Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΟΝΆΤΑ ΤΗΣ ΛΉΘΗΣ




Τίποτε που λες
όλα τ άλλα είναι μηδέν
μόνο ο έρωτας λάμπει

Που εγώ να κλάψω δεν μπορώ;
του τελευταίου μου εαυτού, να δω εικόνα;

Την άσπρη μέρα
Να τη δεις, τον ήλιο απ το πρωί
να καίγεται και να  μιλούν μόνο για σένα.

Όλα τ άλλα είναι μηδέν
 ψέμα και ο ήχος της βροχής
που πέφτει στο περβάζι
 Κι αν μια ιδέα κοφτερή
τ ανέμου να σφυρίζει
εκεί που τρώνε οι νεκροί.

Τίποτα που λες
τα πάντα γίνανε σκιές
κι εμείς γυρνάμε.

Που εγώ ακόμα δεν μπορώ
του ιδανικού μου εαυτού να ψάξω εικόνα.

Την μαύρη ώρα
να χωράς μες το μυαλό μ αλάτι
του χωρισμού η αγκαλιά, μισά είναι ψέμα;

Όλα τ άλλα είναι μηδέν
 ψέμα και ο ήχος της βροχής
που πέφτει στο περβάζι
 Κι αν μια ιδέα κοφτερή
τ ανέμου να σφυρίζει
εκεί που τρώνε οι νεκροί.

[ΚΑΙΝΟΎΡΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ.








Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΆΧΡΩΑ




Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τα πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξεφτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθίσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΈΡΩΤΑΣ ΕΊΝΑΙ, ΌΧΙ ΑΣΤΕΊΑ





Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική  συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό  πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.
Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει  ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές  και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Τελος






Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Η ΩΡΑΙΌΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ



ΣΕ ΑΜΕΣΟ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ
Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
όλα φαίνονταν καλά.
Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
Μας απόμεινε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουν για προδότες
ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
-να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
Εν ολίγοις
κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
Ο κόσμος δεν είναι κακός;
Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
Εσύ κι εγώ.
Από την  ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΥ.
[Παραθέτω μόνο ένα σχόλιο από την ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ γιατί μου έκανε εντύπωση η θέληση της να εκφραστεί δημόσια για όσα ειλικρινά σκέφτεται για τη λογοτεχνία και τους ανθρώπους της.]
Ειλικρινά ! Δεν μούχει τύχει να γνωρίσω άλλον λογοτέχνη, γνωστό ή λιγότερο γνωστό, με τέτοια πολυδιάστατη συγγραφική υπόσταση σαν την δική σου .
Παρ' όλο αυτό το διακριτό σου γνώρισμα, αιφνιδιάζομαι κάθε φορά όταν απορρίπτω μιαν εγγραφή σε βαθμό που να μην συνεχίζω την ανάγνωση, κι άλλοτε πάλι παραδίδομαι άνευ όρων στην "ομιλούσα" γραφή σου. Την γνησιότητα του ανεπιτήδευτου συναισθήματος που βγάζεις. Την συντροφική διαδρομή που με οδηγείς χέρι-χέρι στην αφήγηση ενός μύθουQuestion mark προσωποποίηση της αλήθειας.
Θα μου πεις ίσως : Τόσο εύπιστη είσαι;;;; Η απάντηση είναι, μπορεί ναι ,μπορεί και όχι ,αλλά: Έτυχε τούτη εδώ η συγγραφική σου περιπέτεια να αποτελεί και δικό μου βίωμα που το αναβίωσες.
Δεν είναι το κύμα της μελαγχολίας που μου δρόσισε το νου, είναι η Ανάμνηση της εφηβείας μου που μου χαμογέλασε ξανά...
Σε ευχαριστώ
Από ΛΥΓΕΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ | Κυριακή, 15 Φεβρουαρίου 2015 11:05 πμ

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ



ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
Των αγίων ερώτων λοιπόν
τιριρρρρουμ
Βαλεντίνου και άλλων χρηστών
τιριρρρρουμ
Κι αν λευκή τη σημαία σηκώσαμε
κάποιος μας αγαπά
δεν τελειώσαμε.
Είχαν φύγει τα τρένα για πάντοτε
έτρεχαν τα παιδιά ν ανταμώσουνε
στης ζωής μας τ ανώφελα γκράβαρα
φόρεσαν το σκλαβό περιδέραιο
Η μεγάλη αγάπη, μας σκότωσε
στέγνωσε και δεν είναι η καλύτερη
ντύθηκε το καλύτερο πέπλο της
κι άνευ όρων παρεδόδη στο έλεο-ς
Των αγίων ερώτων λοιπόν
τιρ-ρρρρουμ
Βαλεντίνου και άλλων θεών
τρρρρρουμ
εμείς οι ίδιοι τον ήλιο προδώσαμε
Κανείς δε μας αγαπά
Τελειώσαμε.
Είχαν κάποιοι αγοράσει τη μνήμη μας
το φιλί και τα μάτια, το στόμα
πάντα οι άλλοι, πάντα οι ξένοι μας έφταιγαν
που εμείς δε γυρίσαμε ακόμα
Η μικρή μας αγάπη ξεθώριασε
σαν παλιό παραθύρι μισάνοιχτο
και στον ύπνο, όλοι πέτρες μας πέταγαν
σε καράβι σπασμένο πό ένστιχτο
Θέλω να το πω μα δε μ αφήνετε
μ ένα γέλιο μεγάλο, τεράστιο
ότι αγάπησα ήταν γυμνό φόρεμα
κοριτσιών σε μακρύ ακρωτήρι, προάστιο
που κανείς, μα κανένας δεν πάτησε
μόνο ένα γέλιο πνιχτό κι ορεσίβιο
μοναχός μου στον κόσμο ναυάγησα
γιατί είχα ξεχάσει το δικό σου σωσίβιο.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ Μεγάλα ποιήματα.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ





Μη ξεχνάς τι κάνεις εδώ, γιατί ήρθες και που θα πας, ήταν πια, μια πανάρχαια εικόνα στα στήθη του καβαλάρη, εκείνη την ημέρα που με πήρε από το χέρι η μητέρα να με πάει στο σχολείο, βγαίνοντας στην πλατεία του Άγριου. Ήταν περήφανη που με έσερνε στο χωριό, σα να κουβαλούσε κάτι πολύτιμο κι όμως εγώ ένιωθα ένοχος για τον θάνατο του παππού.
Στην πλατεία έκανε κρύο, φυσούσε ένας βοριάς που ξερίζωνε τα δέντρα που θα με πήγαινε;
Το σχολείο ήταν ένα κτίριο μεγάλο, η μάνα με παρέδωσε στον δάσκαλο κι έφυγε. Και, έχει ενδιαφέρον η πρώτη μέρα μας στο σχολείο, εκεί που ξεφεύγουμε από την οικογένεια, να μπούμε στην κοινωνία. Καθίσαμε στο πρώτο το θρανίο, εγώ κι ο Σωτήρης με το πλατσουκωτό κεφάλο να γράψουμε τα πρώτα γράμματα.  Ήμασταν οι μοναδικοί συνομήλικοι στο Άγριο αλλά ποτέ δε γίναμε πραγματικοί φίλοι. Πίσω μας ήταν τα θρανία της Δευτέρας και έχει σημασία εδώ να πως τότε όλο το σχολείο ήταν μια τάξη! Μια ορθογώνια σάλα σε διάταξη π; Πρώτη, Δευτέρα, αριστερά, απέναντι Τρίτη, Τετάρτη. Πίσω από τη Δευτέρα η Πέμπτη και πίσω από την Τετάρτη η Έκτη με τα μεγάλα παιδιά που ήταν πολύ περήφανοι και κάτι σαν αρχηγοί.  Ο δάσκαλος που το λέγαμε Κύριο, ένας και μοναδικός, ξεκινούσε από την Πρώτη και τελείωνε με την Έκτη όλα τα μαθήματα, πρωί-απόγευμα κι όλη μέρα στο σχολείο με διακοπή μιας μεσημεριανής ώρας, ήθελες δεν ήθελες κάτι σου έμπαινε στο αφτί, κάτι έμενε στο μάτι, στην οπτική μάθηση.
Ο Σωτήρης έσκυψε και έφτιαξε ένα ωραίο άλφα, εγώ έβαλα την ουρά του άλφα από κάτω. Το είδε ο Σωτήρης και μου είπε συνωμοτικά, όχι έτσι! Έτσι είναι και μου έδειξε το ωραίο του άλφα. Το κοίταξα εγώ που είχα γεμίσει τη σελίδα με το άλφα και την ουρά του από κάτω και ντράπηκα γι αυτό το άλφα, όσο τίποτε στη ζωή μου,  άρα δεν μπορούσα να καταλάβω τη γραφή κι έπρεπε να προσέξω περισσότερο. Νευρίασα, δεν έκλαψα, από τότε τόσο μικρός σπανιότατα έκλαιγα, έσβησα όλα τα Άλφα που είχα γεμίσει τη σελίδα του τετραδίου με τις μπλε οριζόντιες γραμμές και άρχισα να φτιάχνω το κανονικό . Ο Κύριος ερχόταν που και που να ρίξει μια ματιά σ αυτά που φτιάχναμε και ήταν ένας βλοσυρός, ένας σκοτεινός άνθρωπος που τον είχαν εξοστρακίσει στο Άγριο, σ αυτή τη μεριά του χρόνου και του τόπου που σχεδόν δεν υπήρχε στον χάρτη.
Ο Αλέξαντρος Τούμας δίδαξε στο Άγριο, δεκατρία χρόνια. Τον είχαν στείλει από τα βόρεια, είχε τελειώσει την παιδαγωγική Ακαδημία, ούτε ψηλός, μηδέ χοντρός, γύρω στα σαράντα, σαρανταπέντε, δύσκολος άνθρωπος, κυβερνούσε με τη βέργα και το χαστούκι, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα σ αυτή τη μικρή κοινωνία των άξεστων και αγράμματων χωρικών που ελάχιστοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ζούσαν με τα πρόβατα και τα γίδια, τους κάμπους και τα βουνά.
Αυτός, λοιπόν ο άνθρωπος χτυπούσε αλύπητα τα παιδιά, το ξύλο έπεφτε καθημερινά, τα παιδιά έκλαιγαν και θαρρώ πως θα είχε αποκτήσει ένα είδος σαδισμού καθώς όταν έριχνε τις σφαλιάρες, το πρόσωπο του έκανε συσπάσεις τα χείλη του έσφιγγαν, στράβωνε, η συνήθως γλυκερή εικόνα που είχε όταν συνομιλούσε με τους μεγάλους, φορώντας πάντα τη γραβάτα και το κουστούμι του που τα σιδέρωνε επιμελώς η γυναίκα του, μια ασυναγώνιστα χοντρή αλλά όμορφη γυναίκα που κρατούσε αξιοπρεπώς τη θέση της φροντίζοντας και τα δυο παιδιά που είχαν αποκτήσει πριν έρθουν στο Άγριο. Πρέπει να πω, όμως πως ήταν ένας δεινός δάσκαλος. Είχε μια μεταδοτικότητα, ισχυρός γνώστης της Ιστορίας, της Χημείας, των Μαθηματικών και εν συνόλω όλων αυτών που έπρεπε να μεταδώσει στους μαθητές του. Εμένα δεν με είχε χτυπήσει ποτέ. Μια φορά ίσως εκεί στην πρώτη, μου τράβηξε το αφτί και σαν να ντράπηκε γι αυτό που έκανε όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, δεν είπε τίποτε, έφυγε και πήγε να ρίξει δυο σφαλιάρες στον Μίλτο, ενώ εγώ τον παρακολουθούσα, χωρίς να νιώθω τίποτε γι αυτόν, ίσως μια συμπόνια και μια παραδοχή.

Το καφενείο του χωριού το είχε τότε ο Βασίλης Πλιάτσικας, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, λεπτός, ξερακιανός, ένας χαμογελαστός τύπος με ίσια μύτη, έξυπνος κι αγράμματος που μισούσε τους Καραδήμους από το σόι των ισχυρών γαιοκτημόνων που ανήκε και ο Τηλέμαχος Καραδήμος.  Στο Άγριο υπήρχαν οχτώ-δέκα φατρίες, άλλοι φτωχοί, οι περισσότεροι, άλλοι πλούσιοι που αλληλομισούνταν μεταξύ τους, παντρεύονταν μεταξύ τους.
Άνοιγε το καφενείο πρωί-πρωί, έπινε καφετσίπουρο, ύστερα ανέβαινε η γυναίκα του στο πόδι του. Ο Βασίλης έτρεχε στους κάμπους με τα ζωντανά, με τα στάχυα, τα φίδια και το σανό, μα πάντα είχε μαζί του το τσίπουρο, να πίνει και να μην τον κρυφοβλέπει η γυναίκα του. Με τον πατέρα μου είχαν μια καλή σχέση αν και διαφωνούσαν στα πολιτικά. Ο Βασίλης ήταν δεξιός έως βασιλικός, ενώ ο πατέρας μου κομμουνιστής.
Το μεσημέρι εκείνο είχε γυρίσει νωρίτερα από τον κάμπο, την ώρα που τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια για το μεσημεριανό φαγητό, γυναίκα του κατέβηκε στο σπίτι οπότε βρήκαν ευκαιρία με τον πατέρα μου να πιουν και να ευχαριστηθούν. Ο Βασίλης δε μεθούσε, ο πατέρας μου γινόταν λιώμα. Φώναζε, έβριζε, αγρίευε.  Θα ήταν το Καλοκαίρι που τέλειωνε η σχολική χρονιά, σε λίγο θα παίρναμε τους πρώτους μας βαθμούς και όλοι είχαμε αγωνία γιατί ο Τούμας ήταν πολύ φειδωλός με τους βαθμούς, σε κανέναν δεν έβαζε δέκα και το εννιάρι του ήταν για πολύ εξέχουσες περιπτώσεις. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, παράξενο και σπάνιο αλλά συνέβαινε αφού η μητέρα έλειπε πολλές ώρες στο χτήμα και ο πατέρας ήταν στο καφενείο. Μπήκα μέσα άφησα την τσάντα με τα βιβλία κάπου και τότε ήρθε η Ρούλα η γειτονοπούλα, ένα χρόνο μικρότερη από μένα, δεν πήγαινε ακόμα σχολείο και ξαπλώσαμε στο πάπλωμα, χάμω, κρεβάτια δεν υπήρχαν ή δε θυμάμαι αν υπήρχε κάποιο για τους γονείς μου και γδυθήκαμε, μείναμε γυμνά, ήρθαν σε επαφή το αρσενικό με το θηλυκό και μια παράξενη γλύκα κυλούσε στα κορμιά μας, ώσπου μπήκε ο πατέρας μου και μας είδε που ήμασταν όπως ήμασταν, θυμωμένος και μεθυσμένος, αξύριστος κι εμείς ντυθήκαμε γρήγορα, η Ρούλα έφυγε, σιγά-σιγά σα ντροπιασμένη. Ο πατέρας μου δύσθυμος σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας, ύστερα με κοίταξε που είχα σηκωθεί.
-Που είναι η μάνα σου; Με ρώτησε.
-Την είδα πέρα στο χτήμα, στη Χατζιά, απάντησα.
-Ποιος θα μας βάλει να φάμε; Ο ίδιος ποτέ δε μαγείρευε κι ήθελε να χει πάντα κρέας στο πιάτο του. Κοίταζε την κατσαρόλα με τη φασουλάδα λες κι έβλεπε σίχαμα.
Ωστόσο είχαν γυρίσει ο Σωτήρης με τον Αντώνη, ο Χάρης ήταν στο Γυμνάσιο στην κωμόπολη και ο Μήτσης-Δημήτρης έβοσκε τα πρόβατα στον κάμπο. Ο πατέρας μου έβαλε στα πιάτα φασουλάδα και καθίσαμε στο τραπέζι, στο σοφρά, δηλαδή ένα είδος χαμηλού τραπεζιού, γιατί τραπέζι κανονικό δεν υπήρχε.
Μόλις καθίσαμε ο πατέρας μου με κοίταζε παράξενα. Τον κοίταζα κι εγώ μέσα στα μάτια.
-Εσύ δε θα πλύνεις τα χέρια σου; Και εννοούσε που με είχε δει γυμνόν με τη Ρούλα.
Σηκώθηκα κι έπλυνα τα χέρια μου, ξανακάθισα και τρώγαμε. Ο Αντώνης ήταν λιχούδης, ο Σωτήρης μάλλον λιτοδίαιτος σαν εμένα και όταν αποφάγαμε, ο πατέρας μου έβαλε τιμωρία και τους δυο στο κατώι αφού τους έριξε μερικές σφαλιάρες κι εγώ απορούσα με τον τρόπο του αλλά δεν ήξερα τι είχαν σκαρώσει οι δυό τους γιατί, δεν μπορεί να τους σφαλιάριζε έτσι, χωρίς λόγο.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με τον ομώνυμο τίτλο.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΔΥΤΙΚΌΣ ΆΝΕΜΟΣ




ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ [ΔΥΤΙΚΟς ΑΝΕΜΟς;]

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Τι να  κάνεις την ελευθερία
φωνάζεις δεν έχω λύση
φωνάζεις δεν αγαπώ
η ελευθερία θέλει ψωμί
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα φιλί
Έλα μαζί μου σου λέω,
Μη φωνάζεις τίποτα δεν έχεις λύσει
την αλήθεια δεν πρέπει να την γνωρίζουν όλοι!
Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δικό σου ψέμα
Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις στο ψέμα
το αίμα, το αίμα, το αίμα
μα την αλήθεια δεν την ξέρεις
το αίμα, το αίμα
Κανείς δε θα μάθει την αλήθεια
το αίμα.

Αν πρέπει να γελάς απ τη χαρά σου
αν πρέπει να τρως απ τη λύπη σου
αν πρέπει να τρως το παραμύθι του λαού
το ψέμα, το ψέμα
πως η εξουσία είναι δικιά μας
επειδή κι εμείς είμαστε λαός
το ψέμα.
Κι επειδή αιώνες κύλισαν κάτω από τον ήλιο κι επειδή οι άνθρωποι 
συνεχίζουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
και ακόμα οι άνθρωποι δεν αναγνώρισαν το δίκιο των φτωχών
κι επειδή ο φονιάς κρύβεται πάντα πίσω απ τα φυλλώματα, θέλω τώρα 
να σου πω να μην κάνεις πάλι αυτά που έκανες.
Δεν ωφελεί να φυλάγεις Θερμοπύλες γιατί έτσι που τη ζωή σου την 
κατάντησες σ αυτήν εδώ την πλάση, δεν αξίζει
να μεταναστεύεις απ το ένα μέρος στο άλλο, τρώγοντας την άσπρη
 σάρκα, αρπάζοντας.

Φωνάζεις δεν αξίζει να ζεις έτσι!
όταν μπορούσα θα σε σκότωνα
κρύβοντας ακόμα και τον σαδισμό που τρέφω για σένα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
ένα σάπιο καράβι που ταξιδεύει.
Ιωλκός και παράξενο δράμα
τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από ένα δράμα
γιατί είσαι ένα γουρούνι, ένα γουρούνι
είσαι ένα γλυκό γουρούνι.

[Το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται
κι εσύ θέλεις το λευκό
φωνάζεις άμα δεν έχεις λύση
-όλα τα προβλήματα σου τα λύνω
εκτός απ το οικονομικό
το μαύρο δεν έχει πάτο, το χρώμα της ήττας είναι κόκκινο
έχασες ένα λιβάδι και δε θες να το καταλάβεις
οι Ρώσοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τον εαυτό τους
οι Ιντιανς θα παρέμειναν Ιντιανς, το λευκό πιο λευκότερο δε γίνεται.]

Τι να την κάνεις την ελευθερία και τον ύμνο της;
να ξερες μονάχα πως πενθούν οι γύφτοι
πως γαμούν οι γύφτοι στο μαύρο σκοτάδι
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι
επειδή το πρόσωπο της γυναίκας δε φαίνεται
το ασπράδι του ματιού έχει γυρίσει
-κανείς δεν ξέρει να πεθαίνει
κανείς δεν ξέρει το σκοτάδι, το σκοτάδι.

Να φωνάζεις δεν είναι άδικο κρυμμένος πίσω απ τις πέτρες, ταμπουρωμένος
 τη σιωπή των αμνών, επειδή τα πρόβατα δε μιλούν ποτέ ή βελάζουν, μα αυτή
 η α-κακία τους μοιάζει με τον ηλίθιο τρόπο που σκέπτεσαι ότι κατάκτησες 
τον πλανήτη γη σε λίγα δευτερόλεπτα υποκειμένου και κανείς απ αυτούς 
που έκαναν τα μεγαλύτερα λάθη δεν υπέκυψαν, ούτε ο Καίσαρ
-να φωνάζεις επειδή αυτός ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γύψο και κρασί
Κρασίν  θεών τε και ανθρώποις μοίραν χειρότερη των βροτών είναι.
[Ταξιδεύοντας ένα μεσημέρι
εκεί που οι θεοί δεν ακούουν
όπου υπάρχει μόνο η σκιά του δέντρου, το κελάρυσμα του νερού
στο κορμί μιας εξαίσιας γυναίκας- αυτός ο κόσμος χωρίς το σεξ 
θα ήτο ανούσιος
ταξιδεύοντας, λοιπόν, με τον αέρα
σχίζοντας όπως τα πουλιά τον αέρα
πουλώντας πάντα στους ανθρώπους αέρα
που αναπνέει ο Χο Τσι Μινγχ
βουλιάζοντας στην υπαίθρια θέληση του αέρα
ταξιδεύοντας ένα απόγευμα
έπρεπε να πούμε τη σκάφη-σκάφη και τα σύκα- σύκα.]

Αλλά ποτέ δε βρήκαμε το θάρρος να ομολογήσουμε πως
οι άνθρωποι του Μεσολογγίου ήταν γενναιότεροι των ανθρώπων.
Θα πρέπει να σου ομολογήσω πως αυτός ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι και ο καλύτερος
να πεθαίνεις γιατί δε σε ενδιαφέρει είναι αδύνατον
βάζω εδώ το θάρρος ανώτερο του παιδιού
ανώτερο της γλώσσας, ηθικότερο του γίγνεσθαι
ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι είναι άγνωστος!
απίστευτη λέξη!
Άγνωστος!

Είναι ένα πουλί τεθωρακισμένο
που πετά στη θάλασσα, σκοτώνει τα πουλιά
σκοτώνει την άμμο, τη γυναίκα που κοιτάζει το πέλαγος
τον άντρα
τον άντρα, τον άντρα, τον άντρα.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο τρόπος που σκέφτεσαι
δεν είναι ο καλύτερος
μισείς τον άντρα και θα πρεπε μόνο γι αυτό να σκοτωθείς
ο ανήρ είναι το υπέρτατο ον αυτού του κόσμου
που τον ενδιαφέρει πάντα γιατί πεθαίνει.

Όταν μπορούσα έπρεπε να σε σκοτώσω
Γιατί θα το έκανε εσύ
Είναι τόσο απλό μα δεν το ξέρεις! σε νοιάζει μονάχα το γάλα 
των παιδιών σου
όχι των άλλων Βισιγότθων! ααααα!
είσαι το βούρλο των βόρειων λιμνών, είσαι ο μοναχικός Ιουδαίος, 
ο τάρανδος του Νότου
γιατί σου τα λέω όλα αυτά;
Είναι για τι είμαι καλύτερος από σένα
Έχω τιμή, έχω δάκρυ.

Ανάμεσα από το πράσινο αυτό που στη γη θεωρούμε όταν θα έρθουν 
οι εξωγήινοι, λευκό,
όταν  κάποτε θα έρθουν, γιατί θα έρθουν
 το καλύτερο δείγμα ζωής
το σεξ είναι ίσως το αντίδοτο του!
Χωρίς έρωτα πάνω σ αυτή τη γη δε ζεις, χωρίς μαλακίαν φτωχός τω πνεύματι
άραγε ουτιδενός, μάταιος των γήινων κατέστης.
Έχω τιμή, έχω δάκρυ

Τιμιώτερος των ανθρώπων ο ανεξίθρησκος



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΈΣ




Αλεποπορδές. Θυμάμαι μικρός, μου λεγε η μάνα μου, όταν περπατούσαμε στο δάσος 
και μου τις έδειχνε, ξέρετε αυτές τις φούσκες που άμα τις πατάς βγάζουν μια άχνα, έ
να αέρα σα να ξεφουσκώνουν- παφ! μια μούχλα σα να κινδύνευε το δάσος και εννοούσε 
η μητέρα πως όποιος λέει και κάνει ανόητα πράγματα, ρίχνει αλεποπορδές. Δεν ξέρω γιατί τις 
έλεγαν έτσι κι έχω καιρό να περπατήσω στο δάσος, να δω καμμιά αλεπού να κλάνει, 
κανένα λύκο να ουρλιάζει, γιατί όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών και η μητέρα μου κρατούσε 
το χέρι ανάμεσα από πουρνάρια, σχίνα και γκορτζιές, προσπαθώντας να μου εξηγήσει τον
 κόσμο της, μερικές φορές που ήθελε να θίξει τον τάδε ή τον άλλον που με ειρωνεία 
δική της τον καταλάβαινε κι εγώ περήφανος κυκλοφορούσα σε κείνο το δάσος, λίγο πιο
 κάτω από τα πλατάνια, λίγο πιο εκεί από την οικειότητα, να ρίξω κι εγώ μια πορδή. 
Η μάνα μου έκλαιγε συχνά κάτω από μια βελανιδιά, τη ρωτούσα γιατί κλαίς μανούλα,
 χολωμένος από την αδυναμία μου να τη βοηθήσω να σηκώσει όλα τα βάρη της ανθρώπινης πραγματικότητας, να γελάσει κάποτε το χειλάκι της, να νιώσει περήφανη για τον άντρα της
 και τα παιδιά της.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΓΙΑΤΊ ΚΥΛΆΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ





Από μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται πάνω
 από ένα ρυάκι και να κοιτάζω τη ροή του. Μου έκανε εντύπωση
 αυτό το τρέξιμο του νερού και σκεφτόμουν πόσο είναι το νερό
 της γης και γιατί κυλάει το ρυάκι. Γιατί κυλάει το νερό και 
προς τα που.[ Βασανιστικά σκεφτόμουν γιατί δεν πηγαίνει 
τον ανήφορο]. Όταν μεγάλωσα, έμαθα πως το νερό κυλάει
 εξ αιτίας της ελκτικής δύναμης που λέγεται βαρύτητα.
 Η εξήγηση ελευθέρωσε ένα μέρος της αγωνίας μου, μα όχι όλο. Σκέφτομαι τώρα, γιατί το νερό να καλύπτει το 70% της γης. 
Κι ακόμα, αναρωτιόμουν τότε, αν η γη κινείται από μόνη της,
 νοώντας πως οι δυνάμεις της είναι μέσα στον πυρήνα. 
Αργότερα πάλι έμαθα πως κινείται εξ αιτίας των ηλεκτρομα-
γνητικών δυνάμεων που ασκούνται εξωτερικά από αυτήν, μα
 πάντα το ρυάκι κυλάει στο μυαλό μου. Σήμερα, σκέφτομαι 
πως είμαστε φτιαγμένοι από αστρική σκόνη-κι εμείς τσακω-
νόμαστε αν ανήκουμε στην Ευρώπη- που "κύλησε" εδώ, πριν
 από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, κι ο χρόνος μεγαλώνει κατά
 ένα δευτερόλεπτο το γήινο εικοσιτετράωρο. Πάντα με απα-
σχολούσαν αυτές οι φυσικές λεπτομέρειες- όχι αυτή καθ αυτή
 η φυσική με τους μαθηματικούς τύπους-όσον αφορά την θεω-
ρητική πρόσβαση στην επιστήμη της φυσικής. Η φιλοσοφία, 
δηλαδή της φυσικής.
Αργότερα πάλι, έμαθα πολλά πράγματα, προσπαθώντας μέσα
 από την μελέτη, να βρω διέξοδο σε ερωτήματα τέτοια.
 Η παλινδρόμηση των κενών δημιουργούσε συνέχεια απορίες
 και φοβόμουν το νερό, σαν κυρίαρχο μέρος της ζωής μας. 
Συνειδητά, απλώνομαι πάνω από αυτό, επιπλέω σ΄αυτή τη 
συνείδηση πως πάνω από τους νόμους υπάρχει, το σύμπαν που 
δεν μπορεί να κινηθεί έξω από αυτήν. Βέβαια, η ξηρά, το μέρος
 που κατοικούμε μας δίνει περισσότερη σιγουριά. Γη, θεωρούμε 
το χώμα, τα βουνά, τις πεδιάδες. Και μου έρχεται στο νου να
 ρωτήσω πως οι Αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι ο Όλυμπος είναι
 το ψηλότερο βουνό.



Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

ΧΑΙ ΝΤεΦΙΝΙΣΙΟΝ







 Πάντως εγώ αν ήμουν Χίτλερ δε θα αυτοκτονούσα ποτέ.
 


Οι Έλληνες συνεχίζουμε να είμαστε τα μεγάλα κορόιδα.
 Όλοι κερδοσκοπούν εις βάρος μας με πρώτη τη Γερμανία γράφουν οι ίδιες οι Γερμανικές εφημερίδες 
και στη λαϊκή οι μανάβηδες διαλαλούν πως
 θα δουν το ματς με χαι ντεφινισιον!




Η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, 
είναι η βεβαιότητα πως δεν υπήρξαμε ποτέ 
πριν από τη γέννηση μας.

Στην Ακρόπολη πήγαινα συχνά όταν ήμουν πολύ νέος. 
Μου άρεσε εκεί, χαμογελούσα στους θεούς κι εκείνοι σε μένα.


Μαύρη ναι η μοίρα μου
Κλεισμένος σε μικρά εργαστήρια
να πλάθω το φως και τη σκιά.



  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...