου, ούτε να τον έβλεπε ποτέ στα μάτια της. Τέτοια ήταν τα κατάβαθα της ψυχής της κι αν είχες μάτια το έβλεπες. Αλλά όσο αποτραβιόταν, τόσο φούντωνε ο Ντάφλος. Το μάτι του κοκκίνιζε και γυάλιζε απ το ποτό.
Είναι ορισμένα πράγματα που μεγαλοποιούν τις πράξεις των ανθρώπων, σαν αυτή τώρα του Ντάφλου. Εγώ τότε διάβαζα μετά μανίας όλα τα κλασσικά βιβλία. Ότι εύρισκα μπροστά μου. «Θα κουτοβαρεθείς καημένε!» μου λεγε ο Ντάφλος. Άσε εκείνος ο Σταυρέας. «Δε βγάζουν ψωμί αυτά που κάνεις,» μου είπε μια μέρα που με βρήκε κατάχαμα να ζωγραφίζω και να διαβάζω.  «Τι είναι αυτά;» λες και έβλεπε σίχαμα. Το είπε στον πατέρα μου. «Μην τον αφήνεις να ζωγραφίζει και να διαβάζει, θα πάθει το μυαλό του»
Τέτοιος ήταν ο Σταυρέας, χουντικός, γουρούνι του κερατά. Έτσι τον μελετούσα και το είπα στο Ντάφλο αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τέτοια πράγματα και τα πολιτικά, τουλάχιστον τότε.
Εν πάση περιπτώσει που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, έλεγα για τις πράξεις που μεγαλοποιούν την εικόνα ενός ανθρώπου. Αρνητικά ή θετικά. Σκηνή σαν αυτή που ξετυλίχτηκε εκείνο το απόγευμα στην αυλή-τι απόγευμα, είχε βραδιάσει για τα καλά- μου θύμισε εικόνες από άλλες εποχές, άλλα βιβλία, ξένους, μυστηριακούς τόπους και ήρωες.
Ο Ντάφλος είπαμε, είχε γίνει δαυλί. Η Μαγδαληνή στεκόταν ανήμπορη κι απορημένη στην πόρτα κι ο πατέρας μου άκουγε το παραμιλητό του Ντάφλου. Τι του έλεγε; Πως καλά έκανε που παντρευόταν και θα νοικοκυρευτεί, πως έπαιρνε την καλύτερη γυναίκα και πως τώρα θα δεις μπάρμπα-Φώτη, θ αλλάξουν όλα. Κι ύστερα πάλι το γυρνούσε. Τι τα θέλεις μπάρμπα-Φώτη, να σου πω κάτι; Πες έγνεφε ο πατέρας μου. Να σου πω κάτι; Τι τα θέλεις; Ο γάμος είναι σκλαβιά και οι γυναίκες για σκότωμα. Όλες, να! έτσι τσίτωμα με το πιρούνι θέλουν! Και το κάρφωνε στο τραπέζι.
Ώσπου δεν άντεξε άλλο η Μαγδαληνή. Σηκώθηκε πάνω μπαρουτιασμένη, του πέταξε πέρα το χέρι κι έκανε να φύγει. Αλλά αυτός την πρόλαβε. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και τη σβούρισε. Την έφερε απέναντι του και της έσκασε ένα τρανταχτό σκαμπίλι. Ύστερα δεύτερο και τρίτο. Εκείνη ούρλιαζε με το πρόσωπο στα γόνατα κουκουβισμένη.
Σηκώθηκε η γειτονιά στο πόδι. Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, κρεμάστηκαν σα μελισσολόι στα κάγκελα της αυλής να κοιτάζουν απορημένοι κι ο Ντάφλος να φωνάζει
-Σήκω πάνω μωρή! Σήκω πάνω μη σου γαμήσω τον κερατά που σε πέταγε. Σήκω πάνω μωρή! Κι εκείνη να κλαίει.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Ο Ντάφλος κοίταζε όλους τους άλλους αγριεμένος. Ύστερα την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα μάτια και φύγανε τρεκλίζοντας.
Έτσι, χωρίς μια καληνύχτα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

  1. Συνεχίζεται το πέρασμα των ηρώων και των χαρακτήρων σου Κώστα. Μέσα από την αχλή της γραφής σου. Με εντάσεις και συγκρούσεις.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...