Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 3




Το Καλοκαίρι ερχότανε πάλι ζεστό. Προβλέπονταν πως θα ήταν το πιο καυτό των τελευταίων χρόνων. Ο πατέρας μου, έλεγε, πως δε θυμόταν εδώ και είκοσι χρόνια τέτοιον καύσωνα. Να μας λυπηθεί ο θεός, συμπλήρωνε και η μάνα μου. Μη κατέβει ο ήλιος καν μέτρο κάτω και μας κάψει όλους! Τέτοια έλεγε η μάνα μου κι έτρεχε στις εκκλησιές, μια ζωή μαυροφορούσα. Με το μαντήλι στο κεφάλι- μαύρο κι αυτό- συνήθως αμίλητη, να στριφογυρνάει στο σπίτι, στις δουλειές. Όλο κάτι είχε να κάνει. Να πλύνει, να σιδερώσει, να μαγειρέψει. Σπάνια χαμογελούσε. Ιδιαίτερα τώρα που είχαν αρχίσει να την βαραίνουν τα χρόνια. Πιο νέα, είχε κάποιες αναλαμπές κεφιού και χαράς. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή της τη θλίψη που ίσως να οφειλόταν περισσότερο στην ανημπόρια και τη μιζέρια του πατέρα μου. Μια ζωή φτώχεια. Μεροκάματο στην οικοδομή, μαραγκός, ξυλουργός, όλες τις δουλειές του ποδαριού είχε κάνει. Ύστερα στα  μπεκρουλιά με τους φίλους, στα καφενεία χαρτοπαίγνιο κι άγιος ο θεός. Που να σιγουρευτεί και που να καταλαγιάσει τη θλίψη και τους πόνους η μάνα; Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα μου θύμιζε γυναίκα τραγωδίας. Ή γυναίκα από τα θλιβερά έργα του Τένεσι Ουίλιαμς. Και ειδικότερα από το Λεωφορείο ο πόθος. Μια από κείνες τις μαυροφορούσες που περνούσαν στη σκηνή και φώναζαν: «Φλόρες πορ λος μουέρτος! Φλόρες..»[ Λουλούδια για τους πεθαμένους! Λουλούδια..] Αυτή την εικόνα μου μετέδιδε και ο Τασούλης. Ο κατοπινός ήρωας.
Είναι κάποια πράγματα, κάποιες θύμησες που δεν αλλοτριώνονται ούτε με το χρόνο. Έτσι τα γνώρισες κι έτσι σου μένουν. Σαν εικόνες. Σαν σκέψεις.
Εν πάση περιπτώσει, το Καλοκαίρι εκείνο, λίγο προτού γίνει ο γάμος του Ντάφλου, είχα σταματήσει τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Είπαν, πως μπορεί να με χρειαζόταν πάλι από το Σεπτέμβριο.
Έτσι, άραζα στην καφετέρια πίνοντας καφέδες και καπνίζοντας αβέρτα τσιγάρα, με παροδικούς φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δούκας ή Πίθηκας. Έτσι τον κοροιδεύανε. Ο Πίθηκας. Και αυτός γελούσε, δε φαινόταν να τον πείραζε καθόλου. Ψηλός, γεροδεμένος με αδρές γωνίες στο πρόσωπο, ομορφάνθρωπος. Ή ομορφοπίθηκας. Αγράμματος, παιδί του λαού που λένε, παιδί του χωριού. Είχε έρθει πριν από κανα δυο χρόνια στη γειτονιά μας από κάποια χωριά της Ηπείρου.
Η αλητεία μας δεν είχε όρια. Γυναίκες της μιας μέρας, πουτάνες, μεγάλα μαλλιά, αχτενισιά, σχισμένα τζιν, καμπάνες και καμιά μικροκλεψιά ήταν κι αυτή στο πρόγραμμα. Φωνασκίες στις γειτονιές και ουκ ολίγες φορές στο τμήμα για εξακρίβωση. Τότε σε σταματούσε ο μπάτσος στο δρόμο, έτσι γιατί γούσταρε και σε μπουντρούμιαζε στο κρατητήριο, επειδή δεν είχες ταυτότητα μαζί σου.
Μια μέρα λοιπόν εκεί που καθόμαστε αραχτοί στην καφετέρια, μου λέει ο Δούκας:
-Πάμε να φύγουμε;
-Που να πάμε; Απόρεσα.
-Σ ένα νησί, όπου να ναι. Τώρα τα Καλοκαίρια στα νησιά γίνεται της πουτάνας.
-Δηλαδή;
-Τι, δηλαδή… γέλασε. Πάμε στη Ρόδο ή την Κέρκυρα. Διάλεξε!
-Ωραία ιδέα, είπα αλλά με τι λεφτά;
--Με τρία κατοστάρικα στην τσέπη, έχω εγώ μη σε νοιάζει. Έχω κι άλλα δυο για τα εισιτήρια, φύγαμε;
Μόλις το είπα στον πατέρα μου, έμεινε να με κοιτάζει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του, σα να μου έλεγε, κάνε ότι θέλεις, εσύ μυαλό δεν έχεις και πήγε μέσα στην κουζίνα να βάλει ούζο. Γύρισε με το ποτήρι στο χέρι και με ρώτησε τι θα κάνεις εκεί. Του απάντησα ψέματα πως είχα κλείσει δουλειά σε έναν φίλο μου, εργολάβο οικοδομών.
-Και κάνεις εσύ γι αυτή τη δουλειά; Με μισοκοίταξε.
-Γιατί δεν κάνω; Είπα. Θα τα καταφέρω, θα δεις. Μέχρι να δω τι θα κάνω, για λίγο, μετά βλέπουμε… τα ψιλομπέρδεψα και κατάλαβα πως δε με πίστευε.
-Και δε θα μείνεις για το γάμο του φίλου σου του Ντάφλου; Προσπάθησε να με τουμπάρει
-Θα μείνω, απάντησα. Ο γάμος γίνεται την Κυριακή. Από τη Δευτέρα θα κανονίσω να φύγω.
Έτσι έκλεισε εκείνη η κουβέντα μας. Ο πατέρας μου, βέβαια, προσπάθησε άλλη μια φορά μα με μεταπείσει, λέγοντας μου μάλιστα πως είχε κανονίσει με ένα φίλο του μαραγκό να πάω για δουλειά αλλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Με κέντριζε το νησί, η Ρόδος, το άγνωστο που ποθούσε η ψυχή μου. Ένιωθα κιόλας ναυαγός καταμεσής στο πέλαγο. Αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν το σκεπτόμουν και πολύ τότε. Ελλόχευε όμως μέσα μου, να φύγω, να πάω μακριά, σ άλλη γη, άλλους ανθρώπους, να μάθω κι εγώ τίποτε για τον κόσμο, να μην είμαι εδώ κλεισμένος σε αδιάφορα έως κυκλοθυμικά δωμάτια. Και μόνος μου να ζήσω για πρώτη φορά, μου φαινόταν γλυκό. Πως θα είναι μακριά; Ονειρευόμουν γυναίκες, περιπέτεια, θάλασσα. Να κινήσω έλεγα τη Γή με το πρώτο, να μάθω, να πικραθώ πιότερο. Πιο πολύ.
Ο γάμος του Ντάφλου γένηκε παρ όλα αυτά που είχαν προηγηθεί, χωρίς παρατράγουδα. Γλεντήσαμε με την ψυχή μας, απ το Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα το πρωί.. Μετά τη στέψη που έγινε στον Άγιο Αρτέμιο, πήγαμε σ ένα ταβερνάκι. Είχε καλέσει και νταούλι ο Ντάφλος. Ήταν όμως σοβαρός σε όλη τη διάρκεια του γάμου και του γλεντιού. Χόρεψε-ήταν χορευταράς- πολλές φορές με τη Μαγδαληνή, που καμάρωνε αλλά και συνήθως σκυθρώπιαζε. Κάτι φαινόταν να την απασχολεί. Δεν έμοιαζε και τόσο ευτυχισμένη όπως οι νύφες όλου του κόσμου.
Εγώ τα έτσουξα λιγάκι εκείνο το βράδυ, με έναν ξάδερφο μου μικρότερο. Πήραμε μπουκάλια από πορτοκαλάδες και τα είχαμε γεμίσει ούζο.. Άμαθοι καθώς είμαστε, μας βάρεσε κατακούτελα. Μεθύσαμε και σχεδόν ούτε ξέραμε τι κάναμε. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα τι ήταν αυτό που έλεγαν μεθύσι. Προτού όμως, είχε συμβεί, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, το σμίξιμο- εκείνο το παράξενο σμίξιμο που έλεγα πριν- των ματιών μου με αυτά τα καταγάλανα της Καίτης. Της μεσαίας κόρης του γένους των Σταυρέων, την αδερφή της Μαγδαληνής, που όλο με κοίταζε κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω ακριβώς. Είχα ζουρλαθεί από το βλέμμα της αλλά δεν εύρισκα τη δύναμη να της πω κουβέντα. Μου φαινόταν όνειρο φανταστικό, να βρεθώ κάπου μαζί της. Μόνοι οι δυο μας. Να χόρταινα αυτό που σκεφτόμουν από καιρό, για τις γυναίκες. Όχι εκείνα τα ψεύτικα ραντεβουδάκια με τις πιτσιρίκες του σχολείου στις γωνίες και τα κλεφτά φιλάκια στις πλατείες. Το ένιωθα πως κάτι θα γινόταν απόψε, υπήρχε φλόγα, κάψιμο, αγωνία. Ο χρόνος που έπρεπε να βρεθούμε μόνοι μαζί. Μόνοι σ ένα δωμάτιο. Δεν είχα μέχρι τότε ολοκληρωτική επαφή με γυναίκα και οι ορμές εκείνου του Καλοκαιριού ήταν μεγάλες. Μέσα στην παραζάλη του γλεντιού, ο Ντάφλος με παρέσυρε κάποια στιγμή στο χορό- έβλεπα παντού τα μάτια της Καίτης. Ήρθε και κείνη δίπλα μου να μου κρατήσει το χέρι, να χορέψουμε κι ο Ντάφλος όλο μου κλεινε το μάτι. Εγώ χαμογελούσα αυτάρεσκα, έφταιγε και το ποτό. Ο πατέρας μου σε κάποια γωνιά, τα λεγε με τον Σταυρέα και κάπου-κάπου με λοξοκοιτούσε.
Γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα κι ενώ το γλέντι συνεχιζόταν, ζαλισμένος καθώς ήμουν, σκέφτηκα να φύγω. Μάλλον το είπα δυνατά και με άκουσε η Καίτη.
-Θα σε πάω εγώ, μου είπε αναψοκοκκινισμένη αλλά με ωραίο μικρό χαμόγελο που κάτι εννοούσε.
Φύγαμε σχεδόν μουλωχτά, απαρατήρητοι για το σπίτι μου. Η Καίτη με κρατούσε σφιχτά μέσα στη νύχτα  κι ένιωθα το κορμί της να κολλάει πάνω μου.. Μια άλλη ζεστασιά ερχόταν εκτός από αυτή του Καλοκαιριού. Τα πάντα γύρω, μύριζαν έρωτα και θυληκάδα.
Σαν αποχαυνωμένοι τρυπώσαμε στο σπίτι βιαστικά. Στο σκοτάδι του διαδρόμου κι ενώ έψαχνα το διακόπτη, με φίλησε. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου και μου σταμάτησε το χέρι. «Μη!» μου είπε και χωθήκαμε στο μικρό δωμάτιο μου. Πέσαμε φουντωμένοι στο μονό κρεβάτι.
Ούτε που κατάλαβα πότε πέρασαν τόσες ώρες, πως ήταν ο έρωτας και πότε έφυγε η Καίτη. Φαίνεται κάποια στιγμή θα με πήρε ο ύπνος. Θυμάμαι πως με σκέπασε ελαφριά με το σεντόνι κι έφυγε σα νυχτοσκιά.. Ενδιάμεσα βέβαια, είχε επιστρέψει ο πατέρας μου με τη μάνα μου. Τρόμαξα όταν φώναξαν απ την πόρτα, «μέσα είσαι;» Του απάντησε τάχα κοιμισμένος, ναι, πατέρα, μέσα είμαι, κοιμάμαι και ησύχασα μόνο όταν κατάλαβα πως πέσανε για ύπνο.
Το πρωί κι ενώ εγώ λαγοκοιμόμουν ακόμα, μπρούμυτα, ολόγυμνος, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ξαφνικά ο πατέρας μου.
Ξαφνιάστηκε, έμεινε λίγο μετέωρος, καθώς εγώ προσπαθούσα να σκεπαστώ με τα σεντόνια, έκανε μεταβολή και βγήκε. Δεν είπε τίποτα, Ούτε τότε, ούτε στο κοντινό μέλλον. Αργότερα- πολύ αργότερα- όταν είχα πια σχεδόν ξεχάσει, αν υπήρξε πραγματικά η μαγική εκείνη νύχτα, με ρώτησε γιατί ήμουν ολόγυμνος το βράδυ του γάμου του Ντάφλου. Καμώθηκα πως δε θυμόμουν τίποτε και το θέμα έληξε αλλά πάντα πίστευα πως ο πατέρας μου, ήξερε τι έκανα εκείνο το βράδυ.

2 σχόλια:

  1. Πολύ δυνατές οι αναφορές στην περιβόητη εκείνη τη νύχτα. Και πολλές φορές οι σιωπές τα λένε όλα.
    Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αρχίζω να το θυμάμαι κι εγώ Τζον! να σαι καλά φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...